του Κώστα Μιλτ. Θεμελή
Κάθε χρόνο όταν ήμασταν μικροί στήναμε τις πλάκες. Μόλις άρχιζαν τα πρώτα κρύα έτσι κι εγώ έπιανα δουλειά. Έπαιρνα την κασάρα από τη γιαγιά-Βα'ί'τσα και τη σουγιά ''Τέλης Πιτένης'' και πήγαινα για να φτιάξω τους ''κλειτσιους'' και τα ''σκανταρέλια''.
''Πρόσεξε μάτι μου μη κόψεις κανένα ποδάρι με την κασσάρα''μου έλεγε η γιαγιά.
Πήγαινα κάτω στον Α'ι' Γιάννη που είχε καλές ζελενιές για τους ''κλείτσιους'' και τα ''σκανταρέλια''.Για τα'' κοτσάκια''έκοβα κρανιά για να μην σπάνε εύκολα όταν έπεφτε η πλάκα.Μετά άρχιζε το στήσιμο,40 πλάκες είχα μια χρονιά ''μισιακές'' με τον Χρήστο τον Κατσάφα.
Κάθε πρωί πριν πάω στο σχολείο,πέρναγα να τις στήσω.Σε κανένα διάλειμμα πεταγόμουν σε αυτές που ήταν κοντά να δω μήπως έχουν κανένα καλογιάννο.Σπάνια περίπτωση να έπιανα κανένα κότσυφα.Το μεσημέρι πριν πάω στο σπίτι πάλι μια γύρα από τις πλάκες και μετά στο σπίτι με τα λάφυρα στην τσέπη γεμάτος χαρά.Από μακρυά μόλις έβλεπα καμιά πλάκα πεσμένη,η καρδιά ανέβαζε σφυγμούς 120 μέχρι να την σηκώσω και να δω τι έχει από κάτω.Πολλές φορές έβρισκα μόνο την ουρά από τα πουλιά,που προλάβεναν και έφευγαν.Το βράδυ πριν νυχτώσει πήγαινα και τις κατέβαζα για να μην πιάσουν κανένα ποντικό και'' μαγαριστούν''.
Μια φορά είχα μια πλάκα σε μια βατσουνιά στου Γληγόρη-Παππά.Ήταν τις μέρες των Χριστουγέννων και είχε ρίξει ένα χιονάκι,μια ''πέτσα'' δηλαδή 5-6 πόντους.Ήμουν λίγο κρυωμένος και δεν με άφηναν να πάω να δω τις πλάκες.Παρακάλεσα-παρακάλεσα, τίποτα.Το απόγευμα ύστερα από πολλά παρακάλια,με άφησαν.
Φεύγω τρέχοντας, να τις δω, και να τις ρίξω,ταυτόχρονα όσες δεν είχαν πέσει.Μάζεψα κάμποσα καλογιάννια και άφησα τελευταία την πλάκα στη βατσουνιά.Μόλις βγήκα στη ράχη και είδα από μακρυά την πλάκα πεσμένη,σκέφτηκα ότι εδώ δεν μπορεί θα έχει κανένα κότσυφα, και άρχισα να τρέχω.Γλιστράω στην κατηφόρα και τρώω μια ''ζαφταριά'' έγινα ''μπρουχουζούρι''.Χτύπησα και λίγο στο πόδι,αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου.Σηκώνομαι μονομιάς και ξανατρέχω. Φτάνω στην πλάκα, και τι να δω,γεμάτο φτερά,από κότσυφα.Σηκώνω την πλάκα με χαρά,και μόνο που δεν λιποθύμησα.Κάτω από την πλάκα ήταν το κεφάλι του κότσυφα,το υπόλοιπο το είχε φάει μια γάτα,όπως κατάλαβα από τις πατημασιές στο χιόνι.
Πήρα το κεφάλι και πήγα στο σπίτι για να τους επαναφέρω στην τάξη και να μην με ξαναεμποδίσουν να κάνω τη ''δουλειά''μου.Η στεναχώρια βαριά,το κλάμα πολύ.Πήγα στον Χρήστο τον Κατσάφα να του πω τον πόνο μου.Ήταν και η Σωτηρία εκεί.''Μη σκούζεις μάτι μου και θα πιάσεις κι άλλα κοσύφια το δικό σου το κοσύφι να ναι καλά.Και βάλαμε τα γέλια και μαλάκωσε ο πόνος.