Ξημερώματα του Αϊ Γαννιού. Το χωριό μας βρίσεκται σε αναστάτωση. Είναι η μέρα που ο μαθητόκοσμος των γυμνασίων πρέπει να επιστρέψει στα θρανία, άλλοι για τα Γιάννενα, άλλοι για το Μέτσοβο, άλλοι για το Τσεπέλοβο, άλλοι για την Πωγωνιανή. Ενα μικρό καραβάνι 30 περίπου ατόμων μεταξύ των οποίων και πεντε-έξι συνοδοί κινείται στην δημοσιά. Οι πιό πολλοί, εδικά οι μαθητές είναι καβάλλα σ’ άλογα και σε μουλάρια.
Φτάνοντας στον ποτάμι της Καταμάχης σταματάμε. Ενας απόκοσμος αχός βγαίνει απ’ τα σπλάχνα του ποταμού καθως κυλάει με ορμή τα θολά κι άγρια νερά του. Η μικρή ξύλινη γέφυρα στέκεται μέσα στο σκοτάδι μισοκατεστραμμένη και απορρίπτεται. Τότε ο μπάρμπα Βασίλης Ζήκος δίνει την λύση. Θα σας περάσω όλους πάνω στα μουλάρια, έναν – έναν, λέει. Κι έτσι γίνεται.
Μπροστά ο μπάρμπα Βασίλης, ο δικός μας άγγελος, να κρατάει το άλογο ή το μουλάρι απ’ το καπίστρι και να μπαίνει στα θυμωμένα νερά. Ξαναγυρίζει τα μουλάρια πίσω για να περάσει τους άλλους. Κι εμείς αποσβωλομένοι κοιτούσαμε την τιτάνια προσπάθεια. Το μουλάρι με τον καβαλάρη του και τον μπάρμπα Βασίλη βουτηγμένο μέχρι την μέση στα θολά νερά να πηγαίνει και να ‘ρχεται.
Αφού μας πέρασε όλους απέναντι, τράβηξε για του Φωτο Τόλη, να αλλάξει τα μουσκεμένα του ρούχα με στεγνά και να πυρώσει το παγωμένο του κορμί στο τζάκι.
Το καραβάνι συνεχίζει τον δρόμο του. Το κρύο, το χιόνι, η λάσπη μας συντροφεύουν σ’ όλο τον δρόμο μας. Κάποτε φθάνουμε στην Τύρια. Το λεωφορείο, όμως, δεν θά ΄ρθει.. Εχει κολλλήσει στου Αϊ Νικόλα.
Η επιστροφή μια από τα ίδια. Μόνο που τώρα στο ποτάμι της Καταμάχης οι συνοδοί μας επισκευάζουν πρόχειρα την ξύλινη γέφυρα για να περάσουμε. Τα μουλάρια δεμένα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο διασχίζουν το ποτάμι και περνούν αντίπερα.
Η χιονοθύελλα κρατά μια βδομάδα. Την επόμενη Κυριακή του ίδιου μήνα το ίδιο καραβάνι κάνει και πάλι την ίδια διαδρομή. Μόνο που τώρα είναι μέρα και δεν χιονίζει πιά.
Αποτυπώνοντας σ’ αυτές τις γραμμές αυτή την εμπειρία αναλογίζομαι κι εμάς άλλά και τους γονείς μας. Το πείσμα όλων μας. Κόντρα στην φύση και τα θεριά της, εμείς όλοι, παιδιά ενός κατώτερου θεού, χαράζαμε την δική μας πορεία. Κάθε μας βήμα και μια νίκη, κάθε μας βήμα μια πληγή και μια περηφάνια. Η γενιά μου είναι η γενιά του όρκου και της υπόσχεσης. Αυτό το κομμάτι γης, το γατζωμένο στις παρειές της Βρυτζάχας είναι και θα μείνει η ψυχή μας.