της Νεφέλης Μότση
Αντίκρισα για πρώτη φορά το Ζωτικό όταν ήμουν τριών μηνών. Το ξαναείδα πολλές φορές ως την στιγμή που οι εικόνες του Ζωτικού άρχισαν να καταγράφονται στην μνήμη μου. Εικόνες γεμάτες ομορφιά κι αγάπη. Ο φίλος μου (ο θείος) Νάσος, η Τζίνα, ο Βίλλυ, ο Δημήτρης και η Κατερίνα στην αυλή να μας περιμένουν με το χαμόγελο στα χείλη και την ζεστή τους αγκαλιά.
Δεν υπήρχαν και πολλά παιδιά της ηλικίας μου για παιχνίδι. Τα γειτονόπουλα, ο Άκης, η Βάσω και η Γεωργία με μάθανε να τρέχω ανέμελα στις χωραφιές, χωρίς να πέφτω στην πρώτη λακουβίτσα, που θα πατούσε το πόδι μου.
Με την Αγγελική της Αλέκας, όταν ερχόταν στο χωριό, κάναμε ατέλειωτους περιπάτους στην δημοσιά, άλλοτε δε μαζεύαμε τις μαργαρίτες και άλλα λουλούδια από τους ανθισμένους όχθους.
Θυμάμαι την λαχτάρα που πήρα όταν για πρώτη φορά γνώρισα την πυγολαμπίδα ή κωλοφωτιά, όπως την λένε στο Ζωτικό. Μια μικρή σπίθα που άναβε κι έσβηνε μέσα στη νύχτα κι έρχονταν κατά πάνω μου, όπως οι σπίθες όταν η Τζίνα συνδαύλιζε την φωτιά στο τζάκι κάποια Χριστούγεννα.
Είδα από κοντά την μαγεία των άστρων, ήταν τόσο πολλά που αναρωτιόμουν αν οι αριθμοί έφταναν να τα μετρήσω όλα με την συντροφιά του γρύλου, που ακούραστα κάθε βράδυ μας νανούριζε.
Εκεί γνώρισα και την οργή του ουρανού. Αυτός ο ουρανός, ο γεμάτος την νύχτα αστέρια, μαύρισε κάποια μέρα κι άρχισε να αστράφτει και να βροντά, ο άνεμος να βρυχάται κι η βροχή να ραπίζει με δύναμη τη γη.
Σήμερα, δεκάξι χρόνια μετά την πρώτη μου γνωριμία με το Ζωτικό, καταλαβαίνω γιατί ο μπαμπάς μας μιλάει συνέχεια για το χωριό του, που θέλω να ΄ναι και το δικό μου χωριό, Είναι ένας άλλος κόσμος, ήρεμος και όμορφος. Και πριν απ’ όλα είναι ο τόπος των ανθρώπων που αγαπώ.