Ολημερίς οι ετοιμασίες. Φροντίδα για την λάτρα του σπιτιού, τα πασχαλιάτικα ρούχα. Ήταν και το βιος που ΄θελε την δική του φροντίδα. Μα δυο μανάρια, μα κοπάδι, καθένα είχε την έγνοια του. Ηταν κι αυτό ένας λόγος που το «Δεύτε λάβετε φως» ηχούσε στο χωριό μας στις τρεις το πρωί κι όχι τα μεσάνυχτα.
Μεγάλη γιορτή το Πάσχα και ειδικά για τον νεαρό πληθυσμό του χωριού μας. Μετά από μια πολυήμερη νηστεία θα τρώγαμε το ψητό μας, θα πίναμε το γάλα μας, θα γευόμασταν τέλος πάντων ό,τι η νηστεία μας κρατούσε μακρυά. Δεν ήταν μόνο αυτό, δεν ήταν αυτό το βασικό. Η Ανάσταση στην παλιά εκκλησία με τον γυναικωνίτη μας γοήτευε. Ήταν και το «κυνήγι» του μπάρμπα – Χρήστου, που δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί, και που τ’ αποζητούσαμε. Εμείς ανεβοκατεβαίναμε την ξύλινη σκάλα του γυναικωνίτη και το τρίξιμο της σκάλας μαζί με τον ήχο των βημάτων μας κρατούσε παράφωνο μπάσο στην ψαλμωδία.
Αλλά και στον κυρίως ναό δεν επικρατούσε και απόλυτη ησυχία. Η Ανάσταση ήταν κι ένα αντάμωμα για ευχές και χειραψίες.
Στην παιδική μας αφέλεια αυτές οι εικόνες έχουν εξιδανικευτεί. Σήμερα, γεμάτος νοσταλγία τις ξαναφέρνω στην θύμισή μου. Αυτές και πολλές άλλες. Δεν έχουν τελειωμό για κανέναν μας. Είχαμε την ευτυχία να μεγαλώσουμε μέσα στη φύση, με τις συντροφιές μας και τα παιγνίδια μας κι είναι αυτό που εξιδανικεύει τις θύμισές μας, είναι αυτό που σήμερα μας λείπει.