Εμείς, τα λιανά, ακούγαμε μονάχα και παραβγαίναμε σε σβελτάδα στην αποκάλυψη του χρυσού καρπού που θα μας έδινε την αχνιστή μπομπότα στα κρύα του χειμώνα. Είχαμε, βέβαια, φροντίσει να φτιάξουμε πολλά σουφλιά, από κρανιά, για να ΄ναι λυγερά σαν το κορμί της νιας και αιχμηρά ωσάν το κάλλος της. Στη Ρουπακιά, λοιπόν, άλλοι σκυφτοί φρρρτ φρρρτ με το δρεπάνι, άλλοι με μια χεριά αχερόκλωνα στην αμασχάλη να σιάζουν δέματα, άλλοι να τα φορτώνουν στη φοράδα, τη Μάρω, και στη Ρούσα για να κουβαληθούν στο αλώνι.
Βοηθούσαμε κι εμείς τα κούτσκα ό,τι μποράγαμε. Κι εκεί, ντάλα μεσημέρι, στα φυλλοκάρδια του Ιούλη, άρχισε να χαλάει ο ουρανός με μιαν απίστευτη ταχύτητα και να δονείται ο τόπος σύγκορμα από μπουμπουναριές. Μια από τις συνηθισμένες, τότε, μαυρίλες που προμηνούσαν σύντομο, άγριο ντουμάνι.
Λουφάξαμε όλα τα μικρά γύρω απ’ τα φουστάνια των μεγάλων. Εγώ, τρομαγμένος από τον διαπεραστικό αχό της βροντής, βρήκα φωλιά στην ποδιά της Σωτηρίας.
"Μη σκιάζεσαι, μανάρι μου, δεν είναι τίποτα, θα διαβεί και τούτο".
Αρεντέψαμε όλοι κάτω απ΄ το πουρνάρι, εκεί που κρεμόταν ο ντορβάς με το προσφάι, για να φυλαχτούμε απ’ τις χοντρές τις στάλες που πόναγαν σαν το χαλάζι. Και ήταν οι μπουμπουναριές τόσο βροντερές που νόμιζες πως θα γίνει το στερέωμα κεραμιδάκια. Εγώ ακόμα γραπωμένος στην ποδιά της Σωτηρίας. "Μωρε θείτσα, τι ‘ναι ετούτος όλος ο χαλασμός;" "Μη σκιάζεσαι, καμάρι μου, δεν είναι τίποτας. Κυνηγάει ο πάπ’ς τη βάβω!"
Ίσαμε σήμερα βλέπω έναν τεράστιο, οργισμένο γέροντα να ‘ χει πάρει στο κατόπι τη γριά του εκεί ψηλά στον ουρανό, ανάμεσα σε άσπρα, πουπουλένια γένια και σε μαύρα, γινατεμένα σύννεφα, μ’ ένα ρυτιδιασμένο σκόπι, μακρύ στο μήκος της δενδρογαλιάς. Και κάτω απ΄ τις τεράστιες πατούσες του να σιέται ολάκερος ο τόπος.
Ίσαμε σήμερα αναρωτιέμαι, μήπως η Σωτηρία ζωγράφισε μ’ αυτές τις λιγοστές κουβέντες ανεπανάληπτα τον θεό.