του Φώτη Μότση
Κυκλοφοροῦν αὐτοί μέ τήν παλάμη τους
μές στίς δικές σου τσέπες
Μέ τή σκιά σου κάμνουνε ἀντήλια σκέπαστρα
στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ τους
Μέ τό κορμί σου στήνουν τά ὁδοφράγματα
Τά σωθικά σου κάνουν πέτρα καί τή χτίζουν ὅπως ὅπως
Σκάβουν ἁρμολογοῦν τίς φλέβες σου
Τό χρῶμα ἀποσποῦν τοῦ αἵματός σου
Καυχῶνται ὕστερα πώς εὔμορφα ἐκτυπῶσαν
τήν συνδιαλλαγή τους
Ἀφοῦ σέ ἀφήκαν ἄσπρο κίτρινο μαῦρο μελαψό
Ἀπροσδιόριστης φυλῆς
Ὡστόσο προπαντός
ράτσας ὑπάκουης
Μέ τίς κραυγές σου γράφουν ποίημα
γράφουν ἰαχή
Στά λογοτεχνικά συνέδρια ὁλολύζοντες
ἐπιδεικνύουνε ταυτότητες ἰσχύος
βγάζουν πιστόλι ἀπασφαλίζουν τή χειροβομβίδα
καί τ’ ἀκουμπᾶνε στό τραπέζι
τοῦ διαλόγου
ἤρεμα πάντως ἥμερα
Ἐπεξεργάζονται τοῦ ἔρωτα τό δάκρυ καί τοῦ πόνου
γιά νά τά ταριχεύσουνε σέ ἀκριβές μινιόν φιάλες
ἀκραίως ἐμπορεύσιμες
σέ χρόνους χαλεπούς στό πάρε δῶσε τῆς ἀγάπης
Πίσω ἀπ’ τίς γαλάζιες φλέβες
στό τρυφερό χεράκι τῆς ἔφηβης τσιγγάνας
βλέπουν τό μελαψό τομάρι της
βλέπουν σταυροφορίες
ὁραματίζονται σταυρούς στό πανωφόρι
τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μεγάλου
Στό χουφτωμένο ζευγαράκι στό παγκάκι
βλέπουν κοινωνικό κατάντημα
Ἀναπαράσταση λησμονημένης νιότης
ἀπαντέχουν
πού δέν νοεῖ νά πάψει διά παντός
Εὐήκοον τείνουν οὖ στήν κολακεία στό πιλάτεμα
Μέ τίς ἀνεμοδοῦρες τῆς πολιτικῆς τῆς ἄρχουσας
συντάσσονται αὐτοί
Ταξινομοῦν τά συναισθήματα σέ σύν καί πλήν
καί ποσοστά καί σύμβολα ἀριθμητικά