Καταμεσίς τ’ ουρανού ο ήλιος τσουρούφλιζε τα γυμνά μας μπράτσα και καθώς ο ιδρώτας έσμιγε με την σκόνη και γίνονταν κάτι σαν γλίτσα στο κορμί μας, πήραμε την απόφαση να ξεκουράσουμε τα κουρασμένα μας νιάτα στον ίσκιο του πουρναριού, στην άκρη του δεύτερου απ΄ την κορφή χωραφιού στην ρουπακιά, όπου συνήθως κρεμούσαμε τον τορβά με το ψωμί, τις τηγανητές πατάτες, το τυρί και τις ελιές. Αφήσαμε τις κόσσες εκεί ακριβώς που τέλειωνε το κομμένο χορτάρι και πήγαμε ν’ απολαύσουμε μια τσιγαριά κάτω απ’ τον ίσκιο του πουρναριού, να πιούμε λίγες γουλιές «ζεστό» νερό από την κάψα του καλοκαιριού, πριν απολαύσουμε το θεσπέσιο γεύμα μας.
Ο Θανάσης έστριψε το τσιγάρο, που κάνοντας τον «περίπατό» του σε τέσσερα χέρια τέλειωσε στα άψε σβήσε και στρώσαμε τα φαγώσιμά μας σ’ ένα τραπεζομάντηλο.
Δεν προλάβαμε να βάλουμε μπουκιά στο στόμα και να ΄σου από το μικρό δρομάκι στα δέκα με είκοσι μέτρα ξεπροβάλλει τρέχοντας καταπάνω μας γκαρίζοντας και έχοντας απελευθερώσει τους ηχηρούς μηχανισμούς εξαερισμού του ό γάϊδαρος του μπάρμπα-Κωσταντή.
Ο γάϊδαρος αυτός δεν ήταν ένας κοινός , ήσυχος καλόβολος γάϊδαρος. Πολλές φορές μας είχε κυνηγήσει έχοντας ανοιχτό το τεράστιο στόμα του και δείχνοντάς μας τα δόντια του. Πάντα προφταίναμε να φύγουμε από τον δρόμο του, γιατί είχε πάντα πρώτη προτεραιότητα και κανείς μας δεν την αμφισβητούσε. Φαίνεται πως εκείνη την μέρα είχε λυθεί ή είχε κόψει την τριχιά που τον έδενε – ήταν και η εποχή βλέπετε κοντά στον Μάη, τα ξέρετε, να μην σας τα μολογάω τι είναι αυτός ο μήνας για τους γαϊδάρους. Ελεύθερος πια ο γάϊδαρος πήρε παγάνα το χωριό, μπας κι απαντήσει καμμιά γαϊδούρα. Φαίνεται πως είχε σταθεί, για κακή μας τύχη, άτυχος στον δρόμο του και βλέποντας μας, μπορεί να μας πέρασε και για καμμιά γαϊδούρα κι ήρθε «ορεξάτος» καταπάνω μας.
Σαν ελατήρια πεταγόμαστε πάνω κι οι τέσσερις, να του αδειάσουμε τον δρόμο. Κοντά μας δεν υπήρχε πέτρα της προκοπής ν’ ανακόψουμε λίγο την ορμή του και το πρώτο πράγμα της «προκοπής» που βρήκε δίπλα του ο Θανάσης ήταν η κασάρα μας. Την αρπάζει και στα τυφλά την πετάει προς το μέρος του γαϊδάρου την ίδια στιγμή που έδινε σάλτο πάνω σε κάτι κουμπαριές δυο-τρία μέτρα μακρυά απ’ το πουρνάρι. Εκεί, που δεν ήταν μόνο κουμπαριές αλλά και σκάρπες και τσουκνίδες και μια αναθεματισμένη μουρτζιά, προσγειωθήκαμε όλοι, ο ένας πάνω στον άλλο, λες και είχαμε βάλει στο μάτι την ίδια θέση, εγώ, ο Φώτης, ο Θανάσης και ο Ναστάσης. Εγώ έφαγα μια κλωτσιά στα μούτρα απ’ τον Φώτη καθώς προσγειώθηκε πάνω μου, και ο Θανάσης βρέθηκε καβάλα στον λαιμό του Ναστάση. Αφήστε που πριν την τσιγαριά είχαμε βγάλει και τα παπούτσια μας για ν’ ανασάνουν και λίγο τα πέλματά μας. Που να το ξέραμε οι δυστυχείς…..
Αφού με κάποιες προσπάθειες ξεμπλέξαμε κι αρχίσαμε να μετράμε τις λαβωματιές μας, χωμένοι ακόμη μέσα στους θάμνους ρίχνουμε την ματιά μας προς την πλευρά του γαϊδάρου. Είχε φτάσει στην μέση σχεδόν του χωραφιού, αφού είχε πολτοποιήσει με τις πατούσες του το θεσπέσιο γεύμα μας. Κάτι όμως στον γάϊδαρο δεν μας ταίριαζε. Ο «ανδρισμός» του ή καλύτερα ο μισός «γαϊδουρισμός» του κρέμονταν μισοκομμένος στο πίσω μέρος της κοιλιάς του.
Ι.Μότσης