Βάλτε μου χιόνια, λάσπες, λασπόχιονα, βάλτε μου κρύο μέχρι το μεδούλι, το δόντι να πηγαίνει πάταγο, βάλτε μου λάκκους και κατεβασιές, και τσιάφνη και μπεκάτσες, και κουκουμπέλες από πάγο, και παγοτσουλήθρες, και χιόνι ανέγγιχτο βάλτε μου.
Βάλτε μου τ’ αργουλητό του λύκου πόπερα στα λόγγα και τις οιμωγές σε όλες τις οκτάβες του λυκόπουλου βάλτε μου, βάλτε και το βαρύ γκλαφουνητό του περδίκη και του μπιρμπίλη, βάλτε τα τσάκνα και τα κούτσουρα στην αγκωνή, το χιονισμένο το κλαρί από πουρνάρι κι από ζελενιά για τσι γίδες, και τσι γαλότσες μην αλησμονήσουμε με τα χοντρά τσουράπια, βάλτε και στο ταψί τον τραχανά με το καμένο το κρεμμύδι στο πιπέρι και στο σπορέλιο, βάλτε τις πλάκες με τα κοτσάκια ή τα σκανταρέλια και τον κλίτσιο για να γευτεί κριάσι ο ουρανίσκος μας, βάλτε τον Μπούση που μας έδινε κοσάρα για να του τα πούμε, τον Βαγγέλ’ Θεμελή που μας έδωκε μαντολάτο σαν τον ήβραμαν στο δρόμο, βάλτε κομπολόϊ τις αναμνήσεις, και στο γραμμόφωνο την πλάκα αλησμονώ και χαίρομαι, - εμείς θα το λέμε θυμάμαι κι αγαλλιάζω,
Βάλτε και το τσίπουρο να πιούμε. Να κάνουμε γιορτές, μέρες που ‘ ρχονται.
Στην υγειά μας. Στην υγειά όσων ακόμα δεν χάλασε η καρδιά τους κι αγαπάνε.
(Α, ρε Λιβίκστα, με τ’ αντέτι σου θα φύγω..)
ΦωτοΜότσης