adelfotita  Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”

Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"   

Σύνδεση / εγγραφή

Αρχείο φωτογραφιών

Η Αδελφότητα Ζωτικιωτών στο Facebook

zotiko 2

Ο Σύλλογος Ζωτικιωτών στο Facebook

vrytzacha

Διαδικτυυακές Δημ. Υπηρεσίες

Screenshot 2023 04 27 at 1.38.35 PM

Ελληνικό Κτηματολόγιο

Screenshot 2023 04 27 at 1.48.41 PM

Α.Α.Δ.Ε.

Screenshot 2023 04 27 at 10.27.29 PM

Screenshot 2023 04 28 at 12.10.11 AM

σκιᾶς ὄναρ ἔρως

του ΦωτοΜότση

 

ΑΛΑΣ

 

Εἶχε ἀνοίξει ὁ οὐρανός σε δυό

ἐπάνω ἀπό τήν γῆ τῶν Εὐμενίδων

Ἔφτανε ἦχος  καθαρός

τό ἀγκομαχητό τοῦ πλάστη

Ἁρμολογοῦσε γαλαξίες μέ τό βαρύ σφυρί του

 Δίδυμες χαῖτες

 πεφταστέρια

ἀπάνω στήν ἀντάρτικη γενειοφόρου ὁδό 

 

Δυό καρφοβέλονα

ξεφεύγουνε τοῦ μάστορα τοῦ σύμπαντος

 

Ἕνα τή γῆς νά δέσει στό στερέωμα

 

τόν ἔρωτά της

τό ἄλλο νά καρφώσει

στήν αὔρα πού ἀφήνει τό περπάτημά της

 

Τήν ὥρα πού μέ μιά βαθιά ἀνάσα καταδύεται

 στά σωθικά του ὁ Ἀχέρων

 

Ἀντάμα του αὐτομολοῦνε ὅλα της τά πρόσωπα

 

                                                                        Ἐκεῖνος

 

 Οἱ κόρες μου μέσα ἀπό τά μάτια σου

Στήν κάτασπρη τή ρίζα ἑνός μέλανος βουνοῦ

βοσκοῦν τό πορφυρό χορτάρι

 τήν πυρκαγιά τοῦ πυρετοῦ σου

Σέ βλέπω    κεῖσαι ἔξωθέν σου

Στούς κερασῶνες μέ τόν ἐρωτοκαρπό

Ὡσάν τή σκέψη σου ἀνηφορίζεις

στόν ὑγρότοπο τοῦ Δέλτα μου

 

λαλεῖς ἀλλοπαρμένος

 Ἀδράττεις τό σπαθί

 

Δέν ξέρεις τόν λαιμό νά πάρεις τίνος

Ἐκείνη

 

    

Καλή

Ὁ ἔρωτάς μας χορεύει μέ τόν χάρο

ὅταν μέ σκουλαρίκι πάλλευκο

στήν κορυφή στό κυπαρίσσι σύγνεφο ἀδράχνεται

 μήν κι ἀγναντέψει ἀψηλότερα

Καί κάτω στή ζωή

ἕνα πούσι

 θολό θολό

τοῦ ἐρωτευμένου ὁ νοῦς

 

Καλή

Τί νόμιζες πώς ἀνασαίνουν τά κυκλάμινα

 Πυρίτη ἔρωτα

 Ριπές ἀπό τόν δυόσμο ἐκεῖνο

ὁ πού μαραίνει καί μαραίνεται

σέ μακρινοῦ ἐρωτευμένου σωθικά

Ξενιτεμένου στήν ἀπαντοχή

Δίχως ἀνάσα ἄλλη

πάρεξ τῆς ἀνάμνησής σου τό θυμίαμα  

Ἐκεῖνος

 

Θρυμματισμένο ἀλληλούια στοῦ ποιητῆ τήν ἀπαλάμη

 ἡ μορφή μου

 ἡ τῆς τά ἄνθη μαλακώνουν ἄγρια

Φιλιά πού τρέμουν σάν φιλιά

Φύλλα πού πέφτουν στά νερά

 

Ὁ θάνατος παλεύεται μέ τήν ἐλπίδα

 λένε

 Ἐγώ θά σέ παλέψω μέ τόν ἄλλο

 θάνατο

αὐτόν τόν πού θωπεύει

Σάν σκύβεις σωπασμένος τό κεφάλι

 σκυλί δαρμένο

 λατρευτέ

 ἄγγελε καί προφήτη ἀνάλγητε

 

Τοῦ μαχαιριοῦ ἐσύ τό ἄστραμμα

 

Ἐκείνη

 

Ὀχτώ ποτάμια σέρνουνε τήν κόμη σου

Ἀπάνω σέ ὀχτώ χειμάρρους δράμω

γιά νά τήν ἀδράξω

 Μέ ποιά τά χέρια

 δάχτυλα ποιά

 πού τά ἔχεις ἐνσαρκώσει στό κορμί σου

 

Μέ ποιά φιλιά νά σέ δαγκώσω

 

Τή δύναμή τους σύμπασα

 τήν ἔκανες ἀνάσα σου  

Ἐκεῖνος

 

Ὕφαινα ξεΰφαινα

 Το ἀδράχτι

 ἔστελνα στό ἀρχικό το ὑφάδι

 πίσω νά γύρει

 ν’ ἀρχινάει τήν ἀρχή

Στή λέξη ὁπού ἀνταμώσαμε

 νά γείρει

    

Ὅ,τι ἔρρεε στοῦ μέλιτος τόν τράχηλο

 Τώρα βαλτότοπος

 σβήνει στόν βυθό του τά φεγγάρια μας

 

Ἀπ’ τόν πηλό του πλάθεται καινούριος στρόβιλος

τούς ἀνεμόμυλους τοῦ νοῦ μου συνεπαίρνει

 

Μέ τόν βοριά βγάνω φτεροῦγες

Μέ ἀντιγυρίζει ὁ νοτιᾶς

 πίσω στόν ἄργιλο τῆς ἡδονῆς σου

Ἐκείνη

 

  

Ὅλους τούς δρόμους σου περπάτησα

 Ὁλάκερος

 στό ὅλο χῶμα ἀνατρίχιαζα

 Ἐσμίγανε ἦχοι χρώματα πουλιά

 καί τό χαλίκι στόν οὐρανίσκο σκαλωμένο

 ὅλο λευκό

 

Πῶς θά μποροῦσε ἡ φωνή

Πῶς θά τό μπόραγα κι ἐγώ

 Παρά ἡ μαύρη οἰμωγή

 ἀπό τά ἀρτεσιανά τά χάη

Ἐκεῖνος

 

Ἔταζες ἔταζες βροχές ἀντάρα ἔταζες

καλυβοῦλες στά βουνά

 

Τό οὐρλιαχτό μου νόμιζες τῆς λύκαινας

πού εἶχε γλυφάνει τό νερό

 τοῦ ἔρωτα τό ζέον

 

Ἄχ! δέν ἔσκυψες ποτέ ν’ ἀφουγκραστεῖς

 τῆς ἐλαφίνας τοῦτο τό ξεδίψασμα

τό ἀνατρίχιασμά της δέν μπόρεσες νά τό ἀκουμπήσεις

 

Δάκρυα μονάχα

μέσα στό λαγαρό νερό της πού δέν πρόλαβες

 

Ἐκείνη

 

Ἔταξα ἔταξα στόν κυνηγό

 Ἱκέτης

 μάζευα ρόδια μάζευα τριαντάφυλλα

Πόσα τοῦ μαλλιοῦ της ἡ ὀσμή

Τόσα γιά τό χαμόγελό της

 Ἄ! γιά τοῦτο ὅλα

 

Οὐαί  Μονάχα παρατημένα πιά τεφτέρια

καταμεσῆς στήν ἔρημη ἀγορά

καί κουρνιαχτός τρανός ἀπό ξυπόλυτα ποδάρια

τά πού σέ πῆραν μακρυά μου

Μονάχος πιά σακατεμένος

μέ τά ξυράφια τοῦ ποιήματος

 

Ἐσύ

ἡ αὐθαίρετη ἀντίστιξη στό ἄσμα τῶν ἀγγέλων

κάθεσαι τώρα στά θεμέλια τ’ οὐρανοῦ

φυλλομετρᾶς τ’ ἀστέρια

 ἐτοῦτο μέ ἀγαπάει

 ἐκεῖνο

αἴφνης

δέν τόν ἀγαπῶ

 

Τήν ἴδια ὥρα ὑπογράφει μέ τίς ἀρτηρίες μου ὁ θεός

τό δρομολόγιο τοῦ Φαέθοντα

στά ἀναμαλλιασμένα σύννεφα τοῦ Αἰσχύλου

 

Ἐκεῖνος

 

Ξέρω

Τό τρέμουλο στά χέρια σου    τό λάκτισμα τῶν οὐρανῶν

Μιά θλίψη πού ἰχνογραφεῖ τό βλέμμα σου ἀνορθόγραφα

σάμπως τό τραύλισμα σύμπαντος ἀναλφάβητου

Ὅταν ἡ θύελλα πετάει τά ποτάμια μακρυά της

 Κουρνιάζει μές στά γένια σου

 ἀνασηκώνει λυγερόκορμο ἀγέρα

 σέ χάδι ἑνός λυγμοῦ

 σέ σπαραγμό

 

Δοκῶ

Τό θαῦμα τῆς ζωῆς ἡ ἐκπνοή σου

Κάθε πού μέ βγάζεις στή ζωή

τριῶν κιλῶν καί δυό πλατάνων

Ἐκείνη

 

Στή χώρα τοῦ τοπίου εἶσαι τό ἅπαν

Στόν τόπο τῆς ἐρήμου ἡ δρόσος

Στόν ὄχτο μέ τίς κερασιές εἶσαι τό μαῦρο τό σταφύλι

 

 Ὅποια κι ἄν μέλλει λίμνη νά γενεῖς

 θά σέ προδίδουν οἱ νεράιδες της

 Ὅποια κι ἄν ἄλλη γεννηθεῖς

 μοναδική

 μονοδική μου

 

Πῶς δέν τήν βλέπεις τήν ἀπέραντη φωτιά

 στά ὀχτώ της ρίγη

Ἀθέατο πῶς εἶναι τό κορμί μου

  ἡ βάτος

Ὅταν οἱ ρίζες σου ὅλες μέσα στούς βολβούς μου

Τά δάχτυλα ὅλα τοῦ ἀγέρα μέσα στά κλαριά της

Τό πρίν τῆς καταιγίδας καί τό ὕστερα

  ὑστερνό ἐντός μου τέκνο

  Πῶς

Ἐκεῖνος

 

ΑΜΠΡΙΑ

 

Στά τελευταῖα νήματα τυλίγω τίς γραφές σου

Τήν ἀσημοκλωστή καί τό φιλί

 

Ἡ δαχτυλήθρα μου ἱδρωμένη στόν καημό

 στίς σταυροβελονιές τοῦ ἵμερου

 

Ἀπό τά χέρια μου τά μάτια σου

Τά χείλη σου ὅλα ἀπ’ τά δικά μου τά φιλιά

 Ὅπου φωτάει ὁ ἥλιος βλέπει πλάτη μου

 Ὅπου χαμογελάει ἀστέρι

 ἐκεῖ σαλεύει ὁ πόθος μας

Τρεῖς πεδιάδες ὅλες φορτωμένες ἄψινθο

Κατόπιν τό τοπίο τῆς χαρᾶς

Δυό δυό τά ὄνειρα καί τά βουνά τοῦ πόνου ἀντάμα

Μέχρι νά βρεῖ ἡ ἡδονή φτερό ἀγέρα λόφο

  σύρματα

 

Ὕστερα γίνεσαι ἡ φωτιά

 

Μέσα στήν ἀσβεσταριά τοῦ νοῦ μου

τό τελευταῖο σου παρόν

 μεταξωτό κουκούλι στό διηνεκές

Ἐκείνη

  

Τί νά μᾶς πεῖ ὁ χρόνος

 Ἀνίκανος ν’ ἀνάψει τό δαδί

 νά κάψει τή φωτιά

 

Στάχτη θά κάνω τό κορμί του   

 Φυλακισμένος μές στό σῶμα του

 θά ρίχνω τά μπουρλότα

 ν’ ἀνοίξω χάος τά πουλιά νά φεύγουν

 νά ‘ρχονται νά σέ βλέπουν

Στόν ἀφαλό σου ἐπάνω νά τσιμπολογοῦν

 

Νά μοῦ σέ φέρνουνε κλαράκι καί φωλιά

Ἀρχάγγελο καί μυρωδιά τριφύλλι

Ἐκεῖνος

 

Συσσέπαλη ἀνοίγω

ἁλάτι ὁ πόνος ὀργώνει σκέλια ἀροτριώνει τά πλευρά

Οἱ λέξεις σου θειάφι ἀφιόνι

 

Οὔτε νά σώσω τί Ἦρθα μήν νά σωθῶ

Ἦρθα γιά νά πεθάνω

Γιά νά πεθάνεις ἦρθα

Ἐτοῦτο ξέρω ἄλλο μή ρωτᾶς

 

Κάτω ἀπό δυό φτυαριές ἀβύσσου

πλανᾶται ἀκόμα ζῶσα ἡ φωνή σου

Κάτω ἀπό τόν ἀφαλό τῆς ἄμμου

σαλεύει μήτρα θάλασσας

ἡ σπάθη τοῦ Θησέα

 Στό προσκυνητάρι τοῦ ἔρωτα

σαλεύουν συμφωνητικά καί σύμφωνα

 

Ἄ! τή ζήση μου βαρκούλα στό ρυάκι χάρτινη

τήν θέλω ἐκεῖ ἀράγιστη καί ταξιδιάρικη

τή θέλω

Τί κι ἄν τσακίσανε τοῦ ἔρωτα ὅλα τά πλευρά

Τί κι ἄν πενήντα πέντε τόσα στόματα

ἔπαιρναν τόν χαμηλό συρτό στά τρία

Ἐκεῖ τή θέλω    λέω

 

Καί τό φωνῆεν

τῆς λέξης τό αἰδοῖο

ὁλοπόρφυρο

   

Ἐκείνη

 

ΟΣΚΥΑΓΩ

 

Ὁ ἔρωτάς μας

ὀχτώ ὀργιές οὐράνιου τόξου

Βλωμοί ἀπό φεγγάρι στήν πέτρα ἐπάνω

καί δυό κανάτια ὑδάτινου φωσφόρου

πυρκαγιά ἀπάνω στά ποτάμια

 Δυό - δυό τά δάχτυλά σου

 τοῦ Εὐφράτη λυγαριές

 νά ξεφλουδίζουν τούς κομῆτες

κι ἀπ’ τήν καυτή τους ψίχα νά ζυμώνουν

 τό ψωμί τῶν ποιητῶν

 

Δέν ἐκλιπάρησα τό ψίχουλο Τό ὅλο

 διεκδίκησα τοῦ ἄρτου

 Ἔτη ὀχτώ στό ἡμερολόγιο τοῦ θεοῦ

 πού ἔθρεψε μέ ὕδατα τά πέλαγα

 τά ὄρη μέ βατόμουρα

 στοῦ ἔρωτός μας τό ἐντός κρυφτάρι

 

Ὁ ἔρωτάς μας

Ἄχ! καί πάλι

ἄσπρη βαρκούλαφορτωμένη

 στρόβιλο

 στοῦ Ἀηλιᾶ τήν πλάτη

 

τό κεντρί τῆς μέλισσας βασίλισσας

τό σφηνωμένο στην ἴριδα τοῦ ἥλιου

Ἐκεῖνος

 

 Μέ τήν κοιλιά μου σέ πιστεύω

πώς εἶμαι ἡ μόνη ἡ οὐλή

στήν ράχη τῶν χεριῶν σου

Ἦρθα νωρίς στεγνή    Ὡσάν τή γλώσσα σου

 ἀπό τήν περυσινή τή χόβολη

Ἦρθα παιδούλα ἄπραγη    Μέ τά φουστάνια μου τά μακρυά

Ἦρθα μέ βιάση Μήν καί χαθεῖς πρίν σέ ζυγώσω

Ἦρθα τό βιαστικό νερό

πού δέν τό ξέρει

μά ζητάει τόν καταρράκτη

Ἐκείνη

 

 

Ἐπάνω στό φιλί σου παίζω στά χαρτιά τό ἔχος μου

Ὅλοι οἱ προβολεῖς τῶν ἄστρων στραμμένοι καταπάνω

Ἀνεμοστρόβιλοι σηκώνουν ἀψηλά

τό κόκκινο φουστάνι σου

Κι ἐγώ ξενύχτης

τριγύρω στή θηλή σου ρίχνω τή ζαριά

Τό ἐφηβαῖο σου

ἀφτιασίδωτα ματόκλαδα

ὥς πάνω στούς μηρούς τῆς μέρας

Φέγγος ἀνάγλυφο

νά διαπερνάει τή σκοτεινιά τοῦ νοῦ

 

ἀχού! πῶς μπλέκουνε

χιονάτοι ἥλιοι στό τραγούδι κάτω ἀπό τόν ἦχο σου

Ὥς πέρα ἄλλο τόσο μακριά ὥς ὅπου φτάνει ἡ φωνή τοῦ ἀγριμιοῦ

καί τό γερό λιθάρι ἀνταμώνει σύνορο

Ἴσαμε τήν ὑστερνή τήν ἀτραπό τῆς κόμης σου ἴσαμε

ἐκεῖ ὅπου ἐρείπια γίνονται μαβιά

καί κρίνος ἀνασταίνεται

γιά νά πλαστοῦν χρωματικά στίς παρυφές

τοῦ ἀφαλοῦ σου

Ὅτε βρίσκει τό τοπίο τή λέξη καί τήν τάξη

Τήν ἡδονή φιλεῖ κατάστηθα

ὡσάν μέ τήν ὀδύνη ζευγαρώνει

Ἐκεῖνος

 

Τό τσακισμένο στό φτερούγημά του ποίημά σου

 θάλασσα πολυπλόκαμη στό σπλάχνο μου

 Γαρύφαλλο μέ τό στεφάνι

Μέ τόν καιρό ἡ ἀστεφάνωτη

 

Ἀφέντη μου λυγμέ

Ὁ οὐρανός σέ πρηνηδόν ἐντός μου

Τό κνοῦτο καί τό χάδι   

Τῆς παναγιᾶς το φίλημα

 

τοῦ νοῦ τά δαχτυλίδια   ἡ βέρα

 

Πέντε βουνά τῆς σκέψης μου ἐπάνω

Δέκα στεριές ἀπό τίς θάλασσές μου πέρα

Καταμεσῆς στή σύναξη τῶν ἥλιων    ἀπό τη ρίζα του

κομμένο θέρος   Δεν τό ἀντέχω

 Σκυφτές γυναῖκες μαυροφόρες

 θερίζουν σιτηρά

 συμπαντικό καρπό

 μέ τό ἀτρόχιστο δρεπάνι

  Δέν ἀντέχω

Δυό δυό ἐδιάβαινες τά σκαλοπάτια τοῦ μυαλοῦ μου

 Δυό δυό ἐρείπωνες γεφύρια

 Μήν ἄλλος περπατήσει μήν ἀνέβει

Ἱδρώτας ἄλλος μή σταλλάξει

Μήτε νά τρέξει τῆς μεταλαβιᾶς τό νάμα

 

Ἐκείνη

Καλή μου

Καταδύσου ἐσύ

Ἐνδύσου τό κορμί τοῦ πέλαγου

Τῆς Διηάνειρος πάρε τό σκουτί

Ἀφόπλισε τόν ἔρωτα

 

 Κοντά

ἀντίδωρο νά τόν μοιράσεις

 στοῦ Ἀλεξάνδρου τίς γοργόνες

Τή μία τή δωδεκάδα φεγγαράκια

 Τούς δορυφόρους τοῦ κορμιοῦ σου

Τίς ἀστραπές ἐκεῖθεν τοῦ πλανήτη

 Τό δίστομο τοῦ ἔρωτα πηγάδι

 τό πού δέν στέρεψε ποτέ ἀπό πυθμένα

Ἐκεῖνος

 

Τό μέτωπό σου λόγγος ἀπερπάτητος

 μέ ὀχτώ πηγάδια βουερά

Τά γένια σου βάτα καί πληγές πλοκάμια

μπερδεύονται στά γόνατά μου    πεδικλωμένη ἄχ! ἀκόμα

μέσα στά μαῦρα τά βατόμουρα

 

Κάθιδρη ἀνεβαίνω σε    ὁ ἄνεμος κατάστηθα

Μέ τό ψωμί στόν κόρφο γιά τούς δυό μας

Τό ταϊσάρι τοῦ ἐρωτός μας

 

Τίς νύχτες ὅλες πισθάγκωνα στόν βράχο μέ τούς γέρακες

Τοξάρι τό κορμί μου ἀντικρύ σου

Ἄνεμος λυγάει τά δέντρα στά δυό νά μέ λυγίζει

Ἀνοίγει τήν πληγή νά μοῦ θυμίζει τ’ ὄνομά μου

Ἀνδρομέδα

 

Σέ φτάνω

 Σέ γυρεύω

  Σέ παλεύω

Καί νικημένη

 δάκνω τό κατώχειλό μου

 

Ἴσαμε τό ζωνάρι τοῦ θεοῦ ὁ ἔρωτάς μου

Ἐκείνη

 

Νωρίς εἶπες

Τρομάζω μέ τίς φωτογραφίες τ’ οὐρανοῦ

Τούς ἤχους του   τό σάλεμά του

 

Ὅταν φορεῖς τόν ὦμο τόν λευκό

εἶσαι τό νυφικό της Ἀνδρομέδας

ὄχι δίπλα στό σῶμα τοῦ Κηφέα    Ἀλλοῦ πατάει

τό χαλασμά σου

Καί δέν κρατεῖ σε τό στεφάνι τοῦ Περσέα

ὡς πρός τούς δρόμους τά μαχαίρια καί τούς ἔρωτες

 

Πληγή δέν ἤτανε ποτέ ἡ Ἀνδρομέδα

Ἕνα τραγούδι

Ἕνα μονόγραμμα στή φορεσιά μας

ἦταν

 

Δυό δυό τίς τσάκιζε τίς συλλαβές τοῦ ἔρωτα

 

βλαστούς ἀκόμα

 

Ἐκεῖνος

Ἦταν τό ταξίδι

ὁμολογοῦσες

ὅ,τι συνέπαιρνέ σε

ὅ,τι λάτρευες

τόν μακρινό τόν πλοῦ τόν ἄσωτο

 

Καλαφατίζαμε ὁλονυχτίς τοῦ ἔρωτα τή βάρκα

Ἡμερινά ἀδράταμε φουρτοῦνες θύελλα

   

Σκοπός δέν ἤτανε ποτές τό ἀγκυροβόλι

 Τό Θιάκι μήτε

Βροχούλα πού ψιθύριζε στά βλέφαρά μας τόν σκιαγμένο ἔρωτα

ἦταν

ὅταν ἀπάνω στά σανίδια στήσαμε μαζί της κουβεντούλα

σιωπηλή

 

Μέσα ἀπό σφαλισμένα βλέφαρα βλεπόμασταν

κάθε πού ψιλοκουβέντιαζε ἡ ψυχή μας μέ τά ὄνειρα

 

Εἴχαμε πιάσει πιά Ἰθάκη    Τό ταξίδι

δέν εἴχαμε ἀποσώσει εἰσέτι Λειψοί ἀκόμα

ἀγκομαχοῦμε νά γενοῦμε ἀκέραιοι ὀρθοί

νά πιάσουμε τά ὄρη Τῆς ἄλλης τῆς Ἰθάκης

 

τῆς ἀνυπόδητης

τῆς πόρνης τῆς παρθένας

Ἐκεῖνος

 

Ὁ λαβωμένος ἴσκιος μαῦρο αἷμα σέ πορφύρα

βαστάει νταούλι παραμάσχαλα κρατεῖ ρομφαία

Κρατεῖ τόν ἴσο

στήν ἐκκλησία μέ τούς θολωτούς κλωβούς

καί τούς περιστερῶνες Ὄρθιος ἦχος λυγερός καπνός

μέχρι τούς ὀφθαλμούς τοῦ τά πάνθ’ ὁρῶντος

Καλπάζει τό καρμίνιο στίς κορυφογραμμές τοῦ νοῦ του

Ἄτι γεννιέται ἄσπρο πρίν κἄν τό μάτι ζευγαρώσει

Ἀφήνει ρίζα πράσινη στά λαγαρά τοῦ οὐρανοῦ

Και στριφοδένει τούλι στόν ἵμερο τοῦ ὁρίζοντα

στῆς γῆς τόν τροῦλο ἀκουμπάει βλέμμα καί χρωστήρα

τρέχει μελάνι ἀπ΄τήν ποδιά   κι ἀπό τά ἄνιφτα ὄνειρα

ὁλοῦθε οἱ ποταμοί τά φίδια   τά σοκάκια

 

Ἰδέστε

ἀπό τήν ὀροφή σταλάζουν φλέβες στό κατώγι

στά πήλινα πιθάρια μέ τούς ἀποσταμένους ποιητές

στή μέντα στόν ἑλλέβορο στά χειμαδιά τῆς σκέψης

Ψηλά ὁἘσταυρωμένοςτοῦ Νταλί

Ψηλά καί ὁ σταυρός τῶν Φώτων

Σέ ὕδατα ἀγκομαχοῦντα στόν ἀνήφορο

 

Ἦταν ἀκόμα πρίν τῆς Εὕας πρίν τό δάκρυ της

ἀκροβατῶν στά τσαμαλίκια τοῦ πελάγου

Ὅταν χιμαιροκυνηγός Τό ἕνα βῆμα του στά δυό

στό γόνατο κομπολυμένο

 

Ἀκέραιος στόν ἔρωτα μέ τή μισή καρδιά δοσμένη

Γείτονας μοναχικός στό θεϊκό κονάκι

Σακάτης ὁλοπληγωμένος

νά σημαδεύει τό φεγγάρι

μέ μιά μπαταρισμένη πατερίτσα

 

Μπάμ καί ξεσηκώνονται πουλιά

Γκντίμββ καί νά γεμίζει ὁ νοῦς του φτέρουγα

 

Ἄν μείνω κι ἄλλο λέει

φοβᾶμαι γιά τό τί θα γένει

Ἄν φύγω τώρα

τρομάζω πού δεν θά΄χω ἴσκιο

Ἄς βάλω τό δαυλί στό χέρσο σύμπαν

Χαλκό νά σπείρω νά θειαφίζω Τοῦ λοιποῦ

δέν θά λαλῶ τά σύμφωνα

Στά ἴσα λέει θά μιλάω στό Θεό

Ἀπό τά ἴδια σύμπαντα ἡ φωνή  ἀπό τό ὅμοιο στέρνο

Ἦταν

Τώρα χιόνι προπέρσινο στόν ἥλιο

στραγγίζεται βροχοῦλες και θλιψοῦλες

Ἔρως ἀποσταμένος στό δημόσιο παγκάκι

μέ τήν ταυτότητά του στόν κόρφο τοῦ Βορέου

Ἔκτοτε

ὁ ἴσκιος στίς πρώτες τίς ἀράδες ἐτούτου τοῦ ποιήματος

Πόνος ἀνήλεος βαθύς καί τοιχογραφημένος

Καί πετεινά πολλά πουλιά

Νά φτερουγᾶνε μακριά ἀπ΄τό προσήλιο τῆς ψυχῆς του

Νά τόν ἀφήνουν ὀρφανό και ἄδειο

  

Ἀπόκριση οὔτε ἀπό νεράιδες

 Μέ τόν ἀέρα οὔτε

 

Εἶχε τήν καρδιά της λησμονήσει

 σέ κλίνη ἄλλη

 μαζί μέ τό ὑστερνό του ποίημα

   

 

Λαβωμένα ἀγερικά αἱμορραγοῦνε

 τώρα

 στα ὄμματα τοῦ Ἄρη καί στα βύθη τους

 

Ρόδινη

πληγή

γινατεμένη

 

 

Γιορτή Αδελφότητας 2025

Adelfotita

 

Τοπολαλιά

 

Οι γειτονιές μας

ΒΡΥΤΖΑΧΑ web tv

Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι

dd

Μετεωρολογικός σταθμός Ζωτικού

Screenshot 2023 04 27 at 5.14.24 PM

Screenshot 2023 04 27 at 10.43.18 PM

Ellinomatheia1

Screenshot 2023 04 27 at 11.18.15 PM

Λογοτεχνία

Μανώλης Αναγνωστάκης

Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν - Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα

Νίκος Καζαντζάκης

Γιώργος Σεφέρης

Κώστας Βάρναλης

Η ιστορία του Ζωτικού

ΖΩΤΙΚΟ (ΛΙΒΙΚΙΣΤΑ) ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Συμβόλαιο αγοροπωλησίας Ζωτικού

Μύθος και Λόγος - Μέρος 2.

Η εξέλιξη του πληθυσμού του Ζωτικού από την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους έως σήμερα

Έρευνες

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 4.

Στα χρόνια που πέρασαν - Μέρος 3.

Το Μαντήλι στην λογοτεχνία - ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Στα χρόνια που πέρασαν

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 3.

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φρειδερίκη Παπαζήκου

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φώτης Μότσης

Αφηγήσεις

Αφιερώματα

Περιηγήσεις

periigiseis

Γιορτές

giortes

Δημιουργίες

dimiourgies

Παρουσιάσεις

parousiaseis