Ο τόπος μου. Ένα κομμάτι γης, μια λωρίδα γης ξαπλωμένης στις κλιτείς της Βρυτζάχας ν’ αγναντεύει κατά κει που ανατέλλει ο ήλιος. Το κορμί της σκαμμένο απ’ την οργή της βροχής, με τις βαθειές ρυτίδες των λάκκων ως το συναπάντημά τους στον κάμπο, μια διπλωσιά στα πόδια της, λαξεμένη απ’ το ξεκίνημα ενός των παραποτάμων του θρυλικού Αχέροντα
Καταπράσινος τόπος, που αντιβοούσε άλλοτε απ’ τα κουδούνια των κοπαδιών, το σαλάγισμα των βοσκών και το ερωτικό κάλεσμα των πουλιών και της φλογέρας. Όμορφοι και δίσεκτοι χρόνοι. Ο πόνος και η χαρά, η φτώχεια και η ξενητειά, το τραγούδι όμοιο με το μοιρολόϊ και το μοιρολόϊ να τραγουδά τις πίκρες, την αγάπη. Όλα αυτά χαραγμένα στα μάτια μας, τότε που τον τόπο αυτό τον κοιτάζαμε κάπως αλλιώς.
Σήμερα, ο τόπος μου δεν έχασε από ομορφιά μα φτώχυνε από ανθρώπους. Λιγοστοί οι τυχεροί που αψήφισαν τις σειρήνες και κάθε που ξυπνάνε καλημερίζουν τον ήλιο απλώνοντας την ματιά τους πέρα ως την Ολύτσικα και πάνω ως τον Αλισσό. Άλλοι πολλοί σκόρπισαν μακρυά, με παραμάσκαλα τις χιμαιρικές τους απαντοχές και μια πληγή στην καρδιά να στάζει το φαρμάκι της στάλα – στάλα. Κάποιοι αφήσαν πίσω τα όνειρά τους, προσμένοντας να ξανασμίξουν εκεί που τα πρωτόχτισαν κι άλλοι απόκαμαν να καρτεράν ν΄ανέβει η μέρα.
Όμορφος τόπος ο τόπος μου, όμορφος τόπος ο τόπος καθενός μας, μιας και καθένας μας είναι κομμάτι του δικού του τόπου.
Ι. Μότσης