του Δημήτρη Σ. Μίχα
Α.
Όταν γίνεται αναφορά στο Ελληνικό-Ορθόδοξο Εορτολόγιο από λαογραφικής πλευράς, σε μεγάλο ποσοστό πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν την λαϊκότροπη εθιμική αντίληψη του Αρχαίου Ελληνισμού την οποία εν πολλοίς βιώνουμε και σήμερα ως ζώσα πολιτιστική κληρονομιά μας.
Αυτός ο λαϊκός πολιτισμός των ηθών και εθίμων παρά την καταλυτική επιρροή του Χριστιανισμού όχι μόνο έδειξε ανθεκτικότητα, στον τύπο κυρίως της λατρείας, αλλά φανέρωσε και μια σταθερότητα, ομοιομορφία και επανάληψη στον τρόπο λειτουργίας του, μέσα σε όλες τις ιστορικές περιόδους: Ρωμαϊκής και κυρίως από το Εκκλησιαστικό «κρησάρισμα1» της Βυζαντινής περιόδου, ώστε τελικά να αποκτήσει χαρακτήρα συλλογικής έκφρασης και αναπόσπαστο γνώρισμα - συνέχειας - της ψυχοσύνθεσης του Ελληνικού λαού μας.
Η Εκκλησία εμφορούμενη, κατά τους πρώτους αιώνες, από τον ενθουσιασμό της Αποκεκαλυμμένης Ευαγγελικής Αλήθειας και προσδιορισμένη από την Χριστιανική θεολογία , η οποία βασίζεται στην Γέννηση , Σταύρωση και Ανάσταση του Χριστού, οργάνωσε τον εορταστικό- ιερό χρόνο με «Άλλον» Νοηματικό λατρευτικό Τύπο. Ο κυκλικός εόρτιος χρόνος τώρα ως λατρευτική ανάγκη, παραμυθία και αγωγή έγινε περισσότερο εσωστρεφής και βρήκε τον ψυχικό – εξαγνιστικό χώρο για τον πιστό, στον Ιερό Ναό, στη θεία λειτουργία και στην μυστηριακή λυτρωτική ζωή.
Είναι μάλιστα «ο χρόνος του Ενιαυτού2» ενδεδυμένος με πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο και συντεθειμένος με Σωτηριολογικό και Εσχατολογικό σκοπό3 ο οποίος λίγη σημασία προσδίδει στην γιορτινή λάμψη, στην ευωχία, ευχαρίστηση και χαρά της εγκόσμιας πρόσκαιρης ζωής. Επιθυμεί δε να τονίσει με έντονο τρόπο και την πλήρη αντίθεση σε ειδωλολατρικές συμπεριφορές «γήινης προσκόλλησης», άσεμνης εικόνας, μέθης, και κραιπάλης που υπερέβαιναν τα ανεκτά όρια της ευπρέπειας και του σεβασμού των Καινών ιερών κειμένων και διδασκαλιών που δίδασκαν ήθος «ασκητικής στάσης», και την διαρκή «εν εγρηγόρσει» προετοιμασία της «Χαρμολύπου οδού» προς την Επουράνιον Βασιλεία.
Η ιθύνουσα Εκκλησία όμως, όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να εξαφανίσει ειδωλολατρικά παγιωμένα θέσμια, προσπάθησε πότε με σοφία και πότε μεταμορφώνοντας την ανάγκη ως φιλοτιμία, να κρατήσει μόνο τον τύπο των αγαπημένων εορτών και εκδηλώσεων, το εξωτερικό τους δηλαδή περίβλημα, με το οποίο ήταν εξοικειωμένοι ως ειδωλολάτρες οι νέοι Χριστιανοί.4
Με τον τρόπο αυτό έδειξε συγκατάβαση αναγνωρίζοντας την δυσκολία που είχαν αυτοί να αποχωρισθούν μακροχρόνιες προγονικές καταβολές και συνήθειες. Είχαν δυσκολία να αντιληφθούν την Εσχατολογική θεολογική διάσταση της Νέας Πίστης όταν οι δικές τους ανθρωπομορφικές και κυρίως ανθρωπο-παθολογικές θεότητες ήταν ενδοκοσμικές, εγκαταβιούσαν δηλαδή στον πεπερασμένο, κτιστό και περιβάλλοντα κόσμο τους.
Είχαν μάλιστα μαζί τους μία ωφελιμιστική σχέση του «δούναι και λαβείν» με την οποία έπρεπε να θεραπεύουν με προσφορές (υλικές, ευχαριστιακές ή δοξολογικές) τις ανθρωπόμορφες αδυναμίες και μύχιες επιθυμίες τους για να τύχουν της ευμενείας τους. Ειδάλλως κινδύνευε ο άνθρωπος από την ζηλότυπη στάση τους ή την Νέμεσή τους, δηλαδή την άκρως εχθρική για την προσωπική του ζωή κρίση τους, στην περίπτωση που έκριναν ότι στην ανθρώπινη συμπεριφορά γινόταν υπέρβαση (ύβρις) στου επιτρεπτού μέτρου του ωραίου, του ανδρείου, του ολβίου(πλούτου), και του ευδαίμονος (ευτυχίας).
Σε πρακτικό λατρευτικό επίπεδο αυτό έλαβε την μορφή δρωμένου όπου εξομοιώνεται, αναπαρίσταται σε ένα με συμβολισμούς αναπλασματικό σκηνικό της φυσικής πραγματικότητας, τον χώρο της οποίας όχι μόνο «εποπτεύει» η δύναμη ή η διακεκριμένη «πρόνοια» συγκεκριμένης Θεότητας, αλλά παράλληλα γίνεται αναγωγή στα πάθη ή στα δρώμενα της προσωπικής ζωής αυτής της Θεότητας πχ. του Διονύσου.
Με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται και ο χρόνος στην λειτουργία της καθημερινότητας αφού ο λατρευτικός μετασχηματισμός θα μορφοποιηθή ανάλογα με τον μήνα και την εναλλαγή εποχής (το έθιμο ανάμματος φωτιάς), την αγροτική ενασχόληση με την ευγονία και ευφορία της γής (Βοτά, Καλάνδας, Βρουμάλια πχ όργωμα, τρύγος, ευγονία ζώων), το χειμερινό ή θερινό ηλιοστάσιο, το «Γενέσιον» του θεού, την όποια «θεοφανεία» του και την «σημαντική» του παρουσία στα ανθρώπινα (πχ Αθηνάς), την ηρωοποιημένη ανάμνηση ενός μυθολογικού αλλά και ιστορικού γεγονότος, την «Κάθοδον» ενός θεού στον Αδη ή την «Ανάβασί» του εξ αυτού όπως πχ της Περσεφόνης, του Αδώνιδος κλπ., κλπ.
Εξ άλλου δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνά κανείς και την μεγάλη σημασία που έχει για τον διαχρονικό άνθρωπο τα πλέον ουσιαστικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή του: η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος5, οι επώδυνες και αθεράπευτες ασθένειες, οι θρήνοι, οι χαρές, ψυχικά βιώματα (ατομικά και κοινοτικά) που η λαϊκή παράδοση τα «θέσπισε» και τα «νομιμοποίησε».
Τέτοιες μυθοποιημένες όψεις της ζωής βρίσκονταν χωρίς υπερβολή αμέτρητες και διάσπαρτες στον «Ενιαυτό» του Ειδωλολατρικού κόσμου. Διαμορφώθηκαν δε ως λατρευτικά δρώμενα που λειτουργούσαν πότε – για λίγους- ως εκ-στατική μετοχή σε μυστικιστική τελετή (πχ Ελευσίνια Μυστήρια, αρχέγονα-οργιαστικά Διονύσια), πότε - ειδικά για τους πολλούς- σε γιορτινή πανηγυρική εκδήλωση της κοινότητας τους που πολλάκις κορυφώνονταν σε έντονη ψυχαγωγική έκφραση- εκτόνωση, εμπλουτισμένη με χορό, τραγούδι, φαγητό και …κρασοκατάνυξη!... Δεν είναι άσχετο αν ειπωθή πως αυτό το θρησκευτικό ήθος προσδιόριζε ταυτόχρονα με την λατρευτική σκοποθεσία, όχι μόνο το τοπικό τους ιδιόμορφο εθιμικό γνώρισμα, αλλά αν είχε «ομότροπη» αποδοχή ευρείας γλωσσικής γεωγραφικής περιοχής χρωμάτιζε εν πολλοίς με την θρησκευτική συνοχή , και την Εθνική ψυχοσύνθεση, την αυτοσυνειδησία και ταυτότητά τους.
Επίσης δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς και μια άλλη πλευρά του ειδωλολατρικού ανθρώπου, βαθειά ριζωμένη και παγιωμένη στην παγανιστική του κοσμοαντίληψη. Τα αρχαία μνημεία , τα κείμενα, οι παραστάσεις παντοίας προέλευσης, τα κτερίσματα κλπ., βεβαιώνουν το ανήσυχο πνεύμα του ανθρώπου, ακόμη και στις δύσπιστες στιγμές του, να «λαθρομάθει» για το Άγνωστο μυστήριο, να εκφράσει τις μύχιες ευχές-επιθυμίες επικράτησης της ευετηρίας6 και «της εκ Τύχης ευνοίας», να προσεύχεται για να επισκιάζεται από το Αγαθό γενικώς, αλλά και να αποτρέπει «μαγικώς» με ξόρκια, χαϊμαλί και φυλακτά την «επίσκεψη» κάθε κακού δαιμονίου.
Έτσι η λαϊκή παράδοση γέμει από την άσβηστη πίστη σε άπειρο αριθμό προλήψεων, μαγγανειών, δεισιδαιμονιών που έχουν ως επίκεντρο ζώα, Φυτά (ιερή βελανιδιά, Δάφνη, Πλάτανος, Ελιά) και αντικείμενα, που λειτουργούσαν ως αποτρεπτικά – φυλακτά για τις «μαγικές» θεραπευτικές ή αποτρεπτικές τους ιδιότητες ) (σκόρδο, χάντρες, απήγανο, κόκκαλο της νυχτερίδας, πέταλο, ρόδι, στεφάνια, ξόρκια, ιερά τοπία, ιερές πηγές , θεοποιημένοι Ποταμοί κλπ.).
Έτσι αν εξαιρέσουμε τα λατρευτικά ήθη-έθιμα που ενσωματώθηκαν στον «Τυπικό Κανόνα7» της Χριστιανικής λατρείας, επειδή «συνηχούν προς το ορθόδοξο δόγμα και το ορθόδοξο λειτουργικό ἦθος8», πολλά από αυτά η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία τα ανανοηματοδότησε και τα «άφησε» να λειτουργήσουν ή «παραεκκλησιαστικά», ή τα νομιμοποίησε στο μέτρο που δεν έθιγε την Εκκλησιαστική αλήθεια ή το ήθος της πνευματικότητάς της. Όμως είναι και πολλά για τα οποία εξέφρασε απερίφραστη καταδίκη , επειδή πιστεύει ότι δεν εναρμονίζονται με το πνεύμα της Αγίας Γραφής και τον Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, όπως πχ τα Αναστενάρια και οι Απόκρεω, για τις οποίες θα γίνει λόγος κατωτέρω.
Τα παραδείγματα για τις δύο πρώτες περιπτώσεις «κατά τις οποίες παρατηρείται διολίσθηση πολλών χριστιανών προς συμπεριφορές ανάλογες προς αυτές με τις οποίες οι εθνικοί τιμούσαν τις δικές τους εορτές9» είναι πολλά, θα παραθέσουμε εδώ κάποια από τα πλέον χτυπητά που πιθανόν να μην έχει σκεφθή κάποιος άμεσα.
Έτσι από αυτές, που ενσωμάτωσε στην ετήσια κατάταξη του κινητού και ακινήτου Εορτολογίου της κοσμώντας τες με εννοιολογικό χριστιανικό νόημα ήταν και η πολύ αγαπητή εορτή των γενεθλίων του θεού Μίθρα10, - Θεός του φωτός, του «Αηττήτου Ηλίου» και της δύναμης -, ο οποίος γεννήθηκε κατά τον μύθο σε σπήλαιο, και εορτάζονταν πανηγυρικά την 25η Δεκεμβρίου. Στην ίδια ακριβώς ημερομηνία η Εκκλησία από το 378 μ.Χ τοποθέτησε την Γενέθλιον ημέρα του Χριστού, τα Χριστούγεννα (αντί της 6ης Ιανουαρίου που εορτάζονταν), προσδίδοντας Του σκόπιμα και όλες τις προσωνυμίες του Μίθρα, ενώ με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκε υμνολογικά η Φάτνη της καλύβης των βοσκών σε Σπήλαιον· επίσης το Άστρον των Μάγων, η λαϊκή και όχι μόνο αγιογραφία το μετατρέπει σε Ήλιο πάνω από το Σπήλαιον.
Τα Κάλαντα, αντικατέστησαν την Ειρεσιώνη11. Ήταν αγύρτικα τραγούδια που τραγουδούσαν ομάδες παιδιών ή ενηλίκων στους δρόμους ή τα σπίτια με φιλοδώρημα. Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας και κατά το επόμενο έτος. Πήραν το όνομά τους όμως από τη γιορτή των καλανδών του ρωμαϊκού ημερολογίου.
Τα Γενέθλια. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν γιορτάζουν την «γενέθλιον ημέραν» τους γιατί τιμούν την ημέρα κατά την οποία εορτάζει και ο Άγιος που φέρει το όνομά τους, για να μιμούνται τη ζωή του. Η ημέρα δε γιορτής είναι η μέρα θανάτου του Αγίου αφού αυτή η ημέρα ταυτίστηκε ως η ευφρόσυνος αρχή της μετάβασης στα «δώματα της Ουράνιας Βασιλείας» που είναι ο τελικός στόχος του πιστού. (ιδέ και την 20η σημείωση)
Όλα τα περί μνημοσύνων: ταφή, πομπή, νεκρολογίες, μνημόσυνα, κόλλυβα, μεγάλωμα μαλλιών-γενιών, τα γεύματα και κεράσματα μετά την ταφή, μαύρη ενδυμασία (Οι χριστιανοί φορούσαν λευκά, το χρώμα της νίκης του θανάτου, αγνότητας και χαράς). Φυσικά η Εκκλησία καθιέρωσε με τους Τύπους αυτούς Τελετουργικά και Υμνολογικά μέρη (εξαιρετικού κάλλους αλήθεια), Χριστιανικού: πνευματικού και δογματικού περιεχομένου.
Η μαγειρίτσα, αντικατέστησε πρακτικές αρχαίας θυσίας σύμφωνα με την οποία από τα εντόσθια του σφαγμένου ζώου κάποια εκαίγοντο ώστε η τσίκνα και ο καπνός ανυψούμενα να ευαρεστήσουν τους θεούς και τα υπόλοιπα ετρώγοντο για να αποκτήσουν οι συνδαιτημόνες την «ζωτική δύναμη» του ζώου ήνά γίνουν κάτοχοι τής βουλητικής ζωτικότητας και των δυναμικών επιθυμιών τού θύματος (ζώου)12
Ο Οβελίας του Πάσχα. Είναι κατάλοιπο από την προκλασσική κιόλας περίοδο (βλέπε Ομηρο) ως βασικό στοιχείο θυσίας σε θεό , εορτής νικηφόρου αγώνα ή μάχης, μέρος της τελετής οργάνωσης αγωνισμάτων προς τιμήν κάποιου τεθνεώτος ήρωα. Εδώ προσαρμόστηκε στην νικηφόρο εναντίον του Θανάτου Κάθοδο του Χριστού στον Άδη με την Ανάστασή Του. (αλήθεια γιατί στον Άδη και όχι στην Κόλαση; Φυσικά εξ αιτίας προσομοίωσης με τα αρχαία Αδώνια και τον μύθο της Δήμητρας και Περσεφώνης)
Και, ας αναφέρουμε εδώ και ετούτο. Την ύπαρξη Αγίου(ας) ως προστάτου ενός Συλλόγου ή σωματίου, πόλεως ή χωρίου. Για παράδειγμα ο Άγιος Νικόλαος προστάτης των Ναυτικών αντί του Ποσειδώνα, η Αγία Βαρβάρα του Πυροβολικού αντί του Άρη, Ο Άγιος Μηνάς προστάτης των Γεωργών και Κτηνοτρόφων αντί της Δήμητρας , ο Άγιος Δημήτριος πολιούχος της Θεσσαλονίκης , ο Άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων πολιούχος της ομωνύμου πόλεως… όπως η Παλλάδα Αθηνά για την Αθήνα, Και ούτω καθ’ εξής…13
Β.
Για την Εορτή των Απόκρεω ίσως είναι πρέπον να αρχίσει κανείς από την αρνητική θέση της Εκκλησίας. Έστειλε μάλιστα στους πιστούς Χριστιανούς ξεκάθαρο και με κατηγορηματικό τρόπο μήνυμα με απόφαση της Πενθέκτης14 Οικουμενικής Συνόδου εναντίον κάθε έθους και συνήθειας ειδωλολατρικής προέλευσης15. Ο 62ος16 κανόνας, ιδίως, καταδικάζει με αφορισμό17 εκείνον που ενδίδει σ’ αυτά , τα οποία περιλαμβάνουν όμως στοιχεία και δρώμενα που προσιδιάζουν σχεδόν εντελώς στα έθιμα των σημερινών Απόκρεω. Συγκεκριμένα απαγορεύει μεταξύ των άλλων τις εορτές Βοτά προς τιμήν του Πανός , αρχαίου θεού των λαγκαδιών, αγροτών και κτηνοτρόφων, και τα βρουμάλια των Ρωμαίων που στην ουσία ήταν εορτές προς τιμήν του θεού Διονύσου των Ελλήνων, για τον οποίο απαγορεύεται ακόμη και να εκφωνείται το όνομα του κατά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών στα «εν τοις Ληνοίς».
Ας δώσουμε όμως προσοχή και στα κατωτέρω του 62ου κανόνα: Απαγορεύεται η χρήση προσωπείου (μάσκας , προσωπίδας κωμικής, τραγικής σατυρικής), απαγορεύονται και οι διεγερτικές «ορχήσεις», δηλαδή τα γλέντια με παντομιμικές ελευθεριάζουσες παραστάσεις σεξουαλικών πειραγμάτων ως αναπαράσταση δρωμένων γονιμότητας, (το σημερινό Μπουρανί) καθώς και η φορεσιά μεταμφίεσης που αρμόζει για το άλλο φύλο : ο άνδρας δηλ. να φορά γυναικεία και η γυναίκα ανδρικά. (πχ στο δρώμενο του Γάμου, της Θήβας και αλλού).
Ο κανόνας είναι αποκαλυπτικός, αν όχι απόλυτα για την προέλευση των Απόκρεω από τις εορτές που καταδικάζει, τουλάχιστον δεικνύει αντίστοιχους «Τύπους» που επιβίωναν στα τέλη του 7ου μ.Χ αιώνα με τρόπο και ένταση που υποχρέωσε 211 επισκόπους από όλη την Βυζαντινή επικράτεια για να ασχοληθούν με το θέμα. Φαίνεται πως η Διονυσιακή λατρεία που είχε ως βασικά στοιχεία της θρησκευτικής της Δομής «την ενθουσιαστική καταληψία», καθώς οι λάτρεις πληρούμενοι από το «ιερόν ποτόν», τον Ο ί ν ο ν, και τρώγοντας ένα σφάγιο- τοτέμ (με ιερές δηλ. ιδιότητες), που ψηνόταν, (συνήθως έναν χοίρο) πίστευαν, χορεύοντας ταυτόχρονα ένα μιμικό χορό, ότι ταυτίζονταν ιερουργικά με τον Θεό-Διόνυσο.
Καταλαμβάνονταν τότε από ένα είδος εκ-στασης ως συμμετέχντες στην οργιαστική λατρεία με σκοπό να προκαλέσουν την γονιμοποιό δύναμη για την ευφορία της γης. Ο μιμικός αυτός χορός που αναπαρίστανε τον χορό των Σατύρων, Βάκχων ή Μαινάδων γύρω από τον Διόνυσο - οι οποίες στον ερωτικό τους παροξυσμό τον ξέσκιζαν και τον έστελναν στο Αδη – εκτιμάται ως μια πράξη αναλογικής μαγείας μέσα από την οποία επιδιώκεται η ευγονία και ευκαρπία της γής και σε ένα συμβολισμό επίσης ανάκλησης του ίδιου του θεού από τον σκοτεινό χειμέριο θάνατο στο φως της αναγεννημένης εαρινής ζωής. « Εις όλα αυτά προφανώς ύπόκειται (και) ή παναρχαία πίστις εις τον «ενιαυτόν δαίμονα» ήτοι τήν κατ’ έτος αναγεννημένη καί επίσης κατ’ έτος θνήσκουσαν βλάστησιν»18
Η ενθουσιαστική αυτή υποτίθεται «ερωτική Βακχική κοινωνία» του οπαδού με έναν τόσο γήινο Θεό και λειτουργό της αναβλάστησης της φύσης, αναμόχλευε με μιμητικό δρώμενο την μύχια ελπίδα λύτρωσης και του δικού του ατυχούς δρωμένου από τον όποιον «θάνατο», σε δικαίωμα ζωής. Εκφράζοντας έτσι «εξομοίωση-ταύτιση» ζωής με τον θεό και απενοχοποιώντας με την λατρευτική του πράξη τις εσωτερικές αδυναμίες, πάθη και επιθυμίες του, ο Διόνυσος έμοιαζε πολύ οικείος, και γι’ αυτό ιδιαίτερα δυσμάχητος αν όχι ανεξίτηλος από τις ψυχές των ανθρώπων, των λαϊκών κυρίως στρωμάτων.
Γι’ αυτό στο Πηδάλιον της Εκκλησίας στην επεξηγηματική ερμηνεία του ίδιου κανόνα (62ου) διαβάζουμενααπαγορεύει ρητά στους χριστιανούς να τον επικαλούνται και να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία και να παριστούν διονυσιακά δρώμενα!:«(απαγορύεται)…μήτε να μουρώνονται με μουτσούνας και προσωπίδας Κωμικάς, ήτοι παρακινούσας εις γέλωτας ή τραγικάς, ήτοι παρακινούσας εις θρήνους και δάκρυα, ή Σατυρικάς , ήτοι ιδίας των Σατύρων και Βάγχων , οίτινες εις τιμήν του Διονύσου , ως εκστατικοί και Δαιμονισμένοι εχόρευον…»19
Σε αυτή την αμυντική – και η αλήθεια είναι όχι επιτυχημένη - στάση της Εκκλησίας, διαπιστώνεται η πείσμωνα εμμονή στις Παγανιστικές παραδόσεις από τους αγροτικούς κυρίως πληθυσμούς , αλλά και αστικούς ενθυμούμενοι τα Ανθεστήρια, που εκδήλωναν με αυτό τον συντηρητισμό και έναν ψυχικό δεσμό με τα «Πάτρια» πολιτιστικά ήθη τα οποία τους θύμιζαν στα μεταβυζαντινά χρόνια - προπάντων - και την Ελληνική τους καταγωγή.
Στα ανωτέρω συνηγορεί και ένα ασύνηθες μεν κείμενο, που εξυπηρετεί όμως η αναφορά του σε μια επιπρόσθετη άποψη προέλευσης των Απόκρεω από ειδωλολατρικές καταβολές με την καταγγελτική φυσικά θέση της Εκκλησίας. Είναι ένα Μαρτυρολόγιο20γραμμένοτέσσερις αιώνες αργότερα, 11ου αιώνα, το «Μαρτύριο του Αγίου Δασίου» σύμφωνα με το οποίο ο εν λόγω Άγιος, κατά την περίοδο του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μαρτύρησε στο όνομα του Χριστού, ενώ είχε επιλεγεί ως Έλλην (ειδωλολάτρης) στρατιώτης να θυσιασθή κατά το έθιμο στην πανήγυρι των Κρονίων21. Πέραν από την περίεργη αναφορά σε ανθρωποθυσία για την εθιμική ανάγκη μιας γιορτής, το Μαρτύριο καταφέρεται με δριμύτητα εναντίον μιας άλλης εορτής, εκείνης των Κρονίων επειδή ήταν συνδεδεμένη με πολυπληθείς πομπές, με τη φαγοποσία, κραιπάλη, ελεύθερη συμπεριφορά, με αλλόκοτες-«δαιμονικές» μεταμφιέσεις, αθέμιτες πράξεις και γενικώς ανηθικότητα∙22 Αυτή η γιορτή στα ρωμαϊκά χρόνια ταυτιζόμενη με τα Σατουρνάλια, γνωστά και ως Βρουμάλια, εκφυλίστηκε σε ακραίες οργιαστικές μορφές και απέκτησε πολύ κακή φήμη.
Αυτό ακριβώς είχε υπ’ όψιν ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-1217) αργότερα, όταν επέκρινε την ερωτική συμπεριφορά του Ανδρόνικου Κομνηνού γράφοντας: «Δεν αισθάνονταν ντροπή να αποπνέει βρώμα (ασέλγειας) των Κρονίων με το να συνουσιάζεται παρανόμως με την τρυφερά ροδομάγουλη γυναίκα του ανεψιού του, η οποία δεν έχει φθάσει ακόμη το 11ον έτος»23
Διαπιστώνουμε λοιπόν πως καθ’ όλη την Ρωμαϊκή και την Χριστιανική Βυζαντινή περίοδο υπάρχουν πηγές που αποκαλύπτουν την επιβίωση εορτών που έχουν όλα τα εθιμικά χαρακτηριστικά των Απόκρεω , οι οποίες αναβιώνουν έως σήμερα με τα παγανιστικά τους γνωρίσματα, έχοντας και τώρα εξαιρετική μεν δημοφιλία αλλά οργανώνονται έξω και χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας. Παλαιότερα μάλιστα, οι εκδηλώσεις αυτές της ευωχίας των μεταμφιέσεων, των χορών, των μιμικών παραστάσεων και της κοσμικής ελευθερίας, που καταδικάζει η Πενθέκτη Σύνοδος, εκδηλώνονταν αρχικά στην περίοδο τού Δωδεκαημέρου, δηλαδή από τα Χριστούγεννα ώς τις πρώτες ημέρες του ’Ιανουαρίου, και ήταν μάλλον χαιρετισμοί ευετηρίας και οιωνισμοί του Νέου Χρόνου, όπως τον γιόρταζαν και στις Καλένδες τους οι Ρωμαίοι και κληρονομήθηκαν στους Βυζαντινούς24. (ιδέ και σημ. 22) .
Οι εκδηλώσεις αυτές με την πάροδο του χρόνου μετατοπίστηκαν προς την Άνοιξη, παρ’ ότι στις βόρειες περιοχές της Πατρίδος μας, από Θεσσαλία έως την Θράκη, επιβιώνουν ακόμη κατάλοιπα ιδιότυπων εθίμων φαγοποσίας και μεταμφιέσεων (μωμόεροι ή μωμόγεροι), μετά σκωμμάτων και μιμικών παρελάσεων κατά την εορτή κυρίως των Θεοφανίων, φυσικά και των Απόκρεω.
Έτσι σήμερα παρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο της Ελληνο-ορθοδοξίας της αλληλοεπίδρασης, των συμβιβασμών, σε πολλά θέματα της παραλλήλου αυτονόμου πορείας , αλλά με μία διαχρονική αρμονική αλληλοπεριχώρηση και με έναν ζώπυρο σεβασμό συναλληλίας, όπου αυτή η αμοιβαία σχέση Αρχαίου Ελληνισμού και Χριστιανισμού, συνθέτει την πολιτιστική μας παράδοση. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν σήμερα γιορτάζουμε ισόχρονα δύο παράλληλα επίπεδα Απόκρεω (Αποκριών)25!
Το ένα με το Καρναβάλι και την ειδωλολατρική ελευθερία σε εκδηλώσεις ευωχίας, μεταμφιέσεων, χορών, μιμικών παραστάσεων, παγανιστικών δρωμένων, η οποία αρχίζει με τον λειτουργικό χρόνο του Τριωδίου που καθιέρωσε η Εκκλησία από την Κυριακή δηλ. του Τελώνου και Φαρισαίου έως την Καθαρά Δευτέρα. Και το άλλο είναι η πνευματική επιμέλεια της αυτογνωσίας και της μετανοίας, της ταπείνωσης και της εγκράτειας, όπως προβλέπουν οι Ευαγγελικές περικοπές του Τελώνου και Φαρισαίου, του Ασώτου Υιού, οι κατανυκτικοί Εσπερινοί, και η σταδιακή αποχή από το κρέας και ύστερα από τα γαλακτικά για να προετοιμαστούν οι πιστοί για την νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής αρχομένης από την Καθαρά Δευτέρα.
Όλα δε αυτά στον ίδιο χρόνο με μια γνήσια και αυθεντική λαϊκή έκφραση με ένα πολιτιστικό αμάλγαμα26 , λες και κάθε μέλος της κοινότητας κρύβει στον ψυχισμό του έναν ειδωλολάτρη Διόνυσο με τις μαινάδες του και μία μετανοούσα Μαρία Αιγυπτία με τον Άγιο Ζωσιμά. Με δεδομένο φυσικά πως δεν τίθεται θέμα διλημματικής προτίμησης ούτε ψυχολογική επιβάρυνση ενοχής εξ αιτίας θρησκευτικής «εκτροπής» ή αλλοίωση της πίστης. Η συμμετοχή σε ο,τιδήποτε προχριστιανικό δεν εκλαμβάνεται ότι αποχρωματίζει την συνείδηση των ιερών και οσίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά λογίζεται ως εκδοχή και σεβασμός στις παραδόσεις της Εθνικής μας κληρονομιάς που ούτως ή άλλως έχουν χάσει τον μυστηριακό και τελετουργικό τους νόημα και έλαβαν πλέον καθαρά ψυχαγωγικό χαρακτήρα27. Γι’ αυτό και η Εκκλησία παρ’ ότι έχει το «Κανονικό Δίκαιο» με το μέρος της δεν εκφράζει πύρινο λόγο εναντίωσης, πλην ακραίων, θεωρουμένων γραφικών, μεμονωμένων φωνών.
Γ’
Απ’ όσα κατατέθηκαν μέχρι τώρα καταλαβαίνει ο καθένας ότι σχεδόν όλα τα ανωτέρω συναντώνται στα ήθη και έθιμα του λαού μας, φυσικά και σ’ εκείνα που έχουν ενσωματωθή στις εορτές των Απόκρεω. Η διαδρομή των αιώνων όχι μόνο δεν τα γέρασε αλλά προβάλλουν πολλά , προσαρμοσμένα φυσικά στην συγχρονία των καιρών, με το σφρίγος μιας μακρόζωης νιότης, και την αντανάκλαση του τρόπου, του λόγου, της μορφής και περιεχομένου της «Άλλης Ελληνίδος» Εποχής.
Τώρα, λίγο ευέλικτα, μπορούμε να ταξινομήσουμε τις εορταστικές εκδηλώσεις της περιόδου των Απόκρεω σε τέσσερις τομείς.) την ποιοτική διαίρεσή τους ανά Κυριακή,) Το χαρακτηριστικό της μεταμφίεσής τους,) Οι χοροί και η ιδιαιτερότητα των αθυρόστομων τραγουδιών τους και IV) Τα δρώμενα με τις Παραστάσεις τους(με αντίστοιχο βωμολόχο λόγο αλλά και… εικόνα.
Θέματα ιδιαιτέρως προκλητικά και όμορφα που θα κάνουμε λόγο άλλη φορά.
Ζωτικόν , Απόκριες Μάρτιος 2016
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κρησάρισμα :καθάρισμα κοκκώδους υλικού με κόσκινο που το κουνούν έτσι ώστε να διαχωριστούν οι κόκκοι από τα ξένα σώματα, κοσκίνισμα του αλευριού με την κρησάρα, κοσκίνισμα, ψιλοκοσκίνισμα.
2. ἐνιαυτός, ὁ (ἔνος = annus)·I. οποιαδήποτε μεγάλη χρονική περίοδος, κύκλος, περιπλομένων ἐνιαυτῶν, όπως τα χρόνια εξακολουθούσαν να κυλούν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐτῶν ἐνιαυτούς, σε Αριστοφ. II. ἔτος, χρόνος, χρονιά, έτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐνιαυτόν, κατά τη διάρκεια ενός έτους, σε Ομήρ. Οδ.· τοῦ ἐνιαυτοῦ, κάθε χρόνο, σε Ξεν.· εἰς ἐνιαυτόν, για έναν χρόνο, σε Ομήρ. Ιλ.· κατ' ἐνιαυτόν, για ένα έτος, σε Θουκ.· ή κάθε χρόνο, σε Αττ. ΙΙΙ Το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή της σεληνης γύρω από τη γη. «ὡς ὅ γε τέλεος ἀριθμὸς χρόνου τὸν τέλεον ἐνιαυτὸν πληροῖ τότε, ὅταν ἁπασῶν τῶν ὀκτὼ περιόδων τὰ πρὸς ἄλληλα συμπερανθέντα τάχη σχῇ κεφαλὴν τῷ τοῦ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίως ἰόντος ἀναμετρηθέντα κύκλῳ Τίμαιος 39.c.1 – d.7 ,Πλάτων». Πηγή:Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των H.G. Liddell & R. Scott.
3. …Η αρχαία Εκκλησία για να εκφραστεί χρησιμοποίησε κατ’ αρχάς τη γλώσσα των συμβόλων. Παρέλαβε τα αρχαία, ειδωλολατρικά σύμβολα και τους έδωσε νέο περιεχόμενο και σκοπό. Συναντούμε όλα αυτά τα σύμβολα στα ζωγραφικά των κατακομβών, στα επιδαπέδια περίτεχνα ψηφιδωτά των παλαιο-Χριστιανικών βασιλικών, στις ανάγλυφες παραστάσεις των θωρακίων του φράγματος Πρεσβυτερίου ή τών σαρκοφάγων. Άλλωστε ο Χριστιανισμός, ως νέα θρησκεία, δανείστηκε όλα τα γνωστά εκφραστικά μέσα και δεν αρνήθηκε καμιά τέχνη. Η γλυπτική μόνο περιορίστηκε στον διακοσμητικό της ρόλο εξαιτίας της επιφυλακτικής στάσης των Χριστιανών καλλιτεχνών απέναντι στα ειδωλολατρικά αγάλματα. Παρόλα αυτά κάποιες συνήθειες των αρχαίων πέρασαν στον Χριστιανικό κόσμο, όπως για παράδειγμα η φυλακτοχρησία., Ειδωλολατρικά Ιερά και Αγάλματα Και η Χριστιανική Λατρεία. Αθανασίου Παλιούρα, Καθηγητού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Γιατί κτίσθηκαν Εκκλησίες πάνω σε παλαιότερους ναούς; Πηγή: Πρακτικά ΣΤ΄ Πανελληνίου λειτουργικού συμποσίου στελεχών Ιερών Μητροπόλεων. 20-23 Σεπτεμβρίου 2004. Αίθουσα συνεδριακού κέντρου Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου στην Τήνο.
4. Για παράδειγμα: …«Γενικά μέσα από τις πηγές φαίνεται πως υπάρχει ιδιαίτερος προβληματισμός της Εκκλησίας για τη χρήση, την ανάπλαση ή την καταστροφή των ασκληπιείων. Εκείνο που προβληματίζει στη λαϊκή συνείδηση είναι ο συσχετισμός του Χριστού ως θεραπευτή σωμάτων και ψυχών με τον ιαματικό θεό Ασκληπιό. Είναι ενδεικτικό ότι την αρχαία κρήνη του ασκληπιείου την μετέτρεψαν σε Βαπτιστήριο και ότι ενώ αρχικά ο ναός αφιερώθηκε στον Σωτήρα Χριστό, αργότερα τον αφιέρωσαν στους Αγίους Ανάργυρους. Το μνημείο των μνημείων, ο Παρθενώνας, τον 5ο αιώνα διαμορφώνεται εσωτερικό σε τρίκλιτη βασιλική που διαθέτει ευρύχωρο νάρθηκα, καθώς και υπερώα. Η παρθένος Αθηνά αντικαταστάθηκε από την Παρθένο Μαρία...» Ειδωλολατρικά Ιερά και Αγάλματα Και η Χριστιανική Λατρεία. Αθανασίου Παλιούρα, Καθηγητού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Γιατί κτίσθηκαν Εκκλησίες πάνω σε παλαιότερους ναούς; Πηγή: Πρακτικά ΣΤ΄ Πανελληνίου λειτουργικού συμποσίου στελεχών Ιερών Μητροπόλεων. 20-23 Σεπτεμβρίου 2004. Αίθουσα συνεδριακού κέντρου Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου στην Τήνο.
5. «Στον αρχαίο είδωλολατρικό κόσμοείναι γνωστό, ότι τό θείο νοείται άνθρωπομορφικώς καί άνθρωποπαθώς. Υπάρχει δηλαδή ένα πάνθεον άνθρωπόμορφων θεοτήτων, οί οποίες μιλούν καί έπικοινωνοΰν μεταξύ τους με τρόπο άνθρώπινο. ’Αγαπούν, οργίζονται καί υποφέρουν. Συνδέονται μάλιστα μεταξύ τους άκόμη καί με σχέσεις γάμου ή παιδοποιΐας. Ό άνθρωπομορφισμός αύτός καθορίζει άνάλογα καί τη σχέση των θεών με τον άνθρωπο. Ό άνθρωπος, έξαιτίας αύτών των άνθρωποπαθών έκδηλώσεων, αισθάνεται οικείος προς τούς θεούς, οί όποιοι άν καί δεν μπορούν να τού παράσχουν καμμία έλπίδα για σωτηρία καί «αιώνια» ζωή, έντούτοις μπορούν νά τού την άφαιρέσουν. Αύτό τελικά τό οποίο προσδιορίζει τή σχέση θεών καί άνθρώπων είναι μόνο ό θάνατος» : ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ, Επικούρου Καθηγητού τού Πανεπιστημίου ’Αθηνών
6. Ευετηρία: (ευ+έτος),καλόν έτος, καλή εποχή, καλή χρονιά, καλή συγκομιδή, Πηγή: ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ,ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ
7. Κανών: αρχαία ελληνική λέξη που δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που χρησιμεύει για ευθυγράμμιση, το όργανο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών γραμμών (χάρακας) και μεταφορικά καθετί που χρησιμεύει ως μέτρο, πρότυπο, κριτήριο ή μια γενική αρχή. Έτσι, τα βιβλία του Κανόνα, εφόσον πιστεύεται ότι περιέχουν τον αποκεκαλυμμένο θείο λόγο, αποτελούν το μέτρο της πίστεως και της ζωής του θρησκεύοντος ανθρώπου και το γνώμονα για την ευθυγράμμιση του θρησκευτικού του φρονήματος. Στην Καινή Διαθήκηαλλά και στην εκκλησιαστική γραμματεία του 3ου αιώνα, ο όρος κανών δηλώνει την επίσημη παράδοση, διδασκαλία, κλπ., των χριστιανών, ενώ από τον 4ο αιώνα ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και για τη δήλωση της Αγίας Γραφής, ως το μέτρο και κριτήριο της χριστιανικής πίστης και ζωής. Αργότερα η λέξη κανών πήρε τη σημασία της συλλογής, του καταλόγου των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Πηγή : OrthodoxWiki
8. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β.ΤΖΕΡΠΟΣ Λέκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Η Ορθόδοξη λατρεία στα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού. Κείμενο από το ΣΤ’ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Αθήναι, 20-23 Σεπτεμβρίου 2004, Γενικό Θέμα «Χριστιανική λατρεία και ειδωλολατρία». Τήνος
9. Αυτόθι
10. Α. διαβάζουμε από την vikipaidia: Ο Μίθραςήταν περσικόςθεός του φωτόςκαι της σοφίαςκαι η προέλευσή του ανάγεται σε μια αρχαιότερη βεδικήθεότητα. Στην Αβέστα, τα ιερά ζωροαστρικάσυγγράμματα, ο Μίθρας παρουσιάζεται ως «ο αγαθοεργός» (γιαζάτα), «ο Σωτήρας», το πνεύμα του καλού, ο υπερασπιστής και φύλακας της άσα —της αλήθειας και της τάξης— και ο άρχοντας του κόσμου, στον οποίο «ο Αχούρα Μάζδα(Ωρομάσδης) ανέθεσε την εποπτεία του κόσμου». Θεωρούνταν ότι είχε σφάξει τον θεϊκό ή κοσμικό ταύρο, το αίματου οποίου συντηρούσε όλα τα πλάσματα και παρείχε σωτηρία στους ανθρώπους. Επίσης, θεωρούνταν μεσίτης μεταξύ του ουρανού και των ανθρώπων στη γη και εγγυητής των συμβολαίων.)
Β. Από σημειώσεις μου, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ: …Η Εκκλησία λοιπόν βλέποντας πόσο δυσμάχητη ήταν αυτή η λατρευτική αφοσίωση του κόσμου, τοποθέτησε στα μέσα περίπου του 4ου αιώνος ακριβώς στην ημέρα αυτή, την εορτή της Γεννήσεως του Σαρκωθέντος Θεανθρώπου, του Χριστού και όχι μόνο αυτό, αλλά έσπευσε να του δώσει και χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα του Μίθρα. Το θείο βρέφος γεννιέται πλέον σε Σπήλαιον εκεί που μεγαλούργησε και έλαμψε η το φως και η παντοδυναμία του Μίθρα:
ü-«καὶ εὗρε σπήλαιον ἐκεῖ καὶ εἰσήγαγε αὐτήν» ἀπὸ τὸ ἀπόκρυφο τὸ λεγόμενο Πρωτοευαγγέλιο τοῦ ᾿Ιακώβου (κεφ. XVII)
ü-καὶ τὴν καθιερώνει ἡ ὑμνογραφία μὲ τὸν Ρωμανό: «καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει» (Κοντάκιον),
ü-Ένα από τα ζώα που πλαισιώνουν την Φάτνη είναι οπωσδήποτε το Βόδι
ü-Ο Χριστός ως Νεανίας -Παντοκράτωρ όλης της Δημιουργίας έχει υπό των ποδών του έναν ταύρο
ü-Ο Χριστός έπρεπε να είναι τώρα ο Ήλιος «ο δίδων το Φως» στον κόσμο, ο διαλύων με τη Γέννηση Του και την Ανάστασή Του αργότερα , τα σκότη, και όχι μόνο τα φυσικά, αλλά και εκείνα του Άδου.
üΓι’ αυτό και η Χριστουγεννιάτικη υμνολογία δεν φείδεται αντίστοιχων προσομοίων όπου με μεταφορές και παρομοιώσεις ταυτίζει τον Χριστό-Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου με τον Ήλιο.
üΕγώ ειμί το Φως του κόσμου….
üΑνέτειλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ηλιε της δικαιοσύνης…
üΗ Γέννηση Σου Χριστέ ο Θεός ημών ανέτειλε το φώς το της γνώσεως... σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν, εξ ‘ ύψους Ανατολήν.
üΤὸ σκοτεινόχρωμο σπήλαιο συνδέεται καὶ μὲ τὸν ῞Αδη ποὺ θὰ φωτίσει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ᾿Ανάστασή Του. Συμβολίζει ὅμως καὶ τὴν σκοτεινιὰ τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, στὴν ὁποία θὰ λάμψει τὸ χαρούμενο, λυτρωτικὸ φῶς: «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4, 16).
ü-αλλά και το Σπήλαιο της ουσιαστικής, πραγματικής γνώσεως της νέας Πίστεως κατ’ επιρροή του Σπηλαίου του Πλάτωνος.
11.Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλίον) είναι κλάδος αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά. Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας και κατά το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη). Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας τις καλένδες (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν.Πηγή : Έλλην λόγος – Πώς η ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο, της Άννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου.- Ρένα Μήκου-Μαραγκάκη», Ιστορία της λατρείας του Βάκχου. Χ. Ζανμέρ.:
12. Στο ιερό οικογενειακό σφάγιο τής Λαμπρής, στον «Λαμπριάτη» όπως ονομάζεται, το πρώτο μέρος πού θα φαγωθή τη νύχτα τής Αναστάσεως δεν είναι ούτε ό οβελίας, ούτε το οποιοδήποτε άλλο μέρος από το κρέας τού αμνού. Γιατί; Διότι το εναρκτήριο φαγητό θα γίνη με τα σπλάχνα τού θύματος. Πρόκειται για τη νεοελληνική «μαγειρίτσα», το απαραίτητο τούτο πρώτο «τελεστικό» —και παραδοσιακό— φαγητό τη νύχτα τής Λαμπρής. Συμβαίνει τούτο, επειδή το συκώτι, το ήπαρ των αρχαίων, εθεωρείτο ότι είναι ή έδρα των επιθυμιών. Ας θυμηθούμε εδώ τήν περίπτωση τού Προμηθέως. Θέλησε εκείνος νά πάρη το φως από τούς θεούς τού Όλυμπου και νά το δώση στούς ανθρώπους. Το συμπέρασμά μου τελικά έχει ως εξής: Πρώτο, ότι ο Προμηθέας πολύ επιθύμησε, γι’ αυτό και πολύ θα τιμωρηθή στο συγκεκριμένο κέντρο των επιθυμιών του. Και δεύτερο, ότι όταν και εμείς από το σφάγιο τής οικογενειακής θυσίας δοκιμάζουμε πρώτο - πρώτο το συκώτι του, είναι σα νά θέλουμε όλοι μας, φίλοι και δικοί, νά γίνουμε κάτοχοι τής βουλητικής ζωτικότητας και των δυναμικών επιθυμιών τού θύματος. Αυτή άλλωστε είναι και ή στιγμή, ή πιο κατάλληλη, γιά νά σηκώσουμε ψηλά το ποτήρι και νά ευχηθούμε ανάλογα. Είναι δηλαδή ή στιγμή πού έχουμε δοκιμάσει από το συκώτι και έχουμε έτσι κατορθώσει νά γίνουμε κάτοχοι των δυναμικών ιδιοτήτων του. Κ. Ρωμαιου, Λαογραφία και Ομηρος,Οδύσσεια, τευχος πρώτο σελ.46. :