Η Μάχη του Μαραθώνα διεξήχθη το 490 π.Χ, κατά τη διάρκεια της πρώτης περσικής εισβολής στην Ελλάδα. Διεξήχθη μεταξύ των Αθηναίων, μαζί με τους Πλαταιείς, και των Περσών υπό την ηγεσία του Δάτη και του Αρταφέρνη. Αυτή η μάχη ήταν το αποκορύφωμα της πρώτης προσπάθειας των Περσών, υπό την ηγεσία του βασιλιά Δαρείου Α', να καταλάβουν την Ελλάδα.
Η πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα ήταν απάντηση στην υποστήριξη της Ιωνικής Επανάστασης από τους Έλληνες, όταν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν δύναμη για να υποστηρίξουν τις πόλεις της Ιωνίας σε προσπάθεια τους να απαλλαγούν από τον περσικό ζυγό. Οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς κατέλαβαν τις Σάρδεις, αλλά τότε υπέστησαν βαριές απώλειες και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Σε απάντηση για αυτή την εκστρατεία, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α' ορκίστηκε να καταστρέψει την Αθήνα και την Ερέτρια.
Όταν η Ιωνική Επανάσταση έληξε μετά τη νίκη των Περσών στη μάχη της Λάδης, ο Δαρείος άρχισε να σχεδιάζει τη κατάληψη της Ελλάδος. Το 490 π.Χ, έστειλε να θαλλάσια δύναμη υπό την ηγεσία του Δάτη και του Αρταφέρνη δια μέσου του Αιγαίου, για να καταλάβουν τις Κυκλάδες, και μετά να επιτεθούν στην Αθήνα και στην Ερέτρια. Διασχίζοντας την Εύβοια στα μέσα του καλοκαιριού, μετά την επιτυχής εκστρατεία στο Αιγαίο, οι Πέρσες πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Ερέτρια. Τότε η περσική δύναμη έπλευσε για την Αττική, στρατοπεδεύοντας στα στενά κοντά στην πόλη του Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι, με λίγη βοήθεια από τους Πλαταιείς, βάδισαν στον Μαραθώνα, και κατάφεραν να κλείσουν τις δύο εξόδους από τα στενά. Χωρίς κίνηση για 5 μέρες, οι Αθηναίοι (για μη σαφείς λόγους) αποφάσισαν να επιτεθούν τους Πέρσες. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Περσών, οι οπλίτες αποδείχθηκαν περισσότερο αποτελεσματικό κατά του ελαφρού περσικού πεζικού, διαλύοντας τις πτέρυγες πριν στραφούν στο κέντρο της περσικής γραμμής. Η νίκη στον Μαραθώνα σήμαινε το τέλος της πρώτης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, και την υποχώρηση των Περσών στην Ασία. Τότε ο Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει ένα νέο μεγάλο στρατό για να καταλάβει όλη την Ελλάδα - ωστόσο, το 486 π.Χ, οι Αίγυπτιοι επαναστάτησαν, και αναβλήθηκε επ' αορίστον οποιαδήποτε ελληνική εκστρατεία. Μετά τον θάνατο του Δαρείου, ο γιος του Ξέρξης Α' ξανάρχισε τις προετοιμασίες για τη δεύτερη εκστρατεία στην Ελλάδα, η οποία άρχισε το 480 π.Χ.
Η Μάχη του Μαραθώνα ήταν ορόσημο στους Ελληνο-Περσικούς Πολέμους, με τους Έλληνες να δείχνουν ότι οι Πέρσες μπορούν να ηττηθούν - η νίκη των Ελλήνων σε αυτούς τους πολέμους φαίνεται να άρχισε από τον Μαραθώνα. Δεδομένου τα επόμενα δύο χιλιάδες χρόνια είδαν την άνοδο του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος επηρέασε τη δυτική κοινωνία, η Μάχη του Μαραθώνα θεωρείται συχνά ως μια σημαντική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία. Για παράδειγμα, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ θεωρεί ότι «η Μάχη του Μαραθώνα, ως και γεγονός της ιστορίας της Βρετανίας, είναι πιο σημαντικό από τη μάχη του Χέιστινγκς». Η Μάχη του Μαραθώνα είναι πιθανώς πιο γνωστή ως έμπνευση για τον Μαραθώνιο. Παρά το γεγονός ότι είναι ιστορικά ανακριβές, ο θρύλος του Έλληνα αγγελιαφόρου τρέχωντας ως την Αθήνα με τα νέα της νίκης έγιναν έμπνευση αυτού του αθλητικού γεγονότος, το οποίο εισήχθη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, και αρχικά τρέχουν μεταξύ Μαραθώνα και Αθήνας.
Η κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, ο οποίος είναι γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[1] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας (τότε ήταν υπό περσική κατοχή). Έγραψε τις Ιστορίες γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι τελείωσαν το 450 π.Χ. Όπως έγραψε ο Χόλλαντ (αγγ. Holland): «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να ανακαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος είχε λήξει πρόσφατα, έτσι ώστε να μην αποτελεί μύθος, χωρίς να περιγράφει επιθυμίες θεών, την ισχυρή δύναμη των πολιτών, αλλά να καταγράψει εξηγήσεις, τις οποίες θα μπορούσε να ελέγξουμε προσωπικά»
Μερικοί αρχαίοι ιστορικοί, με πρώτο τον Θουκυδίδη, άρχισαν να επικρίνουν την αφήγηση του Ηροδότου. Παρόλο αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του Ιστορία, στο σημείο όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στη πολιορκία της Σηστού), αλλά τα παράτησε λέγοντας πώς η ιστορία του Ηρόδοτου ήταν ακριβής και δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διόρθωση. Ο Πλούταρχος επικρίνει τον Ηρόδοτο στο βιβλίο του Περί της Ήροδότου κακοηθείας περιγράφοντάς τον ως «φιλοβάρβαρο», γιατί δεν ήταν υποστηρικτής των Ελλήνων. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει την αξιοπιστία της εξιστόρησης του Ηροδότου. Στην Ευρώπη της Αναγέννησης, διαδόθηκε αρνητική άποψη για τον Ηρόδοτο, αν και οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν τα έργα του. Αλλά, μέχρι τον 19ο αιώνα μ.Χ., η φήμη του αποκαταστάθηκε μετά από αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου.
Σήμερα, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, η δουλειά του στην Ιστορία θεωρείται αξιόπιστη, αλλά μερικά σημεία (όπως οι αριθμοί νεκρών και ημερομηνίες γεγονότων) πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό. Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ, την Ιστορική Βιβλιοθήκη, όπου κάνει αναφορά και στη μάχη του Μαραθώνα. Πιστεύεται, πως ο Διόδωρος επηρεάστηκε από την ιστορία του Έφορου και του Ηρόδοτου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος, ο Κτησίας, ενώ αναφέρεται και από τον Αισχύλο. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τη θεωρία του Ηροδότου.
Η πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα είχε τις ρίζες τις στην Ιωνική Επανάσταση, τη νωρίτερη φάση των Ελληνο-Περσικών Πολέμων. Ωστόσο, ήταν το αποτέλεσμα της μακροπρόθεσμης αλληλεπίδρασης μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών. Το 500 π.Χ. η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ακόμα νέα και ιδιαίτερα επεκτατική, αλλά επιρρεπής σε εξεγέρσεις μεταξύ των υποδουλομένων κτημάτων της. Επιπλέον, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ήταν σφετεριστής, και έχει αφιερώσει σημαντικό χρόνο για να καταπνίξει επαναστάσεις κατά της εξουσίας του. Ακόμα και πριν την Ιωνική Επανάσταση, ο Δαρείς άρχιζε να επεκτείνε την αυτοκρατορία του στην Ευρώπη, κατακτώντας τη Θράκη, και αναγκάσε τη Μακεδονία να γίνει σύμμαχος της Περσίας. Οι προσπάθειες για περιτέρω διείσδυση στον κόσμο της Αρχαίας Ελλάδας ήταν αναπόφευκτες. Ωστόσο, η Ιωνική Επανάσταση έχει απειλήσει άμεσα τη σταθερότητα της Περσικής Αυτοκρατορίας, και οι πόλεις της Ελλάδας θα συνέχιζαν να απειλούν τη μελλοντική σταθερότητα της. Ο Δαρείος τότε αποφάσισε να καταλάβει την Ελλάδα και το Αιγαίο, και να τιμωρήσει αυτούς που υποστήριξαν την Ιωνική Επανάσταση.
Η Ιωνική Επανάσταση ξεκίνησε μετά την αποτυχία στη πολιορκία της Νάξου, επιχείρησης, αρχηγοί της οποίας ήταν ο Μιλήσιος τύραννος Αρισταγόρας και ο Πέρσης σατράπης Αρταφέρνης (πατέρας του Αρταφέρνη που συμμετείχε στη μάχη του Μαραθώνα). Μετά τη πολιορκία, ο Αρταφέρνης αποφάσισε να διώξει τον Αρισταγόρα από την εξουσία, αλλά πριν το κάνει, ο Αρισταγόρας παραιτήθηκε, και ανακύρηξε τη Μίλητο ως δημοκρατία. Οι άλλες ιωνικές πόλεις ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα, διώχνοντας τους τύραννους, τους οποίους καθόριζαν οι Πέρσες, και ανακύρηξαν τους εαυτούς τους δημοκρατίες. Τότε, ο Αρισταγόρας ζήτησε από τις ελληνικές πόλεις βοήθεια, αλλά μόνο η Αθήνα και η Ερέτρια του πρόσφεραν στρατό. Η συμμετοχή της Αθήνας στην Ιωνική Επανάσταση προέκυψε από ένα περίπλοκο σύνολο των περιστάσεων, αρχίζοντας με την εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Το 510 π.Χ, με τη βοήθεια του Κλεομένη Α', βασιλιά της Σπάρτης, οι Αθηναίοι έκδιωξαν τον τύραννο τους, Ιππία.[19] Με τον πατέρα του Ιππία, Πεισίστρατο, η οικογένεια είχε κυβερνήσει για 36 από τα 50 χρόνια και ήταν διαθέσιμη να συνεχίσει τη διοίκηση του Ιππία. Ο Ιππίας πήγε στις Σάρδεις, πρωτεύουσα του Αρταφέρνη και υποσχέθηκε στους Πέρσες τον έλεγχο της Αθήνας αν αυτοί τον βοηθήσουν να ξαναγίνει κυβερνήτης της πόλης. Εν τω μεταξύ, ο Κλεομένης βοήθησε να εγκαταστήσει μια υπέρ-σπαρτιατική τυραννία υπό την ηγεσία του Ισαγόρα, σε αντίθεση του Κλεισθένη, ο αρχηγός της παραδοσιακά ισχυρής οικογένειας των Αλκαενίδων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι οι φυσικοί κυβερνήτες της Αθήνας. Σε μια τολμηρή απάντηση, ο Κλεισθένης πρότεινε στους Αθηναίους ότι μπορούν να θεσπίσουν μια δημοκρατία στην Αθήνα, προς μεγάλη φρίκη του υπόλοιπου της αριστοκρατίας. Οι λόγοι που ο Κλεισθένης πρότεινε μια τέτοια ριζοσπαστική αλλαγή, η οποία θα αφαιρούσε δύναμη από την οικογένεια του, είναι ασαφείς - ίσως αντίληφθηκε ότι οι ημέρες της αριστοκρατίας πέρασαν - σίγουρα ήθελε για να αποτρέψει την Αθήνα να γίνει μαριονέτα της Σπάρτης. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα αυτής της πρότασης, ο Κλεισθένης και η οικογένεια του εξορίστηκαν από την Αθήνα, πέραν των άλλων στοιχειών διαφωνίας, από τον Ισαγόρα. Αφού είχε υποσχεθεί δημοκρατία ωστόσο, οι Αθηναίοι επαναστάσης, διώχνοντας τον Κλεομένη και τον Ισαγόρα. Ο Κλεισθένης επέστρεψε στην Αθήνα (507 π.Χ), και με ιλλιγιώδη ταχύτητα άρχισε να καθιερώνεται η δημοκρατία στην Αθήνα. Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας έφερε επαναστατικές αλλαγές στην Αθήνα, η οποία έγινε μια από τις πιο δυνατές πόλεις της Ελλάδας. Η ελευθερία και αυτοδιοίκηση της Αθήνας θα έκαναν στη συνέχεια την πόλη εξαιρετικά εχθρική για την επιστροφή της τυραννείας του Ιππία, ή οποιαδήποτε μορφή εξωτερικής κατάκτησης - από τη Σπάρτη, τη Περσία ή από άλλη πόλη.
Ο Κλεομένης, μη ικανοποιημένος από αυτά τα γεγονότα, βάδισε στην Αθήνα με σπαρτιατικό στρατό. Η προσπάθεια του Κλεομένη να επιστρέψει τον Ισαγόρα στην Αθήνα έληξε με πανωλεθρία, οι Αθηναίοι σε αυτό το σημείο έστειλαν πρεσβεία στον Αρταφέρνη στις Σάρδεις, για να ζητήσουν βοήθεια από τη Περσία. Ο Αρταφέρνης ζήτησε από τους Αθηναίους να του δώσουν «γη και ύδωρ», το παραδοσιακό δείγμα υποταγής, κάτι που οι Αθηναίοι πρεσβευτές δέχθηκαν να κάνουν. Ωστόσο, καταδικάστηκαν σοβαρά για αυτή τη πράξη όταν επέστρεψαν στην Αθήνα. Αργότερα, ο Κλεομένης υποκίνησε μια πλοκή για να επιστρέψει ο Ιππίας στην εξουσία της Αθήνας. Αυτή η προσπάθεια απέτυχε και ο Ιππίας και πάλι έπλευσε στις Σάρδεις και προσπάθησε να πείσει τους Πέρσες να καταλάβουν την Αθήνα. Οι Αθηναίοι έστειλαν πρεσβεία στον Αρταφέρνη για να τον αποτρέψουν να το κάνει, αλλά ο Αρταφέρνης τους ζήτησε να επιστρέψει στην εξουσία, ως τύραννος, της πόλης ο Ιππίας. Περιττό να πούμε, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν και κύρηξαν ανοιχτά τον πόλεμο στη Περσία. Έχοντας γίνει εχθροί της Περσίας, οι Αθηναίοι είχαν ήδη λόγο για να υποστηρίξουν τις ιωνικές πόλεις στην επανάσταση τους. Το γεγονός ότι οι ιωνικές δημοκρατίες ακολούθησαν το παράδειγμα της Αθήνας δεν άφηνε αμφιβολίες ότι η Αθήνα θα υποστηρίξει την Ιωνική Επανάσταση - ειδικά όταν οι πόλεις της Ιωνίας ήταν (υποθετικά) αθηναϊκές αποικίες.
Οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν δύναμη από 25 τριηρείς στη Μικά Ασία για να βοηθήσουν την επανάσταση. Εκεί, οι Έλληνες βάδισαν ως τις Σάρδεις και έκαψαν την πόλη. Ωστόσο, αυτό ήταν το μόνο που κατάφεραν οι Έλληνες, καθώς μετά υποχώρησαν και χάρη στο περσικό ιππικό, έχασαν πολλούς άνδρες στον δρόμο της επιστροφής. Παρά το γεγονός ότι οι ενέργειες τους ήταν άκαρπες, οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς είχαν κερδίσει τη μόνιμη εχθρότητα του Δαρείου, ο οποίος υποσχέθηκε να τιμωρήσει και τις δύο πόλεις. Παρά τη περσική ναυτική νίκη στη Λάδη (494 π.Χ), η Ιωνική Επανάσταση δεν έληξε, και το 493 π.Χ, οι Ίωνες νικήθηκαν ολοκληρωτικά από τον περσικό στόλο. Η επανάσταση χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία από τον Δαρείο για να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και της Προποντίδας, τα οποία δεν αποτελούσαν περσικές κτήσεις στο παρελθόν. Η ολοκλήρωση της ειρήνευσης στην Ιωνία επέτρεψε στους Πέρσες να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους - να εξολοθρεύσουν την απειλή στην αυτοκρατορία από την Ελλάδα και να τιμωρήσουν την Αθήνα και την Ερέτρια.
Το 492 π.Χ, καθώς η Ιωνική Επανάσταση είχε επιτέλους λήξει, ο Δαρείος άρχισε εκστρατεία στην Ελλάδα, με αρχηγό τον γαμπρό του, Μαρδόνιο. Ο Μαρδόνιος ανεκατέλαβε τη Θράκη και ανάγκασε τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας να κάνει την πόλη του σύμμαχο της Περσίας, πριν καταστραφεί ο στόλος του στο τέλος της εκστρατείας.
Ωστόσο το 490 π.Χ, συνεχίζοντας τις επιτύχιες της προηγούμενης εκστρατείας, ο Δαρείος αποφάσισε να στείλει εκστρατεία στη θάλασσα με αρχηγό τον Αρταφέρνη (γιος του σατράπη Αρταφέρνη στις Σάρδεις) και του Δάτη, ενός Μήδου ναύαρχου. Ο Μαρδόνιος είχε τραυματιστεί κατά τη προηγούμενη εκστρατεία και είχε πέσει σε δυσμενεία. Η εκστρατεία έκανε τις Κυκλάδες περσικής κτήσεις, για να τιμωρήσει τη Νάξο (η οποία αντιστάθηκε κατά της Περσίας το 499 π.Χ) και τότε κινήθηκαν στην Ελλάδα για να τιμωρήσουν την Ερέτρια και την Αθήνα, σύμφωνα με διαταγή του Δαρείου. Μετά τη κατάληψη των νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένου και της Νάξου, η περσική δύναμη κινήθηκε στην Εύβοια στα μέσα του καλοκαιριού. Οι Πέρσες πολιόρκησαν, κατέλαβαν και έκαψαν την Ερέτρια. Τότε κινήθηκαν νότια στην Αττική, καθ' οδόν στο να ολοκληρώσουν τον τελευταίο στόχο της εκστρατείας - να τιμωρήσουν την Αθήνα.
Οι Πέρσες έπλευσαν στην Αττική, και στρατοπέδευσαν στα στενά του Μαραθώνα, περίπου 25 μίλια (40 χιλιόμετρα) από την Αθήνα, με τη συμβουλή του εξορισμένου Αθηναίου τύραννου Ιππία (ο οποίος βοηθούσε στην εκστρατεία). Υπό την ηγεσία του Μιλτιάδη του Νεότερου, του Αθηναίου στρατηγού με τη μεγαλύτερη εμπειρία καταπολέμησης των Περσών, ο αθηναϊκός στρατός βάδισε γρήγορα για να κλείσει τις δύο εξόδους από τα στενά του Μαραθώνα και να εμποδίσουν τους Πέρσες να κινηθούν εσωτερικά. Παράλληλα, ο καλύτερος δρομέας των Αθηναίων, Φειδιππίδης (ή Φιλιππίδης σύμφωνα με άλλους) στάλθηκε στη Σπάρτη για να ζητήσει από τη Σπάρτη στρατό για βοήθεια. Ο Φειδιππίδης έφθασε κατά τη διάρκεια της γιορτής της Κάρνειας, ιερή περίοδο της ειρήνης, και μαθεύτηκε ότι ο σπαρτιατικός στρατός δεν θα βαδίσει στον πόλεμο μέχρι τη πανσέληνο - οι Αθηναίοι δεν θα περίμεναν ενίσχυση το ελάχιστο 10 ημέρες. Τότε έτρεξε 42.2 χιλιόμετρα όλο τον δρόμο μέχρι την Αθήνα για να τους ειδοποιήσει για τη περσική επίθεση. Το έκανε στην Αθήνα και έτρεξε μέσα στην πόλη φωνάζοντας για την επερχόμενη εισβολή. Έτρεξε στο κέντρο της πόλης και πέθανε επί τόπου. Οι Αθηναίοι θα πρέπει να άντεξαν στον Μαραθώνα προς το παρόν, παρόλο που είχαν ενισχυθεί από μια δύναμη 1.000 οπλιτών από τις Πλαταιές - μια χειρονομία που σταθεροποιήσει τα νεύρα των Αθηναίων, και κέρδισαν την ευγνομωσύνη των Αθηναίων στης Πλαταιές.
Για περίπου 5 μέρες οι στρατοί αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο σε όλη τη πεδιάδα του Μαραθώνα, σε αδιέξοδο. Οι πτέρυγες του αθηναϊκού στρατόπεδου ήταν προσπατευμένα είτε από άλσους, είτε από αββάτη των πασσάλων (ανάλογα με την ακριβή ανάγνωση). Καθώς κάθε μέρα έφερνε την άφιξη των Σπαρτιατών πιο κοντά, η καθυστέρηση δούλευε υπέρ των Αθηναίων. Εκεί ήταν 10 Αθηναίοι στρατηγοί στον Μαραθώνα, ένας από κάθε φυλή στις οποίες ήταν χωρισμένες οι Αθηναίοι - ο Μιλτιάδης ήταν ένας από αυτούς. Επιπλέον, σε συνολική επιβάρυνση, υπήρχε και πολέμαρχος, ο Καλλίμαχος, ο οποίος εκλέκτηκε από το σώμα των κατοίκων. Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι η διοίκηση εναλλάσονταν μεταξύ των στρατηγών, δηλαδή κάθε μέρα διοικούσε ένας στρατηγός. Επίσης θεωρεί ότι κάθε στρατηγός, στην ημέρα διοίκησης του, καθυστερούσε την ημέρα του Μιλτιάδη.[Στη περιγραφή του Ηρόδοτου, ο Μιλτιάδης ήταν πρόθυμος να επιτεθεί τους Πέρσες (παρά το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες έστειλαν στρατό για να βοηθήσει τους Αθηναίους), αλλά περίεργως, αποφάσισε να περιμένει πότε θα έρθει η δική του σειρά να διοικήσει τον στρατό, έτσι ώστε να επιτεθεί. Αυτό το πέρασμα ήταν αναφίμβολα προβληματικό - οι Αθηναίοι είχαν λίγα να κερδίσουν σε περίπτωση επίθεσης πριν την άφιξη των Σπαρτιατών, και δεν υπάρχει πραγματική απόδειξει για τη περιστρεφόμενη στρατηγία. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπήρχε καθυστέρηση μεταξύ την άφιξη των Αθηναίων στον Μαραθώνα και της μάχης - ο Ηρόδοτος, ο οποίος πίστευε ότι ο Μιλτιάδης ήταν πρόθυμος να επιτεθεί, μπορεί να έγινε λάθος ενώ προσπαθεί να εξηγήσει αυτή τη καθυστέρηση. Οι αιτίες για τη καθυστέρηση ήταν (πιθανώς) το γεγονός ότι ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Πέρσες ήταν διαθέσιμοι να διακινδυνεύσουν μια μάχη. Αυτό αυξάνει τις απορίες γιατί η μάχη έγινε το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι Έλληνες επιτέθηκαν τους Πέρσες (και οι άλλες πηγές συμφωνούν με αυτό), αλλά δεν είναι σαφές γιατί το έκαναν πριν την άφιξη των Σπαρτιατών. Υπάρχουν δύο κύριες θεωρείες που το εξηγούν αυτό. Η πρώτη θεωρεία είναι ότι το περσικό ιππικό έφυγε από τον Μαραθώνα για άγνωστο λόγο και οι Έλληνες, για να πάρουν την υπεροχή, επιτέθηκαν. Αυτή η θεωρεία βασίζεται στην απουσία οποιασδήποτε αναφοράς για το περσικό ιππικό στη περιγραφή της μάχης από τον Ηρόδοτο, και σε μια αναφορά στο λεξικό του Σούδα. Η αναφορά χωρίς ἰππεῖς (χωρίς ιππικό) εξηγά:
Το ιππικό έφυγε. Όταν ο Δάτης παραδόθηκε και ήταν έτοιμος για υποχώρηση, οι Ίωνες ανέβηκαν από τα δένδρα και έδωσαν το μύνημα στους Αθηναίους ότι το ιππικό έφυγε. Και όταν ο Μιλτιάδης το κατάλαβε, επιτέθηκε και νίκησε. Από εκεί προέρχεται το πάνω απόσπασμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε όταν κάποιος έσπασε τάξεις πριν τη μάχη
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές αυτής της θεωρείας, αλλά ίσως η πιο διαδεδομένη είναι ότι το περσικό ιππικό μεταφέρθηκε στα πλοία, και στάλθηκε από τη θάλασσα για να επιτεθεί (ανυπερίσπαστο) στην Αθήνα, ενώ οι υπόλοιποι Πέρσες αντιμετώπισαν τον αθηναϊκό στρατό στον Μαραθώνα. Αυτή η θεωρεία χρησιμοποιεί τη θεωρεία του Ηρόδοτου ότι μετά τον Μαραθώνα, ο περσικός στρατός έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί κατευθείαν στην Αθήνα - ωστόσο, σύμφωνα με τη πρώτη θεωρεία αυτή η προσπάθεια έγινε πριν τη μάχη (και πράγματι προκάλεσε τη μάχη).
Η δεύτερη θεωρεία είναι απλά ότι η μάχη έγινε επειδή οι Πέρσες επιτέλους κίνησαν για να επιτεθούν στους Αθηναίους. Παρόλο που η θεωρεία αυτή έχει τους Πέρσες να κινούνται στη στρατηγική επίθεση, αυτό μπορεί να συμβιμβαστεί με τη παραδοσιακή περιγραφή των Αθηναίων να επιτείθονται στους Πέρσες με τη παραδοχή ότι, βλέποντας τους Πέρσες να προωθούνται, οι Αθηναίοι πήραν τη τακτική επίθεση, και τους επιτέθηκαν. Προφανώς, δεν μπορεί να εδραιωθεί ποιά θεωρεία είναι η σωστή. Ωστόσο, και οι 2 θεωρείες καταγράφουν κάποια δραστηριότητα των Περσών στη πέμπτη μέρα, η οποία και κίνησε τη μάχη. Ημερομηνία της μάχης
Ο Ηρόδοτος χρονολογεί αρκετά γεγονότα με βάση το σεληνοηλιακό ημερολόγιο (αγγ. lunisolar calendar), από το οποίο κάθε ελληνική πόλη-κράτος χρησιμοποίησε μια παραλλαγή. Ο αστρονομικός υπολογισμός μας επιτρέπει να καθορίσουμε μια απόλυτη ημερομηνία με το προλεπτικό Ιουλιανό ημερολόγιο το οποίο χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως χρονολογικό φάσμα. Ο Φίλιππ Αύγκουστ Μπεκ το 1855 υπολόγισε ότι η μάχη έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου 490 π.Χ με το Ιουλιανό ημερολόγιο, η οποία είναι δεκτή ημερομηνία. Ωστόσο, αυτό εξαρτάται από το πότε γιόρταζαν τα Κάρνεια οι Σπαρτιάτες και αν είναι πιθανό ότι το σπαρτιατικό ημερολόγιο ήταν ένα μήνα πίσω από το αθηναϊκό. Στη περίπτωση αυτή, η μάχη έγινε στις 12 Αυγούστου 490 π.Χ
Δυνάμεις
Αθηναίοι
Ο Ηρόδοτος δεν κάνει αναφορά για το μέγεθος του αθηναϊκού στρατού. Ωστόσο, ο Κορνήλιος Νέπως, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν ότι στη μάχη πολεμούσαν 9.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς καθώς ο Τζουστίνους αναφέρει ότι υπήρχαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαιταιείς. Αυτοί οι αριθμοί είναι ιδιαίτερα συγκρίσιμοι με τον αριθμό στρατευμάτων που ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστειλαν στη μάχη των Πλαταιών 11 χρόνια αργότερα. Ο Παυσανίας παρατήρησε σχετικά με το μνημείο της μάχης των ονομάτων των πρώην δούλων, οι οποίοι ελευθερώθηκαν με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί γενικά δέχονται αυτούς τους αριθμούς ως λογικούς.
Πέρσες
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο στόλος στάλθηκε από τον Δαρείο με 600 τριηρείς. Ο Ηρόδοτος δεν υπολογίζει το μέγεθος του περσικού στρατού, μόνο λέει ότι υπήρχε «μεγάλο και καλά προετοιμασμένο περσικό πεζικό». Άλλες αρχαίες πηγές, όπως ο Σιμωνίδης ο Κείος, λέει ότι η δύναμη εκστρατείας είχε 200.000 στρατιώτες - καθώς ένας άλλος ιστορικός, ο Ρωμαίος Κορνήλιος Νέπως υπολογίζει ότι οι Πέρσες είχαν 200.000 πεζούς και 10.000 ιππείς, από τους οποίους μόνο 100.000 πολέμησαν στη μάχη, ενώ ο υπόλοιπος στρατός, διαμέσου θαλάσσης, κατευθύνθηκε στο Σούνιο - ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας αναφέρουν, όπως και το λεξικό του Σούδα, ότι οι Πέρσες είχαν 300.000 στρατιώτες. Ο Πλάτωνας και ο Λυσίας αναφέρουν ότι οι Πέρσες είχαν 500.000 στρατιώτες και ο Τζουστίνους αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν 600.000 στρατιώτες.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι Πέρσες είχαν από 20.000 μέχρι 100.000 πεζούς, με κοινή συναίνεση ίσως 25.000 - ενώ υπολογίζεται ότι οι Πέρσες είχαν 1.000 ιππείς.
Στρατηγική και τακτική
Από στρατηγική πλευρά, οι Αθηναίοι είχαν κάποια μειονεκτήματα στον Μαραθώνα. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες σε μάχη, οι Αθηναίοι έπρεπε να συγκεντρώσουν όλους τους διαθέσιμους οπλίτες - και τότε οι Πέρσες θα είχαν διπλάσια (το λιγότερο) αριθμητική υπεροχή. Επιπλέον, συγκεντρώνοντας τόσο μεγάλο στρατό θα άφηγει την Αθήνα με λίγους υπερασπιστές, και μια δευτερογενής επίθεση στα νώτα των Αθηναίων θα έκοβε τον στρατό από την πόλη - και μια άμεση επίθεση θα έβρισκε την πόλη χωρίς φρουρά. Ακόμα περισσότερο, η ήττα στον Μαραθώνα θα σήμαινε την ολοκληρωτική ήττα της Αθήνας, καθώς δεν υπήρχε άλλος αθηναϊκός στρατός. Η αθηναϊκή στρατηγική ήταν να κρατά τους Πέρσες στον Μαραθώνα, κλείνωντας τις 2 εξόδους των στενών, και να μην παγιδευτούν οι ίδιοι. Ωστόσο, αυτά τα μειονεκτήματα αντισταθμίστηκαν με μερικά πλεονεκτήματα. Αρχικά, οι Αθηναίοι δεν χρειάζονταν μάχη καθώς είχαν περιόρισει τους Πέρσες στα στενά του Μαραθώνα. Επιπλέον, ο χρόνος δούλευε υπέρ τους, καθώς κάθε μέρα έφερνε και πιο κοντά την άφιξη των Σπαρτιατών. Μη έχοντας τίποτα να χάσουν από την επίθεση, οι Αθηναίοι παρέμεναν σε αμυντική θέση στις προετοιμασίες τους για τη μάχη. Τακτικά, οι οπλίτες ήταν ευάλωτοι στις επιθέσεις του ιππικού, και καθώς οι Πέρσες είχαν μεγαλύτερο ιππικό, αυτό είχε την επίθεση του πιο επικύνδινη, και έτσι ενίσχυσε την αμυντική στρατηγική των Αθηναίων.
Η περσική στρατηγική, από την άλλη πλευρά, καθοριζόταν από σκοπιμότητες τακτικής. Το περσικό πεζικό ήταν προφανώς πιο ελαφρά οπλισμένο, και δεν ταίριαζε με οπλίτες μετωπικής αντιπαράθεσης (όπως αποδείχθηκε στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές.) Καθώς οι Αθηναίοι φαίνεται να είχαν πάρει μια δυνατική αμυντική θέση στον Μαραθώνα, η περσική διστακτικότητα ήταν ίσως η απροθυμία να επιτεθούν στους Αθηναίους.
Όποιο γεγονός και να κίνησε τη μάχη, θα άλλαξε προφανώς τη στρατηγική ή τη τακτική ισσοροπία και έτσι ανάγκασε τους Αθηναίους να επιτεθούν στους Πέρσες. Αν η πρώτη θεωρεία είναι σωστή (δες πάνω), τότε η απουσία του ιππικού μετέφερε το κύριο αθηναϊκό τακτικό μειονέκτημα, και η απειλή στο να υπερφαλλαγιστούν και κατέστησε επιτακτική την επίθεση. Αντιθέτως, αν η δεύτερη θεωρεία είναι σωστή, τότε οι Αθηναίοι απλά αντίδρασαν στη περσική επίθεση. Δεδομένου ότι η περσική δύναμη ήταν προφανώς καλύτερα εφοδιασμένη, η στατική αμυντική θέση θα είχε λίγη λογική για τους Αθηναίους - η δύναμη του οπλίτη ήταν στη μάχη σώμα με σώμα, και έδινε την υπεροχή στους Αθηναίους. Αν η δεύτερη θεωρεία είναι σωστή, αυτό αυξάνει τις απορίες γιατί οι Πέρσες, μένοντας δισταγμένοι για αρκετές μέρες, τότε επιτέθηκαν. Ίσως υπήρχαν αρκετές στρατηγικές αιτίες για αυτό - ίσως γνώριζαν (ή υποψιάζονταν) ότι οι Αθηναίοι περίμεναν ενισχύσεις. Εναλλακτικά, δεδομένου του ότι ένιωσαν ότι χρειάζονταν νίκη - με δυσκολία θα έμειναν στον Μαραθώνα επ' αορίστον.
Μάχη
Η απόσταση μεταξύ των 2 στρατών στο πεδίο της μάχης είχε περιοριστεί σε «μια απόσταση λιγότερη από 8 στάδια» ή περίπου 1.500 μέτρων. Ο Μιλτιάδης διέταξε τις 2 φυλές που σχημάτισαν το κέντρο του ελληνικού σχηματισμού, τη φυλή της Λεοντιχίδας με αρχηγό τον Θεμιστοκλή και τη φυλή της Αντιοχίδας με αρχηγό τον Αριστείδη, να οργανωθούν σε βάθος 4 τάξεων, ενώ οι υπόλοιπες φυλές στις πτέρυγες τους ήταν στις τάξεις των 8. Μερικοί σύγχρονοι μελετητές (σχολιαστές) θεωρούν ότι αυτό ήταν σκόπιμο τέχνασμα για να ενθαρρύνει τη διπλή υπερκέραση του περσικού κέντρου. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ένα επίπεδο κατάρτισης που Έλληνες δεν είχαν, και ότι οι Έλληνες διοικητές έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψης με τους σύγχρονους διοικητές. Υπάρχουν λίγα στοιχεία μιας τέτοιας τακτικής σκέψης στις ελληνικές μάχες μέχρι τη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Επομένως, είναι πιθανόν ότι η ρύθμιση αυτή έγινε τη τελευταία στιγμή, έτσι ώστε η αθηναϊκή γραμμή είχε το ίδιο διάστημα όπως η περσική, και επομένως δεν θα είχαν υπερκερηθεί.
Όταν η αθηναϊκή γραμμή ήταν έτοιμη, σύμφωνα με μια πηγή, το απλό σήμα για προώθηση δόθηκε από τον Μιλτιάδη: «Σε αυτούς». Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι έτρεξαν όλη την απόσταση ως τις περσικές γραμμές φωνάζοντας «Ελελευ! Ελελευ!». Είναι αμφίβολο ότι οι Αθηναίοι έτρεξαν όλη την απόσταση - θα ήταν πολύ δύσκολο με τον βαρύ εξοπλισμό τους. Πιο πιθανό, βάδισαν μέχρι να φθάσουν στο όριο αποτελεσματικότητας των τοξότων, στη «ζώνη νικημένων», (περίπου 200 μέτρα), και τότε άρχισαν να τρέχουν προς τον εχθρό τους. Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι ήταν η πρώτη φορά που ελληνικός στρατός έτρεξε σε μάχη με αυτό τον τρόπο - αυτό ήταν επειδή ήταν η πρώτη φορά που ένας ελληνικός στρατός αντιμετώπιζε ένα εχθρό, ο οποίος αποτελείτο από στρατεύματα με τοξότες. Προφανώς αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη για τους Πέρσες - «...στο μυαλό τους οι Αθηναίοι ήταν τρελοί που πήγαιναν στον θάνατο, βλέποντας ότι ήταν λίγοι και έτρεχαν, χωρίς ιππικό και τοξότες». Πράγματι, βασισμένοι στις προηγούμενες εμπειρίες από τους Έλληνες, οι Πέρσες ίσως θα μπορούσαν να συγχωρηθούν για αυτό - ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ήταν «οι πρώτοι που άντεξαν τους Μήδους, οι οποίοι κινούσαν τον πανικό στους Έλληνες». Περνώντας από το χαλάζι των βέλων που έριχνε ο περσικός στρατός, και προστατευόμενοι κυρίως από τις πανοπλίες τους, οι Έλληνες τελικά συγκρούστηκαν με τη περσική γραμμή. Ο Χόλλαντ καταγράφει για τη μάχη:
Ο εχθρός άμεσα στη πορεία τους...κατάλαβαν στη φρίκη τους [οι Αθηναίοι], μακριά από την εύκολη λεία για τους τοξότες τους, όπως είχαν πρώτα φανταστεί, δεν επρόκειτο να σταματήσει...Οι επιπτώσεις ήταν καταστροφικές. Οι Αθηναίοι είχαν διαμορφώσει το δικό τους ύφος πολέμου με τις άλλες φάλλαγες, ξύλινες ασπίδες διαλύουν ξύλινες ασπίδες, σιδερένιες λόγχες κατά σιδερένιων πανοπλιών...σε αυτά τα πρώτα φρικά δευτερόλεπτα της σύγκρουσης, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από κονιοποιήση του μετάλλου σε σάρκα και οστά - τότε οι περισσότεροι Αθηναίοι έμειναν μόνο με τόξα και ιμάντα. Οι λόγχες των οπλίτων, αντί να τρέμουν...θα μπορούσαν αντί να μαχαιρώνουν και να μαχαιρώνουν ξανά, και αυτοί από τους εχθρούς που απόφυγαν έντρομοι να συνθλίβονται μέχρι θανάτου κάτω από το καθαρό βάρος της πρόωθησης των ανδρών με τον χαλκό.
Τα αθηναϊκά φτερά διέλυσαν τις περσικές πλευρές, πριν στραφούν στο περσικό κέντρο, το οποίο πολεμούσε αποτελεσματικά το λεπτό ελληνικό κέντρο. Η μάχη έληξε όταν το περσικό κέντρο πανικοβλήθηκε και υποχώρησε στα πλοία, πιεσμένο από τους Έλληνες. Ορισμένοι, αγνοόντας το τοπικό ανάγλυφο, έτρεξαν προς τους βάλτους και αρκετοί από αυτούς σκοτώθηκαν. Οι Αθηναίοι πίεσαν τους Πέρσες πίσω στα πλοία τους, και κατάφεραν να καταστρέψουν 7 από αυτά, αν και η πλειοψηφία των πλοίων έφυγε από το πεδίο της μάχης. Ο Ηρόδοτος αφηγείται την ιστορία του Κυναίγειρου, αδερφό του τραγικού ποιητή Αισχύλου, ο οποίος επίσης πολέμησε στη μάχη, και όταν οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία, έπιασε μια τριήρη και προσπάθησε να τη τραβήξει, αλλά οι Πέρσες τον είδαν και του έκοψαν το χέρι, με αποτέλεσμα ο Κυναίγειρος να πεθάνει.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στο πεδίο της μάχης σκοτώθηκαν 6.400 Πέρσες και είναι άγνωστο πόσοι σκοτώθηκαν κατά την υποχώρηση. Οι Αθηναίοι έχασαν 192 άνδρες και οι Πλαταιείς 11. Στη μάχη σκοτώθηκαν και ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο στρατηγός Στεσίλαος.
Αμέσως μετά τη μάχη, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο περσικός στόλος έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί κατευθείαν στην Αθήνα. Όπως έχει συζητηθεί πάνω, μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί τοποθετούν αυτό το γεγονός πριν τη μάχη. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι η πόλη ήταν υπό απειλή, και βάδισαν όσο πιο γρήγορα γίνεται στην Αθήνα.
Οι 2 φυλές που ήταν στο κέντρο της αθηναϊκής γραμμής, έμειναν να φυλάξουν το πεδίο της μάχης, υπό την ηγεσία του Αριστείδη. Οι Αθηναίοι έφθασαν εγκαίρως για να αποτρέψουν τους Πέρσες να εξασφαλίσουν στρατοπέδευση, και βλέποντας την ευκαιρία να χάνεται, οι Πέρσες υποχώρησαν και επέστρεψαν στην Ασία. Συνδυάζοντας το με αυτό το επεισόδιο, ο Ηρόδοτος καταγράφει ότι οι Πέρσες συμμάχησαν με τους Αλκμαεονίδες, την εξέχουσα αθηναϊκή αριστοκρατική οικογένεια, με τους οποίους ετοίμασαν το σχέδιο μάχης, και δόθηκε ένα σήμα μετά τη μάχη. Αν και υπάρχουν πολλές παραλλαγές για αυτή την αναφορά, είναι αδύνατο να πούμε, αν είναι αλήθεια, τι ακριβώς σήμαινε το σήμα. Την επόμενη μέρα, ο σπαρτιατικός στρατός έφθασε στον Μαραθώνα, έχοντας καλύψει απόσταση 220 χιλιομέτρων (140 μίλιων) σε μόνο 3 μέρες. Οι Σπαρτιάτες είδαν το πεδίο της μάχης και αναγνώρισαν τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων.
Οι νεκροί του Μαραθώνα βραβεύθηκαν από τους Αθηναίους με ειδική τιμή να ταφούν στο σημείο θανάτου τους, αντί στο κύριο αθηναϊκό κοιμητήριο στον Κεραμικό. Στον τάφο των Αθηναίων, ο Σιμωνίδης έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:
Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν
Πολεμώντας στη πρώτη γραμμή των Ελλήνων, οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων.
Μετά τη μάχη, ο Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει νέο μεγάλο στρατό κάτι που σήμαινε ότι αποφάσισε να καταλάβει όλη την Ελλάδα - ωστόσο, το 486 π.Χ, οι Αιγύπτιοι επαναστάτησαν, και οποιαδήποτε εκστρατεία στην Ελλάδα αναβλήθηκε. Ο Δαρείος τότε πέθανε καθώς ετοιμαζόταν να καταπνίξει την αιγυπτιακή επανάσταση, και ο θρόνος της Περσίας πέρασε στον γιο του, Ξέρξη Α'. Ο Ξέρξης κατέπνιξε την αιγυπτιακή επανάσταση, και γρήγορα ξανάρχισε τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Η επική δεύτερη περσική εκστρατεία στην Ελλάδα τελικά άρχισε το 480 π.Χ, και αρχικά γνώρισαν επιτυχίες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Ωστόσο, η ήττα στη Σαλαμίνα θα αλλάξει τα δεδομένα της εκστρατείας, και τον επόμενο χρόνο, η περσική εισβολή έληξε με την αποφασιστική ελληνική νίκη στις Πλαταιές.
Η ήττα στον Μαραθώνα μετά βιας άγγιξε τους τεράστιους πόρους της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά για τους Έλληνες ήταν σημαντική νίκη. Ήταν η πρώτη φορά που οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες, και τους έδειξε ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι, και ότι η αντίσταση, όχι η υποταγή, ήταν πιθανή. Η μάχη ήταν μια καθοριστική στιγμή για τη νέα Αθηναϊκή δημοκρατία, δείχνοντας τι θα μπορούσε να επιτευχθεί με ενότητα και αυτοτεπεποίθηση - πράγματι, η μάχη σηματοδότησε την αρχή του «χρυσού αιώνα» για την Αθήνα. Αυτό επίσης ισχύει και για ολόκληρη την Ελλάδα - «η νίκη τους προίκισε τους Έλληνες με τη πίστη στο πεπρωμένο τους ότι ήταν να επιζήσουν για 3 αιώνες, κατά τους οποίους γεννήθηκε ο δυτικός πολιτισμός». Η γνωστή γνώμη του Τζον Στούαρτ Μιλ ήταν ότι «η μάχη του Μαραθώνα, ακόμα και ως συμβάν της βρετανικής ιστορίας, είναι πιο σημαντική από τη μάχη του Χέιστινγκς». Φαίνεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρεί ότι η συμμετοχή του στον Μαραθώνα ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του (περισσότερο και από τα έργα του) δεδομένου ότι έγραψε το πάρακατω επίγραμμα στη ταφόπλακα:
Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας•
ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος
Αυτό ο τάφος τη σκόνη του Αισχύλου κρύβει,
Το γιου του Εφόριου και της καρποφόρας Γέλας,
Πώς δοκίμασε την ανδρεία του, ο Μαραθώνας ίσως πει,
Και οι μακρομάλληδες Μήδοι, οι οποίο το ξέρουν πολύ καλά.
Στρατιωτικά, ένα μεγάλο μάθημα για τους Έλληνες ήταν η δύναμη της οπλιτικής φάλαγγας. Αυτό το στύλ αναπτύχθηκε κατά τους εμφυλίους πολέμους των Ελλήνων - καθώς κάθε πόλη-κράτος πολεμούσε με τον ίδιο τρόπο, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της οπλιτικής φάλαγγας δεν ήταν εμφανή. Ο Μαραθώνας ήταν η πρώτη φορά που η φάλαγγα αντιμετώπισε πιο ελαφρά οπλισμένους οπλίτες και έδειξε πόσο αποτελεσματικοί μπορεί να είναι οι οπλίτες σε μάχη. Ο σχηματισμός φάλαγγας παρέμεινε ευάλωτος στο ιππικό (αιτία της πολλής προσοχής των Ελλήνων στις Πλαταιές), αλλά χρησιμοποίηθηκε με το σωστό τρόπο, και αποδείχθηκε ένα δυνητικά θανατηφόρο όπλο.
Στις 8 Δεκεμβρίου 2010, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ τίμησε τη μάχη του Μαραθώνα ως ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του ανθρώπου.
Κληρονομιά
Θρύλοι για τη μάχη
Ο πιο γνωστός θρύλος σχετικά με τον Μαραθώνα είναι ότι ο δρομέας Φειδιππίδης/Φιλιππίδης έφερε νέα της μάχης στην Αθήνα, ο οποίος περιγράφεται πιο κάτω.
Η πορεία του Φειδιππίδη στη Σπάρτη έχει και άλλους θρύλους σχετιζόμενους με αυτό. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Φειδιππίδης δέχθηκε την επίσκεψη του θεού Πάνα στον δρόμο του για τη Σπάρτη (ή στον δρόμο της επίστροφης από τη Σπάρτη). Ο Πάνας ρώτησε γιατί οι Αθηναίοι δεν τον τιμούν και ο θαυμασμένος Φειδιππίδης υποσχέθηκε ότι οι Αθηναίοι θα τον τιμούν από αυτό το σημείο. Ο θεός προφανώς ένιωσε ότι θα τηρηθεί η υπόσχεση του Φειδιππίδη, έτσι εμφανίστηκε στη μάχη και τη κρίσιμη στιγμή ενστάλαξε τους Πέρσες με το δικό του είδος του φόβου, τον απρόσεκτο και ξέφρενο φόβο που έφερε το όνομα του: πανικός. Μετά τη μάχη, καθιερώθηκε ένας τέμενος για τον Πάνα σε μια σπηλιά στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης, και η θυσία αυτή προσφέροταν σε ετήσια βάση.
Παρομοίως, μετά τη νίκη η γιορτή της Αγροτέρας Θυσία (θυσία στην Αγροτέρα) που διεξαγόταν στην Αγράη, κοντά στην Αθήνα, προς τιμή της Αρτέμιδος Αγροτέρας (Αρτέμις η Κυνηγός). Αυτό ήταν εκπλήρωση ενός όρκου που δόθηκε από τη πόλη πριν τη μάχη, να προσφέρουν σε θυσία ένα αριθμό ζώων (αιγών) ίσο με τον αριθμό των νεκρών Περσών στη μάχη. Ο αριθμός ήταν τόσο μεγάλος, που αποφασίστηκε να προσφερθούν 500 αίγους τον χρόνο μέχρι να γεμίσει ο αριθμός. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι αυτή τη περίοδο, 90 χρόνια μετά τη μάχη, συνεχιζόταν αυτή η ετήσια θυσία.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι είδαν το φάντασμα του Βασιλιά Θησέα, του μυθικού ήρωα της Αθήνας, να οδηγεί τον στρατό κατά των Περσών,[και πράγματι απεικονίζεται στη τοιχογραφία της Ποικίλης Στόας πολεμώντας με τους Αθηναίους, μαζί με τους 12 Ολύμπιους θεούς και άλλους ήρωες. Ο Παυσανίας επίσης μας λέει:
Λένε επίσης ότι έτυχε να εμφανιστεί στη μάχη ένας άνδρας με αγροτική εμφάνιση. Έχοντας σφάξει πολλούς ξένους με το άροτρο και μετά τη μάχη εξαφανίστηκε. Όταν οι Αθηναίοι πήγαν στο μαντείο, ο θεός τους διέταξε να τιμήσουν τον Εχέτλαο ως ήρωα.
Άλλη ιστορία για τη μάχη είναι αυτή του σκύλου του Μαραθώνα. Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει ότι ένας οπλίτης έφερε τον σκύλο του στο αθηναϊκό στρατόπεδο. Ο σκύλος ακολούθησε τον ιδιοκτήτη του και επιτέθηκε κατά των Περσών. Επίσης μας πληροφορεί ότι αυτός ο σκύλος απεικονίζεται στη τοιχογραφία της Ποίκιλης Στόας.
Μαραθώνιος
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αθηναίος δρομέας Φειδιππίδης στάλθηκε να τρέξει από την Αθήνα στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια πριν τη μάχη. Έτρεξε την απόσταση των 140 μίλιων, φθάνοντας τη Σπάρτη τη μέρα μετά που έφυγε. Στη συνέχεια, μετά τη μάχη, ο αθηναϊκός στρατός βάδισε 25 ή τόσα μίλια μέχρι την Αθήνα σε μεγάλη ταχύτητα (λαμβάνοντας υπόψη τη βαριά πανοπλία και τη κούραση μετά τη μάχη), προκειμένου να αποτρέψουν τη περσική επίθεση από το Σούνιο. Επέστρεψαν αργά το απόγευμα, όταν είχαν φύγει τα περσικά πλοία από την Αθήνα, και με αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε η νίκη των Αθηναίων.
Αργότερα, στη λαϊκή φαντασία, αυτά τα 2 γεγονότα συγχύστηκαν μεταξύ τους, οδηγώντας στη θρυλική εκδοχή των γεγονότων. Αυτός ο μύθος έχει τον Φειδιππίδη να τρέχει από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα μετά τη μάχη, για να ανακοινώσει τη νίκη των Ελλήνων με τη λέξη «Νενικήκαμεν» (Νικήσαμε!), και μετά να πεθαίνει από τη κούραση. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν λαθασμένα ότι αυτή η ιστορία προέρχεται από τον Ηρόδοτο - στη πραγματικότητα, αυτή η ιστορία για πρώτη φορά εμφανίζεται στο «Από τη δόξα της Αθήνας» του Πλούταρχου στον 1ο αιώνα μ.χ, ο οποίος χρησιμοποίει αποσπάσματα από το χαμένο έργο του Ηρακλείδη του Πόντιου, πληροφορόντας μας ότι το όνομα του δρομέα ήταν Θέρσιπος ή Έρχιος ή και Εύκλης. Ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ) δίνει την ίδια ιστορία αλλά καταγράφει ότι το όνομα του δρομέα είναι Φιλιππίδης (όχι Φειδιππίδης). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε μερικούς μεσαιωνικούς κώδικους του Ηρόδοτου το όνομα του δρομέα, ο οποίος έτρεξε από την Αθήνα ως τη Σπάρτη πριν τη μάχη, είναι Φιλιππίδης και σε μερικές σύγχρονες εκδόσεις αυτό το όνομα είναι προτιμότερο.
Όταν η ιδέα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων έγινε πραγματικότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς οι διοργανωτές έψαχναν για μεγάλο γνωστό γεγονός, υπενθυμίζοντας τη δόξα της Αρχαίας Ελλάδας. Η ιδέα της διοργάνωσης του Μαραθώνιου δρόμου ήρθε από τον Μικέλ Μπρέαλ, ο οποίος ήθελε το άθλημα αυτό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 στην Αθήνα. Αυτή η ιδέα είχε υποστηριχθεί από τον Πιερ ντε Κουμπερτέν, τον δημιουργό των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς και από τους Έλληνες. Αυτό θα επαναλάβει τη θρυλική εκδοχή των γεγονότων, με τους διαγωνιζόμενους να τρέχουν από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα. Αυτό το άθλημα έγινε τόσο δημοφιλές, και προσθέθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, με μεγάλεις πόλις να διοργανώνουν το δικό τους ετήσιο γεγονός για τον Μαραθώνιο. Η απόσταση που τελικά καθορίστηκε είναι 26 μίλια και 385 ναυπήγια, ή 42.195 χιλιόμετρα, αν και τα πρώτα χρόνια ήταν μεταβλητή, γύρω στα 25 μίλια (40 χιλιόμετρα) - η, κατά προσέγγιση, απόσταση μεταξύ Μαραθώνα και Αθήνας.
Όταν η Ιωνική Επανάσταση έληξε μετά τη νίκη των Περσών στη μάχη της Λάδης, ο Δαρείος άρχισε να σχεδιάζει τη κατάληψη της Ελλάδος. Το 490 π.Χ, έστειλε να θαλλάσια δύναμη υπό την ηγεσία του Δάτη και του Αρταφέρνη δια μέσου του Αιγαίου, για να καταλάβουν τις Κυκλάδες, και μετά να επιτεθούν στην Αθήνα και στην Ερέτρια. Διασχίζοντας την Εύβοια στα μέσα του καλοκαιριού, μετά την επιτυχής εκστρατεία στο Αιγαίο, οι Πέρσες πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Ερέτρια. Τότε η περσική δύναμη έπλευσε για την Αττική, στρατοπεδεύοντας στα στενά κοντά στην πόλη του Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι, με λίγη βοήθεια από τους Πλαταιείς, βάδισαν στον Μαραθώνα, και κατάφεραν να κλείσουν τις δύο εξόδους από τα στενά. Χωρίς κίνηση για 5 μέρες, οι Αθηναίοι (για μη σαφείς λόγους) αποφάσισαν να επιτεθούν τους Πέρσες. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Περσών, οι οπλίτες αποδείχθηκαν περισσότερο αποτελεσματικό κατά του ελαφρού περσικού πεζικού, διαλύοντας τις πτέρυγες πριν στραφούν στο κέντρο της περσικής γραμμής. Η νίκη στον Μαραθώνα σήμαινε το τέλος της πρώτης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, και την υποχώρηση των Περσών στην Ασία. Τότε ο Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει ένα νέο μεγάλο στρατό για να καταλάβει όλη την Ελλάδα - ωστόσο, το 486 π.Χ, οι Αίγυπτιοι επαναστάτησαν, και αναβλήθηκε επ' αορίστον οποιαδήποτε ελληνική εκστρατεία. Μετά τον θάνατο του Δαρείου, ο γιος του Ξέρξης Α' ξανάρχισε τις προετοιμασίες για τη δεύτερη εκστρατεία στην Ελλάδα, η οποία άρχισε το 480 π.Χ.
Η Μάχη του Μαραθώνα ήταν ορόσημο στους Ελληνο-Περσικούς Πολέμους, με τους Έλληνες να δείχνουν ότι οι Πέρσες μπορούν να ηττηθούν - η νίκη των Ελλήνων σε αυτούς τους πολέμους φαίνεται να άρχισε από τον Μαραθώνα. Δεδομένου τα επόμενα δύο χιλιάδες χρόνια είδαν την άνοδο του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος επηρέασε τη δυτική κοινωνία, η Μάχη του Μαραθώνα θεωρείται συχνά ως μια σημαντική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία. Για παράδειγμα, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ θεωρεί ότι «η Μάχη του Μαραθώνα, ως και γεγονός της ιστορίας της Βρετανίας, είναι πιο σημαντικό από τη μάχη του Χέιστινγκς». Η Μάχη του Μαραθώνα είναι πιθανώς πιο γνωστή ως έμπνευση για τον Μαραθώνιο. Παρά το γεγονός ότι είναι ιστορικά ανακριβές, ο θρύλος του Έλληνα αγγελιαφόρου τρέχωντας ως την Αθήνα με τα νέα της νίκης έγιναν έμπνευση αυτού του αθλητικού γεγονότος, το οποίο εισήχθη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, και αρχικά τρέχουν μεταξύ Μαραθώνα και Αθήνας.
Η κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, ο οποίος είναι γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[1] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας (τότε ήταν υπό περσική κατοχή). Έγραψε τις Ιστορίες γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι τελείωσαν το 450 π.Χ. Όπως έγραψε ο Χόλλαντ (αγγ. Holland): «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να ανακαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος είχε λήξει πρόσφατα, έτσι ώστε να μην αποτελεί μύθος, χωρίς να περιγράφει επιθυμίες θεών, την ισχυρή δύναμη των πολιτών, αλλά να καταγράψει εξηγήσεις, τις οποίες θα μπορούσε να ελέγξουμε προσωπικά»
Μερικοί αρχαίοι ιστορικοί, με πρώτο τον Θουκυδίδη, άρχισαν να επικρίνουν την αφήγηση του Ηροδότου. Παρόλο αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του Ιστορία, στο σημείο όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στη πολιορκία της Σηστού), αλλά τα παράτησε λέγοντας πώς η ιστορία του Ηρόδοτου ήταν ακριβής και δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διόρθωση. Ο Πλούταρχος επικρίνει τον Ηρόδοτο στο βιβλίο του Περί της Ήροδότου κακοηθείας περιγράφοντάς τον ως «φιλοβάρβαρο», γιατί δεν ήταν υποστηρικτής των Ελλήνων. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει την αξιοπιστία της εξιστόρησης του Ηροδότου. Στην Ευρώπη της Αναγέννησης, διαδόθηκε αρνητική άποψη για τον Ηρόδοτο, αν και οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν τα έργα του. Αλλά, μέχρι τον 19ο αιώνα μ.Χ., η φήμη του αποκαταστάθηκε μετά από αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου.
Σήμερα, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, η δουλειά του στην Ιστορία θεωρείται αξιόπιστη, αλλά μερικά σημεία (όπως οι αριθμοί νεκρών και ημερομηνίες γεγονότων) πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό. Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ, την Ιστορική Βιβλιοθήκη, όπου κάνει αναφορά και στη μάχη του Μαραθώνα. Πιστεύεται, πως ο Διόδωρος επηρεάστηκε από την ιστορία του Έφορου και του Ηρόδοτου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος, ο Κτησίας, ενώ αναφέρεται και από τον Αισχύλο. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τη θεωρία του Ηροδότου.
Η πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα είχε τις ρίζες τις στην Ιωνική Επανάσταση, τη νωρίτερη φάση των Ελληνο-Περσικών Πολέμων. Ωστόσο, ήταν το αποτέλεσμα της μακροπρόθεσμης αλληλεπίδρασης μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών. Το 500 π.Χ. η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ακόμα νέα και ιδιαίτερα επεκτατική, αλλά επιρρεπής σε εξεγέρσεις μεταξύ των υποδουλομένων κτημάτων της. Επιπλέον, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ήταν σφετεριστής, και έχει αφιερώσει σημαντικό χρόνο για να καταπνίξει επαναστάσεις κατά της εξουσίας του. Ακόμα και πριν την Ιωνική Επανάσταση, ο Δαρείς άρχιζε να επεκτείνε την αυτοκρατορία του στην Ευρώπη, κατακτώντας τη Θράκη, και αναγκάσε τη Μακεδονία να γίνει σύμμαχος της Περσίας. Οι προσπάθειες για περιτέρω διείσδυση στον κόσμο της Αρχαίας Ελλάδας ήταν αναπόφευκτες. Ωστόσο, η Ιωνική Επανάσταση έχει απειλήσει άμεσα τη σταθερότητα της Περσικής Αυτοκρατορίας, και οι πόλεις της Ελλάδας θα συνέχιζαν να απειλούν τη μελλοντική σταθερότητα της. Ο Δαρείος τότε αποφάσισε να καταλάβει την Ελλάδα και το Αιγαίο, και να τιμωρήσει αυτούς που υποστήριξαν την Ιωνική Επανάσταση.
Η Ιωνική Επανάσταση ξεκίνησε μετά την αποτυχία στη πολιορκία της Νάξου, επιχείρησης, αρχηγοί της οποίας ήταν ο Μιλήσιος τύραννος Αρισταγόρας και ο Πέρσης σατράπης Αρταφέρνης (πατέρας του Αρταφέρνη που συμμετείχε στη μάχη του Μαραθώνα). Μετά τη πολιορκία, ο Αρταφέρνης αποφάσισε να διώξει τον Αρισταγόρα από την εξουσία, αλλά πριν το κάνει, ο Αρισταγόρας παραιτήθηκε, και ανακύρηξε τη Μίλητο ως δημοκρατία. Οι άλλες ιωνικές πόλεις ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα, διώχνοντας τους τύραννους, τους οποίους καθόριζαν οι Πέρσες, και ανακύρηξαν τους εαυτούς τους δημοκρατίες. Τότε, ο Αρισταγόρας ζήτησε από τις ελληνικές πόλεις βοήθεια, αλλά μόνο η Αθήνα και η Ερέτρια του πρόσφεραν στρατό. Η συμμετοχή της Αθήνας στην Ιωνική Επανάσταση προέκυψε από ένα περίπλοκο σύνολο των περιστάσεων, αρχίζοντας με την εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Το 510 π.Χ, με τη βοήθεια του Κλεομένη Α', βασιλιά της Σπάρτης, οι Αθηναίοι έκδιωξαν τον τύραννο τους, Ιππία.[19] Με τον πατέρα του Ιππία, Πεισίστρατο, η οικογένεια είχε κυβερνήσει για 36 από τα 50 χρόνια και ήταν διαθέσιμη να συνεχίσει τη διοίκηση του Ιππία. Ο Ιππίας πήγε στις Σάρδεις, πρωτεύουσα του Αρταφέρνη και υποσχέθηκε στους Πέρσες τον έλεγχο της Αθήνας αν αυτοί τον βοηθήσουν να ξαναγίνει κυβερνήτης της πόλης. Εν τω μεταξύ, ο Κλεομένης βοήθησε να εγκαταστήσει μια υπέρ-σπαρτιατική τυραννία υπό την ηγεσία του Ισαγόρα, σε αντίθεση του Κλεισθένη, ο αρχηγός της παραδοσιακά ισχυρής οικογένειας των Αλκαενίδων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι οι φυσικοί κυβερνήτες της Αθήνας. Σε μια τολμηρή απάντηση, ο Κλεισθένης πρότεινε στους Αθηναίους ότι μπορούν να θεσπίσουν μια δημοκρατία στην Αθήνα, προς μεγάλη φρίκη του υπόλοιπου της αριστοκρατίας. Οι λόγοι που ο Κλεισθένης πρότεινε μια τέτοια ριζοσπαστική αλλαγή, η οποία θα αφαιρούσε δύναμη από την οικογένεια του, είναι ασαφείς - ίσως αντίληφθηκε ότι οι ημέρες της αριστοκρατίας πέρασαν - σίγουρα ήθελε για να αποτρέψει την Αθήνα να γίνει μαριονέτα της Σπάρτης. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα αυτής της πρότασης, ο Κλεισθένης και η οικογένεια του εξορίστηκαν από την Αθήνα, πέραν των άλλων στοιχειών διαφωνίας, από τον Ισαγόρα. Αφού είχε υποσχεθεί δημοκρατία ωστόσο, οι Αθηναίοι επαναστάσης, διώχνοντας τον Κλεομένη και τον Ισαγόρα. Ο Κλεισθένης επέστρεψε στην Αθήνα (507 π.Χ), και με ιλλιγιώδη ταχύτητα άρχισε να καθιερώνεται η δημοκρατία στην Αθήνα. Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας έφερε επαναστατικές αλλαγές στην Αθήνα, η οποία έγινε μια από τις πιο δυνατές πόλεις της Ελλάδας. Η ελευθερία και αυτοδιοίκηση της Αθήνας θα έκαναν στη συνέχεια την πόλη εξαιρετικά εχθρική για την επιστροφή της τυραννείας του Ιππία, ή οποιαδήποτε μορφή εξωτερικής κατάκτησης - από τη Σπάρτη, τη Περσία ή από άλλη πόλη.
Ο Κλεομένης, μη ικανοποιημένος από αυτά τα γεγονότα, βάδισε στην Αθήνα με σπαρτιατικό στρατό. Η προσπάθεια του Κλεομένη να επιστρέψει τον Ισαγόρα στην Αθήνα έληξε με πανωλεθρία, οι Αθηναίοι σε αυτό το σημείο έστειλαν πρεσβεία στον Αρταφέρνη στις Σάρδεις, για να ζητήσουν βοήθεια από τη Περσία. Ο Αρταφέρνης ζήτησε από τους Αθηναίους να του δώσουν «γη και ύδωρ», το παραδοσιακό δείγμα υποταγής, κάτι που οι Αθηναίοι πρεσβευτές δέχθηκαν να κάνουν. Ωστόσο, καταδικάστηκαν σοβαρά για αυτή τη πράξη όταν επέστρεψαν στην Αθήνα. Αργότερα, ο Κλεομένης υποκίνησε μια πλοκή για να επιστρέψει ο Ιππίας στην εξουσία της Αθήνας. Αυτή η προσπάθεια απέτυχε και ο Ιππίας και πάλι έπλευσε στις Σάρδεις και προσπάθησε να πείσει τους Πέρσες να καταλάβουν την Αθήνα. Οι Αθηναίοι έστειλαν πρεσβεία στον Αρταφέρνη για να τον αποτρέψουν να το κάνει, αλλά ο Αρταφέρνης τους ζήτησε να επιστρέψει στην εξουσία, ως τύραννος, της πόλης ο Ιππίας. Περιττό να πούμε, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν και κύρηξαν ανοιχτά τον πόλεμο στη Περσία. Έχοντας γίνει εχθροί της Περσίας, οι Αθηναίοι είχαν ήδη λόγο για να υποστηρίξουν τις ιωνικές πόλεις στην επανάσταση τους. Το γεγονός ότι οι ιωνικές δημοκρατίες ακολούθησαν το παράδειγμα της Αθήνας δεν άφηνε αμφιβολίες ότι η Αθήνα θα υποστηρίξει την Ιωνική Επανάσταση - ειδικά όταν οι πόλεις της Ιωνίας ήταν (υποθετικά) αθηναϊκές αποικίες.
Οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν δύναμη από 25 τριηρείς στη Μικά Ασία για να βοηθήσουν την επανάσταση. Εκεί, οι Έλληνες βάδισαν ως τις Σάρδεις και έκαψαν την πόλη. Ωστόσο, αυτό ήταν το μόνο που κατάφεραν οι Έλληνες, καθώς μετά υποχώρησαν και χάρη στο περσικό ιππικό, έχασαν πολλούς άνδρες στον δρόμο της επιστροφής. Παρά το γεγονός ότι οι ενέργειες τους ήταν άκαρπες, οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς είχαν κερδίσει τη μόνιμη εχθρότητα του Δαρείου, ο οποίος υποσχέθηκε να τιμωρήσει και τις δύο πόλεις. Παρά τη περσική ναυτική νίκη στη Λάδη (494 π.Χ), η Ιωνική Επανάσταση δεν έληξε, και το 493 π.Χ, οι Ίωνες νικήθηκαν ολοκληρωτικά από τον περσικό στόλο. Η επανάσταση χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία από τον Δαρείο για να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και της Προποντίδας, τα οποία δεν αποτελούσαν περσικές κτήσεις στο παρελθόν. Η ολοκλήρωση της ειρήνευσης στην Ιωνία επέτρεψε στους Πέρσες να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους - να εξολοθρεύσουν την απειλή στην αυτοκρατορία από την Ελλάδα και να τιμωρήσουν την Αθήνα και την Ερέτρια.
Το 492 π.Χ, καθώς η Ιωνική Επανάσταση είχε επιτέλους λήξει, ο Δαρείος άρχισε εκστρατεία στην Ελλάδα, με αρχηγό τον γαμπρό του, Μαρδόνιο. Ο Μαρδόνιος ανεκατέλαβε τη Θράκη και ανάγκασε τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας να κάνει την πόλη του σύμμαχο της Περσίας, πριν καταστραφεί ο στόλος του στο τέλος της εκστρατείας.
Ωστόσο το 490 π.Χ, συνεχίζοντας τις επιτύχιες της προηγούμενης εκστρατείας, ο Δαρείος αποφάσισε να στείλει εκστρατεία στη θάλασσα με αρχηγό τον Αρταφέρνη (γιος του σατράπη Αρταφέρνη στις Σάρδεις) και του Δάτη, ενός Μήδου ναύαρχου. Ο Μαρδόνιος είχε τραυματιστεί κατά τη προηγούμενη εκστρατεία και είχε πέσει σε δυσμενεία. Η εκστρατεία έκανε τις Κυκλάδες περσικής κτήσεις, για να τιμωρήσει τη Νάξο (η οποία αντιστάθηκε κατά της Περσίας το 499 π.Χ) και τότε κινήθηκαν στην Ελλάδα για να τιμωρήσουν την Ερέτρια και την Αθήνα, σύμφωνα με διαταγή του Δαρείου. Μετά τη κατάληψη των νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένου και της Νάξου, η περσική δύναμη κινήθηκε στην Εύβοια στα μέσα του καλοκαιριού. Οι Πέρσες πολιόρκησαν, κατέλαβαν και έκαψαν την Ερέτρια. Τότε κινήθηκαν νότια στην Αττική, καθ' οδόν στο να ολοκληρώσουν τον τελευταίο στόχο της εκστρατείας - να τιμωρήσουν την Αθήνα.
Οι Πέρσες έπλευσαν στην Αττική, και στρατοπέδευσαν στα στενά του Μαραθώνα, περίπου 25 μίλια (40 χιλιόμετρα) από την Αθήνα, με τη συμβουλή του εξορισμένου Αθηναίου τύραννου Ιππία (ο οποίος βοηθούσε στην εκστρατεία). Υπό την ηγεσία του Μιλτιάδη του Νεότερου, του Αθηναίου στρατηγού με τη μεγαλύτερη εμπειρία καταπολέμησης των Περσών, ο αθηναϊκός στρατός βάδισε γρήγορα για να κλείσει τις δύο εξόδους από τα στενά του Μαραθώνα και να εμποδίσουν τους Πέρσες να κινηθούν εσωτερικά. Παράλληλα, ο καλύτερος δρομέας των Αθηναίων, Φειδιππίδης (ή Φιλιππίδης σύμφωνα με άλλους) στάλθηκε στη Σπάρτη για να ζητήσει από τη Σπάρτη στρατό για βοήθεια. Ο Φειδιππίδης έφθασε κατά τη διάρκεια της γιορτής της Κάρνειας, ιερή περίοδο της ειρήνης, και μαθεύτηκε ότι ο σπαρτιατικός στρατός δεν θα βαδίσει στον πόλεμο μέχρι τη πανσέληνο - οι Αθηναίοι δεν θα περίμεναν ενίσχυση το ελάχιστο 10 ημέρες. Τότε έτρεξε 42.2 χιλιόμετρα όλο τον δρόμο μέχρι την Αθήνα για να τους ειδοποιήσει για τη περσική επίθεση. Το έκανε στην Αθήνα και έτρεξε μέσα στην πόλη φωνάζοντας για την επερχόμενη εισβολή. Έτρεξε στο κέντρο της πόλης και πέθανε επί τόπου. Οι Αθηναίοι θα πρέπει να άντεξαν στον Μαραθώνα προς το παρόν, παρόλο που είχαν ενισχυθεί από μια δύναμη 1.000 οπλιτών από τις Πλαταιές - μια χειρονομία που σταθεροποιήσει τα νεύρα των Αθηναίων, και κέρδισαν την ευγνομωσύνη των Αθηναίων στης Πλαταιές.
Για περίπου 5 μέρες οι στρατοί αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο σε όλη τη πεδιάδα του Μαραθώνα, σε αδιέξοδο. Οι πτέρυγες του αθηναϊκού στρατόπεδου ήταν προσπατευμένα είτε από άλσους, είτε από αββάτη των πασσάλων (ανάλογα με την ακριβή ανάγνωση). Καθώς κάθε μέρα έφερνε την άφιξη των Σπαρτιατών πιο κοντά, η καθυστέρηση δούλευε υπέρ των Αθηναίων. Εκεί ήταν 10 Αθηναίοι στρατηγοί στον Μαραθώνα, ένας από κάθε φυλή στις οποίες ήταν χωρισμένες οι Αθηναίοι - ο Μιλτιάδης ήταν ένας από αυτούς. Επιπλέον, σε συνολική επιβάρυνση, υπήρχε και πολέμαρχος, ο Καλλίμαχος, ο οποίος εκλέκτηκε από το σώμα των κατοίκων. Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι η διοίκηση εναλλάσονταν μεταξύ των στρατηγών, δηλαδή κάθε μέρα διοικούσε ένας στρατηγός. Επίσης θεωρεί ότι κάθε στρατηγός, στην ημέρα διοίκησης του, καθυστερούσε την ημέρα του Μιλτιάδη.[Στη περιγραφή του Ηρόδοτου, ο Μιλτιάδης ήταν πρόθυμος να επιτεθεί τους Πέρσες (παρά το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες έστειλαν στρατό για να βοηθήσει τους Αθηναίους), αλλά περίεργως, αποφάσισε να περιμένει πότε θα έρθει η δική του σειρά να διοικήσει τον στρατό, έτσι ώστε να επιτεθεί. Αυτό το πέρασμα ήταν αναφίμβολα προβληματικό - οι Αθηναίοι είχαν λίγα να κερδίσουν σε περίπτωση επίθεσης πριν την άφιξη των Σπαρτιατών, και δεν υπάρχει πραγματική απόδειξει για τη περιστρεφόμενη στρατηγία. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπήρχε καθυστέρηση μεταξύ την άφιξη των Αθηναίων στον Μαραθώνα και της μάχης - ο Ηρόδοτος, ο οποίος πίστευε ότι ο Μιλτιάδης ήταν πρόθυμος να επιτεθεί, μπορεί να έγινε λάθος ενώ προσπαθεί να εξηγήσει αυτή τη καθυστέρηση. Οι αιτίες για τη καθυστέρηση ήταν (πιθανώς) το γεγονός ότι ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Πέρσες ήταν διαθέσιμοι να διακινδυνεύσουν μια μάχη. Αυτό αυξάνει τις απορίες γιατί η μάχη έγινε το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι Έλληνες επιτέθηκαν τους Πέρσες (και οι άλλες πηγές συμφωνούν με αυτό), αλλά δεν είναι σαφές γιατί το έκαναν πριν την άφιξη των Σπαρτιατών. Υπάρχουν δύο κύριες θεωρείες που το εξηγούν αυτό. Η πρώτη θεωρεία είναι ότι το περσικό ιππικό έφυγε από τον Μαραθώνα για άγνωστο λόγο και οι Έλληνες, για να πάρουν την υπεροχή, επιτέθηκαν. Αυτή η θεωρεία βασίζεται στην απουσία οποιασδήποτε αναφοράς για το περσικό ιππικό στη περιγραφή της μάχης από τον Ηρόδοτο, και σε μια αναφορά στο λεξικό του Σούδα. Η αναφορά χωρίς ἰππεῖς (χωρίς ιππικό) εξηγά:
Το ιππικό έφυγε. Όταν ο Δάτης παραδόθηκε και ήταν έτοιμος για υποχώρηση, οι Ίωνες ανέβηκαν από τα δένδρα και έδωσαν το μύνημα στους Αθηναίους ότι το ιππικό έφυγε. Και όταν ο Μιλτιάδης το κατάλαβε, επιτέθηκε και νίκησε. Από εκεί προέρχεται το πάνω απόσπασμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε όταν κάποιος έσπασε τάξεις πριν τη μάχη
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές αυτής της θεωρείας, αλλά ίσως η πιο διαδεδομένη είναι ότι το περσικό ιππικό μεταφέρθηκε στα πλοία, και στάλθηκε από τη θάλασσα για να επιτεθεί (ανυπερίσπαστο) στην Αθήνα, ενώ οι υπόλοιποι Πέρσες αντιμετώπισαν τον αθηναϊκό στρατό στον Μαραθώνα. Αυτή η θεωρεία χρησιμοποιεί τη θεωρεία του Ηρόδοτου ότι μετά τον Μαραθώνα, ο περσικός στρατός έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί κατευθείαν στην Αθήνα - ωστόσο, σύμφωνα με τη πρώτη θεωρεία αυτή η προσπάθεια έγινε πριν τη μάχη (και πράγματι προκάλεσε τη μάχη).
Η δεύτερη θεωρεία είναι απλά ότι η μάχη έγινε επειδή οι Πέρσες επιτέλους κίνησαν για να επιτεθούν στους Αθηναίους. Παρόλο που η θεωρεία αυτή έχει τους Πέρσες να κινούνται στη στρατηγική επίθεση, αυτό μπορεί να συμβιμβαστεί με τη παραδοσιακή περιγραφή των Αθηναίων να επιτείθονται στους Πέρσες με τη παραδοχή ότι, βλέποντας τους Πέρσες να προωθούνται, οι Αθηναίοι πήραν τη τακτική επίθεση, και τους επιτέθηκαν. Προφανώς, δεν μπορεί να εδραιωθεί ποιά θεωρεία είναι η σωστή. Ωστόσο, και οι 2 θεωρείες καταγράφουν κάποια δραστηριότητα των Περσών στη πέμπτη μέρα, η οποία και κίνησε τη μάχη. Ημερομηνία της μάχης
Ο Ηρόδοτος χρονολογεί αρκετά γεγονότα με βάση το σεληνοηλιακό ημερολόγιο (αγγ. lunisolar calendar), από το οποίο κάθε ελληνική πόλη-κράτος χρησιμοποίησε μια παραλλαγή. Ο αστρονομικός υπολογισμός μας επιτρέπει να καθορίσουμε μια απόλυτη ημερομηνία με το προλεπτικό Ιουλιανό ημερολόγιο το οποίο χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως χρονολογικό φάσμα. Ο Φίλιππ Αύγκουστ Μπεκ το 1855 υπολόγισε ότι η μάχη έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου 490 π.Χ με το Ιουλιανό ημερολόγιο, η οποία είναι δεκτή ημερομηνία. Ωστόσο, αυτό εξαρτάται από το πότε γιόρταζαν τα Κάρνεια οι Σπαρτιάτες και αν είναι πιθανό ότι το σπαρτιατικό ημερολόγιο ήταν ένα μήνα πίσω από το αθηναϊκό. Στη περίπτωση αυτή, η μάχη έγινε στις 12 Αυγούστου 490 π.Χ
Δυνάμεις
Αθηναίοι
Ο Ηρόδοτος δεν κάνει αναφορά για το μέγεθος του αθηναϊκού στρατού. Ωστόσο, ο Κορνήλιος Νέπως, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν ότι στη μάχη πολεμούσαν 9.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς καθώς ο Τζουστίνους αναφέρει ότι υπήρχαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαιταιείς. Αυτοί οι αριθμοί είναι ιδιαίτερα συγκρίσιμοι με τον αριθμό στρατευμάτων που ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έστειλαν στη μάχη των Πλαταιών 11 χρόνια αργότερα. Ο Παυσανίας παρατήρησε σχετικά με το μνημείο της μάχης των ονομάτων των πρώην δούλων, οι οποίοι ελευθερώθηκαν με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί γενικά δέχονται αυτούς τους αριθμούς ως λογικούς.
Πέρσες
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο στόλος στάλθηκε από τον Δαρείο με 600 τριηρείς. Ο Ηρόδοτος δεν υπολογίζει το μέγεθος του περσικού στρατού, μόνο λέει ότι υπήρχε «μεγάλο και καλά προετοιμασμένο περσικό πεζικό». Άλλες αρχαίες πηγές, όπως ο Σιμωνίδης ο Κείος, λέει ότι η δύναμη εκστρατείας είχε 200.000 στρατιώτες - καθώς ένας άλλος ιστορικός, ο Ρωμαίος Κορνήλιος Νέπως υπολογίζει ότι οι Πέρσες είχαν 200.000 πεζούς και 10.000 ιππείς, από τους οποίους μόνο 100.000 πολέμησαν στη μάχη, ενώ ο υπόλοιπος στρατός, διαμέσου θαλάσσης, κατευθύνθηκε στο Σούνιο - ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας αναφέρουν, όπως και το λεξικό του Σούδα, ότι οι Πέρσες είχαν 300.000 στρατιώτες. Ο Πλάτωνας και ο Λυσίας αναφέρουν ότι οι Πέρσες είχαν 500.000 στρατιώτες και ο Τζουστίνους αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν 600.000 στρατιώτες.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι Πέρσες είχαν από 20.000 μέχρι 100.000 πεζούς, με κοινή συναίνεση ίσως 25.000 - ενώ υπολογίζεται ότι οι Πέρσες είχαν 1.000 ιππείς.
Στρατηγική και τακτική
Από στρατηγική πλευρά, οι Αθηναίοι είχαν κάποια μειονεκτήματα στον Μαραθώνα. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες σε μάχη, οι Αθηναίοι έπρεπε να συγκεντρώσουν όλους τους διαθέσιμους οπλίτες - και τότε οι Πέρσες θα είχαν διπλάσια (το λιγότερο) αριθμητική υπεροχή. Επιπλέον, συγκεντρώνοντας τόσο μεγάλο στρατό θα άφηγει την Αθήνα με λίγους υπερασπιστές, και μια δευτερογενής επίθεση στα νώτα των Αθηναίων θα έκοβε τον στρατό από την πόλη - και μια άμεση επίθεση θα έβρισκε την πόλη χωρίς φρουρά. Ακόμα περισσότερο, η ήττα στον Μαραθώνα θα σήμαινε την ολοκληρωτική ήττα της Αθήνας, καθώς δεν υπήρχε άλλος αθηναϊκός στρατός. Η αθηναϊκή στρατηγική ήταν να κρατά τους Πέρσες στον Μαραθώνα, κλείνωντας τις 2 εξόδους των στενών, και να μην παγιδευτούν οι ίδιοι. Ωστόσο, αυτά τα μειονεκτήματα αντισταθμίστηκαν με μερικά πλεονεκτήματα. Αρχικά, οι Αθηναίοι δεν χρειάζονταν μάχη καθώς είχαν περιόρισει τους Πέρσες στα στενά του Μαραθώνα. Επιπλέον, ο χρόνος δούλευε υπέρ τους, καθώς κάθε μέρα έφερνε και πιο κοντά την άφιξη των Σπαρτιατών. Μη έχοντας τίποτα να χάσουν από την επίθεση, οι Αθηναίοι παρέμεναν σε αμυντική θέση στις προετοιμασίες τους για τη μάχη. Τακτικά, οι οπλίτες ήταν ευάλωτοι στις επιθέσεις του ιππικού, και καθώς οι Πέρσες είχαν μεγαλύτερο ιππικό, αυτό είχε την επίθεση του πιο επικύνδινη, και έτσι ενίσχυσε την αμυντική στρατηγική των Αθηναίων.
Η περσική στρατηγική, από την άλλη πλευρά, καθοριζόταν από σκοπιμότητες τακτικής. Το περσικό πεζικό ήταν προφανώς πιο ελαφρά οπλισμένο, και δεν ταίριαζε με οπλίτες μετωπικής αντιπαράθεσης (όπως αποδείχθηκε στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές.) Καθώς οι Αθηναίοι φαίνεται να είχαν πάρει μια δυνατική αμυντική θέση στον Μαραθώνα, η περσική διστακτικότητα ήταν ίσως η απροθυμία να επιτεθούν στους Αθηναίους.
Όποιο γεγονός και να κίνησε τη μάχη, θα άλλαξε προφανώς τη στρατηγική ή τη τακτική ισσοροπία και έτσι ανάγκασε τους Αθηναίους να επιτεθούν στους Πέρσες. Αν η πρώτη θεωρεία είναι σωστή (δες πάνω), τότε η απουσία του ιππικού μετέφερε το κύριο αθηναϊκό τακτικό μειονέκτημα, και η απειλή στο να υπερφαλλαγιστούν και κατέστησε επιτακτική την επίθεση. Αντιθέτως, αν η δεύτερη θεωρεία είναι σωστή, τότε οι Αθηναίοι απλά αντίδρασαν στη περσική επίθεση. Δεδομένου ότι η περσική δύναμη ήταν προφανώς καλύτερα εφοδιασμένη, η στατική αμυντική θέση θα είχε λίγη λογική για τους Αθηναίους - η δύναμη του οπλίτη ήταν στη μάχη σώμα με σώμα, και έδινε την υπεροχή στους Αθηναίους. Αν η δεύτερη θεωρεία είναι σωστή, αυτό αυξάνει τις απορίες γιατί οι Πέρσες, μένοντας δισταγμένοι για αρκετές μέρες, τότε επιτέθηκαν. Ίσως υπήρχαν αρκετές στρατηγικές αιτίες για αυτό - ίσως γνώριζαν (ή υποψιάζονταν) ότι οι Αθηναίοι περίμεναν ενισχύσεις. Εναλλακτικά, δεδομένου του ότι ένιωσαν ότι χρειάζονταν νίκη - με δυσκολία θα έμειναν στον Μαραθώνα επ' αορίστον.
Μάχη
Η απόσταση μεταξύ των 2 στρατών στο πεδίο της μάχης είχε περιοριστεί σε «μια απόσταση λιγότερη από 8 στάδια» ή περίπου 1.500 μέτρων. Ο Μιλτιάδης διέταξε τις 2 φυλές που σχημάτισαν το κέντρο του ελληνικού σχηματισμού, τη φυλή της Λεοντιχίδας με αρχηγό τον Θεμιστοκλή και τη φυλή της Αντιοχίδας με αρχηγό τον Αριστείδη, να οργανωθούν σε βάθος 4 τάξεων, ενώ οι υπόλοιπες φυλές στις πτέρυγες τους ήταν στις τάξεις των 8. Μερικοί σύγχρονοι μελετητές (σχολιαστές) θεωρούν ότι αυτό ήταν σκόπιμο τέχνασμα για να ενθαρρύνει τη διπλή υπερκέραση του περσικού κέντρου. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ένα επίπεδο κατάρτισης που Έλληνες δεν είχαν, και ότι οι Έλληνες διοικητές έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψης με τους σύγχρονους διοικητές. Υπάρχουν λίγα στοιχεία μιας τέτοιας τακτικής σκέψης στις ελληνικές μάχες μέχρι τη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Επομένως, είναι πιθανόν ότι η ρύθμιση αυτή έγινε τη τελευταία στιγμή, έτσι ώστε η αθηναϊκή γραμμή είχε το ίδιο διάστημα όπως η περσική, και επομένως δεν θα είχαν υπερκερηθεί.
Όταν η αθηναϊκή γραμμή ήταν έτοιμη, σύμφωνα με μια πηγή, το απλό σήμα για προώθηση δόθηκε από τον Μιλτιάδη: «Σε αυτούς». Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι έτρεξαν όλη την απόσταση ως τις περσικές γραμμές φωνάζοντας «Ελελευ! Ελελευ!». Είναι αμφίβολο ότι οι Αθηναίοι έτρεξαν όλη την απόσταση - θα ήταν πολύ δύσκολο με τον βαρύ εξοπλισμό τους. Πιο πιθανό, βάδισαν μέχρι να φθάσουν στο όριο αποτελεσματικότητας των τοξότων, στη «ζώνη νικημένων», (περίπου 200 μέτρα), και τότε άρχισαν να τρέχουν προς τον εχθρό τους. Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι ήταν η πρώτη φορά που ελληνικός στρατός έτρεξε σε μάχη με αυτό τον τρόπο - αυτό ήταν επειδή ήταν η πρώτη φορά που ένας ελληνικός στρατός αντιμετώπιζε ένα εχθρό, ο οποίος αποτελείτο από στρατεύματα με τοξότες. Προφανώς αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη για τους Πέρσες - «...στο μυαλό τους οι Αθηναίοι ήταν τρελοί που πήγαιναν στον θάνατο, βλέποντας ότι ήταν λίγοι και έτρεχαν, χωρίς ιππικό και τοξότες». Πράγματι, βασισμένοι στις προηγούμενες εμπειρίες από τους Έλληνες, οι Πέρσες ίσως θα μπορούσαν να συγχωρηθούν για αυτό - ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ήταν «οι πρώτοι που άντεξαν τους Μήδους, οι οποίοι κινούσαν τον πανικό στους Έλληνες». Περνώντας από το χαλάζι των βέλων που έριχνε ο περσικός στρατός, και προστατευόμενοι κυρίως από τις πανοπλίες τους, οι Έλληνες τελικά συγκρούστηκαν με τη περσική γραμμή. Ο Χόλλαντ καταγράφει για τη μάχη:
Ο εχθρός άμεσα στη πορεία τους...κατάλαβαν στη φρίκη τους [οι Αθηναίοι], μακριά από την εύκολη λεία για τους τοξότες τους, όπως είχαν πρώτα φανταστεί, δεν επρόκειτο να σταματήσει...Οι επιπτώσεις ήταν καταστροφικές. Οι Αθηναίοι είχαν διαμορφώσει το δικό τους ύφος πολέμου με τις άλλες φάλλαγες, ξύλινες ασπίδες διαλύουν ξύλινες ασπίδες, σιδερένιες λόγχες κατά σιδερένιων πανοπλιών...σε αυτά τα πρώτα φρικά δευτερόλεπτα της σύγκρουσης, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από κονιοποιήση του μετάλλου σε σάρκα και οστά - τότε οι περισσότεροι Αθηναίοι έμειναν μόνο με τόξα και ιμάντα. Οι λόγχες των οπλίτων, αντί να τρέμουν...θα μπορούσαν αντί να μαχαιρώνουν και να μαχαιρώνουν ξανά, και αυτοί από τους εχθρούς που απόφυγαν έντρομοι να συνθλίβονται μέχρι θανάτου κάτω από το καθαρό βάρος της πρόωθησης των ανδρών με τον χαλκό.
Τα αθηναϊκά φτερά διέλυσαν τις περσικές πλευρές, πριν στραφούν στο περσικό κέντρο, το οποίο πολεμούσε αποτελεσματικά το λεπτό ελληνικό κέντρο. Η μάχη έληξε όταν το περσικό κέντρο πανικοβλήθηκε και υποχώρησε στα πλοία, πιεσμένο από τους Έλληνες. Ορισμένοι, αγνοόντας το τοπικό ανάγλυφο, έτρεξαν προς τους βάλτους και αρκετοί από αυτούς σκοτώθηκαν. Οι Αθηναίοι πίεσαν τους Πέρσες πίσω στα πλοία τους, και κατάφεραν να καταστρέψουν 7 από αυτά, αν και η πλειοψηφία των πλοίων έφυγε από το πεδίο της μάχης. Ο Ηρόδοτος αφηγείται την ιστορία του Κυναίγειρου, αδερφό του τραγικού ποιητή Αισχύλου, ο οποίος επίσης πολέμησε στη μάχη, και όταν οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία, έπιασε μια τριήρη και προσπάθησε να τη τραβήξει, αλλά οι Πέρσες τον είδαν και του έκοψαν το χέρι, με αποτέλεσμα ο Κυναίγειρος να πεθάνει.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στο πεδίο της μάχης σκοτώθηκαν 6.400 Πέρσες και είναι άγνωστο πόσοι σκοτώθηκαν κατά την υποχώρηση. Οι Αθηναίοι έχασαν 192 άνδρες και οι Πλαταιείς 11. Στη μάχη σκοτώθηκαν και ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο στρατηγός Στεσίλαος.
Αμέσως μετά τη μάχη, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο περσικός στόλος έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί κατευθείαν στην Αθήνα. Όπως έχει συζητηθεί πάνω, μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί τοποθετούν αυτό το γεγονός πριν τη μάχη. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι η πόλη ήταν υπό απειλή, και βάδισαν όσο πιο γρήγορα γίνεται στην Αθήνα.
Οι 2 φυλές που ήταν στο κέντρο της αθηναϊκής γραμμής, έμειναν να φυλάξουν το πεδίο της μάχης, υπό την ηγεσία του Αριστείδη. Οι Αθηναίοι έφθασαν εγκαίρως για να αποτρέψουν τους Πέρσες να εξασφαλίσουν στρατοπέδευση, και βλέποντας την ευκαιρία να χάνεται, οι Πέρσες υποχώρησαν και επέστρεψαν στην Ασία. Συνδυάζοντας το με αυτό το επεισόδιο, ο Ηρόδοτος καταγράφει ότι οι Πέρσες συμμάχησαν με τους Αλκμαεονίδες, την εξέχουσα αθηναϊκή αριστοκρατική οικογένεια, με τους οποίους ετοίμασαν το σχέδιο μάχης, και δόθηκε ένα σήμα μετά τη μάχη. Αν και υπάρχουν πολλές παραλλαγές για αυτή την αναφορά, είναι αδύνατο να πούμε, αν είναι αλήθεια, τι ακριβώς σήμαινε το σήμα. Την επόμενη μέρα, ο σπαρτιατικός στρατός έφθασε στον Μαραθώνα, έχοντας καλύψει απόσταση 220 χιλιομέτρων (140 μίλιων) σε μόνο 3 μέρες. Οι Σπαρτιάτες είδαν το πεδίο της μάχης και αναγνώρισαν τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων.
Οι νεκροί του Μαραθώνα βραβεύθηκαν από τους Αθηναίους με ειδική τιμή να ταφούν στο σημείο θανάτου τους, αντί στο κύριο αθηναϊκό κοιμητήριο στον Κεραμικό. Στον τάφο των Αθηναίων, ο Σιμωνίδης έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:
Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν
Πολεμώντας στη πρώτη γραμμή των Ελλήνων, οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων.
Μετά τη μάχη, ο Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει νέο μεγάλο στρατό κάτι που σήμαινε ότι αποφάσισε να καταλάβει όλη την Ελλάδα - ωστόσο, το 486 π.Χ, οι Αιγύπτιοι επαναστάτησαν, και οποιαδήποτε εκστρατεία στην Ελλάδα αναβλήθηκε. Ο Δαρείος τότε πέθανε καθώς ετοιμαζόταν να καταπνίξει την αιγυπτιακή επανάσταση, και ο θρόνος της Περσίας πέρασε στον γιο του, Ξέρξη Α'. Ο Ξέρξης κατέπνιξε την αιγυπτιακή επανάσταση, και γρήγορα ξανάρχισε τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Η επική δεύτερη περσική εκστρατεία στην Ελλάδα τελικά άρχισε το 480 π.Χ, και αρχικά γνώρισαν επιτυχίες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Ωστόσο, η ήττα στη Σαλαμίνα θα αλλάξει τα δεδομένα της εκστρατείας, και τον επόμενο χρόνο, η περσική εισβολή έληξε με την αποφασιστική ελληνική νίκη στις Πλαταιές.
Η ήττα στον Μαραθώνα μετά βιας άγγιξε τους τεράστιους πόρους της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά για τους Έλληνες ήταν σημαντική νίκη. Ήταν η πρώτη φορά που οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες, και τους έδειξε ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι, και ότι η αντίσταση, όχι η υποταγή, ήταν πιθανή. Η μάχη ήταν μια καθοριστική στιγμή για τη νέα Αθηναϊκή δημοκρατία, δείχνοντας τι θα μπορούσε να επιτευχθεί με ενότητα και αυτοτεπεποίθηση - πράγματι, η μάχη σηματοδότησε την αρχή του «χρυσού αιώνα» για την Αθήνα. Αυτό επίσης ισχύει και για ολόκληρη την Ελλάδα - «η νίκη τους προίκισε τους Έλληνες με τη πίστη στο πεπρωμένο τους ότι ήταν να επιζήσουν για 3 αιώνες, κατά τους οποίους γεννήθηκε ο δυτικός πολιτισμός». Η γνωστή γνώμη του Τζον Στούαρτ Μιλ ήταν ότι «η μάχη του Μαραθώνα, ακόμα και ως συμβάν της βρετανικής ιστορίας, είναι πιο σημαντική από τη μάχη του Χέιστινγκς». Φαίνεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρεί ότι η συμμετοχή του στον Μαραθώνα ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του (περισσότερο και από τα έργα του) δεδομένου ότι έγραψε το πάρακατω επίγραμμα στη ταφόπλακα:
Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας•
ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος
Αυτό ο τάφος τη σκόνη του Αισχύλου κρύβει,
Το γιου του Εφόριου και της καρποφόρας Γέλας,
Πώς δοκίμασε την ανδρεία του, ο Μαραθώνας ίσως πει,
Και οι μακρομάλληδες Μήδοι, οι οποίο το ξέρουν πολύ καλά.
Στρατιωτικά, ένα μεγάλο μάθημα για τους Έλληνες ήταν η δύναμη της οπλιτικής φάλαγγας. Αυτό το στύλ αναπτύχθηκε κατά τους εμφυλίους πολέμους των Ελλήνων - καθώς κάθε πόλη-κράτος πολεμούσε με τον ίδιο τρόπο, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της οπλιτικής φάλαγγας δεν ήταν εμφανή. Ο Μαραθώνας ήταν η πρώτη φορά που η φάλαγγα αντιμετώπισε πιο ελαφρά οπλισμένους οπλίτες και έδειξε πόσο αποτελεσματικοί μπορεί να είναι οι οπλίτες σε μάχη. Ο σχηματισμός φάλαγγας παρέμεινε ευάλωτος στο ιππικό (αιτία της πολλής προσοχής των Ελλήνων στις Πλαταιές), αλλά χρησιμοποίηθηκε με το σωστό τρόπο, και αποδείχθηκε ένα δυνητικά θανατηφόρο όπλο.
Στις 8 Δεκεμβρίου 2010, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ τίμησε τη μάχη του Μαραθώνα ως ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του ανθρώπου.
Κληρονομιά
Θρύλοι για τη μάχη
Ο πιο γνωστός θρύλος σχετικά με τον Μαραθώνα είναι ότι ο δρομέας Φειδιππίδης/Φιλιππίδης έφερε νέα της μάχης στην Αθήνα, ο οποίος περιγράφεται πιο κάτω.
Η πορεία του Φειδιππίδη στη Σπάρτη έχει και άλλους θρύλους σχετιζόμενους με αυτό. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Φειδιππίδης δέχθηκε την επίσκεψη του θεού Πάνα στον δρόμο του για τη Σπάρτη (ή στον δρόμο της επίστροφης από τη Σπάρτη). Ο Πάνας ρώτησε γιατί οι Αθηναίοι δεν τον τιμούν και ο θαυμασμένος Φειδιππίδης υποσχέθηκε ότι οι Αθηναίοι θα τον τιμούν από αυτό το σημείο. Ο θεός προφανώς ένιωσε ότι θα τηρηθεί η υπόσχεση του Φειδιππίδη, έτσι εμφανίστηκε στη μάχη και τη κρίσιμη στιγμή ενστάλαξε τους Πέρσες με το δικό του είδος του φόβου, τον απρόσεκτο και ξέφρενο φόβο που έφερε το όνομα του: πανικός. Μετά τη μάχη, καθιερώθηκε ένας τέμενος για τον Πάνα σε μια σπηλιά στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης, και η θυσία αυτή προσφέροταν σε ετήσια βάση.
Παρομοίως, μετά τη νίκη η γιορτή της Αγροτέρας Θυσία (θυσία στην Αγροτέρα) που διεξαγόταν στην Αγράη, κοντά στην Αθήνα, προς τιμή της Αρτέμιδος Αγροτέρας (Αρτέμις η Κυνηγός). Αυτό ήταν εκπλήρωση ενός όρκου που δόθηκε από τη πόλη πριν τη μάχη, να προσφέρουν σε θυσία ένα αριθμό ζώων (αιγών) ίσο με τον αριθμό των νεκρών Περσών στη μάχη. Ο αριθμός ήταν τόσο μεγάλος, που αποφασίστηκε να προσφερθούν 500 αίγους τον χρόνο μέχρι να γεμίσει ο αριθμός. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι αυτή τη περίοδο, 90 χρόνια μετά τη μάχη, συνεχιζόταν αυτή η ετήσια θυσία.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι είδαν το φάντασμα του Βασιλιά Θησέα, του μυθικού ήρωα της Αθήνας, να οδηγεί τον στρατό κατά των Περσών,[και πράγματι απεικονίζεται στη τοιχογραφία της Ποικίλης Στόας πολεμώντας με τους Αθηναίους, μαζί με τους 12 Ολύμπιους θεούς και άλλους ήρωες. Ο Παυσανίας επίσης μας λέει:
Λένε επίσης ότι έτυχε να εμφανιστεί στη μάχη ένας άνδρας με αγροτική εμφάνιση. Έχοντας σφάξει πολλούς ξένους με το άροτρο και μετά τη μάχη εξαφανίστηκε. Όταν οι Αθηναίοι πήγαν στο μαντείο, ο θεός τους διέταξε να τιμήσουν τον Εχέτλαο ως ήρωα.
Άλλη ιστορία για τη μάχη είναι αυτή του σκύλου του Μαραθώνα. Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει ότι ένας οπλίτης έφερε τον σκύλο του στο αθηναϊκό στρατόπεδο. Ο σκύλος ακολούθησε τον ιδιοκτήτη του και επιτέθηκε κατά των Περσών. Επίσης μας πληροφορεί ότι αυτός ο σκύλος απεικονίζεται στη τοιχογραφία της Ποίκιλης Στόας.
Μαραθώνιος
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αθηναίος δρομέας Φειδιππίδης στάλθηκε να τρέξει από την Αθήνα στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια πριν τη μάχη. Έτρεξε την απόσταση των 140 μίλιων, φθάνοντας τη Σπάρτη τη μέρα μετά που έφυγε. Στη συνέχεια, μετά τη μάχη, ο αθηναϊκός στρατός βάδισε 25 ή τόσα μίλια μέχρι την Αθήνα σε μεγάλη ταχύτητα (λαμβάνοντας υπόψη τη βαριά πανοπλία και τη κούραση μετά τη μάχη), προκειμένου να αποτρέψουν τη περσική επίθεση από το Σούνιο. Επέστρεψαν αργά το απόγευμα, όταν είχαν φύγει τα περσικά πλοία από την Αθήνα, και με αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε η νίκη των Αθηναίων.
Αργότερα, στη λαϊκή φαντασία, αυτά τα 2 γεγονότα συγχύστηκαν μεταξύ τους, οδηγώντας στη θρυλική εκδοχή των γεγονότων. Αυτός ο μύθος έχει τον Φειδιππίδη να τρέχει από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα μετά τη μάχη, για να ανακοινώσει τη νίκη των Ελλήνων με τη λέξη «Νενικήκαμεν» (Νικήσαμε!), και μετά να πεθαίνει από τη κούραση. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν λαθασμένα ότι αυτή η ιστορία προέρχεται από τον Ηρόδοτο - στη πραγματικότητα, αυτή η ιστορία για πρώτη φορά εμφανίζεται στο «Από τη δόξα της Αθήνας» του Πλούταρχου στον 1ο αιώνα μ.χ, ο οποίος χρησιμοποίει αποσπάσματα από το χαμένο έργο του Ηρακλείδη του Πόντιου, πληροφορόντας μας ότι το όνομα του δρομέα ήταν Θέρσιπος ή Έρχιος ή και Εύκλης. Ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ) δίνει την ίδια ιστορία αλλά καταγράφει ότι το όνομα του δρομέα είναι Φιλιππίδης (όχι Φειδιππίδης). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε μερικούς μεσαιωνικούς κώδικους του Ηρόδοτου το όνομα του δρομέα, ο οποίος έτρεξε από την Αθήνα ως τη Σπάρτη πριν τη μάχη, είναι Φιλιππίδης και σε μερικές σύγχρονες εκδόσεις αυτό το όνομα είναι προτιμότερο.
Όταν η ιδέα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων έγινε πραγματικότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς οι διοργανωτές έψαχναν για μεγάλο γνωστό γεγονός, υπενθυμίζοντας τη δόξα της Αρχαίας Ελλάδας. Η ιδέα της διοργάνωσης του Μαραθώνιου δρόμου ήρθε από τον Μικέλ Μπρέαλ, ο οποίος ήθελε το άθλημα αυτό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 στην Αθήνα. Αυτή η ιδέα είχε υποστηριχθεί από τον Πιερ ντε Κουμπερτέν, τον δημιουργό των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς και από τους Έλληνες. Αυτό θα επαναλάβει τη θρυλική εκδοχή των γεγονότων, με τους διαγωνιζόμενους να τρέχουν από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα. Αυτό το άθλημα έγινε τόσο δημοφιλές, και προσθέθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, με μεγάλεις πόλις να διοργανώνουν το δικό τους ετήσιο γεγονός για τον Μαραθώνιο. Η απόσταση που τελικά καθορίστηκε είναι 26 μίλια και 385 ναυπήγια, ή 42.195 χιλιόμετρα, αν και τα πρώτα χρόνια ήταν μεταβλητή, γύρω στα 25 μίλια (40 χιλιόμετρα) - η, κατά προσέγγιση, απόσταση μεταξύ Μαραθώνα και Αθήνας.