Μέρες γιορτινές, μέρα γιορτής κα μνήμης αύριο. Μέρα που ο λαός μας ξεκίνησε την μεγάλη αντιφασιστική του πορεία. Τα κακοτράχαλα βουνά της ηπειρώτικης γης, πρώτα, λιπάνθηκαν με το αίμα και το κόκκαλα των αντρειωμένων.
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά,
όρθιος να στέκει ο γιος της
μπρούτζος, χιόνι και σύννεφο.
Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή.
Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χόρευαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή,
όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.
…Και συνέβηκε τότες ένας απ’ αυτούς να ‘χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το ‘χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε
όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και
παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης…
…Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ύστερα ήρθε η καταχνιά. Παντού μαύρη καταχνιά. Η Αθήνα δεν φαίνεται, η Ελλάδα δεν φαίνεται.. Η πείνα με το ψιλό μαύρο δρεπάνι της πηγαινοέρχεται μέσα στους δρόμους. Ο φόβος το κρύο, η πείνα, ο θάνατος, το βήμα της χήνας.
Δε βρήκα πουθενά ψωμί
και σπίτι πώς να πάω
Θα με πληγώσει μια φωνή:
“Πατέρα μου πεινάω”…
Κι άξαφνα μια φωνή: «Εδώ Φιλική Εταιρεία, εδώ Σαλαμίνα, Ιερός λόχος εδώ» Και να που σε λίγο γρηγορούνε οι φύλακες. Πηγαινοέρχονται από καρδιά σε καρδιά κι από πόρτα σε πόρτα οι Έλληνες φύλακες. Ακούνε οι τύραννοι τους χτύπους των αργαλειών, που υφαίνουν τα σάβανά τους.. Raus, raus! Κοχλάζει η πολιτεία, καίγονται τα βουνά.
Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σείεται η στεριά.
Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
Αφρίζουν οι τύραννοι, αφρίζει και το βδελυρό κατακάθι: οι ταγματαλήτες, οι μαυραγορίτες, και οι κουίσλινγκ. Μια νέα λέπρα προβάλλει το σκοτεινό της πρόσωπο: οι κουκουλοφόροι προδότες, οι καταδότες χωρίς πρόσωπο, οι σύγχρονοι Εφιάλτες.
Οι Ταγματ(ασφ)αλήτες, τα τάγματα ασφαλείας, που η δράση και ο όρκος τους αποτελεί μια πελώρια, αιώνια ντροπή: «ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Ανατεθησόμενός μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς διά μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών».
Τι κι αν με ρίξεις στο κελί, που έχει πάντα βράδυ
Έχω δυο μάτια στη ψυχή, που σκίζουν το σκοτάδι.
Είχα κι εγώ, λέει η χαροκαμένη μάννα, τέσσερις γυιούς, Σκοτώθηκε στην Αλβανία ο πρώτος, στο βουνό ο δεύτερος, στη Μέση Ανατολή ο τρίτος, στην φυλακή ο τέταρτος
Ξαναζωντάνεψε τ’ αρματωλίκι,
τα μπράτσα σίδερο φλόγα η ψυχή,
λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι οι λύκοι
στην εκδικήτρα μας αντρίκια ορμή.
Σε πόλεις και χωριά, η σπίθα γίνεται φωτιά, που την φωτιά θα κάψει.
Τρία γράμματα μόνο φωτίζουν
την ελληνική μας την γενιά
και μας δείχνουν φωτεινό τον δρόμο
για να φέρουμε την λευτεριά
Είναι του αγώνα μας τα φώτα
κι ο λαός ακολουθεί πιστά,
νέοι, γέροι, όλοι μαζί φωνάζουν:
ζήτω, ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα
στέλνει περήφανο χαιρετισμό,
μιας ανάστασης νέας χτυπά καμπάνα,
μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.
Η Εθνική Αντίσταση γίνεται περηφάνεια, τραγούδι και πανηγύρι, φωτιά ολάκερη που καίει τις καρδιές των Ελλήνων.
Απόψε θα πλαγιάσουμε σε δροσερό χορτάρι
θα δώσει και θα πάρει το γλέντι μας παιδιά
Εμπρός μην χάνουμε καιρό κι ας μπούμε αράδα αράδα
Ελλάδα μας Ελλάδα αστέρι τ’ ουρανού
Ελλάδα μας, Ελλάδα δεν βγαίνεις απ’ το νου
Η αγάπη θέλει φίλημα κι ο πόλεμος τραγούδια
στην κεφαλή λουλούδια και φλόγα στην καρδιά
Ας έρθει ο χάρος για να δει με τι κορμιά θα μπλέξει
Ας έρθει κι ας διαλέξει πριν μπει στην μαύρη γη
Στις πόλεις, στα χωριά στα βουνά η αντίσταση θεριεύει. Τα βουνά φιλοξενούν την πρώτη ελεύθερη κυβέρνηση μέσα στην Κατοχή, την Ελεύθερη Κυβέρνηση του Βουνού.
Με χίλια ονόματα μια χάρη,
ακρίτας, είτε αρματωλός
Αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι,
πάντα είμ’ ο ίδιος ο λαός.
Στις πόλεις ο φόβος το κρύο, η πείνα, ο θάνατος, το βήμα της χήνας. Τα μπλόκα με τους καταδότες στο πλάϊ των ναζί και των ταγματασφαλιτών.
Τι κι αν μου δέσεις το κορμί και τα δικά μου χέρια
Έχω ψυχή όπου πετά ως τ’ ουρανού τ’ αστέρια.
…Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
Με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
Σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μασήσει
Ούτε ο Θάνατος.
Περιουσίες περνούσαν στα χέρια μαυραγοριτών για μια οκά καλαμπόκι, για ένα καρβέλι ψωμί.
Τι κι αν μ’ αφήσεις νηστικό, τι κι αν με βασανίσεις
Της λευτεριάς το όνειρο, ποτέ δεν θα μου σβήσεις.
Και υφαίνουν το σάβανο σ’ όλα τα σπίτια, βουίζουν οι δρόμοι, πυκνώνουν τα πλήθη, μητέρες θηλάζουν τα βρέφη τους μέσα στις σφαίρες.
Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια,
τον ήλιο π’ ανατέλλει να χαρώ
κι αν κάνετε τα στήθια μου κομμάτια,
εσείς πεθαίνετε κι όχι εγώ.
Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια
δεν σκιάζομαι τα βόλια τα σκληρά,
πηγαίνω στα ουράνια παλάτια
να στείλω στους ανθρώπους τη χαρά.
Κι έφτασε η ώρα που άνοιξε μια πλατιά και μακριά λεωφόρος που φώτιζε ο ήλιος. Κι όπως τα πλήθη πορεύονταν κατά κύματα έμοιαζαν οι σημαίες με ποτάμι πολύχρωμο. Ακουγόντουσαν οι καρδιές με τις καμπάνες και τις σάλπιγγες. Κι η βουή ολοένα μεγάλωνε γιατί ακούγονταν και οι καρδιές.
Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη, αχ, το νου σάς τυραννεί.
Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει, “πάρ’ το”, λέγοντας, “και συ”.
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά·
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.
Κι έγιναν οι λύκοι προστάτες της χώρας, οι μαυροαγορίτες ηγέτες. Και πάλι Καταχνιά στην πατρίδα μας.
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι, δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι φύσα,
φύσα εἰς τὸ Σταυρό
Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
“Εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά”.
… Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι
στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.
Κι εἶπα:
Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά,
νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...
κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...
...Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μια σύνθεση από έργα των μεγάλων μας ποιητών και του λαού μας για την αυριανή γιορτινή μας μέρα.
Γιάννης Μότσης