Του Φώτη Μότση
Τώρα μιλώ με δόντι σάπιο, μπάσος
Ά, είν’ παράταιρη η λαλιά αυτή
Στον κόσμο ετούτο μοναχός, κομπάρσος
Σκηνή και φίλοι εκεί δα στημένοι
Και με τη γλώσσα κόμπο -τη δεμένη
Σέρνομαι ΄γώ και γλύφω κι αλυχτώ
Σκυλί αχαμνό στη δούλεψή σας -οϊ!
Φορώ την τρύπια όραση, στη σκοτεινιά να ιδώ
Ποια χρεία, ποιος χρησμός θρέφει αυτό το κομπολόι
Που αρμολογεί τις φλέβες, που στάζει αίμα στο νερό;!
Σε τόσα αρχιπέλαγα αδέσποτος, μούτσος, μαρκόνι
Αρόδο πάντα στη ζωή -θάβω ξεθάβω με περίσσια υπομονή
Τους έρωτες, τα νιάτα μου κάτω απ΄το αμόνι
Ό,τι αφήνει πλέον ο θεός να εξαγνιστεί
Μονάχα με τη θεϊκή βαριά και το σφυρί
Αργά, από δρόμους στριμωγμένος, διαβαίνει ο ποιητής
Οι στίχοι του, λεία σε υπονόμους, σε κατώγια
Όπου οι σκέψεις οι σακάτες γίνονται λόγια
βρίσκουνε ώτα ευήκοα, σέρνονται, αναρριχώνται
και ψαύουν το κορμί της γης -πριν ξεψυχήσουν, ΄ωσαννά!΄ βρυχώνται.
Να βρω τα παιδικά μου τα φτερά ζητώ
Αυτά που με ταξίδευαν στον άνεμο και στον καιρό
Από κορφή σε κορυφή, στου κόσμου τα γκρεμνά
Στου φεγγαριού το μάγουλο, στου χάους τα κορφιά.