Αφήγημα 1ο
Ι. Μότσης
Ο ήλιος έλουζε με τις στερνές του ακτίνες τον Τόμαρο και το βουνό, με την βρύση στην ρίζα της κορυφής του, πάνω απ’ το χωριό είχε φορέσει το χρυσκόκκινο στέμμα του. Οι κάτοικοι του μικρού χωριού μάζευαν βιαστικά τις δουλειές της μέρας πριν τους προλάβει η νύχτα.
Στην ανατολική πλευρά του χωριού ήταν το κάστρο. Κτισμένο στο ξάγναντο, έβλεπε ως μακρυά κάτω στην καταπράσινη κοιλάδα. Τα μικρά κτίσματα μέσα στο κάστρο κάλυπταν τις ανάγκες της φρουράς του κάστρου στην ειρήνη και τον πόλεμο.
Στην απέναντι όχθη του ποταμού σ’ ένα μικρό ύψωμα της πλαγιάς ένα δεύτερο μικρότερο κάστρο συντρόφευε το πρώτο. Ηταν κι αυτό, μέρος μιας σειράς οχυρώσεων και επικοινωνίας, που παρείχε γραμμή άμυνας απέναντι σε όποιον εισβολέα κινούνταν βόρεια κατά μήκος της κοιλάδας. Οι Αιακίδες είχαν φροντίσει να ενισχύσουν την προστασία των Απειρωτάν με μια σειρά τέτοιων έργων μέχρι “εκεί που ο Πυριφλεγέθοντας στου Αχέροντα το ρέμα κυλιέται με τον Κωκυτὸ που πέφτει απὸ τη Στύγα”.
Στα βορειοδυτικά του χωριού, δέκα περίπου στάδια μακρυά, στην κορυφη του δάσους με τους ρώπακες ήταν το νεκροταφείο, όπου αναπαύονταν οι πρόγονοι των κατοίκων του μικρού χωριού.
Στην μέση σχεδόν του χωριού, ανάμεσα στις βελανιδιές, ήταν το ιερό του Διός. Ενας ναϊσκος που κάλυπτε πλήρως στις λατρευτικές του ανάγκες .
Στην νότια πλευρά ο Μεγαλάκκος κυλούσε τ’ αφρισμένα νερά του και ο ήχος τους σκέπαζε γοητευτικά την σιγαλιά της νύχτας που ερχόταν.
Το χωριό, κτισμένο στo βόρειότερο άκρο της κοιλάδας του Αχέροντα, συγκεντρωμένο στην βορειοδυτική πλευρά του κάστρου φάνταζε επίγειος ουρανός, καθώς τα σπίτια το ένα μετά το άλλο παίρναν την όψη αστεριών από τις δάδες που τα φώτιζαν.
Αφήγημα 2ο
…Ήπειρος
Καθεύδουν Μολοσσοί
Δίχως χωράφια χωρίς έλεος
για τα σπαρτά
Απέραντο τοπίο η δεσιά τους
άγριο κι αδιάβατο κορμί του Άδη
στην έμβαση προς τον απάνω κόσμο
Η ανάσα τους ξετρελαμένο χιόνι
Ανταριασμένες ράχες η ειδή τους
Τρεις μέρες δρόμο
και οι νύχτες πάλι με περπάτημα
η πατούσα τους
καπνός και σίδερο
κι από φωτιά τα πανωφόρια τους
Νύχτα σκουπίζουν μ’ ένα πελώριο σάρωθρο
ό,τι έχει καμωθεί στη μέρα
και με το φως πλαγιάζουν καταγής
σαν τον σεισμό που απόκαμε
Αναζητούν της πέτρας τον σφυγμό
Βυζαίνουν το νερό του Αχέροντα όλο….
(Απόσπασμα από το «Ηπειρώτικο» του ΦωτοΜότση)
Οι μέρες κυλούσαν σαν ποτάμι, τα χρόνια περάσαν. Οι δάφνες του Πύρρου είχαν από καιρό ξεθωριάσει. Ο Αιμίλιος Παύλος είχε περάσει με τις λεγεώνες του είχε αφήσει τα δικά του χνάρια στο πέρασμά του. Στο κάστρο του livicustos ήταν οι Ρωμαίοι τώρα που διαφέντευαν τον τόπο.
Τα χρόνια πενούσαν. Η παλιά θρησκεία είχε παραχωρήσει την θέση στη νέα θρησκεία. Οι παλιοί ναοί είχαν γκρεμιστεί και πάνω σ’ αυτούς είχαν υψωθεί χριστιανικοί ναοί. Εκεί που κάποτε ήταν ο ναϊσκος του Διός έστεκε τώρα ο Αη Γιάννης και δίπλα του το νεκροταφείο. Παλιές και νέες γιορτές ανακατώθηκαν. Μόνο η γλώσσα τους έμεινε ατόφια. Ειχαν αλλάξει και οι ηγεμόνες τους. Αλλοι ντόπιοι κι άλλοι ξενόφερτοι.
…Καί ήταν πάλι
μέσα σέ τούτη τήν ἀχλή ὀρθός
Στο διάβα των ψυχών ξανά ὁλόρθος
Ἐλαφροπετάει τή μιά ἀπό βουνό σέ ράχη
Ὕστερα ἐρωτοφιλεῖ τόν ἥλιο
Ἐνδύεται κατάσαρκα τους δρόλαπες
Ποδένεται ὅλης τῆς θάλασσας τό ρίγος
καί δράμει νά κουρνιάσει
στ΄ ἀντραλεμένα γένεια τοῦ θεοῦ…
(Απόσπασμα από το «Ηπειρώτικο» του ΦωτοΜότση)
Το μικρό χωριό, ή Λιβίκιστα, όπως τώρα την λέγανε εξελληνίζοντας το λατινικό της όνομα, ήταν πάντα εκεί ριζωμένη στα πόδια της Βρυτζάχας.