του ΦώτοΜότση
Ἔρχομαι
Πάγος λειωμένος σίδηρος
ἀπό τῆς γῆς τή μήτρα
Κατεβασιά ἀχαλίνωτη ἀπό τή χαίτη τῶν ὀρέων
Ἔρχομαι
Στήν πλάτη μου τό πανωφόρι ἀπό θυμό
Κάτω ἀπό τό στέρνο μου κλωτσᾶνε
φαριά ἀφηνιασμένα
Ἀπό τή λαίλαπά σας πλέκω βρόγχο
Τῶν ἐπισήμων τίς ἐξέδρες
μετατρέπω σέ ἰκριώματα
Ὅ,τι χτισμένο μέ τό ψέμμα τό γκρεμίζω
Ἀναποδογυρίζω τῆς πραμάτειάς σας
τούς πάγκους
Σφυρίζει κνοῦτο στόν ἀγέρα
Κατρακυλάει τό ρίγος τοῦ σεισμοῦ στή ράχη σας
ἀνηλεής τυφλός καί μακελάρης
ἰσοπεδώνει
‘τοιμάζει τό τοπίο
τόν τόπο ἀναοργώνει
γι’ ἄλλη φύτρα
Δεσπότες τῆς τιμῆς μου
ἐλήλυθεν ὑμῶν τό πέρας
Μέ λένε ὁ Λαός
Δικαιοσύνη
μέ καλοῦν
Ελπίδα
Λεπίδα