Αχ αυτά τα ξέγνοιαστα, τα παιδικά μας χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Γεμάτα παιγνίδι και ανεμελιά. Ειδικά το καλοκαίρι, που όλος ο χρόνος ήταν ολοδικός μας. Από το χάραμα μέχρι που θάμπωνε. Τα γόνατά μας πληγιασμένα καθώς σερνόμασταν σε πλαγιές και λαγκάδια, κάτω από πυκνόφυλλα πουρνάρια, κάτω από χαμηλές κουμαριές, μέσα σε θάμνους, μέσα από βάτους. Οι κρούστες από τις πληγές στα πόδια. στα χέρια, στο κορμί μας ήταν τα δικά μας πονεμένα “στολίδια”. κι ήταν αυτά σημάδια περηφάνειας, που σμίλευαν την ψυχή και τον νου μας.
Ωριμάσαμε πρόωρα, συμμετέχοντας στις αγροτικές δουλειές, στο όργωμα, την σπορά, το θέρο, το αλώνι, τον ξέφλο, την βοσκή, το φόρτωμα και τον καλπασμό, στον κήπο και στον αργαλειό. Η φτώχεια ούτε που μας άγγιζε. Ούτε που μας ένοιαζε. Ήμασταν τα πιο πλούσια παιδιά του κόσμου. Απαλλαγμένα από τις σύγχρονες πληγές. Δεν ποθείς κάτι που δεν ξέρεις. Ο πλούτος μας ήταν η μαγευτική απεραντοσύνη του Ζωτικού, ο κόσμος του και προπαντός η γειτονιά μας, οι φίλοι μας. Ένας απέραντος κόσμος, το κέντρο της οικουμένης. Ακόμη κι όταν αυτή η οικουμένη πλάτυνε κι έφτασε τα πραγματικά της όρια, αυτή η οικουμένη δεν χωρούσε, ούτε χωρά την απεραντοσύνη του μικρού μας χωριού.
Πάνωθέ του υψώνει το επιβλητικό της παράστημα η Βρυτζάχα. Στα παιδικά μου μάτια η Βρυτζάχα φάνταζε θρύλος, γεμάτη μυστήριο, με τις νεράιδες και τους δράκους της, ως την πρώτη φορά που με πήρε στην αγκαλιά της. Εκεί στη βρύση καταμεσήμερο έβλεπα τις νεράιδες να χορεύουν στην αέρινη μουσική καθώς ο άνεμος χάιδευε τις γυμνές της κορφές.
Το Ζωτικό, απλωμένο στις κλιτείς της Βρυτζάχας είναι η πολύχρωμη ποδιά της, ένα κέντημα με τα σπίτια αραιά απλωμένα που τις νύχτες γίνανταν αστέρια που τρεμόσβηναν και τις κρύες μέρες τα σκέπαζε ο Χειμώνας με τα κάτασπρα γένια του.
Αυτοσχέδια τα παιγνίδια μας, η σφυρίχτρα, η σφεντόνα, το αλογάκι, το αεροβόλο του φράξου με τα κεδρόσπυρα. Κι ήταν αυτά πιο πολύτιμα, γιατί ‘ταν καμωμένα απ’ τα ίδια μας τα χέρια.
Οι μνήμες του νερού μας έχουν ριζώσει. Όπου γεννιέται καθένας και κυρίως όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, αυτός ο τόπος για τον καθένα είναι ευλογία και κατάρα. Σε δένει, σου καρφώνει τα πόδια στο δικό του χώμα και δεν μπορείς να πετάξεις. Σε θέλει πίσω. Από την άλλη όμως είναι και υπέρτατη ευλογία. Όταν χάνει κανείς τις ρίζες του τις ξαναβρίσκει. Όμορφες σαν από τότε. Ποτέ δεν χαιρετίσαμε την Αλεξάνδρεια που χάθηκε.
Ι. Μότσης