adelfotita  Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”

Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"   

Σύνδεση / εγγραφή

Αρχείο φωτογραφιών

Η Αδελφότητα Ζωτικιωτών στο Facebook

zotiko 2

Ο Σύλλογος Ζωτικιωτών στο Facebook

vrytzacha

Διαδικτυυακές Δημ. Υπηρεσίες

Screenshot 2023 04 27 at 1.38.35 PM

Ελληνικό Κτηματολόγιο

Screenshot 2023 04 27 at 1.48.41 PM

Α.Α.Δ.Ε.

Screenshot 2023 04 27 at 10.27.29 PM

Screenshot 2023 04 28 at 12.10.11 AM

Τὸ Πολιτικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν

Ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, https://vaspapachristou.gr

Δημητρίου Μίχα, φιλολόγου

Μέρος Δεύτερο

  1. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἑορτῆς

Ἡ ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου καθιερώθη κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰῶνα ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 -1118). Μέχρι τότε οἱ λόγιοι ἅγιοι πατέρες ἐτιμῶντο ξεχωριστά, ὅταν στὴν ἀναθέρμανσι τῶν κλασσικῶν γραμμάτων προέκυψε μιὰ «ἔριδα» μεταξὺ τῶν πνευματικῶν κύκλων τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ὑπῆρξε σπουδαιότερος ἀπὸ πλευρᾶς προσφορᾶς στὴν μελέτη τῶν ἀρχαίων κειμένων καὶ στὴν ἀντίστοιχη τῶν θεολογικῶν θεμάτων.

Ἄλλοι ὑποστήριζαν ὅτι σπουδαιότερος ὡς πρὸς τὴν προσφορὰ ἦταν ὁ Μ'. Βασίλειος, ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο καὶ ὑψιπέτη νοημάτων τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ ἄλλοι δεινότερο ὡς θεολόγο καὶ ρήτορα τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, κατατάσσοντας τους σὲ διαφορετικὴ ἀξιολογικὴ σειρὰ. [1].

Ἡ πνευματικὴ διαμάχη φαίνεται ἔλαβε ζηλωτική μορφὴ μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ καθενὸς νὰ φτάσουν στὸ σημεῖο νὰ χαρακτηρίζονται ὡς «Ἰωαννίτες», «Βασιλείταις» καὶ «Γρηγορῖτες». Γιὰ νὰ συμφιλιώσει τὶς ἀντιθέσεις αὐτές, ὁ  λόγιος Μητροπολίτης Εὐχαΐτων τῆς Παφλαγονίας Πόντου, Ἰωάννης ὁ  Μαυρόπους (1000; - 1075 περίπου), ὁ ὁποῖος ἦταν μία ἀπὸ τίς σημαντικώτερες προσωπικότητες τῶν βυζαντινῶν γραμμάτων τοῦ 11ου αἰῶνος, διδάσκαλος φιλοσοφίας καί ρητορικῆς στὴν Κωνσταντινούπολι, διατελέσας καὶ σύμβουλος τοῦ Κων/νου Θ´ Μονομάχου (1046-47), σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν διήγησι τοῦ «Συναξαριστοῦ», πρότεινε νὰ θεσπισθῆ κοινὴ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὶς 30 Ἰανουαρίου, ὑποστηρίζοντας τὴν καθ'ὅλα ἰσοτιμία τους.

Πρὸς τοῦτο ἔγραψε ἕναν «ἐγκώμιο» λόγο γιὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες [2], καὶ πολλὰ ἐπιγράμματα πρὸς τιμὴν τους, τὸ πνεῦμα τῶν ὁποίων συμπυκνώνεται στὸ: «εἰς τοὺς τρεῖς ἅμα (συγχρόνως, ἰσότιμα καὶ στοὺς τρεῖς)», «Ὁμοῦ δίκαιον τρεῖς σέβειν ἑωσφόρους... (εἶναι δίκαιο νὰ τιμοῦμε μαζὶ τοὺς τρεῖς οἱ ὁποῖοι φωτίζουν μὲ τῆς αὐγῆς τὸ φῶς)»• πίσης: ποιήματα, κανόνα τοῦ Ὄρθρου καὶ τὴν Ἀκολουθία τῆς κοινῆς ἑορτῆς. Ἡ πρότασι του ἔγινε δεκτή, μᾶλλον μετὰ τὸν θάνατό του [3], ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’, (1081 – 1118) καὶ ἀπὸ τότε θεσπίσθηκε ἡ ἑορτὴ αὐτή, ἡ  ὁποία ἑορτάζεται πάντοτε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα.  

Ἀπὸ τότε, καὶ ἡ Ἁγιογραφία τοὺς εἰκονίζει μαζὶ (ἐν πνεύματι καὶ σώματι) ντυμένους μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια κρατώντας μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὸ δεξὶ νὰ εὐλογοῦν, κατὰ δὲ τὴν ἁγιογραφική τάξι τῆς ἐκκλησίας εἰκονογραφοῦνται στὸ ἱερὸ βῆμα γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι τοὺς συνέδεσε μὲ τὴν συγγραφὴ τριῶν λειτουργιῶν: τῶν δύο γνωστῶν βυζαντινῶν λειτουργιῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ μιᾶς, προερχόμενη ἀπό τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ποὺ φέρεται νὰ εἶναι σύνθεσι τοῦ Γρηγορίου. Ἐξ ἄλλου καὶ στοὺς τρεῖς, καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Μέγα Βασίλειο, ἀποδίδονται σειρὲς ὁλόκληρες εὐχῶν, ποὺ κοσμοῦν τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπροσθέτως «παρίστανται ἀεὶ » στὰ τελούμενα τοῦ ὅλου θυσιαστηρίου τῆς θείας μυσταγωγίας «σὰν νὰ λειτουργοῦν ἀδιαλείπτως, ὄχι μόνο στὸ ὑπερουράνιο, ὑπερβατικὸ χῶρο, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τελοῦν σήμερα τὰ μυστήρια». [4]

Τὸ 1841 μὲ διάταγμα τοῦ Ὄθωνα ἡ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καθιερώθηκε ὡς ἑορτὴ τῆς Παιδείας καὶ τῶν Γραμμάτων. Ἡ πρότασι ἔγινε ἀπὸ τὴν Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία μὲ ἀπόφασί της ἑόρτασε τότε γιὰ πρώτη φορά ἐπίσημα τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς ἑορτὴ τῶν Γραμμάτων. Τὸ 1856 μὲ πανηγυρικὴ τελετὴ καθιερώθηκε καὶ τὸ Λάβαρο τοῦ Πανεπιστημίου, τὸ ὁποῖο φέρει στὴ μία ὄψι τὴν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Ἡ ἑορτὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καθιερώθηκε ὡς κατ' ἐξοχὴν ἑορτασμὸς τῶν γραμμάτων, τῆς γνώσης καὶ τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας καὶ ταυτίζεται στὴν Ἑλλάδα μὲ μιὰ θρησκευτικὴ ἑορτὴ, ἡ ὁποία ἐκφράζει μιὰ σχέσι ταυτότητας καὶ ἱστορικῆς συνείδησης τῆς πατρίδας μας γιὰ νὰ τονίσει τοὺς δύο βασικοὺς πολιτιστικοὺς πυλῶνες ποὺ τὴν προσδιορίζουν. Προβάλλεται ὁ συνεορτασμὸς τῆς κλασσικῆς διανόησης καὶ παιδείας τῶν γραμμάτων τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν μιά, καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν ἄλλη: ὡς πνευματικὴ δύναμι ἡ ὁποία θεμελιώθηκε στὴν θεολογικὴ γραμματεία, ἀλλὰ προπάντων στὸν τρόπο ἑρμηνείας καὶ στάσης τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους ἱεράρχες: Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομον στὸν 4ον αἰώνα, κατὰ τὸν ὁποῖο ἀνατέλλει ὁ νέος Ἑλληνισμός.

Μὲ τὴν προσωπικὴ τους παιδεία, ἔβαλαν ἀνεξίτηλη τὴ σφραγίδα στὸν αἰῶνα τῆς ἀκμῆς τους καὶ συμφιλίωσαν τὸ Ἑλληνικὸ πνεῦμα μὲ τὸν Χριστιανισμὸ• ἀγάπησαν καὶ ἐνέταξαν τὴν καθαρότητα, τὴν νοηματικὴ σαφήνεια καὶ κυριολεξία τοῦ γλωσσικοῦ τύπου καὶ τὴν διαλεκτικὴ λειτουργία τοῦ λόγου τῶν κλασσικῶν γραμμάτων στὴν ἐφαρμογὴ γιὰ τὴν δομὴ καὶ τεκμηρίωσι τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς «Καινῆς Πίστεως». Ἐν τέλει στὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν συμβολίζεται ἡ συνάντησι ποὺ ἐπετεύχθη μὲ ἁρμονικὴ σύζευξι, τῆς κλασσικῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας καὶ μόρφωσης μὲ τὸν ἀντίστοιχο χριστιανικὸ ἀνθρωπιστικὸ μήνυμα καὶ τὴν λυτρωτικὴ αλήθειά του.

Συνέβη ἡ αλληλοπεριχώρησι τῆς σύνδεσης καὶ τὸ ἀμάλγαμα τῆς σχέσης τῶν δύο διαφορετικῶν κόσμων μὲ κοινὸ παρονομαστὴ τὴν γλώσσα, τὴν παράδοσι καὶ τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ νὰ νοηματοδοτούν τὸ βίωμα τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ ἰδεώδους. Εἶναι τὸ ἔνδυμα (μορφὴ) καὶ ἡ ψυχὴ (περιεχόμενο) τῆς Ρωμιοσύνης, τῆς Έλληνορθοδοξίας.

Στοὺς «τρεῖς μεγίστους φωστῆρας» κακῶς λείπει ὁ τέταρτος μεγάλος, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγ. Βασιλείου καὶ τῆς λόγιας μοναχῆς Μακρίνης, γιατὶ ἦταν ὁ σπουδαιότερος ἀπ’ ὅλους ὡς ἐκφραστὴς τῆς κλασσικῆς παιδείας, ἐπειδὴ μὲ τὴν φιλοσοφικὴ του κατάρτισι κατάφερε νὰ μεταφυτεύσει στὴν χριστιανικὴ δογματικὴ καὶ ἑρμηνευτικὴ διδασκαλία τῶν γραφῶν, τὴν πνευματικὴ κληρονομιὰ τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας. Ἡ πολὺ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου «θύραθεν παιδεία» του [5], κυρίως μὲ πλατωνικὴ καὶ νεοπλατωνικὴ οἰκοδομή, διαπερνᾶ σὲ ὅλο τὸ συγγραφικὸ του ἔργο μὲ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα καὶ ἐκλεκτικὴ χρῆσι φιλοσοφικῶν ἰδεῶν καὶ ὅρων, ἀκολουθώντας πιστὰ καὶ τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς καὶ ρητορικῆς τέχνης στὴν δομὴ τοῦ λόγου του, τόσο ποὺ χαρακτηρίστηκε περισσότερο «Πλάτωνος φιλόσοφος» παρὰ θεολόγος.

Ἡ ἐπιρροὴ του ὅμως ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, τοὺς νεοπλατωνικοὺς καὶ ἰδία ἀπὸ τὸν Ὠριγένη σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν Ἐσχατολογία του, σχετικὰ δηλαδὴ μὲ τὴν «ἀποκατάστασι τῶν πάντων» [6] - παρ’ ὅτι παράλληλη καὶ ὄχι ξένη μὲ τὴν ὀρθόδοξη σκέψι – ἴσως εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων, Ἰωάννης Μαυρόπους δὲν συμπεριέλαβε τὸν Γρηγόριο στοὺς ἑορταζόμενους τρεῖς Ἱεράρχες – προερχομένους ἀπὸ τὴν θεολογικὴ «Σχολὴ Καππαδοκίας» [7], κατὰ τὴν θέσπισι τῆς ἑορτῆς τῶν Γραμμάτων στὴν 30 Ἰανουαρίου, ἀλλὰ τὴν θέσι τοῦ ἔλαβε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπὸ τὴν θεολογικὴ «Σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας». Ὅμως οἱ θεολογικὲς του ἀπόψεις ἄσκησαν ἰδιαίτερη ἐπίδρασι ὄχι μόνο τὸν 4ο αἰώνα ἀλλὰ καὶ σὲ μεταγενεστέρους Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, τόσο τῆς Ἀνατολῆς ὅσο καὶ τῆς Δύσης [8]. Ἡ  Ἐκκλησία τίμησε τὸν Γρηγόριο Νύσσης ὅσο λίγους θεολόγους της, μάλιστα ἂν λογίζονταν στοὺς αἱρετικοὺς ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) δὲν θὰ τὸν ἀποκαλοῦσε «Πατέρα Πατέρων» καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ τὸν κατέτασσε μεταξὺ τῶν ἁγίων: ἑορτάζει στὶς 10 Ἰανουαρίου.

3.     Μέρος τρίτο: Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες καὶ ἡ Κλασσικὴ Παιδεία

 

Ι. Μέγας Βασίλειος

 

Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους ἱεράρχες καὶ μία ἀπὸ τὶς ἡγετικὲς μορφὲς τῆς ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰώνα, ἡ ἀναγνωρισιμότητα και ἡ τιμὴ τοῦ ὁποίου μένει ἕως τὶς ἡμέρες μας ἀνεξίτηλη. Ὑπῆρξε ἐπίσκοπος, ἐπιστήμων, συγγραφέας, ὑπερασπιστὴς τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων καὶ ἀνθρωπιστὴς μὲ ὀργανωμένο φιλάνθρωπο κοινωνικό ἔργο (ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι νοσοκομείων, πτωχοκομείων περίθαλψης, ξενῶνα γιά νέους, οἰκήματα για κληρικούς, κ.λπ.: ἡ λεγόμενη «Βασιλειάς»), ποιμένας ὁ ὁποῖος συνεδύασε ἀπολύτως τὸ ἰδανικὸ «θεωρία καὶ πρᾶξι, πίστι καὶ ἔργα», γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε δικαίως τὴν προσωνυμία τοῦ «Μεγάλου» πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Μ'. Βασίλειος εἶναι ἀναθρεμμένος μὲ τὰ κλασσικά γράμματα. Ἔλαβε εὐρεία καὶ βαθιὰ μόρφωσι καὶ μετὰ σπούδασε ρητορική, γραμματική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρικὴ στὴν Καισάρεια, στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ στὴν Ἀθήνα. Εἶναι βαθὺς γνώστης τοῦ Πλάτωνα καὶ τῶν Στωϊκῶν, τῆς ἀρχαίας ρητορικῆς καὶ μελετητὴς τῆς Σοφιστικῆς Β’ [9] σὲ ὅτι ἀφορᾶ: τὴν χρῆσι τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, τὴν τεχνικὴ καὶ τὸν τρόπο ἔκφρασης, χωρὶς ὅμως τὸν στόμφο καὶ τὸ πομπῶδες ὕφος, ἀλλὰ ἐπιλέγει τὴν σεμνότητα καὶ μεγαλοπρέπεια τοῦ ὕφους, ὅπως δείχνει καὶ ἡ ὁμιλία του «Εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν». Ὁ Μ'. Βασίλειος θεωροῦσε τὴν φιλοσοφία ὡς τὴν πηγὴ γιὰ λογικὲς οἰκοδομὲς καὶ λογικὰ συστήματα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφράσει καθαρὰ καὶ νὰ ὑπερασπισθῆ τὶς οὐσιώδεις ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ νὰ ἀπορρίψει ἢ νὰ προλάβει ἀσαφεῖς ἢ σφαλερὲς ἑρμηνεῖες [10], ὅπως π.χ. γιὰ τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν ἐννοιῶν: οὐσία, ὕπαρξι, ὑπόστασι, ὁμοούσιον, ὁμοιούσιον κ.λπ.. στὸν ἀντιαιρετικὸ πόλεμο μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἀρειανισμοῦ. 

Στὸ ἔργο, «ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», πρὸς τοὺς νέους, ὁ Βασίλειος προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν φίλια ἀποδοχὴ τῶν κλασσικῶν γραμμάτων ὡς ἀναγκαία προπαίδεια τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης καὶ νὰ συμβάλλει στὴν ὁριστικὴ ὁμαλοποίησι τῶν σχέσεων τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ἡ ὁποία εἶχε ἤδη ξεκινήσει κατὰ τὸ 2ον μ.Χ αἰῶνα μὲ τὸν Ἀπολογητὴ Ἰουστῖνο [11] (+165μ.Χ.), τὸν Πάνταινο (+180μ.Χ., Ἀθηναῖος φιλόσοφος ὁ ὁποῖος ἀσπάστηκε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἵδρυσε Κατηχητικὴ Σχολὴ στὴν Ἀλεξάνδρεια), τὸν Κλήμη τὸν Ἀλεξανδρέα (+215) καὶ τὸν Ὠριγένη (+253/4).

Συγκεκριμένα, κατὰ τὸν Μ'. Βασίλειο ὁ Χριστιανισμὸς διδάσκει γιὰ τὸν μέλλοντα βίο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν σωτηρία του, ἐπειδὴ ὅμως οἱ νέοι δὲν μποροῦν νὰ ἐμπεδώσουν πλήρως τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα, πρέπει πρῶτα νὰ περάσουν ἀπὸ ἕνα στάδιο πνευματικῆς ἄσκησης καὶ στὴν συνέχεια κατάρτισης καὶ ἐμπέδωσης ἐννοιῶν. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ μελέτη τῆς Φιλοσοφίας καὶ τῆς κλασσικῆς γραμματείας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ λάβουν ὅ,τι εἶναι καλό, ὠφέλιμο καὶ σύμφωνο μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἦθος τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Γι’ αὐτὸ προτρέπει τοὺς νεοφώτιστους χριστιανοὺς οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν «ἀπέχθεια καὶ πάθος» ἐναντίον «τῶν ἀσεβῶν εἰδωλολατρικῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων» νὰ μὴ δείχνουν περιφρόνησι ἀλλὰ μελέτη τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων γιατὶ ἐνυπάρχουν πνευματικὰ ἀγαθὰ χρήσιμα γιὰ ἕνα Χριστιανό, ἀρκεῖ ἡ πρόσληψι νὰ εἶναι ἐκλεκτικὴ.[12].

Ὁ ἴδιος ἐκφράζει ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν ποίησι τοῦ Ὁμήρου : «πᾶσα μὲν ἡ  ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστὶν ἔπαινος καὶ πάντα αὐτῷ πρὸς τοῦτο φέρει»• ἕλκεται ἀπὸ τὴν Πλατωνικὴ καὶ Στωϊκή ἀνθρωπολογία καὶ ἠθική, ἐνῶ ἀπὸ τὴν μεταφυσικὴ τοῦ Ἀριστοτέλη παίρνει τὸ βασικὸ περίγραμμα τῆς τριαδολογικής θεολογίας του, ὅπως σὲ αὐτὸν βασίζεται καὶ γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωσι τῶν ἰδεῶν του γιὰ τὸ ἀδύνατο τῆς γνώσεως τῆς «οὐσίας». Ἐπίσης ὁ Νεοπλατωνισμός, καὶ ἰδιαίτερα ὁ Πλωτῖνος, τοῦ παρέχει τὰ διαλεκτικὰ ἐφόδια γιὰ τὴν διατύπωσι τῆς διδασκαλίας του γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἔτσι ἡ συμβολὴ τοῦ Βασιλείου, στὴ ἀποδοχὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ μιὰ ὑγιῆ σχέσι μὲ τὸν Χριστιανισμὸ ἦταν καθοριστικὴ, καθὼς συνέβαλε ἀποφασιστικὰ μὲ τὸν θετικώτερο τρόπο σ’ ἕνα ζήτημα τὸ ὁποῖο ἀπασχολοῦσε τὴν Ἐκκλησία κατὰ τοὺς τέσσερις πρώτους μεταχριστιανικούς αἰῶνες. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἡ κλασσικὴ παιδεία του διαμόρφωσε τὴν βάσι γιὰ νὰ ἐπεξεργασθῆ καὶ τὴν παιδαγωγικὴ του ἄποψι, μὲ ἀντίληψι μάλιστα ποὺ ξαφνιάζει.  Ἐν ὀλίγοις ὑποστηρίζει ὅτι, ἂν ὑπέρτατος σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς παιδείας εἶναι ἡ τελείωσι καὶ ἡ ἁγιότητα μέσω τῆς κατ’ εἰκόνας καὶ ὁμοίωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, αὐτός ὁ στόχος  ἀπαιτεῖ καὶ γνῶσι τῆς ἐγκόσμιας πραγματικότητας, ποὺ θὰ τὴν προσφέρει ἡ κλασσικὴ ἀνθρωπιστικὴ σκέψι ὡς ἐπίγνωσι καὶ αὐτογνωσία τῆς ὕπαρξης. Ἔτσι ἡ συνάντησι καὶ ἡ σχέσι κοινωνίας μὲ τὸν συνάνθρωπο, πληρούμενη προπάντων μὲ τὴν ἀγάπη προσφορᾶς πρὸς τὸν πλησίον, μὲ τὸν σεβασμὸ τῆς διαφορετικότητας τοῦ προσώπου, κατὰ τὴν Παύλεια ρῆσι (οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Γαλ. 3,28) μαζὶ μὲ τὴν βιωματική μυστηριακὴ ζωὴ ποὺ διδάσκει ἡ χριστιανικὴ ἠθική, θὰ δημιουργήσουν τὶς προϋποθέσεις ὡς συνοδοιπορία γιὰ τὴν ἁρμονικὴ σχέσι καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ ἀπώτερος στόχος τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς.

Παρ’ ὅτι ὁ ἴδιος πάμπτωχος, νηστευτὴς καὶ αὐστηρὸς ἀσκητὴς μὲ ἐγνωσμένο ἔργο πράξεων φιλανθρωπίας, ἐδῶ ἴσως ἀκουμπᾶ τὸν Πλάτωνα ποὺ θέλει τὴν γνῶσι σύντροφο τῆς πίστης και σύμβουλο τῆς σωτηρίας, ἄποψι ποὺ θὰ ἐκφράσει ἀργότερα ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.  

Αὐτὴ θὰ ὑποδείξει στὸν πιστὸ καὶ ἰδία στὸν νέο, πὼς θὰ ὁδηγηθῆ μὲ διαρκῆ ἄσκησι καὶ πνευματικὸ ἀγῶνα στὴν τελείωσι καὶ ἁγιότητα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἕνωσι τῆς Ἑλληνικῆς καὶ Χριστιανικῆς παιδείας, παρὰ τὶς σημαντικὲς διαφορὲς ποὺ χωρίζουν τὸν ἀρχαῖο κόσμο ἀπὸ τὸν Χριστιανικό, συναντῶνται στὴν ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία γιὰ τὸν συνάνθρωπο σὲ μιὰ παράλληλη πορεία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ πρῶτος προικίζει τὴν ἐγκόσμια γνῶσι καὶ ὁ δεύτερος τὴν ὁδὸ θέωσης καὶ τελείωσης ἐν Χριστῶ, τὴν θεοκεντρική δηλαδὴ γνῶσι, ἡ ὁποία προσβλέπει στὴν οὐράνια κατάκτησι τῆς αἰωνιότητας. Ὁ ρόλος καὶ ἡ παιδαγωγική ἀποστολὴ ἐδῶ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική γιατὶ εἶναι τὸ λυτρωτικὸ καταφύγιο κάθε «περιπλανώμενης», «πλανεμένης», ἁμαρτωλῆς καὶ πονεμένης ψυχῆς. Εἶναι τὸ διδασκαλεῖο ἐμπιστοσύνης τοῦ «ἱεροῦ λόγου», τῆς σωτήριας καταλλαγῆς, τῆς χριστιανικής - κατηχητικής διδαχῆς καὶ ἠθικῆς.

Ὁ Μ'. Βασίλειος γίνεται περισσότερο συγκεκριμένος ὅταν προβάλλει τὴν οἰκογένεια ὡς βασικὸ φορέα τῆς ἀγωγῆς, θεωρώντας ὅτι ἡ ἁρμονικὴ σχέσι τῶν μελῶν της, ἡ ὁποία πρέπει νὰ διέπεται ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, εἶναι καθοριστικὸς παράγοντας τῆς σωστῆς ἀνατροφῆς. Ἡ εὐθύνη τὴν βαρύνει, γιατὶ ὀφείλει νὰ γίνει τὸ πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς καὶ διδαχῆς, ἐνῶ πρέπει νὰ προνοεῖ γιὰ τὴν σωστὴ σωματικὴ ἀνάπτυξι καὶ πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν παιδιῶν τους.

Ἐπίσης οἱ δάσκαλοι πρέπει νὰ κερδίζουν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμησι τῶν παιδιῶν μὲ τὴν γνωστικὴ κατάρτισι, μὲ τὴν μεθοδικὴ παιδαγωγικὴ τους συμπεριφορά, μὲ τὴν δημιουργία εὐαρέστου περιβάλλοντος καὶ προπάντων μὲ τὸ ἦθος τους. Οἱ ποινὲς δὲ νὰ εἶναι κλιμακωτὲς ἀνάλογα μὲ τὸ παράπτωμα καὶ νὰ φανερώνουν τὴν σοφία καὶ σύνεσι τοῦ παιδαγωγοῦ, χωρὶς νὰ ξεχνᾶ καὶ τὸν ἔπαινο γιὰ τὴν ἐμψύχωσι τοῦ διδασκομένου.  

Τὰ παιδαγωγικὰ ἔργα τοῦ Μ'. Βασιλείου ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», ἔγραψε καὶ τὴν ὁμιλία «Εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν Παροιμιῶν», ὅπου ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀληθινῆς παιδείας καὶ τὴν νοηματοδοτεί μὲ τὴν πίστι στὸν θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἐπιχειρεῖ δὲ καὶ τὴν διάκρισι της σὲ ὠφέλιμη καὶ βλαβερὴ μὲ ἀντίστοιχες νουθεσίες γιὰ τὴν πνευματικὴ πορεία καὶ τὴν κατάκτησι τῆς ἀρετῆς [13] Ἔχει συγγράψει καὶ τὸ ἔργο «Ὅροι κατὰ πλάτος», ὅμως ἀναφέρεται περισσότερο σὲ νουθεσίες καὶ στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν μοναχῶν.

Ο Μ. Βασίλειος εἶναι  ἕνας Πατέρας, ἅγιος της Ἐκκλησίας, λαμπρὸς ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ λατρείας, ἀγωνίστηκε σὲ ὅλη τοῦ τὴν ζωὴ γιὰ τὴν δικαιοσύνη, ἔγραψε ἕνα τεράστιο ἔργο μὲ σκοπὸ τὴν εὐτυχία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πούλησε ὅλη τοῦ τὴν περιουσία γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς φτωχούς, καὶ ἀναμόρφωσε ὑποδειγματικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς συνανθρώπους ἦταν οἰκουμενική. Ἦταν ἕνας χαρακτῆρας ὀλιγαρκής, καθαρός, σεμνός, μὲ εὐρεία καὶ βαθιὰ μόρφωσι καὶ καλλιέργεια στὴν ἀνθρωπιστικὴ παιδεία. Ἐναντιώθηκε μὲ πάθος στὸν διανοητικὸ σκοταδισμὸ καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν μόρφωσι τῶν ἀνθρώπων πάντα πάνω στὸ ὑπόβαθρο τῆς χριστιανικῆς παιδείας. Ἑορτάζει τὴν 1 Ἰανουαρίου.

ΙΙ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ὁ καταξιωθεὶς στὴν γραμματεία καὶ στὴν συνείδησι τῶν πιστῶν μὲ τὸ ἄκρως τιμητικὸ προσωνύμιο ὁ «θεολόγος», εἶχε ἀδιαμφισβήτητα ἐξαιρετικὴ μόρφωσι τόσο θεολογικῶν γνώσεων ὅσο καὶ τῆς κλασσικῆς παιδείας, γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς πλέον πεπαιδευμένους τῆς ἐποχῆς του. Σπούδασε στὶς πλέον ὀνομαστὲς καὶ καλύτερες ἐθνικὲς Σχολές, κινούμενος κατὰ φράσι τοῦ ἰδίου ἀπὸ «τὸν ἔρωτα ρητορικῆς» [14] : Ἐγκύκλιες σπουδὲς στὴν Καισάρεια Καππαδοκίας, ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν ἀχώριστο στὸ ἑξῆς φίλον του Μ'. Βασίλειο) [15], στὴν Καισάρεια Παλαιστίνης (τὰ ἔτη 342 – 345) μαθητὴς τοῦ ρήτορα Θεμιστίου, ποὺ συνεδύαζε τὴν ρητορικὴ τέχνη καὶ ὡς μέθοδο γιὰ τὴν διεξοδικὴ ἀνάλυσι τῶν φιλοσοφικῶν ἰδεῶν, πρᾶγμα ποὺ συγκινοῦσε ἰδιαίτερα τὸν Γρηγόριο καὶ ἀπεδείχθη οὐσιαστικὸς τρόπος γραφῆς γιὰ τὰ ἔργα του. Μετέπειτα μετέβη στὴν Σχολὴ Ἀλεξανδρείας παρακολουθώντας μαθήματα Πλατωνικῆς καὶ Νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας καὶ ἐδῶ μᾶλλον ἀσπάζεται τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῶν γραφῶν κατὰ τὴν Ἀλεξανδρινὴ θεολογικὴ Σχολή.

Κατόπιν, «δι' ἔρωτα παιδεύσεως» [16] σπουδάζει στὴν Ἀθήνα μὲ σπουδαίους διδασκάλους τὸν ἐθνικὸ Ἰμέριο καὶ τὸν χριστιανὸ Προαιρέσιο, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐνάπιο (347-420; «ἐδόκει χριστιανὸς εἶναι»), σπουδάζοντας φιλολογία, φιλοσοφία καὶ κυρίως ρητορική, ἡ ὁποία θεωροῦνταν τότε ἡ κορωνίδα τῶν ἐπιστημῶν [17]. Ἐδῶ κατὰ τὰ ἔτη 351-356μ.Χ., μαθήτευσε μὲ τὸν καρδιακὸ του φίλο Μ'. Βασίλειο καὶ τὸν Νεοπλατωνισμό, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποδεχθῆ – γιὰ τὴν «βίωσι ὑποτίθεται τῆς ἀπώτερης ἀλήθειας - τὴν διδαχὴ τῆς «θεουργικῆς» τάσης του [18], ποὺ ἀκολούθησε μὲ πάθος ὁ συμφοιτητὴς του αὐτοκράτορας Ἰουλιανός.

Ὁ Γρηγόριος ὡς ἔνθερμος Χριστιανὸς ἔμαθε νὰ διακρίνει τὴν πραγματικὴ θέσι τῆς ἑλληνικῆς σκέψης μέσα στὴν θεία Οἰκονομία, ἀναγνωρίζοντας τὸν οὐσιαστικὸ της ρόλο γιὰ τὴν σὲ βάθος κατανόησι τῶν θείων Γραφῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξε ἕνας θαυμαστὴς τῶν ἀρχαίων γραμμάτων. Δὲν διστάζει μάλιστα, σὲ μιὰ ἔκρυθμη καὶ ἀντιφατικὴ ἐποχή, νὰ χαρακτηρίσει «ἀνίδεους» (κακῶς εἰδότας) ἐκείνους ποὺ θεωροῦν «τὴν ἔξωθεν» (τὴν θύραθεν δηλ. παιδεία, τὴν ἐξωχριστιανική), ὅτι ἡ σπουδὴ της ἕλκει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ ὡς ὕπουλη τάχα, ἐχθρικὴ καὶ ἐπικίνδυνη, εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀπομακρύνει τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν Ἀληθινὸ Θεό. Μὲ ἔμφασι τονίζει ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία ἄξια περιφρόνησης ἐπειδὴ αὐτὸ πιστεύουν κάποιοι ἀμαθεῖς καὶ ἀμόρφωτοι. Ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο λόγο μγ’ του πρὸς τὸν Μ'. Βασίλειο διαβάζουμε ἀπὸ τὴν 11η παράγραφο τὴν πεποίθησι του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ κλασσικὴ παιδεία: «Νομίζω ὅτι αὐτὸς ποὺ σκέφτεται ὀρθὰ θὰ παραδεχτεῖ καθ’ ὅλα ὅτι τὸ πρῶτο, ἀπ’ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε, εἶναι ἡ παιδεία• ὄχι μόνο ἐτούτη τὴν πλέον ἐνάρετη, τὴν δικὴ μας (χριστιανική), ἡ ὁποία περιφρονώντας τὸ περίτεχνο, πομπῶδες καὶ γλαφυρὸ στὸν λόγο της, στηρίζει μόνο τὴν σωτηρία καὶ τὸ κάλλος τῶν (θείων) νοημάτων, ἀλλὰ καὶ τὴν θύραθεν παιδεία τὴν ὁποία πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ὡς ἀνίδεοι, ἀποστρέφονται μετὰ βδελυγμίας ὡς ὕπουλη καὶ ἐπικίνδυνη ἐπειδὴ τάχα ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ» [19].

Οἱ μελετητὲς κρίνουν λοιπὸν ὅτι ὁ Γρηγόριος ἐπηρεάστηκε τὰ μάλα ἀπὸ τὴν ποιητικὴ γλώσσα τοῦ Ἱμερίου, ἀπὸ τὴν ρητορικὴ τεχνογνωσία καὶ δεινότητα τοῦ Προαιρεσίου, ἐνῶ καταλύτης ἦταν καὶ ὁ  τρόπος γραφῆς τῆς ἐπιστολογραφίας μὲ τὴν ἀττικίζουσα γλῶσσα τοῦ Λιβανίου, ὅταν τὸν γνώρισε στὴν Ἀντιόχεια, τόσο ποὺ ἡ διάλεκτος αὐτὴ μὲ τὴν μεγάλη ἐξοικείωσι ποὺ ἀπέκτησε ἔγινε ἡ ταυτότητα ἔκφρασής του. Τὸν συγκίνησε ἡ ἀκριβολογία καὶ τὸ λεκτικὸ της κάλλος, τὴν θεωροῦσε δέ, ὡς τὴν ἐκφραστικώτερη καὶ σαφέστερη μὲ τὴν κυριολεξία της γιὰ τὴν θεολογικὴ τεκμηρίωσι τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν.

Ἡ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα του στὴν πρόσληψι τῆς θύραθεν κλασσικῆς παιδείας μὲ τὴν ἄρτια ρητορικὴ καὶ φιλοσοφικὴ του γνῶσι καὶ ἡ μεγάλη τοῦ κατάρτησι σὲ ἀπαιτητικοὺς δογματικοὺς θεολογικοὺς ὅρους ἦταν τὰ ἰσχυρὰ ἐρείσματα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει κινδύνους καὶ ἀπὸ τὰ δύο στρατόπεδα : ἐθνικὸ καὶ χριστιανικό, πρόσωπα καὶ ἀντιλήψεις, ὅπως τὸν «ἐθνολάτρη» Ἰουλιανὸ ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ καὶ τοὺς Ἀρειανιστές ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ παλαιός του συμφοιτητὴς Ἰουλιανὸς ἀνέλαβε τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο (361-363) καὶ θέλησε νὰ ἀνασυστήσει τὴν ἐθνικὴ θρησκεία καὶ νὰ περιθωριοποιήσει τὴν χριστιανικὴ μὲ διατάγματα (περὶ ἐκπαιδεύσεως τὸ 362μ.Χ.) ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν ἀπαγόρευσι τῶν χριστιανῶν δασκάλων νὰ διδάσκουν τὰ κλασσικὰ γράμματα «ὡς ὑποκριτές, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν τὰ διδασκόμενα καὶ οὔτε στὴν θεοπνευστία ἔργων τοῦ δημιουργοῦ Ἀπόλλωνα -Ἡλίου -Μίθρα», προστάζοντας καὶ τὸ κλείσιμο χριστιανικῶν ναῶν καὶ σχολείων, τότε ὁ Γρηγόριος τὸν «καταδικάζει» μὲ ὅπλο τὸν «ἑλληνικὸ λόγο». Στιγματίζει τὸν Ἰουλιανὸ ὡς «παραβάτην», πρόσωπο δηλαδὴ ποὺ ἀθετεῖ τὴν ἱερὴ ὑπόσχεσι του, (εἶχε βαπτισθῆ χριστιανὸς καὶ ἐξωμότησε), χαρακτηρισμὸς ποὺ τὸν ἀκολούθησε ἀπὸ τότε, καὶ ταυτόχρονα μὲ τεκμηρίωσι μὲν ἀλλὰ καὶ μὲ λεκτικὴ δριμύτητα τέτοιας μορφῆς, ἡ ὁποία καὶ πάλι καθιέρωσε μὲ τὸν ἰδιότυπο τρόπο της, τὸν «στηλιτευτικό» λόγο, ὡς ἀντίλογο. π.χ. «βλέπεις ὅτι ἐμεῖς δὲν πρόκειται παντελῶς νὰ σιωπήσουμε, οὔτε θὰ κατακριθοῦμε γιὰ ἔλλειμμα ἐκτίμησης (τῆς κλασσικῆς παιδείας) ἐξ αἰτίας τῶν δοξασιῶν σου, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη φωνὴ (μας) θὰ συντρίψει τὴν ἐλεγκτικὴ σου ἀφροσύνη.» [20]

Εἶναι γραμμὲς ἀπὸ δύο πολὺ ἐνδιαφέροντα ἀπολογητικὰ κείμενα ποὺ ἔγραψε μὲ τὸν τίτλο «Πρὸς Ἰουλιανὸν Βασιλέα Στηλιτευτικός» μὲ ἀρίθμησι Α΄ καὶ Β΄, (PG 35, 532-664) ὡς ἀντίδρασι στὸ διάταγμα τοῦ Ἰουλιανοῦ. Στὸν Στηλιτευτικό Α΄, ἀναλύει μὲ θαυμαστὴ γνῶσι τί ἀκριβῶς ἀπορρίπτουν οἱ Χριστιανοὶ (μεταξὺ πολλῶν ἄλλων τὴν πίστι στὰ εἴδωλα, κάθε μορφὴ θυσίας, ἱεροφάντες μυστηρίων, πορνεία, παιδεραστία, τὸν φόνο φίλων(ξενοκτονεῖν ) αἰσχρὰ πάθη καὶ πράξεις κ.λπ. (Ἄ’, 103 καὶ ἑξῆς) καὶ τί διατηροῦν ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἀρχαίων (τὴν γλωσσικὴ δύναμι, τὸ μέτρο καὶ τὸ λυρικὸ καὶ τραγικὸ τῶν ποιητῶν, τὸ εὐπρεπὲς καὶ τὸ κάλλος, τὸν δεξιότεχνο λόγο τῆς πειθοῦς, τὴν συστηματικὴ φιλοσοφία καὶ τὸ νοηματικὸ της βάθος, διδάγματα ἀρετῆς (τὸ εὐγενὲς καὶ τ’ ἀγαθόν), κ.λπ.

Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ἰσχυρίστηκε, ὅτι «δικὰ μας εἶναι ἡ σοφία τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας καὶ ὁ τρόπος βίου τοῦ Ἕλληνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχεται καὶ ὁ σεβασμὸς λατρείας στοὺς θεοὺς• δικὰ σας (τῶν χριστιανῶν) εἶναι ἡ ἀμορφωσιὰ καὶ ἡ χωριατοσύνη» (Α’102) [21] τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Γρηγόριος μὲ τὸ ρητορικὸ ἐρώτημα: «Τίνος τοῦ ἑλληνίζειν [22] εἰσὶν οἱ λόγοι;… σόν τὸ Ἑλληνίζειν; εἰπὲ μοι· (’ 102, 107». Δηλαδὴ ποιανοῦ εἶναι τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκει καὶ νὰ μελετᾶ τὰ ἀρχαία ἑλληνικὰ κείμενα; «δικὰ σου εἶναι; πὲς μου» (Ἂ’ 107).Στὴν ἐπιχειρηματολογία του, ἀφοῦ ὑπονομεύσει τὴν προσωπικότητα του ὡς παραβάτη, ἀποστάτη, ἐξωμότη, ἀσεβὴ καὶ κακὸν (ὁ τοῦ τρόπου κακόηθες), “Μισοπώγωνα” [23], «μανικόν διώκτην των Χριστιανῶν» [24] καὶ ἐν τέλει «ἄτιμον», στιγματισμένον δηλαδὴ στὴν γενιὰ του καὶ σὲ κάθε ἑπόμενη «ὅπως ἂν γνῷ γενεὰ ἑτέρα, καὶ διαδοχαὶ γενεῶν» (Στηλ, 20), τονίζει φυσικὰ , ὅτι τὰ «ἔργα τῶν ἑλλήνων» δὲν εἶναι κτῆμα θρησκευτικῶν ὀπαδῶν τῆς θρησκείας, ἀλλὰ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἀγαθὸ τῆς γλώσσας καὶ κτῆμα ὅλου τοῦ ἔθνους καὶ κληρονομιὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ λαῶν (Ἑλλήνων, Φοινίκων, Αἰγυπτίων, Ἑβραίων), καὶ ἡ διδασκαλία τους ὡς ἐκ τούτου, εἶναι δικαίωμα ὅλων καὶ ὄχι μόνο τῶν ἐθνικῶν: «ὥσπερ τῆς θρησκείας ὄντα τὸν  Ἕλληνα λόγον, ἂλλ' οὐ τῆς γλώσσης» (Α’, 5). Ἐμμέσως δέ, δίνει τὸν ὁρισμὸ καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ ἔθνους μὲ κύρια γνωρίσματα, τὸν γλωσσικό, πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ του πλοῦτο καὶ ὄχι τὸν φυλετικὸ του χαρακτήρα.

Παρὰ ταῦτα, μὲ τὴν πρόσληψι αὐτὴ ὁ Γρηγόριος, ἐνῶ δὲν συναρτοῦσε τὰ ἀρχαῖα κείμενα μὲ τὴν θρησκεία τοῦ ὅρου «Ἕλλην» - ποὺ κουβαλοῦσε ἀκόμη τὴν ἔννοια τοῦ εἰδωλολάτρη -ἐθνικοῦ - , ἀλλὰ μὲ τὴν κλασσικὴ ἀρχαία γλώσσα ποὺ ἐνσωμάτωνε στὸν ἐκφραστικὸ κορμὸ της ὅλο τὸ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ φωτεινὸ μεγαλούργημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μαθαίνουμε ἀπὸ ἕνα γεμάτο μὲ ἀρχαιοπρέπεια, ρητορισμὸ καὶ λυρικότητα, θρησκευτικὸ- αὐτοβιογραφικὸ  ἐπίγραμμα του «Ἔπη εἰς ἑαυτὸν , (PG 37, ἂριθ. 1449), ὅτι «Ἑλλὰς» μὲ τὸν εὐρύτερο γεωγραφικὸ της ὅρο καὶ μὲ τὸν πνευματικὸ της λόγο: πληροῖ μὲ ἀγάπη καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ὕπαρξι του, ἀναγνωρίζοντας ὡς ἀναγκαιότητα τὴν σοφία τῶν γραμμάτων της καὶ ὡς προπαιδευτικὸ στάδιο ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὴν καλύτερη κατανόησι τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ τὴν μετέπειτα ζωὴ του ὡς λειτουργὸ τοῦ Ὑψίστου.

«Ἑλλὰς ἐµή, νεότης τε φίλη, καὶ ὅσσα πεπάσµην,

καὶ δέµας, ὡς Χριστῶ εἴξατε προφρονέως.

Εἰ δ᾿ ἱερήα φίλον µε θεῷ θετὸ µητέρος εὐχὴ

καὶ πατρὸς παλάµη, τὶς φθόνος; Ἀλλά, µάκαρ,

σοῖς µε, Χριστέ, χοροῖσι δέχου, καὶ κῦδος ὀπάζοις

υἱέϊ Γρηγορίου σῷ λάτρι Γρηγορίῳ».

Ἑλλάδα μου, ὀμορφιὰ (τῆς αἰώνιας) νιότης καὶ ἀγαπημένη (μου)

καὶ ὅλο τὸ ἀνάστημα μου (σῶμα μου) καὶ μ’ ὅσα πολλὰ μ’ ἔχετε ἀναθρέψει,

ποὺ πρόθυμα προπαιδεύσατε τὴν εἴσοδον μου στὸν Χριστό.

Καὶ ἄν, ἡ ἀγωγὴ τοῦ πατέρα καὶ ἡ εὐχὴ τῆς μάννας

μὲ καθοδήγησαν ὡς ἱερέα μ’ ἀγάπη στὸν Θεό,

ποιὸς νὰ ἐκφράσει δυσαρέσκεια μὲ τόσα ἀγαθά;

Ἀλλά, Πανάγαθε Χριστέ, δέξου με στὴν χορεία τῶν πιστῶν σου

καὶ χάριζε δόξα (τὴν εὐλογία σου)

στὸν λάτρη σου Γρηγόριο, τὸν γιὸ τοῦ Γρηγορίου.

ΙΙΙ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (347;- 407)

 

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (347-407) ἦταν εἴκοσι, περίπου, χρόνια νεώτερος τῶν δύο προηγουμένων ἱεραρχῶν, στὴν ἴδια ὅμως ἐποχὴ τῶν μεγάλων κοινωνικῶν, πολιτικῶν καὶ πνευματικῶν ζυμώσεων, ὅπου ὁ Χριστιανισμὸς μετὰ τὴν διετῆ ἀναστολὴ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ, καὶ παρὰ τὴν ἔντονη ἀντιπαράθεσι μὲ τοὺς Ἐθνικούς, ἑδραιωνόταν σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Ἡ κλασσικὴ- θύραθεν μόρφωσι ὅμως ἦταν ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιὰ κάθε χριστιανὸ γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος μετέχει μὲ ζῆλο αὐτῆς τῆς παιδείας.

Ἡ Ἀντιόχεια τότε ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα κέντρα παιδείας καὶ πολιτισμοῦ τῆς ἐποχῆς, ὁπότε καὶ ὁ Χρυσόστομος ἔλαβε ὑψηλὴ μόρφωσι καὶ καλλιέργεια τῆς κλασσικῆς παιδείας κοντὰ σὲ διάσημους σοφοὺς καὶ κυρίως στὸν περίφημο Ἀντιοχέα ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο, ποὺ δίδασκε στὴν πατρίδα του, μυώντας τον στὴν ρητορικὴ τέχνη. Ἡ ἀρχαία σοφία ὅμως τὸν ἐπηρέασε κυρίως στὸ πεδίο τῆς μορφῆς καὶ λιγότερο στὸ πεδίο τοῦ περιεχομένου, στρέφοντας πρωτίστως τὴν προσοχὴ του στοὺς ἐκπροσώπους τῆς ἀρχαίας ἠθικῆς φιλοσοφίας. Θαυμάζει π.χ. τὸν Σωκράτη καὶ ἐκφράζει ἴδια αἰσθήματα γιὰ τὸν Διογένη, τὸν Πλούταρχο καὶ τοὺς Στωικούς.

Βέβαια οἱ παραπομπὲς του στὸ ὀγκωδέστατο ἔργο του (ὁμιλίες, λόγοι, πραγματεῖες, ἑρμηνευτικά, ἐπιστολὲς)  φανερώνουν ὅτι διαθέτει πληθωρικὴ γνῶσι τῶν Ἑλλήνων κλασσικῶν, ὅμως δὲν τρέφει γι' αὐτοὺς οὔτε τὴν βαθιά ἐκτίμησι οὔτε τὸν βαθυστόχαστο φιλοσοφικὸ θαυμασμὸ τοῦ Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου. Ὁ Ἑλληνισμὸς του φαίνεται πρωτίστως στὴ ἔντεχνη τεκμηριωμένη διατύπωσι μὲ ταυτόχρονη ἐπιλογὴ, γιὰ ἁπλούστερο τοῦ ὕφους, τῆς «ἀλεξανδρινῆς κοινῆς» καὶ ὄχι τῆς ἀττικίζουσας διαλέκτου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἴσως νὰ ὀφείλεται στὸ χαρακτῆρα του ἢ ἴσως καὶ στὴν τάσι ποὺ τὸν διακρίνει νὰ ἀσκεῖ ἔλεγχο στὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς καὶ τῆς παιδείας τῶν ἐθνικῶν ποὺ ἀντιτίθενται στὴν νοηματικὴ τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας καὶ στὴν βιοθεωρία ἐγκράτειας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ ἴδιος ἐκ πεποιθήσεως ἔζησε ἁπλὸς καὶ φτωχὸς κι' ὅταν ἀκόμα εἶχε ἀνέλθει στὸ ὕπατο ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχη. Ἀνῆκε στοὺς πνευματικοὺς ἑλληνιστικοὺς κύκλους τῆς Ἀντιόχειας μὲ τὸ πάθος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ χωρὶς νὰ ἀποκηρύξει ὅμως τὴν πνευματικὴ του κληρονομιά. Ἦταν ἴσως καὶ ὁ λόγος ποὺ ὑποχρέωσε τὸν ἐπίσης ζηλωτὴ Ἕλληνα Λιβάνιο καὶ δάσκαλο του νὰ ἀπαντήσει σὲ ἐρώτησι γιὰ τὴν διαδοχὴ του ὅτι θὰ ἐπιθυμοῦσε: «Ἰωάννην, εἰ μὴ Χριστιανοὶ αὐτὸν ἐσύλησαν», δηλαδὴ τὸν Ἰωάννη, ἐὰν δὲν τὸν εἶχαν «κλέψει» οἱ Χριστιανοί.

Πάντως εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ποτὲ δὲν ἔνοιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ συμφιλιώσει τὸν κληρονομημένο Ἕλληνα τῆς παιδείας του μὲ τὸν Χριστιανὸ τῆς ἔνθερμης πίστης ποὺ βίωνε μέσα του. Ἡ κλασσικὴ παιδεία κάλυπτε τὴν φιλολογικὴ ἔφεσι του ποὺ τοῦ χρησίμευε ὡς δυνατότητα «ἱστορικὸ- γραμματικῆς» μεθόδου γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν, στάσι θεολογικὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε καὶ ἡ «Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀντιοχείας», σὲ ἀντίθεσι μὲ ἐκείνη τῆς Ἀλεξανδρείας.

Ἔτσι ἐνῶ χαρακτηρίστηκε «Χρυσορρήμων» γιὰ τὴν χαρισματικὴ προβολὴ τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν με τὸν εὐχερῆ, οὐσιαστικό καὶ ἑρμηνευτικό του λόγο, κατηγορήθηκε ἀπὸ διαφόρους καὶ ὡς «ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀνθέλλην (ἀντιεθνικός) πατὴρ» ἐπειδὴ ἦταν ἰδιαίτερα ὀξὺς καὶ ἐλεγκτικὸς ἐναντίον κλασσικῶν συγγραφέων καὶ ἰδία τῶν φιλοσόφων, τοὺς ὁποίους βέβαια ὁ Χρυσόστομος δὲν καταδικάζει συλλήβδην - τοὺς πάντες -, ἀλλὰ πρακτικὲς καὶ τὰ ἠθικὰ διδάγματα τους ποὺ ἀντέβαιναν τῆς χριστιανικῆς τότε ἠθικῆς. Καὶ αὐτὸς ὅμως ἐκμαίευε στοιχεῖα, ἐπικουρικὰ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν γραφῶν. Γιὰ παράδειγμα ἀναφέρει: «Πάντοθεν, καὶ εἰς τὰ παρ’ ἡμῖν καὶ εἰς τὰ τῶν φιλοσόφων διδάγματα, εὑρίσκεις, εἰ βούλει, τὰ ὑποδείγματα τοῦ ὀρθοῦ βίου». (PG 62, 47). Ἀπὸ παντοῦ, καὶ στὰ δικὰ μας (χριστιανικὰ συγγράμματα) καὶ στὰ διδάγματα τῶν φιλοσόφων, βρίσκεις ἂν θέλεις, τὰ πρότυπα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Γιὰ τὰ ἀνωτέρω, σύμφωνα καὶ μὲ τὸν καθηγητὴ πατρολογίας Π. Χρήστου, ὁ Χρυσόστομος «φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ἀταίριαστος εἰς αὐτὴν τὴν ὁμάδα τῶν τριῶν ἱεραρχῶν , διότι, πλὴν τοῦ ὅτι ἡ ἀκμὴ του συμπίπτει εἰς χρόνον μεταγενέστερον τοῦ θανάτου τῶν ἄλλων δύο, ἀνήκει καὶ εἰς ἄλλην σχολὴν σκέψεως» [25]. Ἐντάχθηκε ὅμως στὴν χορεία τῶν ἁγίων ἱεραρχῶν ὡς προστατῶν τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων γιατὶ ἀκριβῶς ὄχι μόνο δὲν ἀπέρριπτε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἀλλὰ τὴν θεωροῦσε καὶ ἐκεῖνος, ὅπως καὶ οἱ προκάτοχοι του Πατέρες, ἀπαραίτητη προϋπόθεσι γιὰ τὴν ἐμβάθυνσι τῆς χριστιανικῆς μόρφωσης, τονίζοντας ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ἀγωγῆς εἶναι ἡ διάπλασι «εἰς τέλειον Χριστιανὸν καὶ πραγματικὸν φιλόσοφον» [26] (PG 62, 149), προβάλλοντας μὲ ζῆλο τὴ διεύρυνσι τῆς ἐκπαίδευσης μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία σὲ ὅλα τὰ στρώματα τῆς κοινωνίας καὶ νὰ μὴ εἶναι προνόμιο μόνο τῆς ἀνώτερης τάξης τῶν πλουσίων. Μὲ ἐπίγνωσι τῶν καιρῶν, στήριξε καὶ ὁ Χρυσόστομος τὸ πλαίσιο ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ἤδη διαμορφωθῆ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα μετουσιώνονταν μέσα ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ ἐκπαίδευσι μὲ τὴν ταυτόχρονη χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἐπιτυγχάνονταν ἔτσι ἡ ἁρμονικὴ σύζευξι χριστιανικοῦ ἤθους καὶ κλασσικῆς παιδείας. Ὁ Χρυσόστομος πιστεύει ὅτι αὐτὸς ὁ σύνθετος τρόπος μετάδοσης γνώσεων, ὅπως τὸν προτείνει στὴν παιδαγωγικὴ του πραγματεία: «Περὶ κενοδοξίας καὶ ὅπως δεῖ τοὺς γονέας ἀνατρέφειν τὰ τέκνα», πρέπει νὰ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ καὶ ψυχοπνευματική ὁλοκλήρωσι τοῦ «χριστιανοῦ πλέον πολίτη» [27].

Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο, παρὰ τὴν ὅποια ἀμφισβήτησι γιὰ τὴν γνησιότητα του, ἐνυπάρχει ἡ πρώτη συστηματικὴ καὶ πληρέστερη ἔκθεσι γιὰ τὴν χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησι τῶν νέων. Τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων τὴ θεωρεῖ ὕψιστη τέχνη [28], γιατὶ ρυθμίζει τὴν ψυχὴ καὶ διαπλάθει τὴν διάνοια τοῦ παιδιοῦ καὶ τίποτε δὲν προάγει περισσότερο τὴν διδασκαλία ὅσο ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης μεταξὺ τοῦ διδάσκοντος καὶ τοῦ διδασκομένου, ἐξαίροντας τὴν σημασία τῆς προσωπικότητας, τοῦ ἤθους τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ καὶ τὴν ἑλκυστικὴ μέθοδο πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀγωγῆς.

'Σημαντικός θεωρεῖται, στὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου, ὁ παιδευτικὸς ρόλος τῶν γονέων καὶ ἡ ἠθικὴ ἐνάρετη ζωὴ τους, ὀφείλοντας νὰ ζοῦν μὲ σεβασμὸ καὶ ὁμόνοια μεταξὺ τους, καθὼς ἔτσι ἐπηρεάζουν καὶ θέτουν τὶς πρῶτες βάσεις στὴν ψυχοπνευματική ἀνάπτυξι τοῦ παιδιοῦ. Ἡ ἀμέλεια γιὰ τὴν πνευματικὴ συγκρότησι τοῦ παιδιοῦ τους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν νηπιακὴ ἡλικία, εἶναι πνευματικὴ παιδοκτονία, «Οἱ γὰρ τῆς τῶν παίδων κοσμιότητος τε καὶ σωφροσύνης ἀμελοῦντες πατέρες παιδοκτόνοι τυγχάνουσι» [29]. Ἡ ἀλληλοεπιδραστική φύσι τῶν σχέσεων ποὺ ἀναπτύσσεται μέσα στὴν οἰκογένεια καὶ ἡ καταλυτικὴ ἐπίδρασι ποὺ ἀσκοῦν στὴν ψυχοσωματικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξι τοῦ παιδιοῦ, εἶναι βασικὸ θέμα τῆς παιδαγωγικῆς του ἀντίληψης, συνιστῶντας μάλιστα στοὺς φορεῖς ἀγωγῆς (γονέων, διδασκάλων), τὸ μέτρο καὶ τὴν σοφὴ διάκρισι συμπεριφορᾶς μεταξὺ ἐπιείκειας καὶ αὐστηρότητας. « ἐπιείκεια γὰρ (ἐστὶ) πάσης βίας δυνατωτέρα»

Ἔτσι « ἄμορφος ψυχὴ εὔμορφος γενέσθαι δύναται», μέσα δηλ. ἀπὸ τὴν καλλιέργεια σώματος καὶ ψυχῆς – γι’ αὐτὸ ἐπιβάλλεται ὡς μάθησι καὶ ἡ γυμναστικὴ καὶ ἡ μουσικὴ -, θά ἀναπτυχθῆ τὸ παιδὶ, ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, μαθαίνοντας καὶ μιμούμενο τὸν Δημιουργὸ Του μὲ ἀρετὲς ὅπως: τῆς ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ἀνεξικακίας, τῆς μακροθυμίας καὶ εὐεργεσίας. Μέσα ἀπὸ μιὰ, διὰ βίου μάθησι καὶ ἔχοντας συνειδητὴ εἰκόνα τῆς κοσμικῆς ζωῆς (πνευματικῆς νωχέλειας, γεμάτης ἀπὸ πάθη καὶ ἀδυναμίες) θὰ ὁδηγήσει μὲ διδακτικὰ κίνητρα, ἀλλὰ αὐτόβουλα τὴν «ψυχὴν καθαρὰν καὶ μὲ σωφρονοῦσαν διάνοιαν», 'στὴν χριστιανικὴ πνευματικὴ τελείωσι καὶ στὴν ἐν Χριστῶ αἰωνιότητα. Μόνο τότε ὁ παιδαγωγούμενος θὰ διαθλασθῆ ὡς τέλειος χριστιανὸς καὶ θὰ γίνει ἄξιος κληρονόμος τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, «τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐργασώμεθα ἐκ πρώτης ἡλικίας αὐτοὺς εἰς τὴν πολιτείαν εἰσάγωμεν τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Παρατηροῦμε ὅτι γιὰ τὸ Χρυσόστομο τὸ ἔπαθλο τῆς καλῆς παιδείας εἶναι ἡ μετάληψι τῆς ἁγιότητος καὶ ἡ ἀπόκτησι τῆς θεογνωσίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωσι μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ [30].

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω λαμβάνουμε μιὰ ἀμυδρὰ εἰκόνα τῆς παιδαγωγικῆς θεώρησης τοῦ Ἰωάννη Χρυσοστόμου τὴν ὁποία ἐκτιμᾶ κανεὶς λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς του μὲ τὶς ἔντονες πνευματικὲς ζυμώσεις καὶ τὴν θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἀντιπαλότητα δύο διαφορετικῶν κόσμων: τὸν κληρονομούμενο πολιτισμὸ τῶν κλασσικῶν γραμμάτων καὶ τεχνῶν καὶ τὸν ἐνθουσιωδῶς ἐπερχόμενον χριστιανικό. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ παιδαγωγικὴ ἔμπνευσι τοῦ Ἰωάννη ὁ Χρυσοστόμου - παρ’ ὅτι δειχνοδρομεῖ μιὰ χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας ἀγωγή-, στὴν ἱστορία τῆς Παιδαγωγικῆς , σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητή Παιδαγωγικῆς Ἀντ'. Δανασσῆ- Ἀφεντάκη, ὁ Χρυσόστομος προβάλλει ὡς ἐπιφανὴς παιδαγωγὸς καὶ ψυχολόγος τοῦ ἀνθρώπου [31], ἐπειδὴ ἡ παιδαγωγικὴ σοφία τοῦ βασίζεται στὴν πληρότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῶν παιδαγωγικῶν του ἀρχῶν, κάτι ποὺ βεβαιώνεται μὲ τὴν διαπίστωσι τῆς ἐπικαιρότητας του μὲ ὅρους τῆς σύγχρονης ψυχολογίας. Δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὶς παροδικὲς συμβατικότητες τοῦ βίου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναλλοίωτη οὐσία τους. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ διδασκαλία του «παρέμεινε διαρκής, δι' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, πάσης ἐποχῆς» [32].

Σημειώσεις


1.     Ὁ 11ος αἰῶνας καὶ συγκεκριμένα ἡ περίοδος μεταξὺ τοῦ θανάτου τοῦ Βασιλείου Β΄ (1025) καὶ τῆς ἀνόδου τῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν (1081), ὑπῆρξε μιὰ ἐποχὴ σοβαρῶν ἱστορικῶν, πολιτικῶν, οἰκονομικῶν, κοινωνικῶν ἀνακατατάξεων καὶ ἰδεολογικῶν ζυμώσεων, οἱ ὁποῖες ἄφησαν τὸ στίγμα τους καὶ στὸν πνευματικὸ χῶρο. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ διαδέχεται τὴν ἀναγέννησι τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν τῆς ἐποχῆς τῶν Μακεδόνων (9ος-10ος αἰῶνας) τὸν λεγόμενο πρώϊμο βυζαντινὸ ἀνθρωπισμό, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου συντελέστηκαν σημαντικὲς ἐπιστημονικὲς ἀλλαγὲς σὲ πολλοὺς τομεῖς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ Μακεδονικὴ αὐτὴ Ἀναγέννησι χαρακτηρίζεται τώρα ἀπὸ ἕνα ἀνανεωμένο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν παράδοσι καὶ τὴ μελέτη τῶν ἀρχαίων κειμένων καὶ ἰδία τῆς φιλοσοφίας μὲ μιὰ τάσι συμφιλίωσης καὶ συγκερασμοῦ τῆς πλατωνικῆς κυρίως φιλοσοφίας μὲ τὴν χριστιανικὴ παράδοσι, θυμίζοντας … καὶ προβάλλοντας ὡς πρότυπα καὶ τὸν Μ'. Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο Ναζιανζηνό (Σχολῆς Καππαδοκίας) ποὺ συνέβαλε καὶ στὴν ἀναβίωσι τῆς κλασσικίζουσας ποίησης, ἡ ὁποία συνετίθετο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ κλασσικά μέτρα, ἀλλὰ μὲ κοσμικὸ περιεχόμενο. Ἡ κίνησι αὐτὴ προξένησε ἀντίδρασι ἀπὸ τὸ συντηρητικὸ (μοναστικὸ κυρίως) τμῆμα τῆς ἐκκλησίας (ἤδη εἶχε προηγηθῆ τὸ σχίσμα τὸ 1054) θεωρώντας την εἰδωλολατρικὴ στροφὴ(!) καὶ τὸ 1077 προκλήθηκε Σύνοδος ποὺ καταδίκασε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴν φιλοσοφικὴ θέσι «ἀντικατάστασης τοῦ θεολογικοῦ δόγματος ἀπὸ τὴν «αὐθυπαρξία τοῦ φιλοσοφικοῦ ὀρθοῦ λόγου», ποὺ πρέσβευε ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων ὁ φιλόσοφος καὶ ρήτορας Ἰωάννης Ἰταλός. Στὸ πνεῦμα αὐτὸ χωρὶς νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ συσχετίσει άναμφισβήτητα, «ἡ ἀπόδοση τιμῆς στὸν Μ'. Βασίλειο, στὸν Γρηγόριο Ναζιανζηνό καὶ στὸν Ἰωάννη Χρυσόστομο, ὡς λαμπρῶν προσωπικοτήτων τοῦ ἐνδόξου βυζαντινοῦ παρελθόντος, μεγάλων ἱεραρχῶν τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας καὶ ὑπερασπιστῶν τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, (ἡ μελέτη τῶν ὁποίων) μποροῦσε νὰ συνεισφέρει σὲ αὐτὴν τὴν προσπάθεια… (ἀλλὰ καὶ η παρουσία τους) ὡς παραδείγματα ἐπιτυχοῦς συγκερασμοῦ τῆς θύραθεν μὲ τὴν Χριστιανικὴ παιδεία». ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΛΙΝΑΡ∆ΟΣ, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΥΠΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΓΚΩΜΙΑΖΟΜΕΝΟΙ, ΑΘΗΝΑ 2005, σελ.133 καὶ ἑξῆς. Πάντως σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα συνέβη καὶ ἡ «πατέρων κρίσις» μὲ αὐτόβουλο κριτὴ τὸν λόγιο ποιητὴ καὶ διδάσκαλο τοῦ Μιχ. Ψελλοῦ, Μητροπολίτη Ευχαΐτων Ἰωάννη Μαυρόποδα.

2.     Ἰωάννης Μαυρόπους, Λόγος εἰς τοὺς τρεῖς ἁγίους πατέρας καὶ διδασκάλους, Βασίλειον τὸν μέγαν, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, ἔκδ. P. de lagarde, Iohannis Euhaitorum Metropolitae quae in codice Vaticano Graeco 676 su per sunt, gottingae 1882

3.     Ἡ ἀκριβὴς χρονολόγησι τῆς καθιέρωσης τῆς ἑορτῆς δὲν εἶναι γνωστή, τοποθετεῖται ὅμως στὴν μετὰ τὸ 1081 περίοδο σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τοῦ Συναξαρίου: «Ἡ αἰτία τῆς ἑορτῆς γέγονεν οὕτως. Ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ...», ὅταν ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους εἶχε πεθάνει. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μελετητὲς ποὺ τοποθετοῦν τὴν θέσπισι τῆς ἑορτῆς πρὸ τοῦ 1081, ὅταν ἦταν ἐν ζωή, ἐπὶ βασιλείας τοῦ Κων/νου Μονομάχου (1042-55). Ἰδὲ γιὰ τὸ θέμα: ΝΙΚΟΛΑΟ Β. ΛΙΝΑΡ∆Ο, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΥΠΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΓΚΩΜΙΑΖΟΜΕΝΟΙ, ΑΘΗΝΑ 2005, σελ.125-127

4.     Ιωάννης Φουντούλης, Οι Τρεις Ιεράρχαι, Zoiforos.gr, Sunday, 31 January 2010

5.     Με τον όρο «Θύραθεν παιδεία» εννοούμε εκείνη που είναι «έξω από την Πύλη της Εκκλησιαστικής- θεολογικής μόρφωσης και αγωγής», δηλ. τα κλασσικά προπάντων γράμματα, η φιλοσοφία και ο πολιτισμός που απορρέει εξ αυτών. Ο Γρ. Νύσσης είχε τέτοια αγάπη για τον Πλάτωνα που τον έχουν χαρακτηρίσει: «ὁ σοφὸς ἐν τοῖς ἔξω» (PG 46, 164 D).

  1. Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει καὶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὅπως ὁ πρωτοδιατυπώσας Ὠριγένης καὶ ἀργότερα ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἂν καὶ διαφοροποιημένη στὸν καθένα, τὸ Κακὸ θὰ καταργηθῆ (γιὰ τὸν Νύσσης «τὸ γὰρ κακὸν ἀνυπόστατον, ὅτι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὴν ὑπόστασιν ἔχει» (Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O., V, σσ. 300. 21-22, 301. 1-2.), πρῶτα στὸ σῶμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν κοινὴ ἀνάστασι, ὑπὸ τὴν μορφὴ τῆς καθολικῆς κατάργησης τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου• στὸ ἀπώτερο μέλλον πρόκειται νὰ ἀφανισθῆ ὅλη ἡ κτίσι ἐπιστρέφοντας στὴ μακαριότητα ποὺ εἶχε πρὶν τὴν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων. Ἐπιγραμματικὰ καὶ μὲ φιλοσοφικὲς παρεκκλίσεις γιὰ τὸν καθένα, στὸν μέλλοντα (ἄληκτον) χρόνο (κυκλικὰ γιὰ τὸν Ὠριγένη, γραμμικὰ γιὰ τὸν Γρ. Νύσσης) θὰ προκύψει ἐν τέλει ἡ καταστροφὴ κάθε εἴδους Κακοῦ: πόνος, ὀδύνη, ἁμαρτία καὶ οἱ ψυχὲς θὰ «λησμονήσουν τὸ κακὸ» καὶ μὴ βρίσκοντας πουθενὰ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἱκανοποίησι, θὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια χαρὰ καὶ εὐτυχία τῶν κτισμάτων. Τελικὰ θὰ συμβῆ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ ἀρχαῖον κάλλος καὶ ἀποκατάστασι τῶν πάντων, δικαίων καὶ ἀδίκων. Ὅμως οἱ μὲν δίκαιοι θὰ μετέχουν τοῦ θείου φωτός, δηλ. τῆς θείας μακαριότητας, οἱ ἄδικοι θὰ μετέχουν ἁπλῶς τῆς γνώσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ θείου πυρὸς (“Κύριος ὁ Θεὸς σου πῦρ καταναλίσκον ἐστὶ”, Δευτερονόμιον, 4,24, Πρὸς Εβραίους,12,29) μὴ δυνάμενοι ποτὲ νὰ τύχουν τῆς «θεοκοινωνίας». Ἡ Ἐπίσημη Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ συμφωνεῖ δὲν τὸ καταδικάζει, θεωρεῖ τὸ θέμα «θεολογούμενον» δηλ. ἀκόμη ἄλυτο. Ἰδὲ καὶ τὸ «Τὸ περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ζήτημα, Μητροπολίτου Ἀχελώου, Εὐθυμίου (Κ. Στύλιου), ἀπὸ τὸ βιβλίο: Τὸ μυστήριο τῆς 8ης Ἡμέρας- Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ ἐσχατολογία, Ἀθήνα 2015, εκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, σελ. 178-181

7.     Ὁ ὅρος εἶναι συμβατικὸς γιὰ νὰ τονίσει περισσότερο τὸν πνευματικὸ προσανατολισμὸ ἑρμηνείας τῶν ἱερῶν Γραφῶν. Οἱ Καππαδόκες πατέρες ἀσπάστηκαν τὴν Ἀλεξανδρινὴ Σχολὴ ποὺ ἔδινε ἐλευθερία στὴν ἔρευνα μὲ ἀναγωγὴ τῆς πίστης σὲ γνῶσι μὲ τὴν βοήθεια τῆς φιλοσοφίας καὶ κάνοντας χρῆσι τῆς ἀλληγορικῆς μεθόδου γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν. Ἀντίθετα ἡ θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας υἱοθέτησε τὴν «Γραμματικοϊστορική» μέθοδο ἀναζητώντας τὴν «ἀλήθεια» στὸ γράμμα καὶ ὄχι στὸ πνεῦμα τῶν Γραφῶν, ἐνῶ ἔδινε βαρύτητα στὸ ἀνθρώπινο καὶ ἠθικὸ στοιχεῖο τῆς θείας ἀποκάλυψης. Μεθόδιος Φούγιας, Οι Θεολογικές Σχολές Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού στις αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1997, σελ. 67-72, https://el.orthodoxwiki.org, academia@kostaskoumoukelis.eu

8.     ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠATPOΛOΓΙΑ, ΤΟΜΟΣ Β', Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ (Ανατολή καί Δύση), ΑΘΗΝΑ 1990, σελ. 592

9.     Ὁ ὅρος ἀμφισβητεῖται, περιλαμβάνει πάντως τὴν προσπάθεια σύζευξης φιλοσοφίας καὶ ρητορικῆς. Ἡ ὀνομασία ὀφείλεται στὸ Φιλόστρατο B' (Bίοι Σοφιστῶν A 481), καὶ ὀνομάστηκε ἔτσι γιατὶ κατ’ ἀντίστοιχο τρόπο οἱ ρητοροδιδάσκαλοι τοῦ 1οὐ αἱ. μ.X. καὶ ἑξῆς πηγαίνουν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι καὶ διδάσκουν τὴν ρητορικὴ ἐπ' ἀμοιβῇ ὅπως καὶ οἱ σοφιστὲς τοῦ 5ου αἱ. π.X. Τὸν 4ον αιν.. μ.Χ. συμβαίνει ἔντονη ἀναθέρμανσι τῆς φιλοσοφίας κατὰ γλωσσικὴ μίμησι μάλιστα τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν ρητόρων καὶ φιλοσόφων. Διακεκριμένοι δὲ ρητοροδιδάσκαλοι ἀποτελοῦν πρόσωπα μεγάλης σπουδαιότητας, πνευματικῆς καὶ πολιτικῆς ἐπιρροῆς, π.χ. Θεμίστιος, Προαιρέσιος, Λιβάνιος.

10.   Χρίστος Κυριαζόπουλος, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΛΑΣΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Crkvene studije, Ni{ / Church Studies, Nis 3-2006, 81-90, UDK 27-75(38)

11.  «Οὐκ ... ἀλλότρια ἔστι τὰ Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ... οὐκ ἔστι πάντῃ ὅμοια ὥσπερ οὐδὲ τὰ τῶν ἄλλων στωϊκῶν τε καὶ ποιητῶν καὶ συγγραφέων. Ἕκαστος γὰρ τις ἀπὸ μέρους τοῦ σπερματικοῦ Θείου Λόγου τὸ συγγενὲς ὁρῶν καλῶς ἐφθέγξατο... Ὅσα παρὰ πᾶσι (τοὺς ἀρχαίους σοφοὺς ἐννοεῖ) καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἐστὶ » Ίουστ. Απολογία Β', 13, 1-4. Μετφρ.: Δὲν εἶναι ξένα μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Χριστοῦ αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ Πλάτων, ἀλλὰ δὲ εἶναι καὶ παντελῶς ὅμοια, ὅπως ἀκριβῶς δὲν εἶναι οὔτε τὰ λεχθέντα ἀπὸ Στωϊκούς, ποιητὲς καὶ ἄλλους συγγραφεῖς. Ὁ καθένας χωριστὰ μίλησε ὀρθὰ βλέποντας τὸ συγγενὲς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν σπερματικὸ θεῖο λόγο. Ὅσα ἀπ’ ὅλους καλὰ ἔχουν εἰπωθῆ, εἶναι καὶ δικὰ μας, τῶν Χριστιανῶν.

12.  «Κατὰ πᾶσαν δὴ οὖν τῶν μελιττῶν τὴν εἰκόνα τῶν λόγων ἡμῖν μεθεκτέον. Ἐκεῖναι τε γὰρ οὔτε ἅπασι τοῖς ἄνθεσι παραπλησίως ἐπέρχονται, οὔτε μὴν οἷς ἂν ἐπιπτῶσιν ὅλα φέρειν ἐπιχειροῦσιν, ἀλλ᾿ ὅσον αὐτῶν ἐπιτήδειον πρὸς τὴν ἐργασίαν λαβοῦσαι, τὸ λοιπὸν χαίρειν ἀφῆκαν· ἡμεῖς τε, ἣν σωφρονῶμεν, ὅσον οἰκεῖον ἡμῖν καὶ συγγενὲς τῇ ἀληθείᾳ παρ᾿ αὐτῶν κομισάμενοι, ὑπερβησόμεθα τὸ λειπόμενον. Καὶ καθάπερ τῆς ῥοδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι τὰς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν τοιούτων λόγων ὅσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τὸ βλαβερὸν φυλαξόμεθα. καθάπερ της ροδωνιάς του άνθους δρεψάμενοι (αι μέλισσαι) τας ακάνθας εκκλίνομεν, ούτω και επί των τοιούτων λόγων, όσον χρήσιμον απωσάμενοι, το βλαβερόν απορρίψωμεν» (PG 31, 569). Μετάφρασι: Πρέπει λοιπὸν νὰ σπουδάζουμε ἀκολουθώντας τὴν εἰκόνα τῶν μελισσῶν. Ἐκεῖνες δὲν πετᾶνε τὸ ἴδιο σὲ ὅλα τὰ λουλούδια, οὔτε καὶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ πετοῦν ἐπιχειροῦν νὰ λαμβάνουν τὰ πάντα, ἀλλὰ ὅσο ἐξ αὐτῶν εἶναι τὸ κατάλληλο (γιὰ μέλι) καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ ἀφήνουν χωρὶς νὰ τὸ λυποῦνται. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἂν συμπεριφερθοῦμε συνετά, θὰ παίρνουμε ἀπὸ αὐτὰ τὰ κείμενα ὅ,τι εἶναι οἰκεῖο σὲ μᾶς καὶ συγγενεύει μὲ τὴν ἀλήθεια (τῆς πίστης μας) καὶ θὰ παραλείπουμε τὰ ἐπιβλαβῆ. Ὅπως ἀκριβῶς συλλέγομε τῆς τριανταφυλλιᾶς τὰ ἄνθη παραμερίζοντας τὰ ἀγκάθια, ἔτσι καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτῶν (τῶν κλασσικῶν γραμμάτων), θὰ ἀποσποῦμε τὸ ὠφέλιμο μέρος καὶ τὸ βλαβερὸ θὰ τὸ ἀποφεύγουμε.    

13.  Παπαγεωργίου Γεώργιος, Χανιώτη Μαρουσώ, Η συμβολή του παιδαγωγικού έργου του Μ. Βασιλείου στις θεωρίες των επιστημών της Αγωγής, Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 7o Πανελλήνιο Συνέδριο 10,11,12 Οκτωβρίου 2014

14.  Εἰς Καισάριον, τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφὸν ἐπιτάφιος 6,2,4.

15.  Μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύχθηκε βαθειά πνευματική και ψυχική σύνδεσι. Ο Γρηγόριος μεγαλύτερος κατά ένα έτος, για αυτή την φιλία γράφει σε στίχους στο έργο του «Περί του εαυτού βίον» 229-230: «Τα πάντα μεν δη κοινά και ψυχή μία, Δυοίν δέουσα σωμάτων διάστασιν».

16.  Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον ἐπιτάφιος 15,1,3.

17.  Σύμφωνα με τον ιστορικό Σωκράτη Σχολαστικό (380 – 440 μ.Χ), Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4,26,15-19: «Νέοι (οι Βασίλειος και Γρηγόριος) γὰρ δὴ ὄντες οὗτοι, ἐν ταῖς ᾿Αθήναις γενόμενοι, τῶν τότε ἀκμασάντων σοφιστῶν ῾Ιμερίου καὶ Προαιρεσίου ἀκροαταὶ γενόμενοι, καὶ μετὰ ταῦτα ἐν τῇ ᾿Αντιοχείᾳ τῆς Συρίας Λιβανίῳ συμφοιτήσαντες, ἄκρως τὴν ῥητορικὴν ἐξεπόνησαν».

18.  Στην εποχή αυτή του Λιβανίου, Ιουλιανού, ο Νεοπλατωνισμός με άξονα τον Ιάμβλιχο, έλαβε ένα ξεχωριστό φιλοσοφικό μανδύα που το συγκροτούσε ένα σύστημα με αρχές της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης, ενσωματώνοντας όμως θρησκευτικά στοιχεία σωτηρίας και λύτρωσης για την πραγμάτωσι της οποίας όφειλε ο ενδιαφερόμενος να μυηθή σε μυστικιστικές λατρείες και θυσίες της Ανατολής. Την «μαγική» (συνήθως με Χαλδαϊκούς χρησμούς) και κατ’ άλλους «αποκρυφιστική» αυτή πράξι την αποκαλούσαν «θεουργία» Ο Γρ. Ναζιανζηνός καταγγέλλει με δριμύτητα αυτόν τον άσχετο με τον Ελληνισμό μυστικισμό του Ιουλιανού: Ἀσία δέ ἦν αὐτῷ τό τῆς ἀσεβείας διδασκαλεῖον, ὅση τε περί ἀστρονομίαν (αστεροσκοπεία) καί τάς γενέσεις καί φαντασίαν προγνώσεως (Μαντικής) τερατεύεται (με τερατώδη λόγια, οιωνοσκοπίας, πρόγνωσης), καί τήν ἑπομένην τούτοις γοητικήν» (ασχολείται με την Μαγεία) Α΄ Στηλιτευτικός 31.

  1. Από τον Επιτάφιο λόγο μγ’ του Γρηγορίου Ναζιανζηνού προς τον Μ. Βασίλειο διαβάζουμε από την 11η παράγραφο την πεποίθησί του για την Ελληνική κλασσική παιδεία: Οἶμαι δὲ πᾶσιν ἀνωμολογῆσθαι τὸν νοῦν ἐχόντων, παίδευσιν τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ πρῶτον· οὐ ταύτην μόνην τὴν εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν, ἣ πᾶν τὸ ἐν λόγοις κομψὸν καὶ φιλότιμον ἀτιμάζουσα μόνης ἔχεται τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ κάλλους τῶν νοουμένων· ἀλλὰ καὶ τὴν ἔξωθεν (θύραθεν παιδεία), ἣν οἱ πολλοὶ Χριστιανῶν διαπτύουσιν, ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλερὰν καὶ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, κακῶς εἰδότες.

20.  «Ὁρᾷς, ὡς οὐκ εἰς τέλος ἐμέλλομεν σιωπήσεσθαι, οὐδὲ ἀλογίαν κατακριθήσεσθαι τοῖς σοῖς δόγμασιν, ἀλλὰ ῥήξειν φωνὴν ἐλευθέραν, καὶ τῆς σῆς ἐλεγκτικὴς ἀλογίας» (Β΄ Στηλιτευτικός 39).  

21.  «Ἡμέτεροι, φησὶν, οἱ λόγοι, καὶ τὸ Ἑλληνίζειν, ὧν καὶ τὸ σέβειν θεούς· ὑμῶν δὲ ἡ ἀλογία καὶ ἡ ἀγροικία» (Στηλευτικός Α’ 102)

22.  Σύμφωνα με τον Λεωνίδη Φιλιππίδη, «το Ελληνίζειν» σημαίνει: «ζῆν, σκέπτεσθαι, αισθάνεσθαι ομοίως τοις έλλησι (τούτο εμφαίνει η κατάληξις -ίζειν), το φρονείν, μιμείσθαι τα των ελλήνων και ομιλείν ελληνιστί», ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ…, ΑΘΗΝΑΙ 1958, σελ.47  

23.  «Αντιοχικός ή Μισοπώγων», Έργο του Ιουλιανού στο οποίο περιγράφει την αποτυχία του να πείσει τους κατοίκους της Αντιόχειας σχετικά με τις θρησκευτικές του αντιλήψεις και κρίνει ο ίδιος τον εαυτό του με χιούμορ, ενώ παράλληλα στηλιτεύει και τις δικές τους συνήθειες, χαρακτηριστικές ανθρώπων εύπορης μεγαλούπολης με χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα. Από περιγραφικά σχόλια: Ιουλιανός, εκδ. Οδ. Χατζόπουλος.

24.  «τοσούτου δέ διωγμοῦ κινηθέντος καί τοσαύτης καινοτομηθείσης συγχύσεως, πῶς οὐκ ἀνάγκη πᾶσα τό ΄Ρωμαίων ἔχειν κακῶς, ὥσπερ οὖν καί ἐσχηκότα φαίνεται» (Β΄ Στηλιτευτικός 42). κινήθηκε με τέτοια μανία διωγμού (των χριστιανών) και με τέτοιο βαθμό αναταραχής νεωτερισμών, πώς λοιπόν ήταν ανάγκη να βρίσκεται σε αυτή την άθλια κατάστασι όλη η Ρωμαϊκή επικράτεια, όπως ακριβώς ολοφάνερα είναι;)

25.  Παναγιώτης Χρήστου, Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος καὶ οἱ Καππαδόκαι, Μυριόβιβλος, από ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΒΛΑΤΑΔΩΝ» ἔκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1973. Ταυτόχρονα στο ίδιο κείμενο εκφράζει και το: «παράδοξον εἶναι ὅτι τὴν θέσιν τοῦ τρίτου δὲν καταλαμβάνει ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ μεγαλοφυὴς ἀδελφὸς τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐθεμελίωσε τὴν βαθυστόχαστον περὶ τοῦ πνευματικοῦ θεωρίαν τῆς Ὀρθοδοξίας».

26.  www.pemptousia.gr/2024/01

27.  Κολέρδα Σουλτάνα, Οι Απόψεις του Ιωάννη του Χρυσοστόμου για την Αγωγή και την Παιδεία, Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης, (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 7o Πανελλήνιο Συνέδριο 10,11,12 Οκτωβρίου 2014

28.  Η σπουδαιότητα του παιδευτικού τους ρόλου, παρομοιάζεται με εκείνο των καλλιτεχνών: «Καθώς ἀκριβῶς μέ μεγάλη δεξιοτεχνία ἐπεξεργάζονται οἱ μέν ζωγράφοι τίς εἰκόνες, οἱ δε γλύπτες τά ἀγάλματα, είθε κατά τον ἴδιο τρόπο, κάθε πατέρας καί κάθε μητέρα γιά τά θαυμάσια αὐτά ἀγάλματα, πού εἶναι τά παιδιά τους, νά φροντίζουν έπιμελώς». Ἰωάν. Χρ. Περί παίδων ἀνατροφῆς, PG 63, 767

29.  Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί παίδων ἀνατροφῆς, PG 63, 767

30.  Κολέρδα Σουλτάνα , Αυτόθι

31.  ΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗ, Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

32.  ΛΟΥΡΙΔΗ ΟΡΕΣΤΗ, "Παιδαγωγικαί ἀρχαί τῶν τριῶν Ἰεραρχῶν ", Ο Εφημέριος ΛΔ', αρ.7 (Απρίλιος 1986), σ.107.

 

 

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία:

1.      ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ι. ΑΓΓΕΛΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗΚΑΙ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2022ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΛΑΡΟΥ, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΩΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ, Ἁνάτυπον ἐκ τῆς ΕΕΘΣΠΑ, Τόμος ΜB΄ (2007), ΑΘΗΝΑΙ 2007

2.      Ανάστος, Πνευματικός Βίος και Πολιτισμός, Οι νομικές βάσεις της βυζαντινής απολυταρχίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους –Βυζαντινός Πολιτισμός. Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, τ. Ζ΄, Αθήνα 1993,

3.      ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΘ. ΧΑΪΔΟΥΤΗ, Η ζωή και το έργο των Τριών Ιεραρχών, ΧΑΛΚΙΔΑ 2016

4.      ΒΛΑΣΙΟΣ ΙΩ .ΦΕΙΔΑΣ , ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Α’, Β’), Δεύτερη έκδοση, Αθήναι 1994, κεφ. Θ΄, Σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας, και Διαλεκτική αντιπαράθεση χριστιανισμού και εθνικής θρησκείας, σ. 336 και εξής.

5.      ΓΕΡΟΥΛΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ-ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ, Περί Γλώσσας και Παιδείας: Η αντίδραση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού στην εκπαιδευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017

6.      ΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗ, Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

7.      ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ε. ΣΑΜΟΥΡΑΚΗΣ, Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2019

8.      ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γλώσσα και Παιδεία στους Τρεις Ιεράρχες, Πανεπιστήμιο Κύπρου 2004

9.      Γιώργου Μπαμπινιώτη, ΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ: ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ,

dikaiopolisproject.wordpress.com/2011/01/30/

10.   Γεώργιος Σαμουράκης, Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ 5o Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο. Η διεπιστημονικότητα ως γνωστική, εκπαιδευτική και κοινωνική πρόκληση, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, TOMOΣ Β’

11.   Δέσπω Αθ. Λιάλιου , Θεολογία και επιστήμη κατά τους Τρεις Ιεράρχες. Μία σύγχρονη πρόκληση εν μέσω πανδημίας , https://piro.uoi.gr/sites/default/files/attachment/dimosies

12.   ΔΗΜΗΤΡΑ Σ. ΠΕΤΡΙΔΟΥ , Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013

13.   Δημήτριος Π. Χατζηκακίδης, Οι ανώτατες σχολές θεωρητικής παιδείας στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, 4ος-8ος αι. μ.Χ. (Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Γάζα, Βηρυτός) Ρόδος 2011

14.   Ελένη Ηλία Βολονάκη, Λιβάνιος ο Σοφιστής: «Επιτάφιος για τον Ιουλιανό»

15.   Ελένη-Μαρίνα Κ. Σούκερα, Η θρησκευτική πολιτική του ρωμαϊκού κράτους κατά τον 4ο και τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα, Αθήνα, 2017

16.   Ελισάβετ Σωτηρούδη, Η ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 11° ΑΙΩΝΑ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΥΡΟΠΟΔΑ, Θεσσαλονίκη 2012

17.   ΙΩΑΝΝΑ Α. ΚΑΤΩΠΟΔΗ, Η ΑΝΤΙΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΜΑΥΡΙΚΙΟ (306-602), ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

18.   Ιωάννης Κ. Τσέντος, Ιουλιανός o Παραβάτης: Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού (Μέρος α’, β’ www.oodegr.com/neopaganismos/filosofoi/biblio_ioulianos)

19.   ΙΩΑΝΝΟΥ Γ. ΛΟΥΚΑ, Α) Οἱ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ, Β) ΕΜΜ. Π. ΡΕΠΟΥΛΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ 1975

20.   Κολέρδα Σουλτάνα, Οι Απόψεις του Ιωάννη του Χρυσοστόμου για την Αγωγή και την Παιδεία, Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης, (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 7o Πανελλήνιο Συνέδριο 10,11,12 Οκτωβρίου 2014

21.   ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ, Η στάση του Λιβανίου έναντι των Χριστιανών, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013

  1. Κωνσταντίνος Τσοπάνης , Οι μυήσεις του αυτοκράτορα Ιουλιανού, Archive, 6, 12–25 (2010),

23.   Κ. Τσοπάνης , Το ιερό ως θεϊκή αποκάλυψη, Archive, 3, 2007, σσ. 14–19.

24.   Κ. Τσοπάνης, Μυστικισμός και θρησκευτική πίστη. Archive, 3, σσ. 25–34 2007

25.   Μαρκάκης Εμμανουήλ, Η διαχρονικότητα των παιδαγωγικών αρχών των τριών Ιεραρχών, www.eduportal.gr/i-diachronikotita-ton-pedagogikon

26.   Μέγας Βασίλειος. Λόγος προς τους νέους. Πως να ωφελούνται από τα Ελληνικά Γράμματα., Ελληνική Πατρολογία, greekdownloads.wordpress.com/2020/12/20/μέγας-βασίλειος-λόγος-προς-τους-νέους

27.   ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΛΙΝΑΡΔΟΣ, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΥΠΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΓΚΩΜΙΑΖΟΜΕΝΟΙ, ΑΘΗΝΑ 2005

28.   Παπαγεωργίου Γεώργιος, Χανιώτη Μαρουσώ Η συμβολή του παιδαγωγικού έργου του Μ. Βασιλείου στις θεωρίες των επιστημών της Αγωγής, Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 7o Πανελλήνιο Συνέδριο 10,11,12 Οκτωβρίου 2014

29.   ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΚΙΜΗ, ΠΑΡΑΙΝΕΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ, ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ «πῶς δύνανται οἱ νέοι νὰ ὠφελῶνται ἐκ τῆς μελέτης τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων καὶ ποιητῶν κατὰ μετάφρασιν ὑπὸ τοῦ κου Παναγιώτη Γκίμη, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1920

30.   ΠΑΠΑΡΓΥΡΙΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ, Η ιδέα της οικουμενικότητας στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τις απαρχές της Ηγεμονίας μέχρι την κατάλυση της Ρώμης από τους Οστρογότθους, ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2023

31.   Σημαντηράκη Χαράλαμπου Ραδάμανθυ, Η Ειδωλολατρία στο Βυζαντινό Κράτος, Μυστράς, 2023

32.   ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΝΑ, «ΣΤΗΛΙΤΕΥΤΙΚΟΣ» ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟ

33.   ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟ ΕΙΔΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ , ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018

34.   ΣΠΥΡΟΣ ΤΡΩΙΑΝΟΣ, ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΡΩΜΗ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, 71,5

35.   Σωτήριος Σ. Πολύζος, Λιβάνιος: η ρητορική πραγμάτωση της παγανιστικής απολογητικής κατά τον 4ο αι. μ.Χ., ΑΘΗΝΑ 2021

36.   Σωτήριος Σ. Πολύζος, Η ρητορική υπέρ της θρησκευτικής ανεκτικότητας ο Λόγος 30 «πρὸς Θεοδόσιον τὸν βασιλέα ὑπὲρ τῶν ἱερῶν» του Λιβανίου. Byzantina Symmeikta, Vol 33 (2023)

37.   ΤΑΣΟΣ ΑΡΒΑΝΓΓΑΚΗΣ, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΩΣ ΤΕΧΝΙΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΛΟΓΌΣ ΠΟΥ ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ ΤΗΝ 29η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1992 ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΙΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992

38.   ΦΑΝΗ I. ΚΑΚΡΙΔΗ, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ — ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΛΟΓΟΣ ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣ ΤΗΝ 30ήν ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1967, ΙΩΑΝΝΙΝΑ

  1. Χρίστος Κυριαζόπουλος, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΛΑΣΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Church Studies, Nis 3-2006, 81-90, UDK 27-75(38) Θεσσαλονίκη, crkvenestudijechurchstudies.com/index.php/studies/article/view/267

Γιορτή Αδελφότητας 2025

Τοπολαλιά

 

Οι γειτονιές μας

ΒΡΥΤΖΑΧΑ web tv

Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι

dd

Μετεωρολογικός σταθμός Ζωτικού

Screenshot 2023 04 27 at 5.14.24 PM

Screenshot 2023 04 27 at 10.43.18 PM

Ellinomatheia1

Screenshot 2023 04 27 at 11.18.15 PM

Λογοτεχνία

Ο Φωτεινός

Ο Αμερικάνος

Για τον Αγγελο Σικελιανό

Μανώλης Αναγνωστάκης

Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα

Η ιστορία του Ζωτικού

Συμβόλαιο αγοροπωλησίας Ζωτικού

Η εξέλιξη του πληθυσμού του Ζωτικού από την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους έως σήμερα

Μύθος και Λόγος - Μέρος 2.

ΖΩΤΙΚΟ (ΛΙΒΙΚΙΣΤΑ) ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Έρευνες

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 3.

Στα χρόνια που πέρασαν - Μέρος 3.

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 4.

Στα χρόνια που πέρασαν - Μέρος 4

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΤΟ ΖΩΤΙΚΟ

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φρειδερίκη Παπαζήκου

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φώτης Μότσης

Αφηγήσεις

Αφιερώματα

Περιηγήσεις

periigiseis

Γιορτές

giortes

Δημιουργίες

dimiourgies

Παρουσιάσεις

parousiaseis