του Ι. Μότση
Στην Κνιδία υπήρχε ένα ωραιότατο άλσος με πυκνόφυλλα δέντρα προς τιμήν της Δήμητρας, η οποία το αγαπούσε υπερβολικά. Όμως η ομορφιά του αυτή τράβηξε την προσοχή του Ερυσίχθονος, του βασιλιά της Θεσσαλίας, ο οποίος ήθελε να κτίζει παλάτια στα ωραιότερα μέρη, αδιαφορώντας για την καταστροφή που προκαλούσε η ματαιοδοξία του στη φύση.
Έτσι έσπευσε επί τόπου, ακολουθούμενος από είκοσι γιγαντόσωμους υπηρέτες, οι οποίοι άρχισαν να κόβουν τα πανύψηλα δέντρα, αρχίζοντας από μία τεράστια λεύκα που έμοιαζε να φθάνει ως τον ουρανό και κάτω από τα κλαδιά της οποίας έπαιζαν οι νύμφες. Όταν αυτή χτυπήθηκε, έβγαλε έναν πολύ θλιβερό ήχο, που στενοχώρησε βαθιά τη Δήμητρα, γιατί ένιωσε ότι το ιερό της δέντρο πονεί. Ο Ερυσίχθων, παρά τις συστάσεις της ιέρειας Νικίππης να σταματήσει την κοπή των ιερών δέντρων, συνέχισε τον αφανισμό του δάσους. Η τιμωρία δεν άργησε. Οι θεοί επεμβαίνουν σε κάθε άδικη επίθεση και τιμωρούν αυστηρά εκείνον που αφαιρεί τη ζωή και συγχρόνως καταστρέφει την αρμονία του κόσμου. Έτσι, η θεά Δήμητρα ενέβαλε τρομερή πείνα στον Ερυσίχθονα που δεν μπορούσε να κορεσθεί ούτε με τα πλουσιότερα συμπόσια.
Ο Ερυσίχθων, προσπαθώντας να απαλλαγεί από το φοβερό μαρτύριο, κατέσφαξε και έφαγε όλα τα ζώα του βασιλείου τους ως και τα ωραιότερα άλογά του, τα οποία χρησιμοποιούσε στους αγώνες, στον πόλεμο ή στο κυνήγι. Δεν λυπήθηκε μάλιστα ούτε την ίδια του την κόρη. την πούλησε για να προμηθευθεί με τα χρήματα φαγητά. Η θεά τον τιμώρησε όπως του άξιζε. Αυτός της κατέστρεψε το δάσος και εκείνη αφάνισε το βασίλειο και τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως όργανό της τον ίδιο τον ένοχο.
Και δεν έφθανε ο λιμός, ήρθε επίσης το φοβερό του τέλος. Ο θάνατος και μάλιστα ο βίαιος, θεωρήθηκε πάντοτε η βαρύτατη των ποινών. Υπάρχουν ποικίλες εκδοχές για τον τρόπο που πέθανε: άλλοι λένε ότι τον κατασπάραξε ένας αγριόχοιρος, άλλοι ότι σκοτώθηκε πέφτοντας από το άλογό του, άλλοι ότι τον χτύπησε θανάσιμα ένας δίσκος και άλλοι ότι στο τέλος κατέφαγε τις ίδιες του τις σάρκες.
Πριν λίγες μέρες γίναμε μάρτυρες μια; φυσικής καταστροφής στην Μάνδρα Αττικής. Μια «ασυνήθιστη» καταιγίδα ήταν αρκετή να πνίξει μια πόλη στην λάσπη και να σκοτώσει 21 ανθρώπους. Αναζητήθηκαν οι ένοχοι, με κριτήριο το ποιος και γιατί δεν προστάτεψε την πόλη και όχι ποιος και γιατί διέπραξε την ύβριν ποιος και γιατί δηλ. «δολοφόνησε» την φύση, που εξ’ αιτίας αυτής της δολοφονίας χρειάζονταν η πόλη αντιπλημμυρική προστασία.
Σε αντίθεση με τις δυο κυρίαρχες θρησκείες – τον χριστιανισμό και τον μουσουλμανισμό - η αρχαία ελληνική θρησκεία-φιλοσοφία δεν θεωρούσε πως η φύση υπάρχει για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο, αλλά πως ο άνθρωπος ήταν τμήμα της φύσης, ενός όλου, ενός συνόλου που περιλάμβανε τους θνητούς, τους θεούς και τους ημίθεους αλλά και τα ζώα, τα φυτά, τις εποχές, τα ποτάμια, τα όρη και τα δάση ακόμη και τα άστρα εάν δούμε τη γενικότερη εικόνα.
Υπήρχαν πολλές θεότητες που είχαν απευθείας σύνδεση με το φυσικό περιβάλλον και τη προστασία αυτού, όπως η Γαία, η Δήμητρα, η Άρτεμις, η Περσεφόνη, η Ρέα-Κυβέλη, ο Διόνυσος, ο Πάνας και οι Νύμφες: Νηρηίδες για τις θάλασσες, Δρυάδες για τα δάση, Ναϊάδες για τα ύδατα, Ορεστιάδες για τα όρη. Ακόμα πολλοί ποταμοί είχαν αποκτήσει θεϊκές διαστάσεις με αποτέλεσμα οι κάτοικοι πέριξ αυτών να τους λατρεύουν και να τους σέβονται.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μια βαθύτερη φιλοσοφική και θρησκευτική διάσταση στο περιβάλλον και στο τρόπο ζωής μέσα σε αυτό. Για τους φιλοσόφους προείχε η φυσική τάξη. Κάθε απόκλιση από αυτή, αποτελούσε «ύβριν» από τη σκοπιά της ηθικής και της δικαιοσύνης και άσκοπη ενέργεια από τη σκοπιά της οικονομίας.Επιδίωκαν την αυτάρκεια στην παραγωγή αγαθών, αλλά όχι την υπερβολική κατανάλωση. Ήθελαν ωραία κτίρια, αλλά αποδοκίμαζαν την περιττή πολυτέλεια.
Αυτό φαίνεται από εκφράσεις που θεσμοθέτησαν και προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν στη καθημερινή τους ζωή: «Παν μέτρον άριστον» και το «κατά φύσιν ζην, όπερ ταυτό κατ’ αρετήν ζην». Ως μονάδα μέσα στο σύνολο είσαι υποχρεωμένος να ζεις με μια πειθαρχία για να μην ενοχλήσεις τη φυσική αλυσίδα, για να διατηρήσουν αυτόν το κανόνα συμπεριφοράς υπήρχε η έννοια του άριστου μέτρου που πρέπει να διατηρεί κάθε άτομο ενώ σε περίπτωση που ξέφευγε από αυτό και εκμεταλλευόταν το περιβάλλον διαταράζοντας τη φυσική τάξη, διέπραττε αυτόματα «ύβριν» και νομοτελειακά ακλουθούσε η «νέμεσις».
Στον χώρο της φιλοσοφίας, στα συγγράµµατα των Ελλήνων φιλοσόφων «περί φύσεως» αναγνωρίζεται η βασική αρχή της ενότητας της φύσης, η επίδραση της φύσης στην ανθρώπινη συμπεριφορά και η παραδοχή της φυσικής αρμονίας ως μέτρου για την ανθρώπινη κοινωνία. Στον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα ανιχνεύονται οι έννοιες της εντροπίας και της ανακύκλησης, ενώ στα έργα του Ιπποκράτη καταγράφεται η επίδραση του περιβάλλοντος όχι µόνο στην υγεία, αλλά και στον χαρακτήρα και τη δημιουργικότητα των λαών. Αξιοσημείωτη είναι η θέση της οικολογίας στην οικονομική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων. Στα οικονομικά συγγράµµατα του Ξενοφώντα και του Αριστοτέλη, αλλά και σε έργα του Πλάτωνα, βλέπουμε την πρόνοια για ορθολογιστική διαχείριση στη σχέση πόρων - εδάφους - ανθρώπινης εργασίας, για διάκριση των αναγκών σε πραγματικές και επίπλαστες, για παραγωγή αγαθών µέχρι το επίπεδο της αυτάρκειας. Τονίζεται έντονα η αποφυγή υπερβολικής παραγωγής αγαθών, που οδηγεί σε άσκοπο πλουτισμό, ευδαιµονισµό, κατασπατάληση πόρων, εκμετάλλευση ανθρώπων και, τελικά, σε διαστροφή του ανθρώπινου χαρακτήρα. «Ο δε χρηματιστής βίαιός τις εστίν» γράφει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικοµάχεια». Η απόκλιση από τη φυσική τάξη αποτελούσε «ύβριν» από άποψη ηθικής και δικαιοσύνης και άσκοπη ενέργεια από άποψη οικονομίας.
Άτη
Η αποδοχή, από τον σύγχρονο πολιτισμό, του μύθου της «γραμμικής προόδου» κατέστειλε την ολιστικότερη αρχή της δυναμικής ισορροπίας - εμβολή πείνας του Ερυσίχθονα. . Με την προσαρμογή όλων των μορφών της επιστήμης και της τεχνικής στον μύθο της γραμμικής και συνεχόμενης προόδου, ο άνθρωπος «ξεριζώθηκε» από το περιβάλλον κι απαίτησε την πλήρη υποταγή της φύσης σε αυτόν. Υπερυψώνοντας τον εαυτό του, έξω από την φύση και τους νόμους της, θεώρησε τους ανθρώπινους νόμους και τις αξίες ως καλύτερα και ιδανικότερα και προσπάθησε να επιβάλλει το δικό του «δίκαιο». Αναπόφευκτη Ύβρις.
Ύβρις
Με την 36610 (2) Κοινή Υπουργική Απόφαση "Τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Δήμου Μάνδρας (Ν. Αττικής) ΦΕΚ 1066Δ'/9.10.2003 επετράπη η ανάπτυξη της πόλης της Μάνδρας πάνω στα ρέματα Κατσιμίδι και Σκυλόρεμα, που μπαζώθηκαν για να κτιστεί το αμαξοστάσιο του Δήμου Μάνδρας και πλήθος άλλων κτισμάτων στέγης, διασκέδασης και βιομηχανικής παραγωγής.
Νέμεσις
Η καταπάτηση της φυσικής ισορροπίας, η παρεμπόδιση της φυσικής ροής των υδάτων από το όρος Πατέρας «προκάλεσε» την οργή της φύσης που εκδηλώθηκε με την ισχυρή βροχόπτωση της 15ης Νοεμβρίου 2017.
Τίσις
Το νερό των ρεμάτων μη έχοντας την φυσική τους ή άλλη ασφαλή διέξοδο απορροής τους, λόγω των μπαζωμένων ρεμάτων πλημμύρισε την πόλη, παρασύροντας στα διάβα του ό,τι του στεκόταν εμπόδιο, σπίτια κι ανθρώπους.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φιλοσοφία να αντιληφθεί κανείς πως η μόνη αποτελεσματική αντιπλημμυρική προστασία της πόλης της Μάνδρας και κάθε πόλης είναι η επαναφορά των υδάτων στην φυσική του ροή, που κάποιοι, κάποτε θεώρησαν ότι η φύση τοποθέτησε τα ρέματα σε σημεία που δεν τους εξυπηρετούσαν. Η Αθήνα για παράδειγμα είχε τρία ποτάμια και 700 ρέματα, από τα οποία τα 70 φαίνονται σήμερα σε διάφορα σημεία της πόλης. Ένα από τα πιο διάσημα παραδείγματα είναι ο Ποδονίφτης της Νέας Ιωνίας με τους 15 νεκρούς το 1994. Στις πλημμύρες του Κηφισού το 1994 έχασαν την ζωή τους 40 άνθρωποι.
Τρεις ήταν οι βασικοί ποταμοί που διέρρεαν την πεδιάδα της Αττικής. Το δυτικό και μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας έβρεχε ο Κηφισός, που είχε τις πηγές του στους πρόποδες της Πάρνηθας στα βόρεια και συνέχιζε την πορεία του για 27 χλμ., έως ότου εκχυνόταν στον Φαληρικό Κόλπο. Το ανατολικό τμήμα διέσχιζε ο Ιλισός, ο οποίος εκκινούσε από τις υπώρειες του Υμηττού κατευθυνόμενος προς δυσμάς, παρέρρεε τον Αρδηττό και, μέσω της κοιλάδας που σχηματιζόταν ανάμεσα στους λόφους των Μουσών (Φιλοπάππου) και της Σικελίας (δεξιά της σύγχρονης λεωφόρου Συγγρού), δεχόταν στην κοίτη του τα νερά του Ηριδανού και εν συνεχεία συναντούσε τον Κηφισό στα νοτιοανατολικά. Μικρότερος των δύο προηγούμενων ήταν ο Ηριδανός, που ανέτελλε στις νότιες πλαγιές του Λυκαβηττού, έναντι των Διοχάρους πυλών, όπου βρισκόταν και η Πάνοπος κρήνη· κυλώντας βορείως της Ακροπόλεως, περνούσε μέσα από την Αγορά και, συνεχίζοντας τη ροή του βορειοδυτικά, κατά μήκος του βορείου κρασπέδου της Πνύκας, εξέρχονταν του τείχους σε σημείο κοντά στην Ιερά Πύλη και, αφού χανόταν υπογείως για μερικές εκατοντάδες μέτρα, στρεφόταν προς νότον, όπου εξέβαλλε στον Ιλισό.
Που είναι τώρα, αλήθεια, αυτά τα ποτάμια της Αθήνας, ο Ιλισός, ο Ηριδανός και ο Κηφισός; Την θέση του Ιλισού πήραν οι οδοί Μιχαλακοπούλου, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Καλλιρόης. Στις όχθες του κτίστηκαν πολυτελή ξενοδοχεία και βίλλες. Η οδός Σταδίου ήταν ποτάμι και μπαζώθηκε μαζί με τον αρχαίο Ιλισό, Ηριδανό και Κυκλοβόρο. Από τότε συνέχεια «βουλιάζουμε»
Σύμφωνα με μελέτη του ΕΜΠ, τα ανοιχτά ρέματα το 1945, είχαν μήκος 1.280 χιλιόμετρα και σήμερα, μόλις, 434 χιλιόμετρα, Πριν από μερικά χρόνια, το 80% των νερών της βροχής το απορροφούσε το έδαφος και μόλις το 20% έπεφτε στην θάλασσα, σήμερα το ποσοστό αυτό έχει αλλάξει δραματικά Καθίσταται, λοιπόν, σαφές, ότι τα πλημμυρικά φαινόμενα που συχνά – πυκνά σημειώνονται στο λεκανοπέδιο, δεν αποτελούν «κεραυνό εν αιθρία», αλλά είναι αποτέλεσμα των επιλογών μας και της στρεβλής ανάπτυξης που ακολουθήσαμε. Και οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί: μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δομημένες επιφάνειες στην Αθήνα κάλυπταν το 25% του λεκανοπεδίου. Μετά το 1975, το 75% καλύφθηκε από δομημένες επιφάνειες και δρόμους δίκτυα, ενώ οι ελεύθεροι χώροι αποτελούν, μόλις, στο 4%. Τα ρέματα μπαζώθηκαν και καταπατήθηκαν.
Η εικόνα των πανάρχαιων ποταμών που πότιζαν την Αθήνα και απορροφούσαν τα νερά της βροχής έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Έτσι, κάθε φορά που βρέχει λίγο παραπάνω, λόγω των επιχωματώσεων και των αλλοπρόσαλλων οικιστικών σχεδίων, τα υπόγεια ποτάμια «φουσκώνουν» και πλημμυρίζουν ολόκληρες περιοχές υπενθυμίζοντάς μας την μακραίωνη ύπαρξή τους και χλευάζοντας τις όποιες (εκ μέρους μας) προσπάθειες εξαφάνισής τους.
Μπαζώθηκαν 800 χιλιόμετρα ρεμάτων