Aλωνάρης, δούλευε το αλώνι ολημερίς
Είχαμε θερίσει το στάρι στη Ρουπακιά, είχαμε στοιβάξει τα δεμάτια, κι η Μάρω, η φοράδα, είχε αναλάβει τα υπόλοιπα. Ντάλα Ιούλιος, να σκάει ο τζίτζικας. Εμείς τα λιανά, ο Γιάννης κι η αφεντιά μου, ακούραστοι γύρα- γύρα στον πάσαλο, κοντά απ’ τη φοράδα, αλωνίζουμε.
Οι μεγάλοι, η μάνα, η κάκω Νάσαινα, η Σωτηρία της Κατσιάφως, η θεια Ζωίτσα –γυναικολόι, δηλαδή, αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα: τον λίχνο, τη συγκομιδή και τα λοιπά.Σε κάποιο διάλειμμα –για την ανάσα, αλλά και για να βάλουμε κάτι στο στόμα, μας αναθέτει η μάνα τη δουλειά: να πάμε τη Μάρω στο πηγάδι (έτσι λέγαμε μια πηγή, μπουρίμι δηλαδή, καμμιά πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω απ’ το σπίτι, μες στα δασιά πλατάνια και τους ίσκιους) για να δροσιστεί και για να ξαποστάσει μια στάλα.
Την πάμε τη Μάρω στο πηγάδι και την αφήνουμε να ξεϊδρώσει και να αναθαρρήσει ψίχα, πριν τη βάλουμε ξανά στη γύρα στο αλώνι. Της αφήσαμε τον χρόνο, - τη λατρεύαμε τη φοράδα μας. Και για να μη μένουμε άπραγοι κι εμείς, τσιμπολογούσαμε μέσα στις βατσουνιές του λάκκου τσάμπουρα.
Σαν γύραμε, κάποια ώρα κοντά, να πάρουμε τη φοράδα για το αλώνι, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας: στα σκέλια της Μάρως, ορθό και πεινασμένο, ανίχνευε το μητρικό βυζί το πουλαράκι της.