adelfotita  Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”

Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"   

Σύνδεση / εγγραφή

Αρχείο φωτογραφιών

Η Αδελφότητα Ζωτικιωτών στο Facebook

zotiko 2

Ο Σύλλογος Ζωτικιωτών στο Facebook

vrytzacha

Διαδικτυυακές Δημ. Υπηρεσίες

Screenshot 2023 04 27 at 1.38.35 PM

Ελληνικό Κτηματολόγιο

Screenshot 2023 04 27 at 1.48.41 PM

Α.Α.Δ.Ε.

Screenshot 2023 04 27 at 10.27.29 PM

Screenshot 2023 04 28 at 12.10.11 AM

ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ

 ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ  

  

Δημητρίου Μίχα

  

Οἱ Παροιμιακὲς ἐκφράσεις δὲν ταυτίζονται μὲ τὶς Παροιμίες παρ’ ὅτι κάποιες θυμόσοφες διατυπώσεις κάνουν πολλὲς φορὲς δυσδιάκριτα τὰ μεταξὺ τους ὅρια, κυρίως ὅταν συγγενεύουν στὴν ἀλληγορικὴ ἔκφρασι καὶ στὸν λαϊκότροπο χαρακτήρα τους.

Οἱ Παροιμίες – παρ’ ὅτι οἱ μελετητὲς ἐρίζουν γιὰ τὸν ὁρισμὸ τους καὶ δὲν βρίσκει κάποιος διατύπωσι καθολικῆς ἀποδοχῆς[1]– συνθέτοντας καὶ συνδέοντας γνωρίσματὰ τους μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ ἐπιφύλαξι ὅτι εἶναι: ἐπιγραμματικές, ἀποφθεγματικὲς - γνωμικὲς κρίσεις, γνῶμες, μὲ πλήρη ἤ ἐλλειπτικὸ λόγο πού λειτουργοῦν μὲ τὴν ἰσχὺ ἐμπειρικῆς ἀλήθειας στὴν καθημερινὴ μας γλώσσα, ἐπαναλαμβανόμενες πότε ὡς ἐπιχείρημα καὶ πότε ὡς παράδειγμα. Σχετικὰ μὲ τὶς Παροιμιώδεις ἐκφράσεις τὶς τοποθετοῦν «στὸν εὔστοχο ἤ καίριο λόγο» πού ἔχει εἰπωθῆ ἀπὸ συγκεκριμένους ἀνθρώπους σὲ συγκεκριμένες στιγμές, χαρακτηρίζοντας μία κατάστασι, καὶ ἀπὸ τότε ἐπαναλήφθηκαν καὶ σιγὰ - σιγὰ πέρασαν στὸ στόμα τοῦ λαοῦ. Ἡ Παροιμία ἐπίσης, διακρίνεται καὶ γιατὶ ἔχει αὐτοτελῆ μορφὴ ἔκφρασης σὲ κλειστὴ πρότασι πού δὲν μπορεῖ νὰ τροποποιηθῆ, προβάλλοντας ἕνα παγιωμένο νόημα πού λειτουργεῖ ὡς διδαχὴ καὶ δίδαγμα. Ἀντίθετα παροιμιακὴ ἔκφρασι ἐμπεριέχει μεταβλητὰ συστατικὰ καί, ὡς ἐκ τούτου ὑπόκειται σὲ ἀλλαγὲς καὶ νοηματικὲς ἐπεκτάσεις χωρὶς νὰ ἔχει ὁλοκληρωμένη ὑπόστασι πού θὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ ἐμφανιστεῖ ὡς «δίδαγμα»[2].   

Ἐδῶ δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ὑφολογικὴ προβληματικὴ ἤ τὴν φιλοσοφία πού παρουσιάζει τὸ θέμα. Διατυπώνονται ἁπλῶς κάποιες σκέψεις ὡς εἰσαγωγή, γιὰ νὰ παρουσιάσουμε αὐτούσιες μέν, ἐλάχιστες ὅμως ἀπὸ τὶς παροιμιώδεις φράσεις πού ἔχει ἐντάξει στὸ βιβλίο τοῦ  ὁ συγγραφέας Τάκης Νατσούλης («ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ- Προέλευση καὶ Ἐτυμολογία», Γ΄ὲκδ., ΑΘΗΝΑ 1983), μὲ τὴν σκέψι ὅτι θὰ κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν μελέτη τοῦ ἴδιου τοῦ βιβλίου. Ἐξ ἄλλου ὅσο ἀνεκτὰ καὶ νὰ ἀποδώσει κανεὶς τοὺς ὄρους «παροιμία» ἤ «παροιμιακὴ φράσι», μιλᾶμε γιὰ ἕνα γλωσσικὸ πολιτιστικὸ γεγονὸς πού στὴν οὐσία τοῦ περιεχομένου του ἀποκαλύπτεται ἡ συλλογικὴ γλωσσικὴ συνείδησι καὶ μέσω αὐτῆς τμῆμα τῆς κοινῆς πολιτιστικῆς καὶ λαογραφικῆς μας γνώσης. Ἡ ἀναφορὰ τους ἔχει ὡς πηγὴ τὴν σκέψι, τὸ ἦθος καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ  ἀνθρώπου στὴν διαχρονικὴ τοῦ πορεία καὶ γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς προκαλοῦν νὰ διαβοῦμε γνωστικὰ τὴν ἱστορική, λαογραφικὴ καὶ πολιτιστικὴ μας παράδοσι. Εἶναι δὲ καὶ ἕνας βασικὸς λόγος νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο γιὰ τὴν μελέτη τους. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο βιβλίο ὅπως προαναφέραμε:

[1]. Γιὰ τὸ θέμα ἰδὲ καὶ : ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΙΚΟΥ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (ΠΑΡΑ)ΣΥΝΩΝΥΜΩΝ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011, σελ. 8 καὶ ἑξῆς. καὶ ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΣΑΚΝΑΚΗ, Προβληματικὴ τῆς παροιμίας στὴν μετάφραση :Ἡ χρήση της στὴ νέα ἑλληνικὴ καὶ ἡ ἠλεκτρονικὴ ἐπεξεργασία της. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005, σελ.15 καὶ ἑξῆς.

[2]. Αὐτόθι σελ. 18

 

 

«ΑΣ ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΟ»

Βρισκόμαστε στὸ ἔτος 1840 - 41 στὸ θέατρο Μπούκουρα. Ἦταν, μετὰ άπὸ τὸν Καραγκιόζη, τὸ πρῶτο θέατρο ποῦ χτίσθηκε στὴν ’Αθήνα τὴν έποχὴ τοῦ βασιλιᾶ ’Ὄθωνα. Σήμερα στὴ θέση τοῦ θεάτρου βρίσκεται ἡ Βιοτεχνικὴ Σχολὴ ’Ἀθηνῶν. Πίσω δηλαδὴ άπὸ τὸ Δημαρχεῖο. Τὴν έποχὴ λοιπὸν έκείνη, ὅπως άναφέρει καὶ ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης στὴν ἱστορικὴ του ἀνθολογία, εἶχε λίγες μέρες ποῦ έμφανιζόταν μία περίφημη Ιταλίδα «ἀοιδὸς» ἡ Ρίτα Μπάσσο, ἡ ὁποία κυριολεκτικά ξετρέλλαινε τοὺς Ἀθηναίους, κι ἔγινε αἰτία πολλῶν ἐπεισοδίων καὶ στὰ άνώτατα τότε στρώματα τῆς κοινωνίας άκόμη. Κατὰ τὴν ὥρα, λοιπόν, μιᾶς παράστασης, άκούστηκε άπὸ ἕναν θεατὴ ἡ φράση: «Γι σνα κυρ μου... ς πει κα τ παλιμπελο». Ἦταν μιὰ ἀναφώνηση ένὸς ἁπλοϊκοῦ κτηματία τῆς ’Ἀττικῆς, ποῦ άπὸ τὶς τελευταῖες σειρὲς ἐκδήλωσε τὸν ένθουσιασμὸ του θυσιάζοντας γιὰ χάρη τῆς ώραίας ξένης πριμαντόνας, ἕνα ὄχι καὶ τόσο... νόμιμο άμπέλι τῆς περιουσίας του, παράλληλα μὲ τὶς εύγενικὲς προσφορὲς τῶν άριστοκρατῶν θεατῶν τῆς πρώτης σειρὰς, πού ἦταν λουλούδια στὴν παράσταση καὶ κοσμήματα πανάκριβα μετὰ άπὸ αὐτήν.

Ἡ φράση ὅμως : «ς πει κα τ παλιμπελο», ἀφοῦ ἔφερε, τότε, τὸ γύρο τῆς μικρῆς ’Ἀθήνας, άποθανατίστηκε ὼς τὰ σήμερα. Ὅσο γιὰ τὴ Ρίτα Μπάσσο, ὲξ αἰτίας της εἶχε δημιουργηθεῖ σοβαρὸ έπεισόδιο μεταξὺ τοῦ τότε δημάρχου Καλιφρονὰ καὶ τοῦ Ἄγγλου πρεσβευτῆ Λάϊον. Ὁ δήμαρχος, έπειδὴ δὲν τὸν κάλεσε ὁ πρεσβευτής, πού ἔδινε χορευτικὴ βραδυὰ γιὰ νὰ τιμήσει τὴν ’Ἰταλίδα πριμαντόνα, θύμωσε καὶ διάταξε τὴν ὑπηρεσία άπορριμάτων νὰ μὴν πάρει τὰ σκουπίδια τῆς Πρεσβείας. Ὅ στρατηγὸς Μακρυγιάννης στ’ άπομνημονεύματὰ του γράφει τὰ ἑξῆς: «Παλάβωσαν οἱ γέροντες καὶ οἱ μαθηταὶ πουλοῦν τὰ βιβλία τους καὶ πᾶνε ν’ άκούσουν τὴν Ρίτα Μπάσσο. Τὸν γέρο - Λόντο (τόν προεστὸ καὶ ἀρχηγὸ τοῦ ἀγῶνα τοῦ 1821) ὅπου δὲν ἔχει οὔτε ἕνα δόντι, τὸν παλάβωσε ἡ Ρίτα Μπάσσο τοῦ θεάτρου καὶ τὸν άφάνισε...».  

«ΜΑΣ ΦΛΩΜΩΣΕΣ»

«Φλῶμος» ἤ «Φλόμο» εἶναι ἡ γενικὴ ὀνομασία διαφόρων φυτῶν τοῦ γένους «βερβάσκον». Τὸ «φλόμο» τὸν μεταχειρίζονται, (στά κρυφὰ γιατὶ άπαγορεύεται) μερικοὶ ψαράδες γιὰ νὰ «φλωμώσουν», νὰ δηλητηριάσουν δηλαδὴ μὲ τὶς άναθυμιάσεις του, τὰ χταπόδια κι’ ἔτσι νὰ τὰ πιάσουν. Κάποτε, ὅπως γράφει ὁ χρονικογράφος Ε. Κ. Στασινόπουλος: «οἱ δρόμοι τῆς παλιᾶς Ἀθήνας ἦταν στενοὶ καὶ βρώμικοι άπὸ τὰ άκάθαρτα νερὰ καὶ τὰ σκουπίδια. Οὔτε άποχέτευσις ὑπῆρχε γιὰ τὰ νερὰ τῶν σπιτιῶν, οὔτε καὶ ὑπηρεσία καθαριότητος. Οἱ νοικοκυρὲς πετοῦσαν τὰ σκουπίδια στὸ δρόμο καὶ τὸ νερό, στὸ αὐλάκι πού περνοῦσε ἀπὸ τὴν πόρτα τους. Μιὰ μεγάλη πληγή γιὰ τὴν πόλη ἦταν οἱ άναθυμιάσεις πού βγαῖναν άπὸ ἕνα δηλητηριῶδες φυτό, τὸ φλῶμο, πού εἶχε φυτρώσει παντοῦ γύρω άπὸ τὴν ’Ἀθήνα. Χρειάστηκε συστηματικὴ έργασία τοῦ πρώτου Δημάρχου τῆς ’Ἀθήνας τοῦ Πετράκη, γιὰ τὸ κόψιμο τοῦ φλώμου καὶ τὸ ἄνοιγμα χαντακιῶν γιὰ νὰ φεύγουν τὰ λιμνάζοντα νερὰ πού τὸν πολλαπλασιάζουν καὶ νὰ παύσουν νὰ «φ λ ω μ ώ ν ὁ υ ν» οἱ Άθηναίοι άπὸ τὴν άποπνικτικὴ άτμόσφαιρα πού δημιουργοῦσε...».

«ΠΗΓΑΝ ΓΙΑ ΜΑΛΛΙ ΚΑΙ ΒΓΗΚΑΝ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΙ»

Μιὰ άπὸ τὶς πιὸ σκοτεινὲς ἐποχές πού ἔζησε ἡ Ἑλλάδα, ἦταν ὅταν στὰ παράλια της ἔκαναν ἐπιδρομές οἱ διάφοροι πειρατές, πρὸ παντὸς ὅμως οἱ Ἀλγερινοί, πού περνοῦσαν ἀπό τὸ μαχαίρι ὅλα τὰ γυναικόπαιδα ἤ ἅρπαζαν τὶς ὄμορφες κοπέλλες γιὰ νὰ τὶς πουλήσουν στὰ σκλαβοπάζαρὰ τους.

Στὴ Μῆλο ὑπῆρχαν τότε μεγάλα ἐργαστήρια ταπητουργίας, ποῦ ἔφτιαχναν χαλιὰ μὲ ὡραιότατα σχέδια μὲ ἕνα εἰδικὸ μαλλί. Τὰ χαλιὰ αὐτά τὰ πουλοῦσαν πανάκριβα στοὺς διάφορους πλούσιους τῆς Πόλης, τῆς Κύπρου ἤ τῆς Βενετίας. Τὴν ἐποχή ἐκείνη δροῦσε   στὸ Αἰγαῖο ἕνας φοβερὸς κουρσάρος, ὁ Ἀλῆ Μεμὲτ Χάν. Μιὰ κατασκότεινη νύχτα, λοιπόν, βγῆκε μαζὶ μὲ τὰ παλληκάρια του στὴ Μῆλο γιὰ νὰ τὴν κουρσέψει. Οἱ πειρατὲς μπῆκαν καὶ στὰ ἐργαστήρια τῶν χαλιῶν καὶ ἄρχισαν νὰ φορτώνουν στὰ ζῶα ὅλες τὶς μπάλλες τῶν μαλλιῶν ποῦ βρίσκονταν ἐκεῖ. Οἱ νησιῶτες ὅμως τοὺς πῆραν εἴδηση, τοὺς κύκλωσαν καὶ τοὺς ἔπιασαν χωρὶς αἱματοχυσία. ’Ἀντὶ νὰ τοὺς σκοτώσουν ὅμως, τοὺς ξύρισαν τὸ κεφάλι καὶ τὰ γένεια καὶ τοὺς ἔστειλαν δῶρο στὸν αύτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου. ’Ἀπὸ τότε ἔμεινε καὶ ὁ λόγος ποῦ τὸν λέμε συχνὰ καὶ σήμερα σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις: «Πῆγαν γιὰ μαλλὶ καὶ βγῆκαν κουρεμένοι».

«ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΝΤΑΗ»

Νταῆς εἶναι τούρκικη λέξη καὶ σημαίνει τὸν παλληκαρᾶ, τὸν ἀντρεῖο. Νταῆδες μέχρι τὶς ἀρχές τοῦ ΙΘ' αἰῶνα ὀνομάζονταν οἱ γενίτσαροι τῆς Σερβίας, πού ἦσαν οἱ πιὸ σκληροὶ ἀπό τοὺς γενιτσαραίους. Τὸ 1804 ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τους οἱ Σέρβοι καὶ τοὺς ἔδιωξαν.

«ΕΦΑΓΕ ΤΗΝ ΧΥΛΟΠΙΤΤΑ»

Ἀπό τὰ πολὺ παλιὰ χρόνια στὴν Ἑλλάδα, τὰ γιατροσόφια ἔδιναν κι’ ἔπαιρναν. Ἀπό τὰ 1800 ὅμως ὡς τὰ 1860 περίπου, ὁ «κομπογιαννιτισμὸς» εἶχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλοὶ ἀπό τοὺς κομπογιαννίτες αὐτοὺς ἀναδείχτηκαν θαυμάσιοι πρακτικοί γιατροὶ καὶ ἔκαναν ἀληθινὰ θαύματα, σὲ καιροὺς μάλιστα ἐπιδημιῶν τοῦ «μαύρου θανατικοῦ», δηλαδὴ τῆς πανούκλας. Ἦταν θαρραλέοι ἄνθρωποι, ἀνθρωπιστὲς καὶ θυσιάζονταν πραγματικὰ γιὰ νὰ σώσουν τὸν ἄλλον. Τέτοιος ἦταν ὁ Μικὲς Τζαννῆς ἀπό τὴ Ζάκυνθο, ὁ Παύλος Δάνης ἀπό τὸ Αἰτωλικὸ κι’ ὁ Μηνᾶς Κρυστάλλης ἀπό τὴν ’’Ἄρτα. Ὅ λαὸς τοὺς σεβόταν καὶ τοὺς θεωροῦσε ἅγιους. ’Ἀνάμεσα ὅμως σ’ αυτούς, ὑπῆρξαν καὶ οἱ διάφοροι ἐπιτήδειοι πού προσπαθοῦσαν μὲ ψευτο- πράγματα νὰ κάνουν δῆθεν καλά, ἐκείνους ποῦ ζητοῦσαν τὴ βοήθεια τους.

Ἕνας κομπογιαννίτης π.χ. πού ἔμεινε ξακουστὸς γιὰ τὶς ἀγυρτεῖες του, ἦταν ὁ Παρθένης Νένιμος ἀπό τὰ Γιάννενα, ποῦ ἔζησε γύρω στὰ 1815. Γι’ αὐτὸν λέγεται ὅτι ἔστειλε πολλοὺς Ἀρβανίτες στὸν ἄλλο ... κόσμο, θέλοντας νὰ δοκιμάσει τὰ φάρμακὰ του πάνω τους. Μιὰ ἀπό τὶς συνταγὲς του πάντως ἦταν ὁ χυλὸς ἀπό σιτάρι, ψημένος στὸ φοῦρνο μαζὶ μὲ μπαχαρικά, πού τὴν ἔδινε στοὺς βαρειὰ ...ἐρωτευμένους. Αὐτοὶ ποῦ ἀγαποῦσαν χωρὶς ν’ ὰνταγαπιοῦνται , γιὰ νὰ τοὺς περάσει ὁ καϋμός, ἔπρεπε νὰ φᾶνε ἀπό τὴν πίττα αὐτὴ τρία πρωινὰ συνέχεια, τελείως νηστικοί.

Ἀπὸ τὸ ...περίφημο λοιπὸν αὐτὸ γιατροσόφι, ἔμεινε ἡ φράση «ἔφαγε τὴν χυλόπιττα».

«ΑΠΟΣΒΟΛΩΘΗΚΑ», «ΕΜΕΙΝΑ ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ», «ΜΟΥΤΖΟΥΡΩΘΗΚΑΝ», «ΜΟΥΤΖΩΝΩ»

 

Στὸ Βυζάντιο, κατὰ τὴν διαπόμπευση, γιὰ νὰ προκαλέσουν γέλια στοὺς θεατές, ἄλειφαν τὸ πρόσωπο τοῦ τιμωρημένου μὲ «ἀσβόλη», ἕνα εἶδος καπνιᾶς (φούμο). Δηλαδὴ ντράπηκε τόσο πολὺ ὁ ἄνθρωπος ποῦ θὰ τὸν διαπόμπευαν ὅταν τοῦ ἄλειψαν τὸ πρόσωπο μὲ ἀσβόλη, ὥστε «ἀποσβολώθηκε, ἔμεινε ἀποσβολωμένος». Τὸ ρῆμα εἶναι τὸ ἀντίστοιχο τοῦ ἀρχαίου προπηλακίζω. Στὸ λεξικὸ τοῦ Σουΐδα διαβάζουμε: «προπηλακισμὸς- ὕβρις εἴρηται δὲ ἀπὸ τὸν πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ατιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων». Τὴν άσβόλη τότε τὴν ἔλεγαν μούτζα (=μουντό χρώμα). ’Ἀπ’ ἐδῶ ἔχουμε τὴν ἀρχὴ τοῦ ρήματος μουτζώνω ἤ μουτζουρώνω, καθὼς καὶ οἱ φράσεις: «ἔφυγα μ ο υ τ ζ ω μ ὲ ν ο ς», δηλαδὴ ντροπιασμένος, «κοίταξε νὰ μὴ μὲ μ ο υ τ ζ ο υ ρ ώ σ ε ι ς», νὰ μὴ μὲ προσβάλεις, «ἔννοια σου κι’ ἐγώ σὲ βάφω», δηλαδὴ θὰ σὲ τιμωρήσω. Καὶ ἐπειδή τὴν ἀσβόλη, τὴν αἰθάλη, τὴν ἄλειβαν στὸ πρόσωπο τοῦ «περιαγόμενου» παίρνοντὰς την μὲ τὴν παλάμη τοῦ χεριοῦ καὶ κατόπιν ἄνοιγαν τὰ δάκτυλὰ τους, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὑβριστικὸ σχῆμα τοῦ ἀνοίγματος τῆς παλάμης πῆρε τὸ ὄνομα μούντζα καὶ τὸ ρῆμα μουτζώνω, ποῦ συνώνυμὸ τοῦ εἶναι τὸ ρῆμα φασκελώνω ἤ σφακελώνω.

«ΤΟΥ ΗΡΘΕ ΤΑΜΠΛΑΣ»

Συνηθίζεται νὰ λέγεται αὐτὴ ἡ φράση ὅταν συμβαίνει σὲ κάποιον κάτι τὸ πολὺ σοβαρό, ἕνα μεγάλο χτύπημα τῆς τύχης. Ἤ λέξη «ταμπλὰς» εἶναι τουρκικὴ καὶ σημαίνει δίσκος. (TABLA) , καὶ δὲν ἔχει καμμιά σχέση μὲ τὴν τάβλα, τὸ στενόμακρο τραπέζι ./ μεσαιωνικό: τάβλα (λατιν. TAB(U)LA. Ἀλλὰ ἐδῶ ἡ λέξη «ταμπλὰς» θέλει νὰ πεῖ συγκοπή, πού τουρκικὰ λέγεται «νταμπλὰς» (DAMLA), καὶ ἔχουμε τὴν ἀντιστροφὴ: νταμλάς, νταμπλάς, καὶ ταμβλάς.  

«ΤΟΥ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΔΙΑ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ»

Ὅλοι οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, διατηροῦσαν στὰ παλάτια τους νάνους γιὰ νὰ τοὺς διασκεδάζουν στὰ συμπόσιὰ τους. Οἱ «τζουτζέδες» αὐτοὶ —ὅπως τοὺς ἔλεγαν — ἦταν σχεδὸν παντοδύναμοι καὶ μποροῦσαν νὰ καταδικάσουν σὲ θάνατο ἤ ν’ ἀνεβάσουν στὰ ψηλότερα ἀξιώματα ὅποιον ἤθελαν. Οἱ αὐτοκράτορες τοὺς εἶχαν φοβερὴ ἀδυναμία καὶ ποτὲ δὲν τοὺς χαλοῦσαν τὸ χατίρι σὲ καμμιά περίπτωση. Τοὺς εἶχαν ἀκόμη ὡς μυστικοσύμβουλους καὶ κατάσκοπους. Μόνον ὅταν έπεφταν σὲ βαρὺ παράπτωμα τρεῖς φορές, τιμωροῦνταν κι’ αὐτοί μὲ μιὰ περίεργη τιμωρία. Τοὺς ἔβαζαν τὰ δυὸ πόδια μέσα στὸ ἴδιο ὑπόδημα καὶ τοὺς ἄφηναν νὰ κυκλοφοροῦν χοροπηδώντας. Ἡ τιμωρία αὐτὴ κρατοῦσε ἀπό τέσσερις μέχρι ἕξη μῆνες.

Στὸ τέλος ὁ νάνος δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσει περισσότερο τὸ ἀφάνταστο αὐτὸ μαρτύριο καὶ ἔπεφτε στὰ πόδια τοῦ αὐτοκράτορα γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει ἔλεος. Ἔτσι ἔμεινε ὡς τὰ χρόνια μας ἡ φράση: «Μοῦ ἔβαλε ἤ τοῦ ἔβαλε τὰ δυὸ πόδια σ’ ἕνα παπούτσι».

«ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗΝ ΝΥΦΗ»

Στὴν παλιὰ Ἀθήνα τοῦ 1843, ἐπρόκειτο νὰ συγγενέψουν μὲ γάμο δύο ἀρχοντικές οἰκογένειες: Τοῦ Γιώργη Φλαμῆ καὶ τοῦ Σωτήρη Ταλιάνη. Ὅ Φλαμῆς εἶχε τὸ κορίτσι καὶ ὁ Ταλιάνης τὸ άγόρι. Ἡ ἐκκλησία πού θὰ γινότανε τὸ μυστήριο ἦταν ἡ Ἁγία Εἰρήνη τῆς Πλάκας. Ἡ ὥρα τοῦ γάμου εἶχε φτάσει καὶ στὴν ἐκκλησία συγκεντρώθηκαν ὁ γαμπρός, οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι τους. Μόνο ἡ νύφη ἔλειπε. Τὶ εἶχε συμβῆ; Ἁπλούστατα. Ἡ κοπέλλα πού δὲν ἀγαποῦσε τὸν νεαρὸ Ταλιάνη, προτίμησε ν’ ἀκολουθήσει τὸν ἐκλεκτό τῆς καρδιᾶς της, πού τῆς πρότεινε νὰ τὴν ἀπαγάγει. Ὁ γαμπρὸς ἄναψε ἀπό τὴν προσβολή, κυνήγησε τὴν ἄπιστη νὰ τὴν σκοτώσει, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ τὴν ἀνακαλύψει. Γύρισε στὸ σπίτι τοῦ παρ’ ὀλίγο πεθεροῦ του καὶ τοῦ ζήτησε τὰ δῶρα πού εἶχε κάνει στὴν κόρη του. Κάποιος ὅρος ὅμως στὸ προικοσύφωνο ἔλεγε πῶς ό,τι δήποτε κι’ ἂν συνέβαινε πρὸ ἤ μετὰ τὸ γάμο μεταξὺ γαμπροῦ καὶ νύφης «δὲ θὰ ξαναρχοῦτο τσὴ καντοχὴ ούδενὸς οἱ μπλούσιες πραμάτιες καὶ τὰ τζοβαΐρια ὅπου άνταλλάξασι οἱ άρρεβωνιασμένοι».

Φαίνεται δηλαδή, ὅτι ὁ πονηρὸς γέρο - Φλαμῆς ἤξερε ἀπό πρὶν τὶ ἐπρόκειτο νὰ συμβῆ γι’ αὐτό ἔβαλε ἐκεῖνο τὸν ὅρο. Κι’ ἔτσι πλήρωσε ὁ φουκαρὰς ὁ Ταλιάνης τὰ δῶρα τοῦ ἄλλου. Ἀπό τότε οἱ παλαιοί ’Ἀθηναῖοι, ὅταν γινόταν καμμιά ἀδικία σὲ βάρος κάποιου, ἔλεγαν ὅτι «ἄλλος πλήρωσε τὴ νύφη».

«ΤΟΥ ΚΟΛΛΗΣΑΝ ΤΗ ΡΕΤΣΙΝΙΑ»

Στὴ Λακωνία «ρετσινιὰ», λένε ἕνα κομμάτι ἀπό δέρμα γίδας, πού τὸ ἔχουν ἀλείψει μὲ ρετσίνι καὶ τὸ χρησιμοποιοῦν σὰν ἔμπλαστρο γιὰ θεραπευτικοὺς σκοποὺς σὲ πόνους καὶ κρυολογήματα. Φαντάζεστε ὅμως πόσο δύσκολο εἶναι νὰ τὸ ξεκολλήσουν ἀφοῦ πλέον ἔχει κάμει τὴ δουλειὰ του. "Ἔτσι συνηθίστηκε νὰ λένε γιὰ μιὰ κατηγορία, ποῦ ἀποδώσανε σὲ κάποιον καὶ δυσκολεύεται νὰ ἀπαλλαγεῖ ὰπ’ αὐτήν, ὅτι «τοῦ κόλλησαν τὴ ρετσινιὰ».  

«ΑΥΤΟΣ ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ»

Στὰ χρόνια τοῦ ’Ὄθωνα, βρισκότανε σὲ κάποιο σοκάκι στὸ Ναύπλιο ἡ ταβέρνα τῆς Μιχαλοῦς. Παραδόπιστη καὶ ἐκμεταλλεύτρια, ἀπό τὸν καιρὸ πού πέθανε ὁ ἄντρας της, εἶχε μιὰ περιορισμένη πελατεία, πού τῆς ἔκανε πίστωση γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα, μετὰ τὸ τέλος τοῦ ὁποίου ἔπρεπε νὰ ἐξοφληθεῖ ὁ λογαριασμός. Ἀλοίμονο σὲ κείνον πού δὲν θὰ ἦταν συνεπὴς , ἡ Μιχαλοῦ κυριολεκτικὰ τὸν ἐξευτέλιζε. ’Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ὀφειλέτες ἦταν κι’ ἕνας εὐσυνείδητος, πού τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ βρεῖ τρόπο νὰ τὴν ξοφλήσει, γιατὶ δὲν εἶχε τώρα τελευταία δουλειά. Μέρα καὶ νύχτα γύριζε στοὺς δρόμους παραμιλώντας. "Ὅταν κανεὶς ρωτούσε νὰ μάθει τὶ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀπαντοῦσαν: «Αὐτός... χρωστάει τῆς Μιχαλοῦς». ’Ἀπὸ τότε ἔμεινε ἡ φράση.

«ΣΑΝ ΚΑΛΠΙΚΗ ΔΕΚΑΡΑ» «ΑΣΠΡΙΖΩ» «ΜΑΥΡΙΖΩ»

«Σὲ γνωρίζω σὰν κάλπικη δεκάρα», ἤ «εἶσαι κάλπικος», «κάλπης» καὶ τὸ θηλυκὸ «κάλπισσα» (άπό τὸ τουρκικὸ KALP), «κάλπικος παράς», «κάλπικος χαρακτήρας», δηλαδὴ μπορεῖς νὰ τὸν γνωρίσεις εὔκολα ὅπως τὸ κάλπικο νόμισμα.

«Τὸ κάλπικο ἄσπρο (τουρκ. νόμισμα) ποτὲ δὲν χάνεται» (άρχ. κίβδηλος). ’Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀρχαία κάλπη, πού ἦταν ἕνα δοχεῖο (στάμνος, ὑδρία καὶ δοχεῖο πού βάζανε τὴ στάχτη τῶν νεκρῶν πού καίγανε) καὶ πού στὴν ἐποχή μας τὸ ὄνομα δόθηκε στὴν «ψηφοδόχο» (δοχείο ἤ κιβώτιο ὅπου οἱ ψηφοφόροι ρίχνουν τὴν ψῆφο τους).

Κάθε «κάλπη», στὴν παλιότερη ἐποχή, πού ἦταν διαφορετικὰ συστήματα, ἦταν χωρισμένη σὲ δυὸ μέρη, τὸ δεξιό, πού ἦταν βαμμένο ἄσπρο καὶ τὸ ἀριστερό πού ἦταν βαμμένο μὲ μαῦρο χρῶμα. Ἡ τρύπα τῆς «κάλπης» ὅπου ἔμπαινε τὸ χέρι ἦταν μία, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνει ὁ ἄλλος πού θὰ σὲ ἔβλεπε ἂν ψηφίζεις πρὸς τὸ ἄσπρο μέρος ἤ πρὸς τὸ μαῦρο. “Ετσι ὁ ψηφοφόρος βάζοντας τὸ χέρι του στὴν «κάλπη» ψήφιζε ρίχνοντας τὴ ψῆφο δεξιὰ ἤ ἀριστερά ἂν ἤθελε νὰ καταψηφίσει (πρός τὸ μαῦρο).

Ἔτσι ἔχουμε τὶς φράσεις: «σὲ μαύρισα» «σὲ ἄσπρισα». Καὶ ἐπειδή ὅποιον ἐκτιμᾶμε τοῦ ρίχνουμε τὴν ψῆφο μας, γι’ αὐτό καὶ τὸ ρῆμα ψηφίζω τῆς δημοτικῆς (ψηφῶ—άω—ίζω), πού θὰ πεῖ δίνω σημασία, ὑπολογίζω, ἐκτιμάω κλπ. Καὶ τὸ ἀντίθετο ἀψηφᾶ- άω— ῶ—ίζω. «Δὲν ψηφάει κανένα» λέμε ἀκόμα ὅταν περιφρονοῦμε κάποιον. Καὶ ἐπειδή στὶς «κάλπες» γινόντουσαν «καλπονοθεῖες», μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔτσι δημιουργήθηκαν καὶ οἱ λέξεις «κάλπη» =απατεώνας καὶ «κάλπικος» = κίβδηλος.  

«ΗΘΕΛΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΤΤΑ ΓΕΡΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΧΟΡΤΑΤΟ»

Ἡ Ἱστορία τοῦ τηλεγραφικοῦ σύρματος στὴν Ἑλλάδα, διανθίζεται μὲ ἀρκετά κωμικὰ ἐπεισόδια, ἀπό τὰ ὁποῖα τὸ πιὸ ἀστεῖο εἶναι ἐκεῖνο ποῦ συνέβηκε τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1858. Πλησίαζε Πρωτοχρονιὰ καὶ ἤ βασίλισσα ’Ἀμαλία εἶχε παραγγείλει στὴ Γερμανία μερικὰ δῶρα γιὰ τοὺς αὐλικούς τῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ἀργοῦσαν νὰ ἔρθουν, ἔστειλε τὸν γραμματέα τῆς Μαναράκη στὸν Πειραιᾶ, γιὰ νὰ ρωτήσει τηλεγραφικὰ τὴ Σύρα (τὸ νησὶ Σύρος), μήπως εἶχε φτάσει ἐκεῖ τὸ ἀτμόπλοιο τῆς γραμμῆς ποῦ θὰ ἔφερνε τὰ δῶρα. Τὸ τηλεγράφημα ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὸν προορισμὸ του, ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση πού ἦρθε σὲ λίγο ἔλεγε: «Καὶ τὴν πίττα θέλεις γερὴ καὶ τὸν σκύλο χορτᾶτο. Ἐδῶ χαλάει ὁ κόσμος, βρέχει καὶ χιονίζει». Ἔκπληκτος ὁ τηλεγραφητής, εἶπε τὰ καθέκαστα στὸ Μαναράκη. Ἐκεῖνος διάταξε τότε νὰ ξανακαλέσουν. Ἡ ἀπάντηση ποῦ ἦρθε ἦταν ακόμη πιὸ ἀναιδὴς : «Ὄχι μονάχα θὰ φάω τὴν πίττα ἀλλὰ καὶ τὴ σκύλα σου. Παράτησὲ μὲ βλάκα!». Ὅ Μαναράκης ἔγινε ἔξω φρενῶν, ἔσπευσε νὰ ἐκθέσει τὰ διατρέξαντα στὸν ὑπουργὸ τῶν Ἐσωτερικῶν Χριστόπουλο καὶ νὰ διατάξει τὴν ἀντικατάσταση τοῦ άσεβήσαντος στὴ βασιλικὴ ἐντολὴ ὑπαλλήλου.

’Ἀλλὰ τὶ εἶχε συμβῆ; Ὅ τηλεγραφητὴς τῆς Σύρας εἶχε ἀφήσει ἀνοιχτὴ τὴ γραμμὴ μὲ τὸν τηλεγραφικὸ σταθμὸ τοῦ ἀκρωτηρίου τῆς Ἕλλης — στὴν Καλλίπολη — καὶ ὁ χειριστὴς τοῦ δεύτερου σταθμοῦ πού μιλοῦσε τυχαῖα τὴν ὥρα ἐκείνη μὲ τὸν τηλεγραφητὴ τῆς Σύρας — ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε ἀφήσει μιὰ λαγωνικὴ σκυλίτσα καὶ μιὰ πίττα γιὰ νὰ τὰ παραλάβει ἀργότερα — ἔδινε τὶς περίεργες ἐκεῖνες ἀπαντήσεις, νομίζοντας ὅτι τὶς λαβαίνει ὁ φίλος του. Φυσικὰ ἡ παρεξήγηση δὲν εἶχε συνέπειες, γιατὶ ὅταν ἄκουσε τὴν ἀστεία αὐτὴ ἱστορία ἡ βασίλισσα Ἀμαλία, ξέσπασε σὲ δυνατὰ γέλια: — Τὸ φτωχό! εἶπε. Ἤθελε καὶ τὴν πίττα γερὴ καὶ τὸ σκύλο χορτάτο!...  

«ΤΟΝ ΕΠΙΑΣΑΝ ΣΤΑ ΠΡΑΣΑ»

Μόλις ἡ Ἀθήνα ἔγινε πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρρᾶς ἔφτιαξε μιὰ συμμορία κακοποιῶν πού ρήμαζαν τὰ σπίτια καὶ τὰ μαγαζιά. Ἡ ἀστυνομία τοὺς κυνηγοῦσε νὰ τοὺς πιάσει, μὰ ποτὲ δὲν τὸ κατόρθωνε. Ὅ Καρρᾶς εἶχε γίνει ἀληθινὸ φόβητρο τῶν κατοίκων. Τὴν ἐποχή ἐκείνη στὴν Κολοκυνθοῦ τῶν Ἀθηνῶν κατοικοῦσε ὁ παπᾶ - Μελέτης, πού ἔλεγαν ὅτι εἶχε φλουριὰ μὲ τὸ τσουβάλι. Ἄν καὶ περασμένης ἡλικίας, ἡ καταπληκτικὴ του δύναμη ἔκανε ἐντύπωση σὲ ὅλους. Τὸ σπιτάκι πού ἔμενε ἦταν τριγυρισμένο μὲ περιβόλι ἀπό πράσα. Μιὰ νύχτα ὁ παπὰς πετάχτηκε ἀπό τὸν ὕπνο τοῦ. Του φάνηκε πὼς ἄκουσε στὸ περιβόλι τοῦ κάποια σκιὰ ποῦ κινιόταν ὕποπτα μέσα στὰ πράσα. ’’Ἄφοβος καθὼς ἦταν πῆγε πρὸς τὰ κεῖ καὶ μ’ ἕνα πήδημα γράπωσε ἀπό τὸ σβέρκο — ποιὸν ἄλλον; — τὸν περίφημο Καρρᾶ, πού τὸν παρέδωσε στὴν ἀστυνομία. Ὁ κακοποιὸς ὠμολόγησε γρήγορα τοὺς συνεργάτες του, πού πιάστηκαν κι’ αὐτοί. Ἔτσι οἱ παλαιοί, ὅσο καὶ οἱ σημερινοί ’Ἀθηναῖοι, ὅταν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, λένε συνήθως ὅτι «τὸν ἔπιασαν στὰ πράσα».  

«ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΑΠ’ ΤΑ ΚΡΑΒΑΡΑ»

Ὅταν κάποιος μᾶς φαίνεται... ξεροκέφαλος, λέμε συνήθως ὅτι «κατέβηκε ἀπό τὰ Κράβαρα». ’Ἀλλὰ τὶ εἶναι τὰ Κράβαρα; Χωριό, ἐπαρχία, βουνό, πόλη; Καὶ μὲ τὸ φακὸ νὰ ψάξουμε τὸ χάρτη τῆς Ἑλλάδας, δὲ θὰ τὰ βροῦμε πουθενά. Γιατὶ Κράβαρα δὲν ύπάρχουν. ’Ἀπὸ ποῦ βγῆκε, λοιπόν, τὸ παράξενο αὐτό ὄνομα; Κάποτε — ἀρκετά χρόνια πρὶν τήν ἐπανάσταση τοῦ 21 — στὴ Ναύπακτο, ξεσηκώθηκαν μερικὰ τολμηρὰ παλληκάρια, ἀνέβηκαν στὸ βουνὸ καὶ δημιούργησαν ἕνα ἰσχυρὸ καπετανάτο. Τὸ πιὸ ἰσχυρὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ Ἀρβανίτες τοὺς ἔτρεμαν. 'Ὡστόσο μιὰ μέρα ἀποφάσισαν νὰ τοὺς χτυπήσουν μὲ μεγάλες δυνάμεις γιὰ νὰ τοὺς βγάλουν ὰπ’ τὴ μέση. Άλλ’ ὅταν ἄρχισε ἡ μάχη, οἱ "Ελληνες τοὺς ἐπετέθησαν μὲ καταπληκτικὴ ὁρμή, φωνάζοντας συγχρόνως: «Στὴν κάρα βαρήτε!». Ἡ λέξη «κάρα», πού σημαίνει κεφάλι, εἶναι καθαρὰ ὁμηρικὴ καί, κατὰ τὴν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ἦταν πολὺ τῆς μόδας, παρμένη ἀπό τὰ θρησκευτικὰ βιβλία. "Ὅπως καὶ τὸ «καραφλὸς» καὶ «κ α ρ ἅ φ λ α» ἐτυμολογοῦνται ἀπό τὸ κάρα. Ὁ λαός, λοιπόν, ὅλους αὐτούς πού φώναζαν «στὴν κάρα βαρήτε» τοὺς ὠνόμασε τιμητικὰ — μὲ μιὰ μικρὴ παραλλαγὴ — «Κ ρ α β α ρ ὶ τ ε ς». Καὶ μὲ τὸν καιρό, ἡ Ναύπακτος πῆρε τὴν ἀνεπίσημη ὀνομασία Κ ρ ἅ β α ρ α.

«ΑΡΤΖΙ ΜΠΟΥΡΤΖΙ ΚΑΙ ΛΟΥΛΑΣ»

Ἡ μιὰ ἐκδοχὴ αὐτῆς τῆς φράσης εἶναι ἡ ἑξῆς : "Ὅταν ὁ Καποδίστριας ἔγινε κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, οἱ διάφοροι ὁπλαρχηγοὶ ποῦ δὲν εἶχαν παρατήσει ἀκόμη τὰ ὅπλα τους πήγαιναν στὸ Ναύπλιο — τὴν πρώτη πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους — καὶ τοῦ ζητοῦσαν διάφορα προσωπικὰ ρουσφέτια, κυρίως ὅμως χρήματα γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κινηθοῦν. Ὅ Καποδίστριας ἔκανε ό,τι μποροῦσε γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες τους. Άλλ’ ὅπως εἶναι γνωστό, τὰ πράγματα ἦταν δύσκολα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἡ Ἑλλάδα ἦταν τελείως κατεστραμμένη καὶ τὰ ταμεῖα της ἀδειανά. Τὶ νὰ πρωτοκοιτάξει λοιπόν, ὁ καλὸς καὶ τίμιος ἐκεῖνος κυβερνήτης; 'Ὡστόσο οἱ ὁπλαρχηγοί, ποῦ δὲν ἐξέταζαν τὶς λεπτομέρειες, τὸν ἐνοχλοῦσαν συνέχεια. Ἔτσι ὁ Καποδίστριας άναγκάστηκε μιὰ μέρα νὰ τοὺς πεῖ τὴν πικρὴ ἀλήθεια. Ὅτι δὲν ἔπρεπε δηλαδή νὰ ἐλπίζουν σὲ τίποτε, γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν χρήματα. Οἱ ὁπλαρχηγοί, θερμόαιμοι καθὼς ἦταν, ἄναψαν. - Ἄκου δῶ, κὺρ Γιάννη, τοῦ εἶπαν. Ἂν δὲν μᾶς τακτοποιήσεις στὰ γρήγορα, θὰ πάρουμε τ’ ἀρκεβούζια μας (ὅπλα τῆς ἐποχῆς ) καὶ τὸ λουλά μας καὶ θὰ τὰ στήσουμε στὸ πέρασμα τοῦ Αναπλιοῦ. Ὅποιος πλούσιος θὰ πέφτει κατὰ κεῖθε, θὰ τὸν γραπώνουμε καὶ θὰ τοῦ παίρνουμε λύτρα.

Κατὰ μιὰ ἄλλη ἐκδοχή: Ὅ διδάσκαλος τῶν ’Ἀρμενίων Σέργιος εἶχε ἰδιαίτερη ἀδυναμία σ’ ἕνα σκύλο, τὸν «Άρτζιβάριο», πού τὸν πρόσεχε καὶ τὸν ἀγαποῦσε σὰν παιδὶ του. Φανταστῆτε, λοιπόν, τὴν μεγάλη τοῦ θλίψη, ὅταν αὐτόν τὸν πιστὸ του σύντροφο τὸν κατασπάραξαν τὰ θηρία. Ὅλη τὴ βδομάδα τοῦ θανάτου του ένήστεψε ὁ διδάσκαλος καὶ μὲ τὸν καιρὸ ἐπέβαλε τὴ νηστεία αὐτὴ καὶ στοὺς ἄλλους Ἀρμένιους. Τὸ «Άρτζιβούριο», λοιπόν, κατὰ τοὺς Ἀρμένιους εἶναι ἡ βδομάδα πού συμπίπτει μὲ τὴ δικὴ μας πρώτη βδομάδα τῆς ἀποκρηᾶς, ὅταν ἀνοίγει τὸ τριώδιο. Σ’ αὐτὲς τὶς ἑφτὰ ἡμέρες, οἱ Ἀρμένιοι κρατοῦν αὐστηρὴ νηστεία, ἀντίθετα μὲ μᾶς ποῦ ἔχουμε ἀπόλυτα γαστριμαργικὴ ἐλευθερία καὶ καταλύουμε ἀκόμα καὶ τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Σ’ αὐτὴ, λοιπόν, τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ τὴν κατάργηση κάθε περιορισμού κατὰ τὸ «’Αρτζιβούριο», ὀφείλεται ἡ λαϊκὴ ἔκφραση: «’Άρτζι - μπούρτζι» πού θέλει νὰ πεῖ μιὰ σειρὰ γεγονότων ἤ λόγων χωρὶς λογικὴ συνοχὴ ἤ κάτι τέτοιο.

«ΕΡΡΙΦΘΗ Ὁ ΚΎΒΟΣ», «ΔΙΕΒΕΙ ΤΟΝ ΡΟΥΒΙΚΩΝΑ»

Ἡ ἔκφραση «έρρίφθη (ή άνερρίφθη) ὁ κύβος» (λατινικά: ’Άλεα τζάστα έστ), χρησιμοποιεῖται ὅταν πρόκειται νὰ πάρουμε μιὰ ἀμετάκλητη ἀπόφαση. Τὴν ἔκφραση αὐτὴ, ἡ ὁποία ὀφείλεται στὸν "Ἕλληνα ποιητὴ Μένανδρο (342—290 π.Χ.), χρησιμοποίησε ὁ Ἰούλιος Καίσαρας ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τὴ Γαλατία, ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ περάσει μὲ τὸν στρατὸ τοῦ τὸν Ρουβίκωνα ποταμὸ τὸ ἔτος 49 π.Χ., πράγμα ποῦ σήμανε τὴν ἔκρηξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Γιὰ νὰ πάρεις μάλιστα μιὰ τέτοια ἀπόφαση, θὰ πρέπει νὰ εἶσαι καὶ σὲ μιὰ τέτοια ἡλικία, πού οἱ ἀποφάσεις σου νὰ εἶναι σωστές, «μυαλομένες». Σ’ αὐτήν τὴν περίπτωση λένε τὴν ἄλλη φράση: «διέβει τὸν Ρουβίκωνα».  

«ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Ἡ ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ»

Οἱ Ἑνετοί, πού ἄλλοτε κυριαρχοῦσαν στὶς θάλασσες, ἐγκαινίασαν πρῶτοι τὰ ἱστιοφόρα μεταγωγικά, ὅταν ἤθελαν νὰ μεταφέρουν τὸ στρατό τοὺς ἀπό τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο. Τὰ καράβια αὐτά ἦταν ξύλινα καὶ πελώρια κι’ εἶχαν σχῆμα Ἀχλαδιοῦ. Ἔσερναν δὲ πάντοτε πίσω τοὺς ἕνα μικρὸ καραβάκι, ποῦ ἔβαζαν μέσα τὸν όπλισμό, τὰ τρόφιμα καὶ ὅλα τὰ πολεμικὰ σύνεργα. Οἱ "Ἕλληνες τὰ εἶχαν βαφτίσει «Ἀχλάδες» ἀπό τὸ σχῆμα τους.

Ἔτσι ὅταν καμμιά φορὰ στὸ πέλαγος παρουσιαζόνταν κανένα ἄγνωστο καράβι, οἱ νησιῶτες ἀνέβαιναν πάνω στοὺς βράχους τῆς ἀκρογιαλιᾶς καὶ ἀπ’ ἐκεῖ παρακολουθοῦσαν μὲ ἀγωνία τὶς κινήσεις του. Ἄν τὸ καράβι ἦταν ἁπλῶς ἱστιοφόρο, δὲν ἀνησυχοῦσαν καὶ τόσο, γιατὶ ὑπῆρχε πιθανότης νὰ συνεχίσει γι’ ἀλλοῦ τὸ δρόμο του. Ἄν ὅμως ἦταν «Ἀχλάδα», τοὺς ἔπιανε πανικός, γιατὶ καταλάβαιναν ὅτι σὲ λίγο θὰ ἄρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πεῖνα καὶ θάνατοι. Ἔφευγαν λοιπὸν γιὰ νὰ πᾶνε νὰ ἑτοιμάσουν τὴν ἄμυνὰ τους. Ἀπό στόμα σὲ στόμα τότε κυκλοφοροῦσε ἡ φήμη ὅτι ἤ «Ἀχλάδα ἔχει πίσω της οὐρὰ». Μὲ τὴν «οὐρὰ» ἐννοοῦσαν τὸ καραβάκι ποῦ ἔσερνε τὸ μεταγωγικό.  

 

Βασική βιβλιογραφία   

1.    ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΙΚΟΥ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (ΠΑΡΑ)ΣΥΝΩΝΥΜΩΝ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

2.    ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΣΑΚΝΑΚΗ, Προβληματικὴ τῆς παροιμίας στὴν μετάφραση : Ἡ χρήση τῆς στὴ νέα ἑλληνικὴ καὶ ἠλεκτρονικὴ ἐπεξεργασία τῆς. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005

3.    Νίκος Σαραντάκος, Γλώσσα καὶ ὁρολογία στὴ λογοτεχνία, Παροιμίες, παροιμιακὲς ἐκφράσεις καὶ μετάφραση, 11ὁ Συνέδριο «Ἑλληνικὴ Γλώσσα καὶ Ὁρολογία», Ἀθήνα, 9-11 Νοεμβρίου 2017 Μαυρομματίδης Ἀνέστης, Μαυρομματίδου Σταυρούλα : συνειδητοποίηση τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ παροιμιακοῦ λόγου μέσα ἀπὸ μία διερευνητικὴ ἐξέταση τῶν πιθανῶν ἀλληλεπιδράσεων μεταξὺ διαφορετικῶν πολιτισμῶν. Πρακτικὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἰνστιτούτου Ἐφαρμοσμένης Παιδαγωγικῆς καὶ Ἐκπαίδευσης. (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 8o Πανελλήνιο Συνέδριο 18,19 Nοεμβρίου

 

    

Γιορτή Αδελφότητας 2025

Adelfotita

 

Τοπολαλιά

 

Οι γειτονιές μας

ΒΡΥΤΖΑΧΑ web tv

Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι

dd

Μετεωρολογικός σταθμός Ζωτικού

Screenshot 2023 04 27 at 5.14.24 PM

Screenshot 2023 04 27 at 10.43.18 PM

Ellinomatheia1

Screenshot 2023 04 27 at 11.18.15 PM

Λογοτεχνία

Γιώργος Σεφέρης

Κώστας Βάρναλης

Νίκος Καζαντζάκης

Ἡ γενέτειρα : τό Ζωτικό στην ποίησι του Φώτο – Μότση (από το βιβλίο του Δημητρίου Μίχα: «τροχόεις μόλυβδος»

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Η ιστορία του Ζωτικού

Η εξέλιξη του πληθυσμού του Ζωτικού από την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους έως σήμερα

Μύθος και Λόγος - Μέρος 2.

Συμβόλαιο αγοροπωλησίας Ζωτικού

ΖΩΤΙΚΟ (ΛΙΒΙΚΙΣΤΑ) ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Έρευνες

Το Μαντήλι στην λογοτεχνία - ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 3.

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 4.

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 2.

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΖΩΤΙΚΟ - ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φρειδερίκη Παπαζήκου

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φώτης Μότσης

Αφηγήσεις

Αφιερώματα

Περιηγήσεις

periigiseis

Γιορτές

giortes

Δημιουργίες

dimiourgies

Παρουσιάσεις

parousiaseis