του Χρήστου Θεμελή
Γύρα στα 1950 μια μικρή παρέα 'ατίθασων' νεαρών εκείνη την εποχή που απαρτίζονταν από τους, ΝίκοΜάρκο, ΝίκοΚαρρά και ΚώσταΓιάννη, όλοι εκλεκτοί νέοι του χωριού αχτύπητη τριπλέτα, παιδιά για υοθέτημα ένας κι' ένας (αργότερα με τον καιρό οι δυό πρώτοι γνώσεψαν κάπως!), μεταξύ των άλλων σκάρωσαν και την πλάκα που θα περιγράψω.
Στην Γκρεμίνα λοιπόν οι Παπαζηκαίοι είχαν δυό τρεις κερασιές, καλοβαλμένα δέντρα εξαιρετικής ποικιλίας πετροκέρασα και γι' αυτό αποτελούσαν στόχο των παιδιών αλλά και των μεγαλύτερων, κοντολογής τις ρήμαζαν τα βράδια. Τι να κάνει λοιπόν ο καημένος ο Γιάνν' Παπαζήκος γεροντάκι τότε, έφτειαξε μια καλυβούλα με φτέρες στην κορφή στο χωράφι και αποφάσισε Μάιο-Ιούνιο να ξεβραδιάζει εκεί, να φυλάει τις κερασιές του από τις επιδρομές. Οι τρεις λοιπόν νεαροί εξυπνάκηδες, σκαρφίστηκαν την εξής πλάκα. Αποβραδίς πέρασαν από την εκκλησιά, πήραν μερικά κεριά και έψαξαν και μάζεψαν πέντε χειλώνες, κατά το σούρουπο δε κατασκήνωσαν στίς διπλανές ζελενιές κρυμμένοι, κοντά στην καλύβα του Παπαζήκου. Όταν σκοτείνιασε και αφού προχώρησε κάπως η νύχτα, κόλλησαν σε κάθε χειλώνα στο καύκαλο από ένα κερί και αφού τα άναψαν τις έβγαλαν στο ξέφωτο και τις άφησαν να φύγουν. Στη συνέχεια πέταξαν μια δυό πέτρες στην καλύβα του Γιάννη. Εκείνος ο καψερός πετάγεται μες τον ύπνο του έντρομος βγαίνει όξω και αντικρύζει πέντε φλόγες να προχωράνε κατά πάνω του μες στο σκοτάδι! Τον κατέλαβε τέτοιος πανικός που τράπηκε σε φυγή, σκουρτουμπάλες έφτασε κάτω στο σπίτι του όπου κλειδαμπαρώθηκε μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι. Όλη τη νύχτα λοιπόν οι λεβέντες έκαναν γλέντι πάνω στις κερασιές τέτοιο που το θυμούνταν ως τα γεράματά τους και το μολόγαγαν στ' εμάς..