Επάενε κι ερχόταν η ψυχή του. Δρόμοι, σοκάκια, επαρχιακές οδοί με εκατό τόσα, χτυπάει κοντέρ στην εθνική γαίας -απείρου. Κουρνιάζει ύστερα στα καφενέ και στα σκυλάδικα μ' έναν μέτριο γλυκό αρχικά και μ' ένα κρασοπότηρο η συνέχεια. Το δεύτερο άδειο -κατά το συνήθειο.
Χουφτώνει άγαρμπα, αταβιστικά την ισιάδα της χωραφιάς μέσα στις απέραντες εκτάσεις του μυαλού του, στριμώχνοντας, ωστόσο, επιδέξια την ελιά στο μεσοβύζι της -χάνεται στην αντράλα των χυμών της γης, μαστουρώνει στις οσμές της, φεύγει. Αλαργεύει.
Άλλες ώρες, επανέρχεται, καλημερίζει πάλι το αγνάντεμα, ανηφορίζει τον τράχηλο του τοπίου. Αγκομαχά και ηδονίζεται.
Μεριάζει βράχια, αδειάζει το νερό απ' τις σπηλιές της γης και τ' ουρανού και κατοικεί τα νέφη. Συλλέγει χώμα, χρώματα και δάκρυ, φιλάει ευλαβικά τον ουρανό και παίρνει δρόμο γι' άλλα σύμπαντα με το τραινάκι των νεφών που δεν αρνήθηκε ποτέ το κάρβουνο και την αγάπη.
Να 'τηνε, ξανά, να πετροβολάει περίεργους, εκεί, στον ίδιο δρόμο: κοντή φουστίτσα, άγριο φιλί στ' αγερικό -κι ο τόπος ξένος, ξαφνικά. Απορριμματοφόρα σεργιανούν τεμπέλικα στην πόλη, ενώ ξωπίσω τους φυτρώνει ο φόβος. Ίσκιοι γνέφουν, άλλοι ελλοχεύουν μουλωχτοί. Ο Αίας με ακορντεόν -επαίτης στη γωνιά, κι ένας πελώριος τρόμος ν' ανατινάζει όλους τους τσιμεντένιους σιγαστήρες σε μιαν ηχητική ισοπέδωση, σ' ένα εικονικό παραλήρημα.
Ύστερα, να! Διαβαίνει δίχως μάτια και νερό τον πυρετό του κόσμου, κάνει την ερημιά σκουτί κατάσαρκο κι από τον ήχο άλλον ήχο βγάνει: νερό και γη και σκυθρωπά ποιήματα κι αμήχανους αγρότες, σκυμμένους πάνω από τη φλέβα της βροντής, πότες ακόρεστους στην ηδονή, το ρο της μιας σακάτας χρήσης και τα ο ο ο σαν βουητό από ποτάμι χρόνια στερεμένο που επιμένει ν' αρδεύει τη σιωπή.
Ήχο βγάνει ματιάς, ωραίας και παστρικά πλυμένης: ζωγραφισμένος ταύρος στο αρκουδίσιο μπράτσο του θαλασσινού, ένα ποτήρι άγριο κρα¬σί που δεν λέει να γλυκάνει για ν' αδειάσει -σαν του μουρλού ο δρόμος που σώνεται μονάχα στον γκρεμό.
Άλλες φορές αμίλητη, τιμωρημένη στη γωνιά.
Σκυλί δαρμένο άδικα κι απάνθρωπα, δανεικά και φίλοι που ανανήψανε ή που μισέψανε σε άλλα τοπία.
Μη δίνετε. Μη δίνετε. Αναδυθείτε για μια σύντομη ανάσα, και μετά ξανά στο όποιο επιπλέον της βολής. Κανείς δεν πρόκειται να πάρει περισσό -έχει δεν έχει ο θεός.
Επήγαινε κι ερχόταν η ψυχή του. Περαστική από τα γεννοφάσκια της, χαμένη μωρούλα στο λόγγο και στα κρυφά του μονοπάτια, δαρμένη απ' το χαλάζι, την ορφάνια, και δαγκωμένη απ' την απελπισιά του λύκου και την ερημία των τσακαλιών, να 'την νυχτοήμερα στην αποβάθρα με το μαντήλι του δακρύου προς κάθε τι που αλαργεύει. Ίδιος ο σκουριασμένος μόλος που διστάζει να σαλπάρει.
Η διπλή του κόσμου ομορφιά: η ηδονή κι ο πόνος της πληγής που πάει να κλείσει, ο χαλασμένος έρωτας που κλαίει σαν το μωρό παιδί στα ολοκαίνουργά του σπάργανα, μια γρατσουνιά στο χώμα που αφήνει να φανεί ο χυμός της ρίζας.
Εκεί, αυτή.
Σκόρπιοι αφροί στο ξέσπασμα των λέξεων, επαναστάτρια με γκόμενο στο πέτο σε προεκλογική πανήγυρη, μία προς μία οι υποσχέσεις ολωνών των φίλων που αγάπησε, οι κρεμασμένες στα μανταλάκια της μπουγάδας ήλιων συναχωμένων, κουτσομπόληδων.
Τόσοι γύρισαν. Αλλοι έφυγαν.
Αυτήν, ένας μαγνήτης την κρατάει συνεχώς στη μέρα. Μέσα στο σώμα της δημιουργεί μύθο άλλον, τρυγά της πόλης το κορμί, αδράχνει τη ζωή. Παραμυθιάζεται.
Τοπογραφία ενός κορμιού αλλιώτικου, που γλίτωσε την ύβρη, υβρίζοντας, γλίτωσε τον θάνατο, χλευάζοντάς τον.
Απ' όσους τόλμησαν και γύρισαν, οι άλλοι τόσοι έφυγαν ξανά. Αυτή, εκεί,
Να επιμένει. Η ψυχή. Ίδια η ζωή.
ΦωτοΜότσης