Δεν θα μιλήσω με όρους οικονομικούς, -τη δουλειά και το χρέος των οικονομολόγων δεν δύναμαι να φέρω εις πέρας, ας τα μολογήσουν καταλληλότεροι εμού με στατιστικά στοιχεία και αριθμητικές.
Θα τα ειπώ με τις εικόνες της καθημερινότητας, αυτές που όλοι αντικρίζουμε, αλλά δεν θέλουμε να δεχτούμε πως διαδραματίζονται στη μοναχική μας ξενιτιά και πως αναδιπλώνονται σαν τη δεντρογαλιά έξω από την πόρτα στο κονάκι μας. Έχεις δει γραβατωμένο εξηκοντούτη να εκλιπαρεί, κάθιδρος, τον πρόεδρο του δικαστηρίου να μην τον αθωώσει, αλλά να του επιβάλει την δέουσα ποινή φυλάκισης, ώστε να αποπληρωθούν οι χρηματικές του οφειλές προς οποιονδήποτε γαμημένο δημόσιο φορέα;
Θα τα ειπώ με τις εικόνες της καθημερινότητας, αυτές που όλοι αντικρίζουμε, αλλά δεν θέλουμε να δεχτούμε πως διαδραματίζονται στη μοναχική μας ξενιτιά και πως αναδιπλώνονται σαν τη δεντρογαλιά έξω από την πόρτα στο κονάκι μας. Έχεις δει γραβατωμένο εξηκοντούτη να εκλιπαρεί, κάθιδρος, τον πρόεδρο του δικαστηρίου να μην τον αθωώσει, αλλά να του επιβάλει την δέουσα ποινή φυλάκισης, ώστε να αποπληρωθούν οι χρηματικές του οφειλές προς οποιονδήποτε γαμημένο δημόσιο φορέα;
Έχεις δει τις γάμπες κυρίας με ταγιέρ να αναδεύουν μέσα από τον κάδο απορριμμάτων, τον παρακείμενο σε μερκελάνικο Lidl, στην προσπάθειά της να ανασύρει από τα γερμανικά έγκατα τα αναμασημένα απομεινάρια όσων ελληνικών χεριών σακατεύτηκαν στις φάμπρικές τους, όσων ελληνικών κορμιών λύγισαν κάτω από τις σφαίρες τους, όσων ψυχών απόμειναν να γυροφέρνουν πάνω από το ξέψυχο από την κατοχική την πείνα κουφάρι τους;
Έχεις δει τις ατέλειωτες αράδες των προσκυνημένων ψηφοφόρων με την καραβάνα υπό μάλης έμπροσθεν των εκκλησιών, το απίστευτο θορυβώδες αλισβερίσι στις εισόδους των ΚΑΠΗ, όπου δυο –δυο, τρεις –τρεις, παλληκάρια και γερόντια αμπώχνονται για τη σειρά στο ταϊσάρι, τα βουνά από αιτήσεις και δικαιολογητικά στα στενάχωρα γκισέ των προνοιακών παντοπωλείων, -έχεις δει το βλέμμα συνταξιούχου απελπισμένου, έχεις δει το μάτι άνεργου πατέρα;
Έχεις δει πώς πλάθεται το πυρακτωμένο σίδερο κάτω απ’ το σφυρί, μπορείς να φανταστείς μιαν απέραντη ψυχή πισθάγκωνα δεμένη στο σπιρτόκουτο;
Ναι, στήνουμε κώλο προκειμένου να λάβουμε δοσομετρικά τη δόση, επί σκοπώ να ρίξουμε ό,τι λάβουμε στα άπατα πηγάδια όσων μας δάνεισαν για να μας πάρουν την ψυχή. Κόβουμε (απ’) το φαί του έρμου για να γιομίσουμε τον νταβά του ‘συνευρωπαίου’, πετσοκόβουμε συντάξεις, επιδόματα, μισθούς, αφήνουμε καρκινοπαθείς, παραπληγικούς, ανήμπορους κι ανάπηρους στην απαλάμη του θεού, εγκαταλείπουμε έναν λαό δαρμένο σκουτί στα φράγκικα μανταλάκια, αφήνουμε απατεώνες να χλευάζουν την ανημπόρια μας στη διάκριση του θολού από το λαγαρό, του συμφέροντος από το απεχθές, αφήνουμε αγύρτες θιασάρχες να μας μοιράζουν πάλι ρόλους στο παίγνιο με τα σκλαβάκια που παίζουμε ολομονάχοι μας, αφήνουμε το αναπηρικό μυαλό του κάθε Schäuble να μας στιγματίζει ως ανίκανους και τεμπελχανάδες, όταν ο ιδρώς που στάζει καθημερινά ο που δουλεύει στη Γραικία γιομίζει στάμνες σαν κι αυτές με ζύθο που αδειάζει μονορούφι ο μερκελάνος στην καθισιά του.
Χιλιετίες τώρα αρμέγουμε από τον ήλιο για να φέξουμε σ’ όλον τον τόπο, τον δικό μας και τον ξένο, αναλώνουμε μέχρι ρανίδας τη φαιά ουσία μας για να δημιουργήσουμε ίαση και ιατρική, μαθηματικά και γεωμετρία, ποίηση και φιλοσοφία, -για να παράξουμε πολιτισμό, να μεταφέρουμε την ευηχία και το φωνήεν με το νόημα εκεί όπου δέσποζε το ουγκ, να βάλουμε στη θέση των αιματηρών μονομαχιών το θέατρο, να απαλύνουμε τα αταβιστικά ένστικτα με την αγωγή της ψυχής και του πνεύματος, -πασχίζουμε χιλιάδες χρόνια τώρα να αλλάξουμε την ιαχή με τον ύμνο, τη δοξασία με το παραμύθι, την οιμωγή με τον λυγμό, το βαρβαρίζειν με την αρχιτεκτονική, τις μούσες, τη φλογέρα του Πάνα και την άρπα του Άδωνη.
Θα κλείσω ετούτο το ημερολόγιο με γραφή του Γιάννη Ρίτσου:
Μικρός λαός και πολεμά/ δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί/ το φως και το τραγούδι
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί/ τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί/ ραγίζουν τα λιθάρια
Έχεις δει τις ατέλειωτες αράδες των προσκυνημένων ψηφοφόρων με την καραβάνα υπό μάλης έμπροσθεν των εκκλησιών, το απίστευτο θορυβώδες αλισβερίσι στις εισόδους των ΚΑΠΗ, όπου δυο –δυο, τρεις –τρεις, παλληκάρια και γερόντια αμπώχνονται για τη σειρά στο ταϊσάρι, τα βουνά από αιτήσεις και δικαιολογητικά στα στενάχωρα γκισέ των προνοιακών παντοπωλείων, -έχεις δει το βλέμμα συνταξιούχου απελπισμένου, έχεις δει το μάτι άνεργου πατέρα;
Έχεις δει πώς πλάθεται το πυρακτωμένο σίδερο κάτω απ’ το σφυρί, μπορείς να φανταστείς μιαν απέραντη ψυχή πισθάγκωνα δεμένη στο σπιρτόκουτο;
Ναι, στήνουμε κώλο προκειμένου να λάβουμε δοσομετρικά τη δόση, επί σκοπώ να ρίξουμε ό,τι λάβουμε στα άπατα πηγάδια όσων μας δάνεισαν για να μας πάρουν την ψυχή. Κόβουμε (απ’) το φαί του έρμου για να γιομίσουμε τον νταβά του ‘συνευρωπαίου’, πετσοκόβουμε συντάξεις, επιδόματα, μισθούς, αφήνουμε καρκινοπαθείς, παραπληγικούς, ανήμπορους κι ανάπηρους στην απαλάμη του θεού, εγκαταλείπουμε έναν λαό δαρμένο σκουτί στα φράγκικα μανταλάκια, αφήνουμε απατεώνες να χλευάζουν την ανημπόρια μας στη διάκριση του θολού από το λαγαρό, του συμφέροντος από το απεχθές, αφήνουμε αγύρτες θιασάρχες να μας μοιράζουν πάλι ρόλους στο παίγνιο με τα σκλαβάκια που παίζουμε ολομονάχοι μας, αφήνουμε το αναπηρικό μυαλό του κάθε Schäuble να μας στιγματίζει ως ανίκανους και τεμπελχανάδες, όταν ο ιδρώς που στάζει καθημερινά ο που δουλεύει στη Γραικία γιομίζει στάμνες σαν κι αυτές με ζύθο που αδειάζει μονορούφι ο μερκελάνος στην καθισιά του.
Χιλιετίες τώρα αρμέγουμε από τον ήλιο για να φέξουμε σ’ όλον τον τόπο, τον δικό μας και τον ξένο, αναλώνουμε μέχρι ρανίδας τη φαιά ουσία μας για να δημιουργήσουμε ίαση και ιατρική, μαθηματικά και γεωμετρία, ποίηση και φιλοσοφία, -για να παράξουμε πολιτισμό, να μεταφέρουμε την ευηχία και το φωνήεν με το νόημα εκεί όπου δέσποζε το ουγκ, να βάλουμε στη θέση των αιματηρών μονομαχιών το θέατρο, να απαλύνουμε τα αταβιστικά ένστικτα με την αγωγή της ψυχής και του πνεύματος, -πασχίζουμε χιλιάδες χρόνια τώρα να αλλάξουμε την ιαχή με τον ύμνο, τη δοξασία με το παραμύθι, την οιμωγή με τον λυγμό, το βαρβαρίζειν με την αρχιτεκτονική, τις μούσες, τη φλογέρα του Πάνα και την άρπα του Άδωνη.
Θα κλείσω ετούτο το ημερολόγιο με γραφή του Γιάννη Ρίτσου:
Μικρός λαός και πολεμά/ δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί/ το φως και το τραγούδι
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί/ τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί/ ραγίζουν τα λιθάρια