Γκουβάς Αλέξανδρος
Κυριακοπούλου - Γκουβά Πολυξένη
Αυτά τα λόγια τα φτωχά είναι αφιερωμένα
στον πρόεδρο της εν Αθήναις αδελφότητας Ζωτικιωτών
τον Παναγιώτη του Θανάση Καρρά
και του Βασίλη Γιώτη εγγόνι.
Εμείς βαφτίσαμε τον αδερφό του Γιώργο.
Η κουμπαριά δεν χάνεται, ας είναι ξεχασμένη
Γιατί το λάδι του νονού στο κορμάκι μένει.
Μας λέν στα ΜΜΕ «Αυτό που λέω ΕΓΩ είναι αλήθεια»
Αντε πώς να πιστέψεις;
Αλλοιώς εμείς τον θέλουμε τούτον εδώ το λόγο,
Είμαστε Αληθινοί, γι’ αυτό κρατά τόσο πολύ η αλληλοεκτίμησή μας.
Γνήσιοι Λακιώτες, όχι μόνο Ηπειρώτες.
Μάθαμε ταξιδέψατε στο Ζωτικό, ντάλα καταμεσήμερο,
Με δυο αράδες γράμμα και έπεσε και κλάμα….
Συγγνώμη, αλλά δεν φταίμε εμείς,
Αλλού είναι η αλήθεια
Και μάλιστα τρανταχτερή, όπως στα παραμύθια.
Ο Παλαιοκώστας ναύλωσε για μας ένα αεροπλανάκι
Από τη νέα Ολυμπιακή να του φύγει το μεράκι.
Και ο πιλότος ψάχνοντας να βρει κανένα σιάδι
Βρέθηκε πάνω στο βουνό κει που το λεν Λιβάδι.
Εδώ που κάποτε το γάλα σαν έμπαινε στη βράση
Η άχνα μοσκομύριζε όλη τη γύρω πλάση.
Κεφαλοτύρι αν γκίλαγες στην τόση κατηφόρα
Και την μεγάλη φόρα
Έφτανε μάνι-μάνι κάτω στο ποτάμι.
Στα γρήγορα κατέβηκαν όλοι οι επιβάτες
που αν είχαν και σακίδια θα μοιάζαν ορειβάτες.
Ερημιά, άκρα ησυχία,
καμμία αστυνόμευση όπως στην πολιτεία.
Κοιτούν εδώ, κοιτούν εκεί για κείνο το δρομάκι.
Μπά, τίποτε. Η μπουλντόζα τόφαγε σαν νάταν καροτάκι.
Μπαίνουν λοιπόν στα γρήγορα στης δημοσιάς το δρόμο.
Βιάζονται τόσο πολύ για να κερδίσουν χρόνο.
Στροφή στο έτσι, στροφή αλλοιώς,
Στροφές και κατηφόρα.
Φτάνουνε κάτω χαμηλά. Εδώ ο δρόμος τους μοιράζει.
Αλλοι για κάτω Ζωτικό, για Βέλεβο,
Κι άλλοι απ’ την άλλη τη μεριά
Για Παλιοχώρι, για Πλάτανο,
ή σ’ όποιον άλλο μαχαλά καθένας τους το σπιτικό του έχει.
Πολλοί το φχαριστήθηκαν ετούτο το ταξίδι,
Γιατί είδανε κατάματα τους δικούς τους ανθρώπους.
Εστω με το μυαλό τους.
Αλλοι στενοχωρέθηκαν. Χαμένος κόπος.
Δεν τους καλοσώρισε τούτος εδώ ο τόπος.
Όλα ήτανε κλειστά. Κι απ΄ την πολύ βιασύνη τους
Δεν πήραν τα κλειδιά.
Τίποτε δεν έμοιαζε όπως ήταν πρώτα,
Ούτε κατσίκα στο μαντρί
Ούτε σκυλί στην πόρτα.
Και σκέφτηκαν να παν πέρα εκεί…
Ν’ ανάψουν ένα κεράκι….
Μπάμ! Το ντέφι ακούστηκε
Σαν νάτανε στο Κούγκι,
Εκεί που ο Καμικάζι Σαμουήλ
άναψε τη μπαρούτι.
Και το κλαρίνο άρχισε γλυκά να τραγουδάει:
Όλα πάνε καλά, όλα πάνε καλά……
Αυτό ήταν. Δεν έχει άλλο. Μη δίνεις σημασία.
Εδώ κάπου να σταματήσουμε τη φαντασιοπληξία.
Το γλέντι άναψε για τα καλά. Μεγάλη φασαρία.
Πολλές ευχές ακούγονται σ’ αυτή τη γνωριμία.
Πρώτη σέρνει το χορό η Παπαγιάννη η Νίνα.
Δασκάλα ήτανε κι αυτή στο Ζωτικό τα χρόνια εκείνα.
Σαν να ψιλοζηλέψαμε που δεν είμασταν κι εμείς εκεί.
Και κατά τον ποητή:
«Αν όλοι μπαίναν στο χορό,
πιάναν σφιχτά τα χέρια,
ο κύκλος θα μεγάλωνε
και θα ‘φτανε στ’ αστέρια»
Μια και για αλήθειες λέγαμε,
Ετούτη η τελευταία:
Του χρόνου – πρώτα ο Θεός – θα ΄ρθούμε στην παρέα.
Χωρίς πολλές προσκλήσεις και φιλοφρονήσεις.
Ας είναι λίγο μακριά, ας λέμε εμείς τα «ξένα»
Να τραγουδήσουμε μαζί:
«Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν και σένα».
Ω! Παναγιώτη αρχηγέ!
Του ταξιδιού μας ξεναγέ.
Να ‘σαι καλά, για τα κοινά να τρέχεις
Και όλους να μας προσέχεις.
Δάσκαλοι κάποτε είμασταν
Σε τούτα τα παιδάκια
Και τώρα που γεράσαμε
τους λέμε ποιηματάκια.
Γειά σας. Να περνάτε καλά.
Γιάννινα 16 Απρίλη 2009-07-20