Δημητρίου Μίχα
Ὁ ἐθιμικὸς πλοῦτος τῶν ἐκδηλώσεων τῆς Ἀποκριᾶς ἀνήκει στὸν παραδοσιακὸ λαϊκὸ μας πολιτισμό. Ὅλοι ἔχουν ἐμπειρία ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ σκηνικὸ τῆς γιορτῆς (μάσκες, ἀλλαγὴ ἐνδυμασίας, παρενδυσίας, σερπαντίνες, γαϊτανάκι, κρεατοφαγία, οἰνοποσία, μὲ μιμητικὰ δρώμενα, γλέντια καὶ χορούς.
Τμῆμα ἀναπόσπαστο γιὰ κάποια τοπικὰ ἔθιμα εἶναι καὶ τὸ «ἄσεμνο -ἀνίερο» τραγούδι ποὺ περιέχει μόνο γιὰ τὰ ἑορταστικὰ δρώμενα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν καὶ κυρίως ἐκείνων τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας, ὑβριστικὲς αἰσχρολογίες, βωμολοχίες τὰ ὁποία ἀποκαλοῦνται «Γαμοτράγουδα». Στὸ κάτωθι κείμενο θὰ γίνει λόγος γι’ αὐτά. Ὅσοι ἀποφασίσετε νὰ τὸ διαβάσετε νὰ εἶστε προετοιμασμένοι ὅτι στὴν ἒπεξεργασία του θὰ βρῆτε τὴν ὠμή, αἰσχρὴ φρασεολογία ποὺ δὲν τὴν ἀκοῦμε μεταξὺ μας γιατὶ δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ «καθὼς πρέπει» ἀγωγὴ καὶ ἡ εὐπρέπεια μας. Εἶναι τὰ «οὐ φωνητά» τῶν Βυζαντινῶν, αὐτὰ ποὺ δὲν τολμοῦμε οὔτε … μεθυσμένοι νὰ ἐκστομήσουμε. Ὅσοι ὅμως ἀποτολμήσετε τὴν μελέτη, ἐλπίζω νὰ τύχω τῆς μεγαθυμίας σας. Ἐπιχείρησα αὐτὴ τὴν ἄμεση γραφὴ γιατὶ τὸ ἔκρινα ὀρθότερο, γιὰ νὰ μὴν ἀλλοιώσω τὸ ἰδιότυπο πνεῦμα τῆς Ἀποκριἂς, ποὺ βιώνεται ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μέχρι σήμερα…
Τὸ καρναβάλι εἶναι μιὰ παραδοσιακὴ γιορτή, Διονυσιακῆς προέλευσης, τὸ ὁποῖο ὅμως κυριάρχησε μὲ ὅλα τὰ παγανιστικὰ στοιχεῖα - στὸν πάλαι ἀγροτικὸ προπάντων πληθυσμὸ - λαμβάνοντας ἕναν παράδοξο χαρακτῆρα κοινωνικῆς καὶ ἠθογραφικῆς «ἀντιστροφῆς». Ἡ χρονικὴ δηλαδὴ περίοδος τῆς ἑορτῆς βιώνεται κατὰ τόπους μὲ τὴν πλέον εἰδωλολατρικὴ ἐλευθεριότητα γιὰ εὐωχία καὶ πανηγυρισμοὺς, γιὰ κρεατοφαγία, φαγοπότι, τραγούδια καὶ χοροὺς, ὅπου ἐνσωματώνονται σὲ δρώμενα ἢ μὴ: μεταμφιέσεις, παρενδυσίες, εὐγονικὲς ἢ καθαρτήριες τελετές, μιμικὲς παραστάσεις μὲ πρωτεργάτες φαλλούς, κώδωνες, μάσκες, καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ «σεμνό», «σεβάσμιο ἦθος».
Μὲ τὴν γιορτὴ τῶν Ἀπόκρεων ταυτίζονται ἐπίσης: ἀλλόκοτα καὶ ἀλλότροπα μυστήρια (γάμοι (π.χ. ὁ βλάχικος γάμος στὴν Θήβα, ὁ γαϊδουρό -γάμος στὴν Πάτρα, ὁ χορός τῶν τράγων στὴν Σκύρο κ.λπ.), φαλλοτελετές, ὅπως τὸ μπουρανί), χοροὶ καὶ τραγούδια μὲ ἀθυρόστομους στίχους γεμάτους μὲ σεξουαλικὴ – ἀνεπίτρεπτη γιὰ ἄλλον καιρὸ- «ὠμὴ» αἰσχρὴ φρασεολογία καὶ «ἀναιδῆ ὑπονοούμενα», μὲ τὴν ἀκατάσχετη βωμολοχία τους, ἡ ὁποία εἶναι ἀσυνήθιστη καὶ ἀπαγορευτικὴ φυσικὰ γιὰ τὰ «εὐγενῆ- ἀστικὰ ἤθη» καὶ γιὰ ὁποιαδήποτε ἄλλη περίοδο, ἐπιτρεπτὴ ὅμως γιὰ τὸ ἀνατρεπτικὸ πνεῦμα τῆς Ἀποκριᾶς.
Ὁ Καρνάβαλος ἐπίσης, πληθωρικὸς καὶ παχύσαρκος εἶναι αὐτὸς ποὺ συμπυκνώνει τὸ κωμικὸ ὁμοίωμα τοῦ ἀνθρώπου, προσωποποιεῖ τὸ πνεῦμα τῆς Ἀποκριᾶς περιφερόμενος στοὺς δρόμους – συνήθως μὲ πομπὴ σὲ ἅρμα – (ἐξ οὗ καὶ καρναβάλι) καὶ αὐτὸς μεταμφιεσμένος ἀποδομεῖ τὴν κοινωνικὴ καὶ ἠθικὴ τάξι, πότε ὡς ζητιάνος ποὺ γίνεται βασιλιάς, πότε μὲ δρώμενα στὰ ὁποῖα προβάλλονται εὔστροφα καὶ συμβολικὰ μὲ «τερατώδη», ἀφύσικα ὁμοιώματα, τὰ «κακῶς κείμενα», κριτικάροντας τὰ μὲ εὐφάνταστο πνευματώδη καὶ σκωπτικὸ τρόπο, μὲ διακωμώδησι δηλαδή, χλευασμό, χιοῦμορ καὶ σάτιρα, τὴν ἐν γένει πολιτικοκοινωνική κατάστασι τῶν καιρῶν.
Στὴν ὑπέρβασι τοῦ μέτρου μὲ τὴν ἀντινομικὴ βίωσι καὶ ἀντιστροφὴ τοῦ πολιτιστικοῦ καὶ ἠθικοῦ καθιερωμένου οἱ συμμετέχοντες ἐνεργὰ στὸ καρναβάλι, τὶς κύριες ἀξίες, ὅπως τιμή, ντροπὴ καὶ σεμνότητα τὶς θέτουν προσωρινὰ ἐκτὸς λειτουργίας[1].
εικ. πηγὴ: www.matrix24.gr/21/1/2023
Οἱ γυναῖκες λαμβάνουν ἀνδρικοὺς ρόλους: γίνονται καφενόβιες, ἢ διατάζουν, καταπιέζουν μὲ τὰ «οἰκοκυρικὰ» τοὺς ἢ δέρνουν τοὺς άνδρες• οἱ ἄνδρες προσομοιάζονται γυναῖκες, ἡ ὀμορφιὰ τῆς ὄψης μουντζουρώνεται, ἡ ὀμορφιὰ τοῦ κορμιοῦ παραμορφώνεται, ἡ συνετὴ καὶ «νηφάλια» ἐπαινούμενη λεβεντιὰ τῶν παλληκαριῶν, τρικλίζει ταπεινωμένη ἀπὸ τὴν κραιπάλη καὶ οἰνοποσία, ἡ ἀπόλυτα «ἰδιωτικὴ γύμνια» ποὺ ἐκφράζει τὸ ἰδανικὸ τοῦ ἤθους, τώρα γίνεται «δημόσια» μὲ τὴν ἐπίδειξι τῶν γενετικῶν ὀργάνων καὶ μὲ μιμήσεις ἐρωτικῶν «παρεκτροπῶν» (μὲ τεράστια πέη στὶς Ἀπόκριες Τυρνάβου ἢ μὲ μία «βάβω» (γριὰ) μὲ ἐρωτικὸ οἶστρο) καὶ ἀλλοῦ μὲ συνοδεία ἀσέμνων τραγουδιῶν, ἀπομυθοποιώντας ἀπαγορευμένα ταμποῦ.
Ἡ «παραμόρφωσι» καὶ ἡ ἀνατροπὴ ρόλων καὶ εὐπρεπῶν τρόπων καὶ κανόνων εἶναι τὸ ἐθιμικὸ στίγμα τῶν ἐκδηλώσεων καὶ ἐν γένει ἡ ἀντιστροφὴ τῆς καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Εἶναι τὸ ἑορταστικὸ περιεχόμενο τῶν κατὰ τόπους ἐθιμικῶν μᾶς Ἀπόκρεων.
Ὁ στόχος ἔχει δίπρακτη καὶ δίσημη σκόπευσι. Ἀφ’ ἑνὸς «ἐκθρονίζοντας τὰ πρέποντα» θέλει νὰ ψυχαγωγήσει προκαλώντας ψυχικὴ ἐκτόνωσι καὶ γέλιο στὸ πλαίσιο μιᾶς εὐτράπελης λαϊκῆς γιορτῆς καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἐκφράσει μὲ τὸν πλέον ἐλευθεριάζοντα καὶ «βέβηλο λόγο» … καὶ μὲ τὴν παρωδία σὲ σκηνικὴ γροτέσκο ὑπερβολὴ (φουσκωμένη κοιλιά, μεγάλη μύτη, ἀφύσικο φαλλό, καμήλια καμπούρα, ὑπερβολικὰ στήθη, χονδροειδεῖς γυμνοὺς γλουτούς, μὲ παρενδυσία ἢ τρανσβεστισμό δηλαδὴ μὲ ντύσιμο ρούχων τοῦ ἀντίθετου φύλου), σάτιρα γιὰ ο,τιδήποτε στατικὸ καὶ εὔτακτο, ἱεραρχικὸ καὶ ἐπίσημο, κανονικὸ καὶ ἔννομο, θεσμικὸ καὶ ἱερό, σεμνότυφο καὶ ὑποκριτικό.
Ἔτσι κατὰ τὴν Ἀφέντρα Γ. Μουτζάλη «τὸ ὑψηλὸ γίνεται χαμηλό, τὸ «πάνω» ἔρχεται στὴ θέση τοῦ «κάτω» καὶ ὁ ὑποβιβασμὸς αὐτὸς σκάβει τὸν σωματικὸ τάφο γιὰ μιὰ καινούρια γέννηση (στὴν σχέσι ἀναγέννησι – θάνατος). Τὸ καρναβάλι εἶναι μιὰ γιορτὴ τοῦ σώματος καὶ τῆς ὑλικῆς ἀφθονίας, τοῦ φαγοποτιού, τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου, τῆς κοιλιᾶς καὶ τοῦ πρωκτοῦ. Ὁ κωμικὸς ὑποβιβασμὸς τοῦ «πάνω» συνεπάγεται μοιραῖα ἕναν ἀντίστοιχο «προβιβασμὸ» τοῦ σωματικοῦ καὶ κοινωνικοῦ «κάτω», ποὺ ἐμμένει κατ’ ἀνάγκην στὴν παράδοση τοῦ χοντροῦ λαϊκοῦ καρναβαλικοῦ γέλιου»[2].
Τμῆμα αὐτῆς τῆς κατάλυσης τῆς «σεμνῆς ὀρθοέπειας» καὶ αἰδημοσύνης εἶναι καὶ τὰ «ἀνίερα-ἱερά»[3] τραγούδια τῆς Ἀποκριᾶς , στὰ ὁποῖα ἀπροκάλυπτα καὶ ρεαλιστικὰ ἀναφέρονται, μὲ παιγνιώδη καὶ σατιρικὴ βέβαια διάθεσι, ἡ ὀνομασία τῶν ἀνδρικῶν καὶ γυναικείων γενετικῶν ὀργάνων ποὺ θυμίζουν βωμολοχίες[4] «πορνό». Κατὰ τὸν Βάλτερ Πούχνερ ὁ Μιχαὴλ Λελέκος τὸ 1868 τὰ ὀνόμασε «Πριάπεια», σήμερα ὅμως ἔχουν ἐπικρατήσει ὡς εἶδος δημοτικοῦ τραγουδιοῦ μὲ τὸν τίτλο «Γαμοτράγουδα»[5] Τὰ φαλλικὰ αὐτὰ τραγούδια ποὺ μοιάζουν μὲ γονιμικές τελετουργίες καὶ ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐρωτικὴ πρᾶξι καὶ ὅσα λέγονται σχετικὰ μὲ αὐτή, ἐκφέρονται λεκτικὰ μὲ τὸ ὄνομα τοὺς ποὺ σὲ ἄλλη περίπτωσι θὰ λογίζονταν καθαρὴ βρισιά, «ἀπαγορευμένη» ἢ ἐπιβαρημένη μὲ ποικίλες ἀναστολές.
Ἐνταγμένα ὅμως στὸν ἑορτασμὸ τοῦ «μὴ κοινωνικὰ ἀποδεκτοῦ» τῆς Ἀποκριᾶς, καὶ στὸ πνεῦμα ἀνατροπῆς «λόγου καὶ εἰκόνας» (φρασεολογίας καὶ ἀμφίεσης), ὅπου τὸ λογικὸ βυθίζεται στὸ παράλογο γιὰ νὰ ἐπιτραπεῖ ἡ παραβίασι κάθε ἰσχυροῦ ταμποῦ (ἀπαγορευμένου) καὶ ἡ βεβήλωσι τῆς τυπικῆς ἱερότητας, τὰ «γαμοτράγουδα» δὲν κατατάσσονται στὰ «ρυπαρὰ» (αἰσχρά, ἀνήθικα, βρώμικα, ὑβριστικά), καὶ ὁ ἐγκλιματισμένος στὸ πνεῦμα οὔτε ἐρυθριάζει ἀπὸ ντροπὴ καὶ σεμνοτυφία, οὔτε αἰσθάνεται νὰ ὑποκύπτει σὲ κάποια παθολογικὴ ἕλξι τοῦ «ἀπαγορευμένου καρποῦ»• μετέχει καὶ τὰ κρίνει ὡς τμῆμα τοῦ σκωπτικοῦ ὅλου τῆς γιορτῆς καὶ ὅτι ἀνήκουν στὸν «ἀνάποδο κόσμο» τοῦ ἀλλόκοτου τῶν δρωμένων τῶν γιορτινῶν ἐκδηλώσεων ποὺ ἐπιβάλλει ὡς κυρίαρχο στοιχεῖο τὸν «ἐκτροχιασμὸ» στὸν πολύμορφο «Διονυσιασμὸ» ἐκτόνωσης καὶ γέλιου.
Ἡ ἀναφορὰ τους μοιάζει μὲ τελετὴ γελοιοποίησης τοῦ καθωσπρεπισμοῦ στὴν ὁποία ὁ «ἰδιωτικὸς» ρωμαντισμός τῶν αἰσθημάτων καὶ ἡ εὐγενικὴ καλλιέπεια καὶ ἁβρότητα τῆς ἐρωτικῆς ἐπικοινωνίας καὶ «σὺν – ὁμιλίας», δίνουν τὴν θέσι τοὺς στὴν δημόσια «μάσκα» καὶ «μουντζούρα» τῆς «χονδροειδοῦς», ἀπρέπειας, ἀσχήμιας καὶ «ὕβρεως» τῆς ρεαλιστικῆς ἔκφρασης τῶν γενετικῶν ὀργάνων. Ἔτσι μὲ τὴν «πολύγλωττη» πολυωνυμία ποὺ χαρακτηρίζει τὴν γλώσσα μας : ἡ πόρνη ἢ ἡ ἱερόδουλος θὰ προβληθῆ ὡς πουτάνα «ψωλοπνίχτρω»• ἡ ἀνδρικὴ «προῖκα», «τὰ ἀχαμνά», «ἀμελέτητα», «τὸ μόριον», «πέος», «ὄρχις», θὰ εἰπωθοῦν: «μπίτχας», «ψωλή», «ποῦτσος», «ἀρχίδια». Τὸ γυναικεῖο «ἐφήβαιον», «κόλπος», «κύσθος», «αἰδοῖον» (= τὸ σεβαστόν, αὐτὸ ποὺ τοῦ πρέπει τιμὴ) θὰ εἰπωθῆ στὰ σκωπτικὰ ἀποκριάτικα τραγούδια μὲ τὴν πιὸ φυσικὴ ἄνεσι «μουνί», τὰ στήθη: βυζιά, τὰ καλλίπυγα ἢ μὴ ὀπίσθια: κῶλος. Ὅλα ὀφείλουν νὰ κινηθοῦν στὴν ἀλλαγὴ ταυτότητας, στὴν ἐνδυμασία καὶ στὴν μάσκα, στὸ προσωπεῖο τοῦ ἀγενοῦς καὶ ἀπρεποῦς. π.χ. Ἀπὸ τὸ Ἀποκριάτικο ἔθιμο τοῦ Καδῆ τῆς Σάμου, ἀκοῦμε
-Νὰ ''χαμε μιὰ τηγανιὰ
Νικαριώτικα μουνιά!
-Νὰ ''χαμε δύο τηγανιὲς
'παν' βαθιώτικες ψωλές!
Στὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς ἐλευθερόστομης Ἀποκριᾶς ὅπου τὸ σεξουαλικὸ ὁρμέφυτο σατιρίζεται ἀνελέητα μὲ «ἀκράτητες» (!) σεξουαλικὲς δραστηριότητες, ὁ ἀκροατὴς ποὺ θὰ μετάσχει σὲ ἀνάλογα γιορτινὰ δρώμενα δὲν θὰ αἰσθανθῆ ἄβολα. Γνωρίζει ὅτι σὲ αὐτὰ ἀναιροῦνται τὰ κοινωνικὰ καὶ ἠθικὰ πρότυπα καὶ οἱ «νέοι κανόνες» εἶναι ἔξω ἀπὸ συλλογικὲς νόρμες καὶ ἀγγίζουν σκόπιμα τὴν «ἠλιθιότητα» καὶ «ἀποκτήνωσι», ἀντιστρέφοντας τὸ «ἔλλογο», «ἐγκρατὲς» καὶ «ἔννομο». Στὴν ἀκραία μάλιστα «κοσμικὴ ἀναποδιά», ἡ «… πάσχουσα ἀντι-στροφή» καθιστᾶ «θύμα-πείραγμα» τὸ ἀπρόβλεπτο, τὸ θρησκευτικὰ- χριστιανικὰ ἀνήκουστο: ρασοφόροι, ὅπως ὁ «παπάς», ἡ «παπαδιά», «ὁ καλόγερος», ἡ «καλογριά», ὁ «δεσπότης», ἢ τῆς ἄμεσης συγγένειας ἄτομα: ἡ «παρθένα νύφη», ἡ «στερημένη» χήρα, ἡ «ξαναμμένη» ξαδέρφη, ἡ οἰστρήλατος (λυσσασμένη) θειά, ἔχουν ρόλο πρωταγωνιστὴ στὸν «ἄσεμνο», ἀνεπίτρεπτο ἐρωτικὸ παροξυσμό.
Ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή, ἡ ταπείνωσι, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἱεροπρέπεια τοῦ «μαύρου ἀσκητικοῦ ράσου», δίνουν τὴν θέσι τους στὴν καρναβαλικὴ «κόλασι» τῆς «ἔξαλλης» ἐνδυμασίας, πανδαισίας, γαστρονομίας, οἰνοποσίας καὶ ἀθέμιτων σεξουαλικῶν παραπτωμάτων. Οἱ ἔξω ἀπὸ τὶς μοναχικὲς πλέον ἐνασχολήσεις τῆς ἐγκράτειας καὶ μυστηριακῆς προσευχῆς «καλόγεροι», τώρα ἐκφράζουν τὰ πλέον κοσμικὰ «κρύφια τῆς σάρκας», ἀντιστρέφοντας – παράλογα - ρόλο καὶ σκοπὸ … καὶ μᾶς μαθαίνουν «πὼς τὸ τρίβουν τὸ πιπέρι»…φθάνοντας μέχρι τὰ… λεκτικὰ «ἀνομολόγητα»!
«Πὼς τὸ τρί- βλάχα μοῦ μωρή, πὼς τὸ τρίβουν τὸ πιπέρι;
Πὼς τὸ τρίβουν τὸ πιπέρι τοῦ διαβόλου οἱ καλογέροι;»….
Ἄιντε γιὰ σκωθείτε παλληκάρια μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ χαντζάρια…
Μὲ τὸ γό- βλάχα μοῦ μωρή, μὲ τὸ γόνατο τὸ τρίβουν….
Μὲ τὸ γόνατο τὸ τρίβουν καὶ τὸ ψιλοκοπανίζουν….
Μὲ τὴ μύτη τοὺς τὸ τρίβουν καὶ τὸ ψιλοκοπανίζουν….
Μὲ τὴ γλώσσα τοὺς τὸ τρίβουν καὶ τὸ ψιλοκοπανίζουν
Μὲ τὸν κῶλο τοὺς τὸ τρίβουν καὶ τὸ ψιλοκοπανίζουν
Μὲ τὸν ποῦτσο τοὺς τὸ τρίβουν καὶ τὸ ψιλοκοπανίζουν…
Τὸ τραγούδι εἶναι ἕνα πασίγνωστο ἀποκριάτικο μιμητικὸ δρώμενο μὲ βυζαντινὴ προέλευσι ποὺ ἔχει ὅμως τὶς ρίζες του στὰ Στήνια ἴσως τῶν θεσμοφορίων[6] τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας. Κατὰ τὴν Μιράντα Τερζοπούλου τὸ τραγούδι εἶναι «σῆμα κατατεθὲν κάθε ἀποκριάτικου γλεντιοῦ, τὸ ὁποῖο συνδυάζει τέλεια τὸ μαγικὸ μὲ τὸ κωμικὸ στοιχεῖο, προκαλώντας ἄφθονο γέλιο καὶ κέφι. Τὸ τραγούδι συνοδεύει ἀργὸ ἀντρικὸ χορὸ «στὰ τρία», ὅπου τὰ βήματα ἐναλλάσσονται μὲ ὁμαδικὲς μιμητικὲς τελετουργικὲς κινήσεις Μόλις δηλαδὴ ἀναφέρεται ὁ κάθε τρόπος τριψίματος τοῦ «πιπεριοῦ», οἱ χορευτὲς πέφτουν καταγῆς καὶ κάνουν τὶς ἀντίστοιχες κινήσεις τοῦ σώματος[7].
Οἱ «Καλόγεροι» (ποὺ δὲν ἔχουν σχέσι μὲ τὸν χριστιανισμὸ) στὶς Ἀποκριὲς ἔχουν τὴν τιμητικὴ τους γιατὶ ἔχουν ἐνσωματωθῆ σὲ πολλὰ ἔθιμα κυρίως τῆς Θράκης καὶ μὲ πολλὲς ὀνομασίες: Κούκερος ἢ Χούχουτος (Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας) ἢ Σταχτάς ἢ Μπέης ἢ Κιοπέκ Μπέης (Βιζύη Ἄν. Θράκης). Τὸ συγκεκριμένο ἔθιμο εἶναι ἕνα λαϊκὸ δρώμενο στὸ ὁποῖο ὁ «Καλόγερος» ταυτίζεται μὲ τὸν ἀρχαῖο βλαστικὸ θεὸ Διόνυσο ποὺ πρωταγωνιστεῖ σὲ πρᾶξι ἀναπαράστασης τῆς γονιμικῆς λειτουργίας τῆς φύσης. Ἔτσι ὡς Κιοπέκμπεης, τελεστής τύπου Ἀνθεστηρίων τῆς «μαγικῆς τελετουργίας», προσπαθεῖ νὰ «ἐκβιάσει» τὴν ἀναγέννησι καὶ βλάστησι τῆς γῆς. Τὸ τελετουργικὸ φυσικὰ «γόνιμο- σεξουαλικό».! Ὁ Κούκερος ἢ Κιοπέκμπεης ἀνάμεσα σὲ ἐνδεδυμένους κατάλληλα καρναβαλιστές, σὲ εὔθυμα πειράγματα, ἄσεμνες χειρονομίες καὶ ἀκατονόμαστες γιὰ ἄλλη ἡμέρα βωμολοχίες, ἀναπαριστᾶ τὸ ὄργωμα τῆς γῆς … ἁρπάζοντας σὲ πριαπική στάσι τὴν γυναίκα του «Κουκερίνα» καὶ συνευρίσκεται ἐρωτικὰ μαζὶ της (ὡς σὲ τελετὴ ἱερογαμίας[8]) «ὑποχρεώνοντας» τὶς ἀόρατες Διονυσιακὲς δυνάμεις νὰ παράσχουν εὐφορία καὶ γονιμότητα.
Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ ξεφάντωμα μὲν ἀλλὰ μὲ συνοδεία «ἄσεμνα καὶ ἀνίερα» τραγούδια:
- Νὰ γὲν’ ἡ φλάσκα σὰν τῆς καλογριᾶς τὰ βυζιὰ
- Νὰ γὲν’ τ’ ἀγγούρι σὰν τοῦ καλόγερου τὸ βηλί
- Νὰ σκάσουν τὰ πεπόνια σὰν τοῦ ζευγολάτη τ’ ἀρχίδια[9]
Σὲ δημοτικὸ τραγούδι Ἀποκριᾶς (Θεσσαλία, Πελοπόννησο) ἕνας παπᾶς παίρνει εἰρωνικὰ συχαρίκια, ἐπειδὴ παρ’ ὅτι ἔχει «κουμπούρα», ἡ παπαδιὰ του δὲν ἐλέγχει τὴν ἄκρατη, ἐρωτοπαθῆ συμπεριφορὰ της, ἀφοῦ πίνει, χορεύει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ … συγκρατηθῆ, συγκεντρώνοντας στὸ «ξαναμμένο»-«γυφτοκάμινό» της (!) νιοὺς καὶ παλληκάρια … μὲ «ἴσια στυλιάρια!». Στὸ κάτωθι (λεκτικὰ .. σεμνό!) τραγούδι- σάτιρα, ποὺ χορεύεται σὲ καλαματιανὸ ρυθμὸ : «Παπᾶ τὰ συχαρίκια μου», ἀκοῦμε:
Παπά, μωρὲ παπᾶ, παπᾶ/ τὰ συχαρίκια μου ….
Ἐψές, μωρέ(ν) ἐψές, ἐψὲς / τὴν εἶδα στὸ χορὸ (τὴν παπαδιά)… /
κι' ὅλο μπροστὰ παγαίνει
Κι' ἀπό, μωρέ, κι' ἀπό, κι' ἀπὸ / τὸ σεῖσε τὸ πολὺ /
…κι ἀπὸ τὸ κούνημα τῆς /
Λυθῆ, μωρέ, λυθῆ, λυθῆ / κ’ ἡ βρακοζώνα τῆς
κι' ἐφάνη τὸ ‘ρημό της…./
δὲν εἶναι λάγιο ἀρνὶ /μηδὲ λαγοῦ φωλίτσα /
… 'ν’ ἡ θήκη τοῦ παπᾶ / ποὺ χώνει τὴν κουμπούρα…
-- Αὐτό, μωρέ(ν), αὐτό, αὐτὸ / ‘'ναι γυφτοκάμινο /
'μ’ αὐτὸ ‘'ναι γυφτοκάμινο
ποὺ ἰσιώνουν τὰ στυλιάρια / καὶ νιοὶ καὶ παλλικάρια…-
Ἀντίστοιχα τραγούδια συναντᾶ κανεὶς στὰ «Ἀποκριάτικα» τῆς Σάμου, ὅπως «Ὁ πραματευτὴς»: ἐκθέτει πάλι μιὰ παπαδιά, χήρα τώρα, μανική καὶ αὐτὴ γιὰ «σακιά ψουλές» καὶ τὸ «οὐ παπὰς» (Ὁ παπᾶς) μὲ πρῶτο δίστιχο:
«Παπαδιὰ ποὺ ‘'ν οὐ παπᾶς, γάμα σὺ καὶ μὴ ρωτᾶς
θὲ νὰ 'σ’ δώσου κι' ἕνα γρόσ’, νὰ γαμᾶς μέχρι νὰ ιδρώσ’…
Καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι στίχοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰ «γενετικὰ προσόντα» … τῶν παπάδων … ἀνὰ περιοχή!
Ἐπίσης μὲ τὸν ἴδιο ἐμπαικτικὸ τρόπο χλευάζονται καὶ οἱ συγγενικὲς σχέσεις, ὅπου σὲ μερικά, ὁ ἀθυρόστομος λόγος κρύβεται ἀνάμεσα στὴν τελευταία συλλαβὴ μιᾶς λέξης μὲ τὴν ἀρχικὴ συλλαβὴ τῆς ἑπομένης. Αὐτὸ διαπιστώνεται καὶ στὸ τραγούδι : «Θειὰ μου Νικολάκαινα» ἢ μὲ παραλλαγὴ ἀπὸ τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα «Νὰ ''μουν νύχτα στὸ γυαλό»
«Νὰ ''μουν νύ - μωρὲ - νὰ ''μουν νύ-νὰ ''μουν νύχτα στὸ γυαλό.
Ν' ἀνὰψω λύ - μωρὲ - ν' ἀνὰψω λύ - ν' ἀνὰψω λύχνο γιὰ νὰ δῶ.
Θειὰ μοῦ Νικολάκαινα νὰ μὴν πᾶς γιὰ λάχανα.
Ποὺ στ' ἂνάβουν τσι φωτιὲς καὶ πηδᾶνε οἱ μικρές;
'τσ’ ἀρχίδιακου τὴν αὐλή, μαζευτήκανε πολλοί.
Γάμος εγινότανε κάποιος παντρευότανε».
Ἀντίστοιχα τραγούδια εἶναι: «Ὁ Γιάνναρος ἐπόθανε» (Καρπάθου), τὰ «καθαρογλωσσίδια» (Κρήτης), τὰ «βωμολοχικά» Ἁγίας Ἄννας Εὐβοίας), τὰ «ποιητάρικα» Ἁγιάσου Λέσβου, (ἔμμετρη σάτιρα ποὺ τὴν ἐκφράζουν στὸ ντόπιο γλωσσικὸ ἰδίωμα οἱ λαϊκοὶ αὐτοσχέδιοι ποιητὲς) κ.λπ. καὶ φυσικά… τὰ ἐπιλεχθέντα στὴν συλλογὴ τῆς Δόμνας Σαμίου, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ τὸ Μικρασιατικὸ «Ἡ θειὰ μοῦ ἡ Κοντύλω».
«Μὲ τὴ θειὰ μοῦ τὴν Κοντύλω επηγαίναμε στὸ μύλο.
Μπιγιρνέ - μπιγιρνέ - μπίγι - μπίγι – μπιγιρνέ
Κούντα 'γὼ καὶ κούντα 'κείνη, δίν' ὁ Θιός καὶ πέφτ' ἐκείνη
πάνω γὼ 'πο κάτω ἐκείνη.
- Ἄχου θειὰ καὶ νὰ ''σουν ξένη καὶ τὸ τί ''θελε νὰ γένει!
- Κάμε γιὲ μοῦ τὴ δουλειὰ σοῦ κ' ἐγὼ εἶμαι πάλι θειὰ σοῦ!
Νὰ κι' ὁ μπάρμπας ἀπὸ πέρα τράκα τρούκα τὴ μάχαιρα:
- Βρ' ἀνιψιὲ καταραμένε κ' ίντα πολεμᾶς καημένε;
- Μπάρμπα θερμασιά τὴν πιάνει καὶ τὴν πλάκωσα νὰ γιάνει!
- Πλάκωσ' τὴ καλὰ παιδὶ μοῦ ὅπου νὰ ''χεις τὴν εὐχὴ μοῦ!».
Πειραχτικὰ τραγούδια μὲ τολμηρὲς βωμολοχίες συναντᾶ κάποιος στὰ σύγχρονα «φαλλοφόρια» ποὺ ὀργανώνονται ὡς ἀποκριάτικο ἔθιμο στὸν Τύρναβο Λαρίσης. Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ του εἶναι «ἡ λατρεία τοῦ Φαλλοῦ» κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐκδηλώσεων ὡς συμβόλου γονιμότητας καὶ εὐημερίας, μετέχοντας μέχρις τὸ 1985 μόνο ἄνδρες. Τὸ ἔθιμο συνεχίζεται με τοὺς ἄνδρες, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν χορὸ στὸ γαϊτανάκι μὲ τὶς 12 κορδέλλες. Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω χρονολογία ὅλοι οἱ κάτοικοι μεταμφιεσμένοι συγκεντρώνονται τὴν Καθαρὰ Δευτέρα στὸ ἐξωκλήσι τοῦ Ἂϊ -Λιά, οἱ ἄνδρες σὲ μιὰ πίστα, πλέκοντας τὸ γαϊτανάκι χορεύουν μὲ παραδοσιακὲς στολές. Στὴν πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα περισσεύουν οἱ βωμολοχίες, τὰ πειράγματα καὶ προπαντὸς ἡ παρουσία τῶν πήλινων φαλλῶν, τόσο στὰ χέρια αὐτῶν ποὺ συμμετέχουν ὅσο καὶ στοῦ κοινοῦ, ποὺ ἀποτελεῖται πλέον ἀπὸ ἄντρες καὶ γυναῖκες ὅλων τῶν ἡλικιῶν. Τὸ γλέντι σὲ μιὰ παντελῶς εὔθυμη ἔξαρσι μέ… φαλλοπειράγματα, καὶ «ἀκατονόμαστα» συνεχίζεται μὲ τὸ παραδοσιακὸ «Μπουρανί» δηλαδὴ ἕνα φαγητὸ ἀπὸ σπανάκι, τσουκνίδα καὶ ξύδι.[10] Ὅταν γύρω ἀπὸ τὴν φωτιὰ ἒβραζε τὸ μπουρανί γινόταν ὁ μεγάλος χορὸς μὲ τὸ ἑξῆς τραγούδι, φανερώνοντας καὶ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τοῦ «μπουρανί»: Τὸ γαϊτανάκι, οἱ δημοτικοὶ χοροί, τὰ (ἄσεμνα) καλαμπούρια καὶ τὸ φαγοπότι.[11].
Σταματίστι νὰ ιδούμι
ποιὸ τραγούδι θελʼ νὰ πούμι
Σαςʼ κιαρατά τοῦ μπουρανί
κιαρατάδις τὸ ʽφτιακναν
μασκαράδις τὸ ʽτρουγαν.
Ἀπὸ τὸ ἐξωκλήσι τοῦ προφήτου Ἠλία συγκεντρώνονται στὴν κεντρικὴ πλατεία ὅπου μεταφέρουν τὸν Φαλλὸ ὡς ἱερὸ σύμβολο – μιὰ τεράστια κατασκευὴ συνήθως πήλινη, ἀλλὰ καὶ ἄλλα φαλλικὰ ὁμοιώματα ἀπὸ ξύλο, πλαστικὸ καὶ δέρμα, κρεμασμένα ἀπὸ τὴν μέση, ἀπὸ τὰ χέρια, ὡς μάσκα, καπέλο κ.λπ. – τραγουδώντας (ὑμνοῦντες τὸν φαλλὸ) πάλι μὲ «ἄσεμνα- ἀνίερα» τραγούδια.
Ἄλλο ἕνα πασίγνωστο τραγούδι αὐτῆς τῆς γιορτῆς τὸ: «Τὶς Μιγάλις Απουκριές»
Τὶς Μιγά- ἀντὶ καλέ,
τὶς Μιγάλις Απουκριές,
τὶς Μιγάλις Απουκριές
ποὺ ἀνάβουν οἱ φουτιές
καὶ ζητοῦν νὰ 'βρουν ψουλές
γιὰ νὰ σβήσουν τὶς φουτιές,
ἄναψε καὶ ἡ Χριστίνα,
ποὺ ’χ’ νὰ γαμηθεῖ ἕνα μήνα,
ἄναψε καὶ ἡ Μαρία
κι' ἔχει μιὰν ἀνησυχία,
ἄναψε κι' ἡ Παναγιώτα,
κακαρίζει σὰν τὴν κότα
κι' ανιβαίνει κατιβαίνει
καὶ τὴν πούτσα δὲ χουρταίνει.
Μπρέ, μπρέ, μπρὲ τοῦ μπουρανί
καὶ στ’ Χαλάτσαινας τοῦ μ’νί.
Οἱ ρίζες καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐθίμου μᾶλλον προέρχονται ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα Βακχικὰ Θεσμοφόρια. Καὶ ὁ Ἀριστοτέλης στὸ ἔργο του "Περὶ Ποιητικῆς", ἀναφερόμενος στὴν Κωμωδία, θεωρεῖ ὅτι «εἶχε ἐξελιχτεῖ ἀπὸ «τῶν ἐξαρχόντων τὰ φαλλικὰ» (Ποιητ. 1449a), δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλῆς στὶς διονυσιακὲς φαλληφορίες, ὅπου οἱ ἀγρότες λιτάνευαν στὰ χωράφια μὲ ὁμοιώματα φαλλῶν (ἰθύφαλλοι), μὲ τήν πίστι ὅτι ἔτσι γονιμοποιοῦν τὴ γῆ καὶ προάγουν τὴν καρποφορία. Ὁ φαλλὸς διατηρήθηκε ὡς ἀπαραίτητο μέρος τῆς σκευῆς καὶ τῶν ὑποκριτῶν (ἠθοποιῶν), ὅπως καὶ τὰ ἄσεμνα λόγια καὶ ἔργα ποὺ φυσικὸ ἦταν νὰ συνοδεύουν παρόμοιες ἐκδηλώσεις»[12].
Λιτανεία Φαλλοῦ (φαλλαγωγία) περιγράφει λεπτομερῶς καὶ ὁ Πλούταρχος στὰ Ἠθικὰ (1098b) «ἐπὶ πᾶσι δὲ ὁ φαλλός», ὡς ἱεροπραξία ἀγροτικοῦ δρωμένου τῶν «Κατ’ ἀγρῶν Διονυσίων», ὅπου οἱ συμμετέχοντες ἔφεραν τοὺς ἰθύφαλλους κρεμασμένους μπροστὰ στὸ στῆθος τους, εἴτε ἀνάμεσα στὰ σκέλια, φορώντας πήλινα προσωπεῖα (μάσκες), μακρυά γυναικεία ἐνδύματα (τρανσβεστισμός), καὶ τὸ κεφάλι στολισμένο μὲ κισσό, ἔψαλλαν αὐτοσχέδια φαλλικὰ ἄσματα σὲ «ἰθυφαλλικό μέτρο, δηλαδὴ σὲ μορφὴ τροχαϊκοῦ μέτρου[13]. Ἡ τολμηρὴ δὲ ἀθυρόστομη ἔκφρασι στὰ ἀνωτέρω τραγούδια σύμφωνα μὲ τὸν Μιχ. Κοπιδάκη, ὅπως καὶ ἡ ἀκόλαστος Μοῦσα τῶν ἐπωνύμων ποιητῶν (π.χ. Ἀριστοφάνης), ἐκτὸς ἀπὸ τὸν εὐετηρικό, εὐγονικό σκοπό, εἶχε «καθαρτήριο» χαρακτῆρα: ἔδινε δηλαδὴ φραστικὴ διέξοδο στά καταπιεσμένα ἀπὸ τὶς κοινωνικές συμβάσεις ὁρμέμφυτα, καὶ ἐπιπλέον, ἐφ' ὅσον «τοῦ αἰσχροῦ ἐστὶ τὸ γελοῖον μόριον», προκαλοῦσε τὸ λυτρωτικό γέλιο [14].
Ὁ Φαλλὸς ἐπὶ πλέον χρησιμοποιοῦνταν ὡς ἀποτροπαϊκό φυλακτὸ ποὺ προστατεύει τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ κακὸ μάτι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ὁ Μιχ. Κοπιδάκης πάλι, ἀναφέρει ὅτι «ἀπὸ ἕνα χωρίο τοῦ Μινουκίου Φήλικος (Οctavius 9, 4) ἐξάγεται ὅτι ὁ φαλλὸς δὲν ἦταν ξένος καὶ πρὸς τὴν χριστιανικὴ λατρεία, τοὐλάχιστον στὰ πρῶτα τῆς στάδια. Ἄλλωστε, ἀκόμη καὶ ὡς τὸν 18ο αἰώνα σὲ ὁρισμένες περιοχὲς οἱ εὐσεβεῖς ἀφιέρωναν στοὺς ἁγίους Ἀναργύρους φαλλοὺς ἀπὸ κερὶ»[15].
Φαίνεται λοιπὸν πὼς καὶ τὰ σύγχρονα Φαλλικά, ἀλλὰ καὶ ἡ σύνολη Ἀποκριάτικη πανδαισία, εἶναι κληρονομιὰ μιᾶς διαχρονικῆς ζώσας παράδοσης ποὺ δὲν τὴν ξεθώριασε ὄχι μόνο ὁ χρόνος ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ ζηλωτικός χριστιανικὸς ἐνθουσιασμὸς ἰδία τῶν πρώτων αἰώνων, οὔτε καὶ οἱ ἀφοριστικὲς ἀπειλὲς τῆς Πενθέκτης Συνόδου.[16]
Ὁ ἑορτινὸς χρόνος θεσπίστηκε σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου ὡς τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ συνταυτίζεται μὲ ὁλόκληρο τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Τριώδιο. Μοιάζει ὡς ἕνα εἰδωλολατρικὸ διάλειμμα ἀνάμεσα στὴν ἔντονη χριστιανικὴ λατρεία τοῦ δωδεκαημέρου τῶν Χριστουγέννων καὶ στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ποὺ ἀκολουθεῖ. Γι’ αὐτὸ ἡ ’Ἐκκλησία ἀφοῦ οὔτε μὲ κατηχητικὴ καὶ ποιμαντικὴ προσπάθεια, οὔτε καὶ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Πενθέκτης συνόδου ποὺ καταδίκασε κάθε Ἀποκριάτικη (Διονυσιακῆς μορφῆς μὲ μεταμφιέσεις[17), ἔδειξε ἀνοχὴ ἀλλὰ ἐνέταξε στὸν ἴδιο ἑόρτιο κύκλο παράλληλες κατανυκτικὲς ἀκολουθίες καὶ μὲ κείμενα μετάνοιας σὲ ὅλο τὸ Τριώδιο, ἐπιθυμεῖ νὰ συγκεντρώσει πάλι τοὺς πιστοὺς της, μὲ τὸ πρῶτο ’Ἀπόδειπνο τῆς Σαρακοστῆς.
Σημειώσεις
1. Βάλτερ Πούχνερ: Σάτιρα καὶ “πορνογραφία” στὸ ἀποκριάτικο τραγούδι – Τὰ Γαμοτράγουδα, www.periou.gr, 25 Φεβρουαρίου 2023
2. Ἀφέντρα Γ. Μουτζάλη, Καρναβάλι καὶ λαϊκὸ γέλιο, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ, τχ. 113, σέ. 25
3. ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ – ΤΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
- Ἡ βωμολοχία προέρχεται ἀπὸ τὸ λῆμμα βωμὸς (λίθινο ἢ μαρμάρινο κατασκεύασμα γιὰ τὴν τέλεση θρησκευτικῶν μυστηρίων ἢ τὴν προσφορὰ θυσιῶν σὲ θεὸ) + λόχος < ἀπὸ τὸ λέχος (κρεββάτι) < ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ρῆμα λέχομαι = ποὺ σημαίνει ξαπλώνω, ἀλλὰ καὶ ἐνεδρεύω. Μὲ τὴν λέξι βωμολόχος ἀπέδιδαν τὴν πρᾶξι ἐκείνων, συνήθως ζητιάνων, ποὺ παραμόνευαν νὰ ἁρπάξουν κρυφὰ κάποιο κομμάτι κρέας ἀπὸ τὴν προσφερόμενη θυσία. Ἐπειδὴ γιὰ μιὰ τόσο ἀσεβῆ καὶ ἀνίερη ἐνέργεια ἦταν ἀπρέπεια καὶ νὰ μιλᾶ κανείς, τὸ νόημα τῆς λέξης συνδέθηκε μὲ τὰ ἀποκρουστικά, ἀήθη, ὑβριστικὰ λόγια. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ ἀντίστοιχο παράδειγμα τῆς λέξης: «συκοφάντης- συκοφαντία»• προῆλθε ἀπὸ τὴν πρᾶξι ἐκείνου ποὺ φανέρωνε δῆθεν τὸν κλέφτη τῶν σύκων, κατηγορώντας τὸν μὲ δόλο ψευδῶς. (ἀπαγορευόταν ἡ συλλογὴ τοὺς καὶ ἡ ἐμπορικὴ ἐκμετάλλευσι καὶ ἐξαγωγὴ ἀπὸ ἰδιῶτες ἤδη ἀπὸ τὸν Σόλωνα, ἐπειδὴ ἦταν μονοπωλιακὸ ἀγαθὸ τῆς πόλης)- (σύκον + φάντης < ἀπὸ τὸ φαίνω)
5. Βάλτερ Πούχνερ: Σάτιρα καὶ “πορνογραφία” στὸ ἀποκριάτικο τραγούδι – Τὰ Γαμοτράγουδα, www.periou.gr, 25/2/2023
6. Τὰ Στήνια ἦταν τὸ προστάδιο τῆς κύριας γιορτῆς τῶν Θεσμοφορίων, ὅπου οἱ γυναῖκες ἐπιδίδονταν σὲ αἰσχρολογίες σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ κάνουν τὴν θεὰ Δήμητρα νὰ εὐθυμήσει ἀπὸ τὸν χαμὸ τῆς κόρης τῆς Περσεφόνης. Ἡ «Αἰσχρολογία» ἐπαναλαμβανόταν ἀργότερα καὶ στὰ στάδια τῆς κύριας τελετῆς.
7. Μιράντα Τερζοπούλου (1994), λαογράφος συνεργάτης τῆς Δόμνας Σαμίου, ἀπὸ Ἄννα Βλαβιανού, Ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα», 13 Μαρτίου 1994
8. Εἶναι μιὰ μυστηριακὴ τελετὴ γάμου τοῦ θεοῦ Διονύσου ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὡς Νυμφίος γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ μιὰ μυστικὴ ἕνωσι μὲ τὴν κατ’ ἐξοχὴν θρησκευτικὴ ἐκπρόσωπο ὅλων τῶν Ἀθηναίων, τὴν σύζυγο δηλαδὴ τοῦ Ἄρχοντα Βασιλιά. Ἡ ἕνωσι αὐτὴ ἀναγνωρίζονταν ὡς αὐτόνομη γονιμική τελετή. πηγὴ: www.slideshare.net/neraidenia
9. Κώστας Πινέλης, Ὁ Καλόγερος τῆς Βυζώς (Βιζύης), ὁ Κιοπέκ Μπέης, www.eidisis.gr/apopseis/kostas-pinelis
10. onlarissa.gr
11. Ἑλένη Καρυώτου, ΤΟ MΠOYPANΙ ΤΙΡΝΑΒΟΥ ΩΣ ΕΘΙΜΟ ΚΑΙ Ὁ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ, Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες, 92-3
12. www.greek-language.gr, Ε9. Αἰσχρολογίες καὶ ἄσεμνα θεάματα // Σχετικὰ μὲ τὰ Φαλληφόρια ἢ Φαλλαγώγια, ὀνομαζόταν μιὰ ἀρχαία ἑλληνικὴ γιορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ Διονύσου μὲ ὀργιαστικὸ χαρακτήρα. Κατὰ τὴ γιορτή, ἡ ὁποία γινόταν τὸ μήνα Ποσειδώνα, ἐπ' εὐκαιρία τῆς παραγωγῆς καὶ χρήσης τῶν νέων κρασιῶν, πραγματοποιοῦνταν πομπή, στὴν ὁποία προηγοῦνταν ὁ φαλλός, σύμβολο παραγωγῆς καὶ γονιμότητας, κατασκευασμένο ὁμοίωμα ἀπὸ δέρμα καὶ ἀναρτημένο πάνω σὲ κοντάρι. Ἀκολουθοῦσαν οἱ "εορταστές", οἱ ὁποῖοι ἔβαφαν τὰ πρόσωπα τοὺς ἢ φοροῦσαν μάσκες καὶ στεφάνια ἀπὸ κισσό. Ἔπιναν τὸ νέο κρασὶ τῆς χρονιᾶς, τραγουδοῦσαν βωμολοχικά τραγούδια, τὰ λεγόμενα φαλλικά, καὶ χόρευαν κωμικοὺς χορούς. πηγὴ: www.hellenicaworld.com, Φαλληφόρια.
13. Λεγόταν, τροχαϊκὴ βραχυκατάληκτη τετραποδία ἢ τὸ τροχαϊκὸ βραχυκατάληκτο δίμετρο.
14. Γιὰ τὸ ὅλο θέμα τοῦ Φαλλοῦ- Φαλλαγωγίας: ἰδὲ τὴν μελέτη τοῦ Μ.Ζ. Κοπιδάκη, Καὶ Διονύσου ἀρχαιότερα, www.svoura.net/2023/02/
15. Αὐτόθι
16. Γιὰ τὸ θέμα ἰδὲ : Δ. Μίχα, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ ΣΤΙΣ ΑΠΟΚΡΕΩ ΚΑΙ Ἡ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, www.zotiko.gr
17. Ἀναφέρεται, ὅτι στὴν περίοδο τοῦ Δωδεκαημέρου, ἀκόμη καὶ κληρικοί, τουλάχιστο ὡς τὸν 12ὂν αἰώνα, μεταμφιέζονταν, σύμφωνα πρὸς τὸ γενικὸ ἔθιμο (Φ. Κουκουλέ, βυζαντινὸς βίος καὶ πολιτισμός, ΣΤ', σ'. 156),
Ἐπιλεγμένη Βιβλιογραφία
1. ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΑ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ , ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, ΚΥΡΙΑΚΗ 1Ἡ ΜΑΡΤΙΟΥ 1998
2. Ἄννα Βλαβιανού, Τὰ ἀθυρόστομα ἀποκριάτικα τραγούδια, Ἐφημερίδα, Τὸ Βῆμα, 13/03/1994,
www.domnasamiou.gr
3. Ἀφέντρα Γ. Μουτζάλη, Καρναβάλι καὶ λαϊκὸ γέλιο, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ & ΤΕΧΝΕΣ, τχ. 113, σέ. 25
4. ΒΑΣΙΛΗ ΠΛΑΤΑΝΟΥ Ἀπὸ τὰ ἀρχαία στὰ τωρινὰ «φαλλοφόρια» – ἐπ’ εὐκαιρία τῆς Ἀποκριᾶς, «Ποίημα αὐτοσχέδιον ἐπὶ τῷ φαλλῷ ᾀδόμενον», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 08/03/2003, /www.poiein.gr/2008/03/10/
5. Βάλτερ Πούχνερ: Σάτιρα καὶ “πορνογραφία” στὸ ἀποκριάτικο τραγούδι – Τὰ Γαμοτράγουδα, www.periou.gr, 25/2/2023
6. Γιάννης Τσιαμήτρος, Ἀποκριὲς (γενικὰ) καὶ Ἀποκριάτικα Τραγούδια στὰ Ημαθιώτικα Πιερία” ,
faretra.info/2018/02/16/apokries
7. ΔΗΜΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗ- ΙΩΑΝΝΑ, «Ὁ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ-ΦΑΛΛΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΤΟΥ»
8. ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ – ΤΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
9. Ἑλένη Καρυώτου, ΤΟ MΠOYPANΙ ΤΙΡΝΑΒΟΥ ΩΣ ΕΘΙΜΟ ΚΑΙ Ὁ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ, Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες, 92-3
10. ΗΛΙΑΣ Ἔ. ΜΠΙΤΣΑΝΗΣ, Κατ’ ἔθιμον παλαιόν..., 27 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ, Καλαμάτα, 2022
11. Θεόδωρος Παραδέλλης, TEΛΕΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΠΟΙHMENΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΠΑΡΕΝΔΥΣΙΑΣ, Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες, 85-5
12. Κακαγιάννη Βασιλική, ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΟΥ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ «ΜΠΟΥΡΑΝΙ». ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ, ΑΡΤΑ, Μάιος 2010
13. Κώστας Μπαλαχούτης, Τὰ τραγούδια τῆς Ἀποκριᾶς καὶ ἡ ἱστορία τούς, www.ogdoo.gr
14. Μ.Γ. Βαρβούνης, Ἡ φύση καὶ ὁ καθαγιασμὸς τῆς στὶς λαϊκὲς θρησκευτικὲς τελετουργίες Α΄,
15. Μ'. Ζ. Κοπιδάκη, Καὶ Διονύσου ἀρχαιότερα, www.domnasamiou.gr
16. Μαρία Δ. Μπομπότα, Ἡ Ἀθυροστομία στὴν Ἑλλάδα: Ἀπὸ τὴν Εὐφορία στὴν Προσβολή, Ἀθήνα, 2018
17. Μαρίνας Λουκάκη, Οἱ Ἀποκριὲς στὸν βυζαντινὸ Ἱππόδρομο
18. Σωτήρης Παστάκας, Μπρὲ μπρὲ μπρὲ τοῦ Μπουρανί: Καθαρὴ Δευτέρα στὸν Τύρναβο.
19. filosozin.blogspot.com/2016/02, Ἡ Φιλοσοφία τῆς βωμολοχίας: Γιατὶ βρίζουμε;
20. Χρῆστος Παπακώστας, ΔΡΩΜΕΝΟ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 92 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2004