Τόν ἐμαζέψανε σηκωτό ἀπό τήν κλίνη γιά τό νιβορό
Ἄλογο μαῦρο καί βαρβάτο ἔστεκε ‘κεῖ
καί κίνησαν
Δαδί λαμπάδιαζε γενναία στά σωθικά του
Ἥλιος μεσουρανίς καί πυρκαγιά ἀνηφορίζανε στό στέρνο
Σιγόκαιγε χλωμό κερί στή σωθική σπηλιά
κατάτρωγε τό μέλι
τό πού εἶχαν ἀποθέσει οἱ εὔμορφες
Ὅσες χαράξανε τό παρελθόν στά μέσα του
Ὅσες ἐφέρνανε τήν κούπα τό γυαλί
ἀπό τήν ἄλλην ἄμμο τή βουβή μέ τό πολύ νερό
καί μέ τήν προφητεία
Θά τόν πηγαίνανε κατόπιν γιά γιατρειά
Στούς νεκρομάντεις θά τόν ἐπαρέδιδαν
Νά ἰδεῖ τοῦ Ἅδη ὁ ὀφθαλμός ὁ μόνος
Ἄν εἶναι ἀπό τά μέσα ἡ ἀρρώστια
ὁπού ὠθεῖ χολή καί πίκρα
ἤ μήπως σήμανε ἑσπερινό ἡ Ἄνοιξη κι εὐθύς
ἐκκίνησε ὁ Χιονιᾶς
Μήπως ἀδράττει ἡ ρίζα τό φαρμάκι μήπως
καί σέπεται ὁ μονόποδος σακάτης κόσμος
ὅταν ριζά ἀναδύεται Ἀμαρυλλίς πολύπους
μέ ἔρωτες
μέ τά τσαλίμια
καί μέ καθρέφτη ἀντικρυστά
στή θάλασσα τοῦ Μούρτου
Καί τά ξωκλήσια ὅλα ἀπό κοντά ἕνα ὄνειρο
ἕνα τούλι
αἰχμάλωτο καί μπερδεμέμο δίς καί τρίς
πού πάει νά ὁμοιάσει στόν ἑπόμενό του ανθό
κατά τό σύμπαν
Ὅταν ριζά τῆς λογικῆς ἡ κορασίς
τινάζει ἀπ΄ τό κορμί της θάλασσα
Μήπως
Ἁπλώνανε τά γένια τους ὥς κάτω
σοφοί τε ἱερεῖς καί μάντεις
λίγο πρίν ἀναδέψει ἡ χθόνια φωτιά
Κι ἀναρριχοῦνταν λυγερές ψυχές
τρίχα τήν τρίχα πρίν νά καοῦν στή φλόγα
πού ἀνάδευε ἀπό τά κάτω ὁ κόσμος
πρίν λιανιστεῖ τοῦ νεκρομάντη ἡ πέτρα
σέ πεφταστέρια πρίν
Καί ἔδωκαν περισσά ἀπ’ ὅ,τι λάβανε
Καί χαϊμαλιά ἀργυρά καί συμβουλές χρυσές
Εἶχε διαβεῖ ἀγκάθι ἀπό ρόδο τήν καρδιά του
Κι εἶχε κακοφορμίσει ὁ ἔρωτας ἀγιάτρευτα
Ἀπάνω σέ λιθάρια ἀποσταμένα
ἕνα γύρω
ἐσπάραζαν φλογέρες
Φωτο Μότσης