Σαν τους αετούς που ψάχνουνε στα βράχια την φωλιά τους
έτσι κι εμείς βρεθήκαμε στον τόπο τον δικό σας,
Οι δυο γίναμε τέσσερις.
Τιμή μας και καμάρι μας που μας θυμηθήκατε.
Κι εμείς θυμούμαστε εσάς, μικρά παιδάκια, κι όλους τους Ζωτικιώτες.
Επίσης τον τόπο της δουλειάς μας,
την εκκλησιά της Παναγιάς κι όλα τα εξωκλήσια.
Κι εμείς κι εσείς δουλέψαμε με ευσυνειδησία,
έτσι επειδή το θέλαμε κι όχι απ’ την Πολιτεία.
Με τον καιρό οι κόποι φάνηκαν.
Η κοινωνική σας προσφορά, σπίτια νοικοκυρεμένα, παιδάκια.
Να ζήσετε να τα χαίρεστε.
Αν έρθουμε, λοιπόν, αυτού, βλέποντας τα παιδιά σας, θα λέμε:
Ετούτος μοιάζει του παππού, ο άλλος τη γιαγιά του.
Σαν της Βρυτζάχας το νερό, ο νους μας αλλού θα τρέχει…
Οι θύμισες φέρνουν συγκίνηση, μήπως και δεν αντέξουμε
Και μπήτε σε μπελάδες.
Γλεντήστε, λοιπόν, χορέψτε και μην χασομεράτε,
Όποιες κι αν ειν’ οι ρίζες σας να μην τις λησμονάτε.
Κι εμείς χορέψαμε στους γάμους σας και κουμπαριές εκάναμε.
Τα σπίτια σας που γιόρταζαν για μας ήταν η καφετέρια
Και το ρακί της αμπελιάς ήταν το καπουτσίνο.
Το πανηγύρι του χωριού ήταν ο Σύλλογός μας.
Αλληλοστηριχτείτε, πιάστε σφιχτά τα χέρια σας, σκώστε τα επάνω,
ακόμη πιο πάνω, που λέει και το τραγούδι.
Πίνοντας ν’ ακούσουμε μία ευχή απ’ τα δικά σας χείλια:
Να ζούμε χρόνους εκατό, γιατί όχι και χίλια!!
Και τώρα μια παραγγελιά της ξενιτειάς τραγούδι.
Να ακουστεί στα Γιάννενα και στις πλαγιές στο Σούλι!
Θ’ ακούσουν αυτοί που θαναι κεί. Θα πούνε.
Α: Τα παιδιά μας ειν’ αυτά. «Να τα χαρίζει η Παναγιά»
Να ‘ρθουνε να μας δούνε.
Σας αγαπούμε βρε παιδιά κι ας ζούμε σαν δυο ξένοι
Είμαστε οι δασκάλοι σας, Αλέλος και Πολυξένη.
Καλή σας διασκέδαση. Αν κάποτε ανταμωθούμε
Θα θυμηθούμε πιο πολλά και θα ευχαριστηθούμε.
Γειά σας και χαρά σας.
Αλέκος και Πολυξένη Γκουβά. »