Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας δύναμη στα πόδια τους…..
…..Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους. Μετά ο Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου.
…….Από το Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα. Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο Αιθέρας κι η Ημέρα, που τα γέννησε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.
……..Η Γη πρώτα γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, ίσο με αυτήν να την καλύπτει από παντού
……..Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό, τον Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα. Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο δόλιος Κρόνος, ο φοβερώτερος απ’ όλους τους γυιούς, που μίσησε τον θαλερό γονιό του.
…..Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γυιό με ατρόμητη ψυχή. Και γέννησε και τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες που τρέφονται με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας.
Τιτανομαχία
…..Και κάτω απ’ τ’ αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν, τραντάζόταν ο μέγας Όλυμπος και στέναζε η γη. Κι απ΄τους δυό φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο, απ’ τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε απ’ το πελώριο τέρας (μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κεραυνός), και κόχλαζε ολ’ η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα. Κι από παντού μαίνονταν πελώρια κύματα στις ακτές, απ’ την ορμή των αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε. Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας στους νεκρούς του κάτω κόσμου, και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται γύρω απ’ τον Κρόνο (απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα).
....
Κατά τη διάρκεια της Τιτανομαχίας ο Προμηθέας τάχθηκε υπέρ του Δία και η συμβολή του στην ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους ήταν πολύ σημαντική. Κατά τον Λουκιανό, ο Προμηθέας, με την αρωγή της θεάς Αθηνάς, δημιουργεί τον πρώτο άνθρωπο (Χρυσό Γένος) από πηλό και φωτιά και με μορφή όμοια με αυτή των θεών, εξ ου άνθρωπος = ανδρός όψη (το πλάσμα που έχει την όψη ανδρός, θεού). Αυτό έλαβε χώρα μετά την Τιτανομαχία. Κατά τους Ορφικούς αυτός ο πηλός ήταν το χώμα που ποτίστηκε από το αίμα των Τιτάνων. Αναφερόμενος στην δημιουργία του ανθρώπου, ο Πλάτωνας μας μεταφέρει την εικόνα ενός όντος σφαιρικού, που διακρίνονταν σε τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και μεικτό) και είχε διπλή σειρά από μέλη και όργανα. Αργότερα ο Δίας, επειδή εξοργίστηκε από την αλαζονεία τους και φοβήθηκε τη δύναμή τους, τα χώρισε στα δύο.
Αλλ’ ο γενναίος γυιός του Ιαπετού (ο Προμηθέας) τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακριά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθιά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακριά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φωτιάς, δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Κουτσός (Ήφαιστος), πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας όπως το θέλησε ο Δίας. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ΄το κεφάλι μέχρι κάτω της έρριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό. Θαύμα να το βλέπεις. (Γύρω της, η Παλλάδα Αθηνά, έβαλε στεφάνια από λαχταριστά λουλούδια χορταριού που μόλις είχε βλαστήσει).
Και γύρω απ’ το κεφάλι της έθεσε χρυσό στεφάνι που το ’χε φτιάξει ο δοξασμένος Κουτσός με τα επιδέξια χέρια του, για χάρη του πατέρα του Δία. Και πάνω στο στεφάνι χειροτέχνησε πολλά σχέδια, θαύμα να τα βλέπεις από ζωντανά, όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Απ’ αυτά έβαλε πολλά πάνω του (και λαμποκοπούσε με πολλή γοητεία), θαυμαστά, που έμοιαζαν με ζώα έτοιμα να σου μιλήσουν. Έπειτα αφού έφτιαξε κακό τόσο όμορφο αντί για το καλό, την έβγαλε έξω όπου βρισκόταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι, ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα, κόρη του πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα που προοριζόταν για τους ανθρώπους (γιατί απ’ αυτή βγήκε το γένος των θηλυκών γυναικών). Γιατί απ΄ αυτή κρατά το ολέθριο γένος των γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς που κατοικεί μαζί με τους θνητούς άνδρες …………
Ενεκα της απάτης αυτή του Προμηθέα, ο Δίας κατέστησε την ζωή των ανθρώπων επίπονη. Οι άνθρωποι εκδιώχθηκαν από την αυλή του πατρός Διός, καταδικάστηκαν να γεράζουν και εξέπεσαν από την θεία ζωή (Πρόκλος).
Κάποτε οι άνθρωποι είχαν γίνει τόσο κακοί, που ο Δίας αποφάσισε να τους εξαφανίσει με κατακλυσμό. Τότε ο Τιτάνας Προμηθέας, γυιός του Κρόνου και της Ρέας, συμβούλεψε το γιο του τον Δευκαλίωνα, να κατασκευάσει μια κιβωτό για να σωθεί. Ο Δευκαλίων κατασκεύασε την κιβωτό και έβαλε μέσα τα απαραίτητα εφόδια. Όταν άρχισε να βρέχει ασταμάτητα, κλείστηκε μέσα μαζί με τη γυναίκα του την Πύρρα, η οποία ήταν κόρη του Επιμηθέα (ο άλλος αδερφός του Προμηθέα) και της Πανδώρας. Ο Δίας έριξε πολλή βροχή χωρίς διακοπή. Το νερό γέμισε τα ποτάμια, αυτά φούσκωσαν, ξεχείλισαν και παρέσυραν ό,τι βρήκαν μπροστά τους, αγαθά και ψυχές. Οι πεδιάδες έγιναν λίμνες και οι πολιτείες βούλιαξαν και χάθηκαν κάτω από τα νερά. Στο τέλος μόνο μερικές βουνοκορφές φαίνονταν πάνω σε μια απέραντη θάλασσα. Η κιβωτός με τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα έπλεε πάνω στα νερά εννιά μερόνυχτα. Ύστερα κάθισε στη κορφή του Παρνασσού ή όπως άλλοι έλεγαν, στην Όθρη ή στον Άθω ή στη Δωδώνη. Όταν η βροχή επιτέλους σταμάτησε και τα νερά αποτραβήχτηκαν, ο Δευκαλίων και η Πύρρα βγήκαν από την κιβωτό, και αφού ξαναπάτησαν τη γη , χωρίς να έχουν πάθει τίποτα, έκαναν θυσία στο Δία να τον ευχαριστήσουν για τη σωτηρία τους. Ο Δίας δέχθηκε καλόκαρδα την προσφορά τους και έστειλε τον αγγελιοφόρο του Ερμή να τους πει να του ζητήσουν όποια χάρη θέλουν. Τότε ο Δευκαλίων και η Πύρρα ζήτησαν από το Δία ανθρώπους. Ο Δίας δεν αρνήθηκε και τους είπε: «Να ρίξετε τα οστά της μητέρας σας, πίσω σας». Ο Δευκαλίων και η Πύρρα και σύμφωνα με τις οδηγίες του Προμηθέα, προχωρούσαν, έπαιρναν πέτρες από τη μητέρα γη και τις έριχναν πίσω τους, χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν. Όταν έπεφταν οι πέτρες του Δευκαλίωνα ή γη έβγαζε άντρες, όπου έπεφταν οι πέτρες της Πύρρας η γη έβγαζε γυναίκες. Έτσι έγινε ένας νέος λαός από τις πέτρες της γης (λάος = πέτρα), άσχετος με τους κατ' αυτό απογόνους του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
Το όνομα Δευκαλίων φανερώνει τον κάλλιστο άνδρα του Διός, ενώ το όνομα Πύρρα, φανερώνει το πύρινο ηλιακό σπέρμα, τον νέο γόνο που θα φιλοξενήσει στα σπλάχνα της η πρώτη γυναίκα δια να επέλθουν τα νέα ελληνικά φύλλα.
Από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκαν ο 'Έλλην, 9.500 χρόνια π.Χ., ο Αμφικτύων, η Πρωτογένια, η Μελανθώ, η Πανδώρα η νεώτερη και η Θυία.
Από τον Έλληνα και την νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκε ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Ο Έλλην μοίρασε την χώρα στους τρεις γυιούς του. Ο Ξούθος πήρε την Πελοπόννησο και από την Κρέουσα την κόρη του Ερεχθέα, γέννησε τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους ονομάζονται οι Αχαιοί και οι Ίωνες. Ο Δώρος δε πήρε την χώρα πέραν από την Πελοπόννησο, από τον εαυτόν τον ονόμασε τους κατοίκους Δωριείς, ο δε Αίολος πήρε τους τόπους γύρω από την Θεσσαλία και τους κατοίκους ονόμασε Αιολείς. (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 49, 1 )
Από τον Δία και την Πανδώρα, κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, γεννήθηκε ο Γραικός,
Από τον Δία και την Θυία, κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, γεννήθηκαν ο Μακεδόνας και ο Μάγνητας.
Από τον Αμφικτύονα γεννήθηκε ο Λοκρός, ο οποίος ίδρυσε την Λοκρίδα.
Από τον Δία και την Ηλέκτρα, κόρη του Άτλαντα, γεννήθηκε ο Δάρδανος, ιδρυτής της πόλεως Δαρδάνου στο όρος Ιδα της Τρωάδος
Από τον Δάρδανο και την Βατεία, κόρη του Τεύκρου, γεννήθηκε ο Εριχθόνιος
Από τον Εριχθόνιο και την Αστυόχη, κόρη του Σιμόεντα, γεννήθηκε ο Τρώας.
Από τον Τρώα και την Καλιρρόη, κόρη του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου, γεννήθηκε ο Ιλος, ο οποίος έκτισε το Ιλιον.
Από τον Ιλο και την Ευρυδίκη, κόρη του Αδράστου, γεννήθηκαν ο Λαομέδων και η Θεμίστη. Ο Ίλος έγινε έτσι ο κοινός γενάρχης δύο κλάδων ή «οίκων», του Πριάμου και του Αινεία.
Από τον Λαομέδοντα και την την Στρυμνώ γεννήθηκε ο Πρίαμος, βασιλιάς της Τροίας
Από τον Πρίαμο και την Εκάβη γεννήθηκαν ο Εκτωρ, ο Ελενος και ο Χάων.
Από την Δία και την νύμφη Αίγινα γεννήθηκε ο Αιακός.
Από τον Αιακό και την νύμφη Ενδηΐδα γεννήθηκε ο Πηλέας.
Η ασημοπόδαρη Θέτις υποταγμένη στον Πηλέα, γέννησε τον Αχιλλέα τον λεοντόκαρδο, που σπάει τις φάλαγγες του εχθρού.. (Θεογονία Ησιόδου)
Από τον Αχιλλέα και την Δηιδάμηδα, κόρη του Λυκομήδη, γεννήθηκε ο Νεοπτόλεμος.
Από τον Νεοπτόλεμο και την Ανδρομάχη, κόρη του Ηετίωνα και σύζυγο του Εκτορα, γεννήθηκε ο Μολοσσός. Μετά την άλωση της Τροίας, η Ανδρομάχη πιάστηκε αιχμάλωτη και, στη διανομή ανάμεσα στους νικητές, έπεσε στον κλήρο του Νεοπτόλεμου, γιού τού νεκρού πια Αχιλλέα. Ο Νεοπτόλεμος την οδήγησε στη Φθία, όπου την έκανε γυναίκα του και απέκτησαν μαζί ένα παιδί, τον Μολοσσό (Παυσ. Α 11, 1). Μετά τον θάνατο του Νεοπτόλεμου, η Ανδρομάχη έφυγε με τον Έλενο, γυιό του Πριάμου και της Εκάβης και αδελφό του Έκτορα, στην Ήπειρο. Εκεί μια περιοχή της Ηπείρου πήρε το όνομα του Μολοσσού και μετονομάστηκε σε Μολοσσία και μια δεύτερη περιοχή πήρε το όνομα του Χάονα και μετονομάστηκε σε Χαονία Ο Αινείας, γυιός του Αγχίστη και της θεάς Αφροδίτης, τους συνάντησε στο ταξίδι του για την Ιταλία (Αινειάδα, 3, 294 κ.ε.). Γυιός του Νεοπτόλεμου ήταν ο Αιακός, γενάρχης του οίκου των Αιακιδών.
Απόγονος του Αιακού ήταν η ιέρεια του μαντείου της Δωδώνης και των Καβειρίων Μυστηρίων της Σαμοθράκης Πολυξένη ή Μυρτάλη, η οποία μετονομάσθηκε σε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη. Γυιός της Ολυμπιάδας και του Δία ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, βασιλεύς των Μακεδόνων. Μετά την αποκάλυψη, πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν γυιός του Φιλίππου αλλά του Δία, ο Φίλιππος την χώρισε και την έστειλε πίσω στην Ηπειρο. Η Ολυμπιάδα, μετά τον θάνατο τους αδελφού της Αλέξανδρου, βασιλιά των Μολοσσών, έγινε αντιβασίλισσα των Μολοσσών και επίτροπος του ανήλικου εγγονού της Αλέξανδρου του Γ΄. Κυβέρνησε την Μολοσσία για 13 χρόνια και διεύρυνε το κοινό των Μολοσσών με την εισδοχή νέων ηπειρωτικών φύλων και το μετονόμασε «Οι Σύμμαχοι των Απειρωτάν», αποκαθιστώντας το γόητρο της δυναστείας των Αιακιδών.
Στην Μολοσσία κατέφυγε ο γυιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλέξανδρος ο Δ΄ με την μητέρα του Ρωξάνη.
Από τον Ποσειδώνα και τη νύμφη Κυλλήνη γεννήθηκε ο Πελασγός, ιδρυτής του Αργους.
Από τον Πελασγό και την ωκεανίδα Μελίβοια γεννήθηκε ο Λυκάων, πρώτος βασιλιάς της Αρκαδίας.
Δευτερότοκος γυιός του Λυκάονα ήταν ο Θεσπρωτός. Ο Θεσπρωτός εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και πήγε σε άλλη χώρα, στην οποία έδωσε το όνομά του (Θεσπρωτία), καθιστάμενος ο «επώνυμος ήρωας» των Θεσπρωτών. Απέκτησε ένα γιο, τον Άμβρακα.
Η περιπλάνησή μας αυτή στην γοητευτική μας μυθιστορία μας έδωσε τους τρεις γενάρχες των ελληνικών ηπειρωτικών εθνών: τον Μολοσσό, τον Ελενο και τον Θεσπρωτό, οι οποίοι είναι και απόγονοι του Ελληνα, γυιού του Δευκαλίωνα, πατέρας του οποίου ήταν ο Προμηθέας, γυιός του τιτάνα Ιαπετού, θείος του Δία, ο οποίος Δίας ήταν γυιός του Κρόνου, αδερφού του Ιαπετού.
Οι τρεις γενάρχες των ελληνικών ηπειρωτικών εθνών κατοίκησαν την Ηπειρο και έδωσαν καθένας τ΄ όνομά του σε αντίστοιχη ηπειρωτική περιοχή:
1. την Μολοσσία από τον Μολοσσό
2. την Θεσπρωτία από τον Θεσπρωτό
3. την Χαονία από τον Ελενο, ο οποίος έδωσε στην περιοχή του το όνομα του αδελφού του Χάονα.
ΗΠΕΙΡΟΣ
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι θεωρούσαν πως η Ήπειρος άρχιζε από τον Αμβρακικό κόλπο και τελείωνε στον μυχό του κόλπου του Αυλώνα στην πόλη του Ωρικού (σημ. Χειμάρρας) (“Αρχά Ελλάδος από Ωρικίας”, Πολύβιος). Βέβαια υπάρχει και κάποια άλλη εκδοχή που θεωρεί πως η Ήπειρος ορίζεται βορειότερα, από τον Γεννούσο ποταμό (“Ταύτην δε την οδόν Εγνατίαν (…) εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά έθνη”, Στράβων).
Στην αρχαία Ήπειρο, κατά τον Πολύβιο, κατοικούσαν δεκατέσσερα ηπειρωτικά φύλα, κατά δε τον Στράβωνα ένδεκα:
οι Σελλοί- Ελλοπαίοι (Δωδώνη)
οι Αρκτάνες, έθνος ηπειρωτικόν.
οι Γενοαίοι, έθνος μολοσσικόν
οι Δωνεττίνοι, εθνος μολοσσικόν
οι Υπαιλόχιοι έθνος Μολοσσικόν
οι οι Ελλινοί, έθνος Θεσπρωτικόν
οι Χαύνοι, έθνος Θεσπρωτικόν
οι Κέλεθοι, εθνος Θεσπρωτικόν
οι Παραβαίοι, έθνος θεσπρωτικόν
οι Ομοφαλίοι κατοικούντες περί τον Αώο ποταμό
οι Συλίονες, έθνος Χαονίας
οι Αθαμάνες με πρωτεύουσα την Αργιθέα
οι Κασσωπαίοι από Καλαμά μέχρι Αμβρακικό με πρωτεύουσα την Κασσώπη
Βόρειο όριο της Ηπείρου ήταν η Ιλλυρία, η οποία πήρε το όνομά της από τον Ιλλυριό, γυιό του Κάδμου και της Αρμονίας. Αδερφός του Ιλλυριού ήταν ο Αδρίας, ο οποίος έδωσε και το όνομά του στην Αδριατική θάλασσα. Οι Ιλλυριοί ήταν ελληνικό πελασγικό φύλλο, Στην Ιλλυρία κατέφυγαν κάτοικοι της Αλβανίας, μιας χώρας της Υπερκαυκασίας, όταν αυτή διαλύθηκε από τους Ρωμαίους. Στην Ιλλυρία βρισκόταν και η πόλη «Αρβανον», και οι κάτοικοί της «Αρβανίτες», πολλοί εκ των οποίων μετακινήθηκαν από τον Εμμανουήλ. Κατακουζηνό και τον Θεόδωρο Παλαιολόγο, νοτιότερα, κυρίως στην Αττική, Βοιωτία και την Πελοπόννησο για να ενισχύσουν τον ντόπιο πληθυσμό.
Νότιο όριο της Ηπείρου ήταν ο Αμβρακικός κόλπος και η χώρα των Αιτωλών. Ο Αμβρακικός κόλπος πήρε το όνομά του από τον Αμβρακα, γυιό του Θεσπρωτού, η δε Αιτωλεία πήρε το όνομά της από τον Αιτωλό, γυιό του Ενδυμίωνα και της Ιφιάνασσας. Από τον Αιτωλό και την Προνόη, κόρη του Φόρβου, γεννήθηκαν ο Πλευρών και ο Καλυδών.
Ανατολικό όριο της Ηπείρου ήταν και είναι η Θεσσαλία και η Μακεδονία. Η Θεσσαλία πήρε το όνομά της από τον Θεσσαλό, γυιό του Ηρακλή και της Χαλκιόπης. Ο Θεσσαλός οδήγησε τους Θεσπρωτούς από την Εφύρα της Θεσπρωτίας στην Θεσσαλία γι’ αυτό και οι Θεσσαλοί ονομάζονταν και Εφυραίοι. Η Μακεδονία πήρε το όνομά της από τον Μακεδόνα, γυιό του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
Δυτικά βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος. Αρχικά το Ιόνιον πέλαγος ονομαζόταν κόλπος της Ρέας και Κρόνιος θάλασσα (Κρονίην άλα). Πήρε το όνομά του από την Ιώ, ερωμένη του Δία και σε ανάμνηση της περπλάνησης της Ιούς και στα εδάφη των Μολοσσών, καταδιωκόμενης από την Ηρα και μεταμορφωμένης από τον Δία σε αγελάδα.
Σημαντικές πόλεις της αρχαίας Ηπείρου ήταν ο Ωρικός, η Χιμέρα, ο Ογχησμός, ο Βουθρωτός, η Φοινίκη, η Αντιγόνεια, η Πασσαρών, , πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών και έδρα του βασιλικού οίκου των Αιακιδών, η Κασσώπη κ.ά. Σημαντική χρονιά ήταν το 375 π.Χ. όταν οι Ηπειρώτες να συνασπισθούν στη “Συμμαχία των Ηπειρωτών”. Στη συνέχεια η Ήπειρος περνά μια ένδοξη περίοδο όταν βασιλιάς της γίνεται ο περίφημος Πύρρος με τις εκστρατείες στην ιταλική χερσόνησο.
Ο ξακουστός Αχέρωντας και η Στύγα
«…άραξ’ εκεί το πλοίο σου στου Ωκεανού την άκρη,
και στου Αδη κίνησε να πας στ’ αραχνιασμένο σπίτι,
εκεί ο Πυριφλεγέθοντας, στου Αχέροντα του ρέμα
κυλιέται με τον Κωκυτό, που πέφτει από τη Στύγα,
κι ο βράχος που βαρύβροντα τα δυο ποτάμια σμίγουν…»(κ’ ραψωδία)
Εδώ ο Ομηρος τοποθετεί την Στύγα στις πηγές του Κωκυτού. Αλλά και ο Πλάτωνας στον διάλογο του Σωκράτη με τον Φαίδωνα αναφέρει:
«…Απέναντι πάλιν τούτου ο τέταρτος ποταμός χύνεται κατ' αρχάς εις τόπον, ο οποίος, καθώς λέγεται, είναι φοβερός και άγριος, έχει δε ολόκληρος χρώμα σαν το κυανούν περίπου και ονομάζεται Στύγιος• ο ποταμός αυτός σχηματίζει και την λίμνην Στύγα, όπου εκβάλλει• μόλις πέση εδώ, τα ύδατά του αποκτούν φοβεράς ιδιότητας και τότε αφού εισδύση εις το εσωτερικόν της γης, προχωρεί με στριφογυρίσματα κατ' αντίθετον προς τον Πυριφλεγέθοντα διεύθυνσιν και έρχονται προς συνάντησίν του παρά την Αχερουσιάδα λίμνην από το αντίθετον μέρος• ούτε του ποταμού τούτου τα ύδατα ανακατεύονται με άλλα, αλλά και αυτός, αφού διαγράψη με την ροήν του κύκλον, χύνεται εις τον Τάρταρον από το αντίθετον προς τον Πυριφλεγέθοντα μέρος• το όνομα του ποταμού τούτου είναι, καθώς λέγουν οι ποιηταί, Κωκυτός. »
Είναι συνεπώς λογικό να τοποθετείται η Στύγα και τα νερά της Στυγός παρά την Αχερουσία λίμνη και τον Αχέροντα και όχι στην ανατολική πλευρά του Χελμού στην Πελοπόννησο. Κατά τον Ησίοδο η Στύγα ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Η Στύγα απέκτησε με τον Πάλλαντα τέσσερα παιδιά: τον Ζήλο, την Νίκη, το Κράτος και την Βία. Κατά την τιτανομαχία η Στύγα προσέτρεξε πρώτη σε βοήθεια του Δία, γι’ αυτό και ο Δίας την τίμησε με δώρα και όρισε αυτή να είναι ο μεγαλύτερος όρκος των θεών, και όποιος θεός τον παρέβαινε έπεφτε για δέκα χρόνια σε λήθαργο, όμοιο με τον θάνατο. Η Στύγα είχε το παλάτι της στα Τάρταρα και τη φυλάγανε μέρα νύχτα δράκοι ακοίμητοι. Από το παλάτι της προέρχονταν τα νερά της πηγής «Ύδατα Στυγός».
Ομορφη μυθιστορία - μέρος Β΄
Ι. Μότσης