adelfotita  Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”

Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"   

Σύνδεση / εγγραφή

Αρχείο φωτογραφιών

Η Αδελφότητα Ζωτικιωτών στο Facebook

zotiko 2

Ο Σύλλογος Ζωτικιωτών στο Facebook

vrytzacha

Διαδικτυυακές Δημ. Υπηρεσίες

Screenshot 2023 04 27 at 1.38.35 PM

Ελληνικό Κτηματολόγιο

Screenshot 2023 04 27 at 1.48.41 PM

Α.Α.Δ.Ε.

Screenshot 2023 04 27 at 10.27.29 PM

Screenshot 2023 04 28 at 12.10.11 AM

Μύθος και Λόγος

Μύθος είναι ο Λόγος.  Είναι η Αργώ που ταξιδεύει στο χρόνο ανθρώπους γεγονότα και καταστάσεις, ιστορία και γνώση. Εναπόκειται σε μας να αποκωδικοποιήσουμε το πραγματικό του μήνυμα, να αφαιρέσουμε το περυτίλιγμά του, που είναι όμορφο, και ανθρωπομορφικό. 

Και είναι ακριβώς τέτοιο για να είναι και ελκυστικό, να αντιμετωπίσει την φθορά του χρόνου, την λήθη και μέσα από την άρνηση της λήθης να γνωρίσουμε την αλήθεια (στερητικό α + λήθη). Είναι ελκυστικό για να μπορεί η κοινή κληρονομια, η συσσωρευμένη εμπειρία και πολιτισμός  μιας κοινωνίας να γίνει κτήμα των απογόνων της, αιτία συνοχής και πηγή γνώσης και περηφάνειας.

Η “μυθολογία” μας είναι πηγή γνώσης, είναι η ιστορία μας μέσα από τον μύθο, την λόγια παράδοσή μας. Δεν είιναι παραμύθι. Το παραμύθι είναι “παρά τον μύθον” Η ¨μυθολογία¨μας είναι ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ, είναι η παράδοσή μας μέσα απ’ τον προφορικό τον λόγο, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα αρχαία γραπτά μας.

Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο θ’ αναζητήσουμε μέσα στους μύθους μας, στην μυθιστορία μας και με την βοήθεια της σύγχρονης επιστήμης τα φυσικά γεγονότα και τις καταστάσεις στην εξέλιξη της μεσογείου και ειδικότερα στην εξέλιξη του ελλαδικού χώρου, γεωφυσική και πολιτισμική εξέλιξη.

Η αναζήτηση αυτή δεν θα είναι γραμμική. Θα προχωράμε στον χρόνο και πάλι θα επιστρέφουμε πίσω. Σημασία έχει να μην τυλιχτουμε, να μην μπερδευτούμε στο περιτύλιγμα κι ας ξεκινήσουμε πρώτα απ’ τις πηγές μας, τους μύθους μας, που καθώς θα προσωράμε θα βρικουμε κι άλλους που οι πρόγονοί μας μας άφησαν κληρονομιά.

Τα δώρα του Προμηθέα στον άνθρωπο

Πλάτωνας, Πρωταγόρας 320c-322d

Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.

Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.

Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»

 

Ησίοδος, Ἔργα καὶ ἡμέραι 109-201: Η πολιτιστική πορεία του ανθρώπου

Πρώτο απ’ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα
κατέχουν.
Κι έζησαν τούτοι τον καιρό του Κρόνου, τότε που ήταν
βασιλιάς στον ουρανό.
Ζούσανε σαν θεοί κι είχανε την καρδιά τους δίχως θλίψεις,
από κόπους μακριά και δυστυχίες. Κι ούτε τα ελεεινά
τα γηρατειά σ’ αυτούς υπήρχαν, μα πάντα ανάλλαχτοι στα
πόδια και τα χέρια
χαίρονταν σ’ ευωχίες, έξω απ’ όλα τα κακά.
Και σαν παραδομένοι σε ύπνο πέθαιναν. Και όλα τα αγαθά
σ’ αυτούς υπήρχαν. Καρπό τους έδινε η σιτοδότρα γη
από μόνη τους πολύ και άφθονο. Κι εκείνοι με προθυμία
ζούσαν ήσυχοι απ’ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
[πλούσιοι σε κοπάδια, αγαπητοί στους μακάριους θεούς.]
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του
μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
[που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ’ όλη τη γη γυρνώντας,]
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν.


Δεύτερο πάλι γένος, το αργυρό, πολύ κατώτερο
φτιάξανε κατόπιν οι θεοί που τα Ολύμπια δώματα
κατέχουν,
ανόμοιο στο σώμα και το νου με το χρυσό το γένος.
Χρόνια εκατό ανατρεφόταν το παιδί πλάι στη μάνα την
πιστή
παίζοντας χαρωπά, ανόητο πολύ, μέσα στο σπίτι του.
Μα όταν έφτανε η ώρα να γίνουν νέοι, επάνω στην ακμή
της νιότης,
για λίγο καιρό ζούσαν κι υποφέρανε
εξαιτίας της μωρίας τους. Γιατί τις μεταξύ τους ανόσιες
προσβολές
να αποφύγουν δεν μπορούσαν, ούτε τους αθανάτους να
λατρεύουν
θέλανε, ούτε θυσίες να κάνουν στους ιερούς των μακαρίων
θεών βωμούς,
πράγμα σωστό για τους ανθρώπους κατά τις συνήθειές
τους.
Αυτούς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος, τους εξαφάνισε
οργισμένος,
γιατί δεν αποδίδανε τιμές στους μακαρίους θεούς που
εξουσιάζουνε τον Όλυμπο.
Όμως αφού και τούτο το γένος κάλυψε η γη,
λέγονται τούτοι υποχθόνιοι, μακάριοι θνητοί,
κατώτεροι, μα κι έτσι τους συνοδεύει και αυτούς κάποια
τιμή.


Κι ο Δίας ο πατέρας άλλο γένος, τρίτο, θνητών ανθρώπων
χάλκινο έφτιαξε, σε τίποτα όμοιο με το αργυρό,
από μελιά, δεινό και δυνατό. Αυτούς του Άρη
τα έργα τους νοιάζανε τα πολυστέναχτα κι οι βιαιότητες,
δεν τρώγανε ψωμί, μα είχανε καρδιά γενναιόψυχη από
αδάμαντα,
οι απλησίαστοι. Μεγάλη είχανε δύναμη κι ανίκητα τα
χέρια τους
φυτρώναν απ’ τους ώμους τους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
Χάλκινα ήταν τα όπλα τους, τα σπίτια χάλκινα,
με το χαλκό δουλεύανε. Το μαύρο σίδερο ακόμη δεν
υπήρχε.
Κι αυτοί απ’ τα δικά τους χέρια σκοτωμένοι
πήγαν στου κρυερού του Άδη τη μουχλιασμένη οικία,
άδοξοι. Ο θάνατος, κι ας ήταν φοβεροί,
τους πήρε ο μαύρος και το λαμπρό το φως του ήλιου
αφήσανε.


Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφή τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτους ο κακός ο πόλεμος και η φοβερή η μάχη
άλλους κάτω απ’ τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη
γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποίμνια
πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα
χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης
Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ’ τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας
τους έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τους έβαλε να
μένουν.
Και κατοικούν ξέγνοιαστη έχοντας καρδιά
στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά
τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τους δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το
χρόνο,
[μακριά από τους αθανάτους. Σ’ εκείνους βασιλεύει ο
Κρόνος,
γιατί τον ελευθέρωσε ο ίδιος ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
Τώρα πια έχει μέσα σ’ αυτούς τιμές, καθώς ταιριάζει.


Κι ο Δίας πάλι άλλο γένος έφτιαξε θνητών ανθρώπων,
απ’ τους οποίους έχουν γεννηθεί οι τωρινοί πάνω στη
σιτοδότρα γη.]
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τους
ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να
γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα
πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται
τη νύχτα,
μα μέριμνες σκληρές σ’ αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ’ αυτούς ανάμικτα θα υπάρξουνε καλά με τα
κακά.
Κι ο Δίας θ’ αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται
ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δεν θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον
πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ’ αυτόν που τον
φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός
αγαπητός, σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ’
ανταποδίδουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ο ένας την πόλη του
άλλου θ’ αφανίσει.
Διόλου δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο του, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κάκου το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ
και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο και η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από
πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ’ τη γη με τους πλατιούς
τους δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουνε,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους
ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα
απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ’ το κακό προφύλαξη δε θα
υπάρχει.

[πηγή: Ησίοδος: Έργα και Ημέρες, Θεογονία, Η Ασπίδα του Ηρακλή, Μαρτυρίες για τη ζωή και τα έργα του (μτφ. Σ. Γκιργκένης), εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001]

 

Πρόκλος, στο “Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’ 74.26 – 77.19″

μας λέγει ότι ο θεολόγος Ορφέας δίδαξε ότι υπάρχουν τρία γένη ανθρώπων. Πρωταρχικότερο όλων το Χρυσό, το οποίο, λέει, το δημιούργησε ο Φάνης. Δεύτερο το Αργυρό, του οποίου ηγήθηκε ο μέγιστος Κρόνος. Τρίτο το Τιτανικό, για το οποίο δημιούργησε ο Δίας από τα μέλη των Τιτάνων.

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΑ

Ο Άτλαντας ήταν γιος του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης (ή της Ωκεανίδας Ασίας), αδελφός του Μενοίτιου, του Προμηθέα και του Επιμηθέα, σύζυγος της Εσπερίδας από την οποία απέκτησε επτά κόρες, τις Ατλαντίδες ή Εσπερίδες· ή της Ωκεανίδας Πλειόνης από την οποία απέκτησε τις επτά Πλειάδες· ή της Ησιόνης που του γέννησε την Ηλέκτρα· ή της Αίθρας από την οποία απέκτησε τον Ύαντα και δώδεκα κόρες. Αναφέρεται και ως πατέρας της Πασιφάης, της Καλυψώς και της αρκαδικής ηρωίδας Μαίρας· ή της Καλυψώς που του γέννησε ένα γιο, τον Αύσονα. Τιμωρήθηκε από τον Δία, όπως και οι άλλοι τρεις Υαπετίδες αδελφοί του. Ο Ησίοδος συνοψίζει το βιογραφικό του:

Και ο Ιαπετός την κόρη του Ωκεανού με τους ωραίους αστραγάλους

πήρε γυναίκα του, την Κλυμένη, κι ανέβηκε μαζί της σε κοινό κρεβάτι.

Εκείνη τον Άτλαντα το γενναιόψυχο του γέννησε παιδί,

γέννησε και το μεγαλοφάνταστο Μενοίτιο και τον Προμηθέα,

τον εύστροφο με τους ποικίλους δόλους, και τον Επιμηθέα τον ασυλλόγιστο,

που έγινε του κακού η αρχή για τους θνητούς τους σιτοφάγους.

Αφού πρώτος αυτός υποδέχτηκε την πλασμένη από το Δία γυναίκα,

την παρθένα [την Πανδώρα]. Τον υβριστή Μενοίτιο ο Δίας που μακριά ηχεί

στο έρεβος ξαπέστειλε χτυπώντας τον με τον γεμάτο αιθάλη κεραυνό

για την αλαζονεία του και την υπεροπτική του ανδρεία.

Κι ο Άτλας τον πλατύ ουρανό βαστά με το κεφάλι και τα χέρια του τ' ακάματα

σε κρατερή ανάγκη υποταγμένος, στα πέρατα στέκοντας της γης,

μπροστά απ' τις Εσπερίδες τις γλυκόφωνες.

(Ησ. Θεογ. 507-519, μετ. Σ. Γκιργκένης)

 

Κατά τον Απολλόδωρο ο Άτλαντας δεν σήκωνε τον ουρανό στη Δύση, στην Εσπερία αλλά στη χώρα των Υπερβορείων. Εκεί πήγε και τον βρήκε ο Ηρακλής, ενώ νωρίτερα είχε περάσει από τον Καύκασο, το άλλο όριο του κόσμου, το ανατολικό. Εκεί, ο άλλος τιμωρημένος αδελφός, ο Προμηθέας, από ευγνωμοσύνη στον ήρωα που τον απάλλαξε από τον αετό που του έτρωγε το συκώτι, του υπέδειξε να πείσει τον Άτλαντα να πάρει για λογαριασμό του τα μήλα των Εσπερίδων, λέγοντάς του ότι θα κρατούσε στη θέση του το στερέωμα του ουρανού όσο θα κρατούσε το εγχείρημά του. Και ο Άτλαντας πήγε στον κήπο των Εσπερίδων, έκοψε τρία μήλα και τα έφερε στον Ηρακλή. Όμως δεν ήθελε πια να κρατά τον ουρανό και σκόπευε να τον αφήσει στους ώμους του Ηρακλή. Αλλά εκείνος τον ξεγέλασε με τέχνασμα· του είπε να κρατήσει μόνο στιγμιαία τον ουρανό, ώστε να βάλει στο κεφάλι του μια κουλούρα ύφασμα για να τον σηκώνει πιο εύκολα. Ο Άτλαντας άφησε κάτω τα μήλα και παρέλαβε τον ουρανό· τότε ο Ηρακλής τα άρπαξε και έφυγε. Κάποιοι λένε ότι δεν τα πήρε από τον Άτλαντα, αλλά ότι ο ίδιος τα έκοψε, αφού πρώτα σκότωσε το φίδι που τα φύλαγε.

Ο Οβίδιος θέλει τον Άτλαντα πάμπλουτο βασιλιά της Μαυριτανίας με πολλά κοπάδια διαφόρων ζώων και απέραντους κήπους με τα περίφημα μήλα, για την προστασία των οποίων είχε υψώσει τείχη και έβαλε ένα δράκοντα να τα φυλά. Αρνήθηκε να φιλοξενήσει τον Περσέα, όταν έμαθε την καταγωγή του, γιατί χρησμός από τη Θέτιδα στον Παρνασσό τον είχε προειδοποιήσει ότι ένας γιος του Δία θα του έκλεβε τα μήλα. Ο Περσέας προσπάθησε να τον πείσει, αλλά δεν τα κατάφερε όσο κι αν τον παρακάλεσε. Και τότε έβγαλε από το σακούλι του το κεφάλι της Μέδουσας και τον απολίθωσε. Έτσι, ο Τιτάνας μεταβλήθηκε στο ομώνυμο βουνό, οι ώμοι και τα χέρια του έγιναν κορυφές με ψηλότερη αυτή του κεφαλιού του, τα μαλλιά και η γενειάδα του έγιναν δάση, τα κόκαλά του έγιναν βράχια. Και το κάθε μέρος έγινε τεράστιο και ο ουρανός με τα αστέρια αναπαύονταν σε αυτόν (Μετ. 4.604-662). Είναι πιθανό η ιστορία αυτής της μεταμόρφωσης να στηρίζεται στην περιγραφή του ομώνυμου βουνού στην Αφρική από τον Ηρόδοτο που οι κορυφές του δεν διακρίνονται ούτε χειμώνα ούτε καλοκαίρι από τα νέφη που τις καλύπτουν. Οι ντόπιοι ονομάζουν το βουνό κίονα του ουρανού και τους εαυτούς τους Άτλαντες.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει τον Άτλαντα ως γιο του Ουρανού και διάσημο αστρονόμο που δίδαξε στους ανθρώπους τους νόμους του ουρανού. Γι' αυτό οι άνθρωποι πίστεψαν ότι ολόκληρο το σύμπαν στηρίζεται στους ώμους του Άτλαντα, ο μύθος δηλαδή υπαινίσσεται την ανακάλυψη και περιγραφή του σφαιρικού σύμπαντος από τον Άτλαντα (Διόδ. 60.2). Ήταν πατέρας πολλών παιδιών ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε ο Έσπεροςγια την ευσέβεια, τη δικαιοσύνη και τον ανθρωπισμό του. Θύελλα τον άρπαξε από το βουνό Άτλας και καταστερίστηκε για την ευσέβειά του.

Πηγή: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα

ΦΑΙΔΡΑ

Kόρη του Μίνωα και της Πασιφάης.

Όταν βασίλευε ο αδελφός της Δευκαλίων, διάδοχος του Μίνωα στον θρόνο, μυθολογείται ότι έκλεισε ειρήνη με τους Αθηναίους, έγινε φίλος με τον Θησέα και του έδωσε για γυναίκα την αδελφή του Φαίδρα. Καρπός του γάμου τους ήταν ο Ακάμαντας και ο Δημοφώντας.

Η Φαίδρα ερωτεύτηκε τον προγονό της Ιππόλυτο, γιο του Θησέα από την Αμαζόνα Ιππολύτη, ξακουστό για την ομορφιά του, αθλητικό, πιστό στην παρθένα Άρτεμη του κυνηγιού. Τον γνώρισε για πρώτη φορά στην Τροιζήνα, σε ταξίδι που έκανε μαζί με τον Θησέα, στο παλάτι του Πιτθέα, παππού του Θησέα από την πλευρά της μητέρας του Αίθρας. Εκεί τον είχε στείλει ο πατέρας του πριν από τον γάμο του με τη Φαίδρα, ώστε ο μεν Ιππόλυτος να διαδεχόταν τον Πιτθέα στην εξουσία της Τροιζήνας, ενώ τα παιδιά του με την καινούρια γυναίκα να τον διαδεχτούν στην Αθήνα. Έτσι, αποφεύγονταν οι διαμάχες για τη διαδοχή και εξασφαλιζόταν η ειρήνη. Μυθολογείται ότι, εκεί, στην Τροιζήνα, στο ιερό της Αφροδίτης υπήρχε μια μυρτιά πίσω από την οποία στεκόταν η Φαίδρα και έβλεπε τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται στο παρακείμενο στάδιο -εξού και η επωνυμία της Αφροδίτης ως Κατασκοπίας. Τα φύλλα αυτής της μυρτιάς τρυπούσε αμήχανα με την περόνη των μαλλιών, κι έτσι εξηγούσαν οι αρχαίοι την όψη τους, όχι μόνο της συγκεκριμένης αλλά όλων.

Στην Αθήνα, η Φαίδρα ίδρυσε ιερό της Αφροδίτης στη ΝΔ πλευρά της Ακρόπολης, απ' όπου μπορούσε να βλέπει την Τροιζήνα.

Ξαναείδε τον Ιππόλυτο στην Αθήνα, όταν ο νέος ήρθε για να πάρει μέρος στα Παναθήναια. Μη αντέχοντας η νέα γυναίκα, έστειλε στον προγονό της ένα γράμμα, όπου του εξομολογούνταν τα αισθήματά της. Ο Ιππόλυτος την απέκρουσε, όπως και κάθε άλλη γυναίκα, πόσο μάλλον που αυτή ήταν και η σύζυγος του πατέρα του. Η Φαίδρα, από φόβο μήπως ο Ιππόλυτος φανερώσει το μυστικό της στον πατέρα του Θησέα, τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τη βιάσει, ο Θησέας την πίστεψε και ζήτησε από τον Ποσειδώνα να σκοτώσει τον Ιππόλυτο. Όταν η Φαίδρα έμαθε για τον θάνατο του Ιππόλυτου, κυριευμένη από ενοχές και απελπισία, κρεμάστηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Φαίδρα κρεμάστηκε, όμως άφησε στον Θησέα ένα γράμμα με το οποίο ενοχοποιούσε τον Ιππόλυτο για ανήθικες προτάσεις απέναντί της. Ο Θησέας, γυρνώντας από ταξίδι, βρήκε τη γυναίκα του νεκρή και το γράμμα. Καταράστηκε τον γιο του ζητώντας από τον θεϊκό πατέρα του Ποσειδώνα να εκπληρώσει μία από τις τρεις ευχές που του είχε υποσχεθεί και εξόρισε τον γιο του. Στον δρόμο του προς την Πελοπόννησο, ένας ταύρος βγήκε από τη θάλασσα, τα άλογα τρόμαξαν, αφήνιασαν, έκοψαν τα λουριά που τα συνέδεαν με το άρμα, ο Ιππόλυτος τυλίχτηκε με αυτά και σκοτώθηκε πάνω στις πέτρες όπου τον έσυραν τα άλογα

Σε δύο τραγωδίες πραγματεύεται το θέμα αυτό ο Ευριπίδης -σώζεται μόνο ο Ιππόλυτος. Άλλοτε η Φαίδρα πεθαίνει προτού καν αποκαλύψει τον έρωτά της, άλλοτε πεθαίνει, αφού κατηγόρησε ψευδώς τον προγονό της. Με τον άνομο έρωτα της Φαίδρας ασχολήθηκαν δραματουργικά και ο Σενέκας, ο Ρακίνας, ο Ρίτσος. Πηγή: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσ

ΤΥΦΩΕΑΣ

 

Όταν οι θεοί νίκησαν τους Γίγαντες, ακόμη περισσότερο εξαγριωμένη η Γη ζευγάρωσε με τον Τάρταρο και γέννησε τον Τυφώνα στην Κιλικία, ένα πλάσμα μειξογενές, κάτι ανάμεσα σε άνδρα και ζώο. Αυτός ξεπερνούσε σε μέγεθος και δύναμη όλα τα παιδιά που γέννησε η Γη- μέχρι τους μηρούς το σώμα του είχε μορφή ανθρώπου τεράστιου, τόσο που ξεπερνονσε όλα τα βουνά, ενώ το κεφάλι του άγγιζε πολλές φορές και τ' άστρα- όταν τέντωνε τα χέρια του, το ένα έφτανε στη δύση και το άλλο στην ανατολ,ή- από αυτά ξεπετάγονταν εκατό δρακοκεφαλές [1], Το υπόλοιπο σώμα του από τους μηρούς και κάτω το περιέβαλλαν τεράστιες κουλ.ουριασμένες έχιόνες, που, όταν γύριζαν προς τα πάνω, οι άκρες τους έφταναν μέχρι ψηλά το κεφάλ,ι του και σφύριζαν δυνατά. Όλο του το σώμα ήταν καλυμμένο με φτερά, ενώ από το κεφάλι και τη γενειάδα ανέμιζαν άγριες τρίχες και φωτιά έβγαινε από τα μάτια τον. Τέτοια ήταν η μορφή του Τυφώνα και τόσο γιγαντόσωμος ήταν που εξακόντιζε εναντίον του ίδιου τον ουρανού πυρακτωμένους βράχους με σνριγμούς και βουή- και από το στόμα του ξέρναγε φωτιά. Όταν οι θεοί τον είδαν να ορμά στον ουρανό, διέφυγαν τρέχοντας στην Αίγυπτο και, κυνηγημένοι, πήραν μορφές ζώων [2], Όσο ο Τυφώνας ήταν μακριά, ο Δίας τον κατακεραύνωνε, όταν όμως πλησίασε, τον χτυπούσε με ατσάλινο δρεπάνι, και καθώς αυτός το έσκαγε, τον καταδίωξε μαζί με τους άλλους μέχρι το Κάσιο όρος- αυτό βρίσκεται πάνω από τη Συρία [στα σύνορα της Αιγύπτυυ και της Πετραίας Αραβίας]. Εκεί, καθώς ο Δίας τον είδε πληγωμένο, ήρθαν στα χέρια. Αλλά ο Τυφώνας τυλίχτηκε γύρω του με τις σπείρες και τον έσφιξε γερά, του άρπαξε το δρεπάνι και του έκοψε τους τένοντες των χεριών και των ποδιών ύστερα τον φορτώθηκε στους ώμους και, περνώντας τη θάλασσα, τον μετέφερε στην Κιλικία και εκεί τον έκλεισε στο Κωρύκιυ άντρο. Το ίδιο και τους τένοντες, αφού τους τύλιξε με αρκυυδοτόμαρο, τους έκρυψε εκεί και έβαλε τη δράκαινα Δελφύνη να τα φυλάει- μισό ζώο ήταν αυτή η κόρη. Όμως ο Ερμής και ο Αιγίπανας έκλεψαν τους τένοντες και κρυφά τους επανατοποθέτησαν στο σώμα του Δία. Ο Δίας, αφού βρήκε ξανά τη δύναμή του και πρόβαλ.ε ξαφνικά στον ουρανό πάνω σε άρμα που το έσερναν φτερωτά άλογα, και κεραυνοβολώντας τον Τυφώνα τον έδιωξε προς το βουνό που ονομαζόταν Νύαα, όπου, κυνηγημένο, τον εξαπάτηααν οι Μοίρες- πείαθηκε δηλαδή ότι θα ανακτήσει ξανά τις δυνάμεις του και γεύθηκε τους μαγικούς

καρπούς [3]. ΓΓ αυτό, κυνηγημένος καί πάλι, έφταοε ατη Θράκη, και πολεμώντας στην περιοχή τον Αίμον εκσφενδόνιζε ολόκληρα βουνά. Κατακεραυνωμένα όμως αυτά, έπεφταν πάλι επάνω του, και πάνω στο βουνό κύλησε πολύ αίμα· λένε ότι γι’αυτό τον λόγο το βουνό ονομάστηκε Αίμος. Και καθώς ο Τυφώνας τράπηκε σε φυγή, την ώρα ττου διέσχιζε τη Σικελική θάλασσα, ο Δίας έριξε επάνω του το βουνό Αίτνα που βρίσκεται στη Σικελία· αυτό είναι πελώριο και μέχρι σήμερα ξερνάει από μέσα του φωτιά, όπως λένε από τους κεραυνούς που το χτύπησαν [4]. (Απολλόδωρος 1.6) [Εικ. 1,2,3, 4,5, 6, 7]

 

Ο επικός Ησίοδος για τον Τυφώνα

Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ' τον ουρανό, η πελώρια Γαία γέννησε τον τελευταίο γυιό της τον Τυφωέα σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης.

Τα χέρια του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη

και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα. Κι απ'τους ώμους του

έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια, δράκου τρομερού,

και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν. Κι απ'τα μάτια

των φοβερών κεφαλιών, κάτω απ'τα φρύδια έβγαινε φλογερή φωτιά,

(κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς κοίταζε καιγόταν φωτιά).

Κι έβγαιναν απ' όλα τα τρομερά κεφάλια φωνές κάθε είδους, αφήνοντας απερίγραπτο βουητό. Γιατί άλλοτε μιλούσε έτσι που να καταλαβαίνουν οι θεοί, κι άλλοτε

με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό περήφανου ταύρου που τίποτα δεν σταματά την ορμή του.

Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι, άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τ’ακούς, κι άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν τα μακρυά βουνά.

Κι εκείνη τη μέρα θα συνέβαινε ένα γεγονός ανεπανόρθωτο,

θα γινόταν δηλαδή αυτός βαυιλιάς σε θνητούς κι αθανάτους,

αν δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής πατέρας θεών και ανθρώπων.

Και βρόντησε σκληρά και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη,

και ο πλατύς Ουρανός από ψηλά,

και ο Πόντος και τα ρέματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης.

Και κάτω απ' τ' αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν,

τραντάζόταν ο μέγας Όλυμπος και στέναζε η γη.

Κι απ'τους δυο φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο,

απ’τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε απ’ το πελώριο

τέρας (μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κεραυνός),

και κόχλαζε ολ’η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα.

Κι από πχζντού μαίνονταν πελώρια κύματα στις ακτές,

απ'την ορμή των αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε.

Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας στους νεκρούς του κάτω κόσμου, και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται γύρω απ' τον Κρόνο (απ'το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα).

Ο Ζεύς, όταν κορυφώθηκε η ορμή του, και πήρε τα όπλα, τη βροντή, την αστραπή και τον καπνογόνο κεραυνό, τον χτύπησε πηδώντας απ' τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω όλα τα απερίγραπτα κεφάλια του φοβερού τέρατος.

Κι όταν τον δάμασε απ' τα χτυπήματα, έπεσε κομματιασμένος κι αναστέναξε η πελώρια γη.

Κι απ’ αυτόν τον κεραυνωμένο άρχοντα, ξεπήδησε φλόγα, μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού όπου είχε πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη, μέσα σε απερίγραπτους ατμούς, κι έλοιωνε σαν κασσίτερος ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες, ή σαν σίδερο που είναι το πιό στέρεο, και που μέσα στα φαράγγια τον βουνού, δαμασμένο απ’τη φλογερή φωτιά, λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ' την τέχνη τον Ήφαιστον.

Έτσι έλιωνε κι η γη απ' τη λάμψη της φλογερής φωτιάς.

Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή θυμωμένη μέσα στον ατιέραντο Τάρταρυ.

(Ησ., Θεογ. 820-869 , μετ. Π. Λεκατσάς)

 

Ο λυρικός Πίνδαρος για τον Τυφώνα

κι εκείνος που κείτεται στον Τάρταρο τον τρομερό,

των θεών ο εχθρός, ο εκατοντακέφαλος Τυφώνας·

αυτόν, που κάποτε τον έθρεφε της Κιλικίας η ξακουστή σπηλιά,

τώρα οι κυματόόαρτες ακτές πέρ απ την Κύμη

και η Σικελία τα δασύτριχα του πιέζουνε στέρνα,

κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί,

της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό,

που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.

Μέσ από τα έγκατά της ξεπηόούν πηγές αγνότατες φωτιάς αζύγωτης- τη μέρα ποτάμια χύνονται ροές καυτές καπνού, και μες στη νύχτα καταπόρφυρη η φλόγα κυλάει κι ώς του βαθιού πελάου την απλωσιά κατρακυλάει με πάταγο τα βράχια.

Και τους τρομαχτικούς κρουνούς του Ηφαίστου

εκείνο το θεριό ψηλά τινάζει-

θέαμα αλλόκοτο να το αντικρίσεις,

φριχτό και μόνο απ όσους έτυχαν εκεί ν' ακούσεις:

πώς είναι το θεριό δεμένο ανάμεσα στις βαθύσκιωτες

κορφές της Αίτνας και στον κάμπο,

και όλη του τη ράχη την κεντάει οργώνοντάς την

το στρώμα, όπου είναι πλαγιασμένη.

 

Ο τραγικός Αισχύλος για τον Τυφώνα

Ο Προμηθέας, δεμένος από τον Δία στov Καύκασο, συνομιλεί με τον Ωκεανό και αναφέρεται σε αυτούς που κυνηγήθηκαν από τον Δία, ανάμεσά τους και ο Τυφώνας:

[...] είδα και πόνεσα της Γαίας το θρέμμα που 'χε μονιά του τις σπηλιές της Κιλικίας, το γαύρο μ' εκατό κεφάλια τον Τυφώνα, τέρας φριχτό, να τον δαμάζει η βία- κι είχε κεφάλι σ' όλους τους θεούς σηκώσει ενάντια, σφυρίζοντας με τ' άγρια του σαγόνια τρόμο κι από τα μάτια του άατραφτε γοργόνειες φλόγες, τωυ 'θελ' από το θρόνο του το Δία να ρίξει- μα ήρθεν επάνω του άγρυπνο του Δία το βέλος ο κατεβάτης κεραυνός, φωτιά και λ.άβρα, που από τις μεγαλόστομες τις κυμποφάνειες τον τράνταξε κι ίσα στο -ψυχικό βαρώντας στάχτη θρύψαλα βρόντησε τη δύναμη του.

Και τώρα ανώφελο κορμί παραριγμένο κοντά σ' ένα της θάλασσας στενό θαμμένος κάτω απ' το βάρος κείτεται βαθιά της Αίτνας και στις κορφές της κάθεται οφυρυκοπώντας ο Ήφαιστος μύδρους, που από κει φωτιάς μια μέρα θα ξεχυθούνε ποταμοί, μ’άγριες σαγόνεςΟ Τυφώνας πατέρας κακών ανέμων

Απ' αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει, η υγρή ορμή των ανεμών όταν φυσούν, εκτός απ' τον Νοτιά, τον Βοριά και τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’τους θεούς, καλό μεγάλο για τους θνητούς.

Οι άλλοι άστατα φυσούν μεα' τη θάλασσα.

Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον ομιχλώδη πόντο, κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’άγριο, θύελλα.

Και φυσούν εδώ κι εκεί σκορπίζοντας τα καράβια

και πνίγοντας τους ναυτικούς. Και σ’αυτό το κακό δεν βοηθά

η παλληκαριά των ανδρών, αν τους συναντήσουν [τους ανέμους] στην ανοιχτή θάλασσα. Άλλοι άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη, καταστρέφουν τα ωραία έργα των ανθρώπων που γεννήθηκαν χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή βουή.

(Ηα., Θεογ. 870-880, μετ. Π. Λεκατσάς)

Παραλλαγές

2.               Ο Τυφώνας ήταν γιος της Ήρας. Τον γέννησε μόνη της, χωρίς μεσολάβηση κανενός αρσενικού, όπως είχε κάνει και με τον Ήφαιστο, το πιο αδύναμο από τα παιδιά της, και όπως ο Δίας είχε γεννήσει την Αθηνά έξω από τη συζυγική τους σχέση. Με αυτόν τον τρόπο η θεά δεν ατιμάστηκε και γέννησε ένα παιδί που ήταν τόσο πιο δυνατό από τον Δία όσο ο Δίας από τον Κρόνο. Παρέδωσε τον γιο της στον δράκοντα των Δελφών, στον/στην Πύθωνα ή τον/την Δελφύνη (τον/την Δελφίνη), για να τον μεγαλώσει. (Ομ. Ύμν. Εις Απόλλωνα 300-374 ·.-)2.     Δυσαρεστημένη η Γαία από την ήττα των Γιγάντων, διέβαλλε την Ήρα στον Δία. Εκείνη, για να εκδικηθεί, ζήτησε από τον Κρόνο να τη βοηθήσει. Κι εκείνος τις παρέδωσε δύο αυγά ποτισμένα με το σπέρμα του, για να τα θάψει. Τότε θα γεννιόταν ένας δαίμονας, ο Τυφώνας, που θα εκθρόνιζε τον Δία.

3.              Ο Τυφώνας ήταν γιος του Τάρταρου και της 'Γάρταρας.

4.              Ο νεαρός βασιλόπαις της Φοινίκης Κάδμος, και όχι ο Ερμής και ο Αιγίπανας, απέσπασε με δόλο από τον Τυφώνα τα νεύρα του Δία. Αυτό έγινε ως εξής:

Τον καιρό που ο Δίας απολάμβανε τον έρωτα της Πλουτώς -καρπός αυτού του έρωτα ήταν ο Τάνταλος-, έκρυψε τους κεραυνούς του σ’ ένα σπήλαιο στη χώρα των Αρίμων στην Κιλικία. Ο Τυφώνας τους βρήκε και, ενισχυμένος με αυτούς, επιτέθηκε στον Όλυμπο. Αιφνιδιασμένοι οι θεοί, μεταμορφώθηκαν σε πουλιά και το ’σκασαν για την Αίγυπτο. Μόνον ο Δίας εξακολουθούσε να χαίρεται τον έρωτά του, στη συνέχεια μεταμορφώθηκε σε ταύρο, πέρασε στη Φοινίκη, άρπαξε την Ευρώπη, χάρηκε τον έρωτα μαζί της στην Κρήτη, εκεί την άφησε σε μέρος ασφαλές και μετά ασχολήθηκε με τους κεραυνούς του και με τον Τυφώνα που τους είχε αρπάξει. Ψάχνοντας για εκείνον, έφτασε στην Κιλικία, όπου έφτασε και ο Κάδμος ψάχνοντας τη χαμένη αδελφή του Ευρώπη. Ανάμεσα σε δυο εχθρούς ο Δίας χρησιμοποίησε δόλο, ώστε να εξουδετερώσει τον έναν με τον άλλον. Με τη βοήθεια του Ερμή και του Πάνα, έπεισε τον Κάδμο να ντυθεί βοσκός, μάλιστα του έδωσαν κοπάδια και τη σύριγγα του Πάνα, ώστε να είναι πιστευτός στον ρόλο του. Εκείνος έπαιξε ένα βουκολικό άσμα και ο Τυφώνας αποκοιμήθηκε. Τότε ο Δίας μπήκε στο σπηλιά και άρπαξε τους κεραυνούς του. Οργισμένος ο Τυφώνας που βρήκε άδεια τη σπηλιά του, επιτέθηκε ξανά στον Όλυμπο. Για μια ακόμη φορά οι θεοί τρόμαξαν και για να σωθούν βούτηξαν στα νερά του Νείλου. Η τελική αναμέτρηση ανάμεσα στον Δία και τον Τυφώνα έγινε στην Ταυρίδα, στην οροσειρά του Ταύρου, ή κάπου στην Ανατολή. Εκεί ο Τυφώνας νικήθηκε και χάθηκε.

2.              Στα παιδιά του Τυφώνα συγκαταλέγεται και μια κόρη Έχιδνα, ο δράκος που φύλαγε τα μήλα των Εσπερίδων, ο καυκάσιος αετός που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα, ο κάπρος του Κρομμυώνα στην Κορινθία, ο Γόργωνας, η Σφίγγα, η Σκύλλα, οι Άρπυιες.

 

 

 

ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΊΑ

 

ίγαντες - Γιγαντομαχία

Οι Γίγαντες γεννήθηκαν από το σώμα της Γης όταν έσταξε πάνω του αίμα από την πληγή του Ουρανού μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο.

Με τον ίδιο τρόπο γεννήθηκαν και οι Ερινύες και οι Μέλιες Νύμφες.

Οι Γίγαντες ήταν όντα τρομακτικά και υπερφυσικά.

Είχαν μορφή ανθρώπου μα ήταν τρομεροί στην όψη, πελώριοι στο ανάστημα και ακαταμάχητοι στη δύναμη.

Το σώμα τους ήταν φολιδωτό και κατέληγε σε ουρά σαύρας. Είχαν πυκνά μαλλιά και μακριά γένια.

Στα τριχωτά χέρια τους κρατούσαν μακριά και λαμπερά ακόντια.

Μολονότι είχαν θεϊκή καταγωγή ήταν θνητοί ή τουλάχιστον για να σκοτωθούν έπρεπε να χτυπηθούν ταυτόχρονα από ένα θεό και ένα θνητό.

Αλλες παραδόσεις έλεγαν ότι κάποιοι από τους Γίγαντες ήταν αθάνατοι όσο πατούσαν στο έδαφος όπου είχαν γεννηθεί.

Επικρατέστερο μέρος για τη γέννησή τους είναι η Παλλήνη της Χαλκιδικής, μια περιοχή εξαιρετικά άγρια.

Οι Γίγαντες ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Υπολογίζονται γύρω στους εκατό.

Κατοικούσαν στις δυτικές ακτές του Ωκεανού όπου συχνά τους επισκέπτονταν οι θεοί και έπαιρναν μέρος στα συμπόσιά τους.

Αυτό γινόταν στις γιορτές όταν οι Γίγαντες πρόσφεραν εκατόμβες. Ακόμα και στο δρόμο, όταν τους συναντούσαν οι θεοί, πήγαιναν μαζί τους.

Η δύναμη των Γιγάντων ήταν αφάνταστη.

Μπορούσαν να ξεκολλούν με ευκολία βράχους ολόκληρους και να τους εκσφενδονίζουν μακριά.

Η Γη ήταν οργισμένη από την τύχη που είχαν οι Τιτάνες μετά το τέλος της Τιτανομαχίας.

Μολονότι είχε βοηθήσει τον εγγονό της με κάθε τρόπο για να επικρατήσει, δεν άντεχε να βλέπει τους γιους και τις κόρες της φυλακισμένους στα Τάρταρα.

Έτσι, όταν είδε την τεράστια δύναμη που είχαν οι Γίγαντες, τους ξεσήκωσε σε πόλεμο εναντίον των Ολυμπίων.

Ο Δίας και τα αδέρφια του έπρεπε να περάσουν άλλη μια δοκιμασία.

Ξέσπασε μια τρομερή μάχη που έμεινε γνωστή με το όνομα Γιγαντομαχία.

Η επίθεση των Γιγάντων μάλιστα έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση.

Ξαφνικά οι θεοί του Ολύμπου δέχτηκαν βροχή από βράχους, αναμμένους δαυλούς και ολόκληρα φλεγόμενα δέντρα.

Οι Γίγαντες ξερίζωναν τα βουνά και τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο για να σκαρφαλώσουν στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, εκεί όπου ήταν χτισμένα τα θεϊκά παλάτια.

Η Γη και ο Ουρανός αναστατώθηκαν. Έγινε σωστή κοσμοχαλασιά: στεριές βούλιαζαν και ποτάμια άλλαζαν πορείες.

Οι οροσειρές τραντάζονταν συθέμελα και σαν φύλλα δέντρων έτρεμαν ο Όλυμπος, η Όσσα, το Πήλιο, η Πίνδος, το Παγγαίο και ο Αθως.

Οι θεοί του Ολύμπου ζώστηκαν τα άρματα και ετοιμάστηκαν για πόλεμο.

Αρχηγός στο θεϊκό στρατόπεδο ήταν ο Δίας, οπλισμένος όχι μόνο με την αστραπή και τον κεραυνό, όπως στην Τιτανομαχία, αλλά και με την αιγίδα, το δέρμα κατσίκας που είχε πάνω το κεφάλι της Γοργόνας.

Η τρομερή μορφή της έσπερνε τον πανικό ή απολίθωνε όποιον την αντίκριζε.

Πλάι του πιστή σύμμαχος η κόρη του η Αθηνά, η θεά των μαχών, που μόλις είχε γεννηθεί πάνοπλη από το τεράστιο κεφάλι του.

Φορώντας την πανοπλία της και με το γοργώνειο στο στήθος πολέμησε καλύτερα και από άντρας.
Γι' αυτό ο Ζευς (Δίας) ονομάστηκε γιγαντοφόνης και γιγαντολέτωρ και η Αθηνά προσονομάστηκε γιγαντολέτειρα, δηλαδή αυτοί που σκότωσαν τους Γίγαντες.

Παραστάτες του Δία ήταν η Νίκη και η φοβερή μάνα της η Στύγα.

Πρωτοπαλίκαρά του ήταν ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και ο Ήφαιστος ,που σε κάποια στιγμή που είδε κουρασμένο τον Ήλιο τον πήρε πάνω στο δικό του άρμα.

Μα και οι θεές πρόσφεραν με κάθε τρόπο τη βοήθειά τους, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Αρτεμη, η Εκάτη και οι Μοίρες.

Μόνο η Δήμητρα δε συμμετείχε στον αγώνα αυτόν γιατί είχε ιδιαίτερη συγγένεια με τη Γη, προστάτευε τους καρπούς που φύτρωναν στο ιερό της χώμα.

Καθένας θεός και καθεμιά θεά σκότωσαν έναν ή περισσότερους από τους Γίγαντες που οι πιο γνωστοί ήταν ο Πορφυρίωνας, ο Αλκυονέας, ο Εγκέλαδος, ο Εφιάλτης, ο Εύρυτος, ο Κλυτίας, ο Πολυβώτης, ο Πάλλας, ο Ιππόλυτος, ο Γρατίωνας, ο Άγριος και ο Θέωνας. Ο πόλεμος κρατούσε πολύ καιρό μα με κανέναν τρόπο οι Ολύμπιοι δεν μπορούσαν να νικήσουν.

Τότε η Αθηνά έμαθε τον πανάρχαιο χρησμό που έλεγε πως οι Γίγαντες θα χαθούν μόνο αν κάποιοι θνητοί πολεμήσουν στο πλάι των αθανάτων.

Μόλις το άκουσε ο Δίας έστειλε την Αθηνά να φωνάξει δυο θνητούς γιους του, τον Ηρακλή τον οποίο είχε αποκτήσει με την Αλκμήνη και τον Διόνυσο που τον γέννησε με τη Σεμέλη.

Η Γη αμέσως άρχισε να ψάχνει ένα μαγικό βοτάνι που θα έκανε ατρόμητους τους Γίγαντες από τα βέλη των θνητών.

Ο Δίας για να την καθυστερήσει απαγόρευσε στον Ήλιο, τη Σελήνη και την Αυγή να ανατείλουν. Έτσι, επικράτησε για πολλές μέρες σκοτάδι μέχρι που ο Δίας βρήκε πρώτος το μαγικό βοτάνι και το κατέστρεψε. Έτσι η πορεία προς τη νίκη ξεκίνησεΣε λίγο κατέφθασε ο Ηρακλής που υπήρξε ο πολυτιμότερος σύμμαχος της Αθηνάς σ' αυτόν τον αγώνα και με τα βέλη του σκότωσε πάρα πολλούς Γίγαντες.

Μάλιστα, επειδή ήταν γιος του Δία, μπορούσε όταν κουραζόταν από την πολύωρη μάχη, ν' ανεβαίνει στο άρμα του θεϊκού πατέρα του.

Ο Διόνυσος ήρθε με τη συνοδεία του, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες, καβάλα πάνω σε γαϊδούρια που με τους κρότους και τα γκαρίσματά τους πολλές φορές τρόμαζαν τους Γίγαντες.
Ένα άλλο όπλο του Διόνυσου ήταν και ο θύρσος, το σύμβολό του, ένα μακρύ ραβδί στολισμένο με κισσό.

Οι δυο γιοι του Δία για τη γενναιότητα και το θάρρος που έδειξαν στη Γιγαντομαχία ανταμείφθηκαν και έγιναν αθάνατοι.

Οι αρχαίοι μυθογράφοι ασχολήθηκαν με τη Γιγαντομαχία και μέσα από τα έργα τους μας περιγράφουν πολλές σημαντικές σκηνές της.

Ο Ηρακλής χτύπησε πρώτα με το τόξο του τον Αλκυονέα. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος από τους Γίγαντες και σύμφωνα με μια παράδοση, ο αρχηγός τους.

Ο Αλκυονέας έπεσε κάτω με τρομερό κρότο. Αλλά τη στιγμή που ο ήρωας πανηγύριζε για την επιτυχία του, τον είδε να σηκώνεται πάλι υψώνοντας απειλητικά το τεράστιο κορμί του.

Ήταν μάλιστα έτοιμος να εκτοξεύσει στον Ηρακλή έναν τεράστιο βράχο που βρισκόταν δίπλα του. Ευτυχώς η Αθηνά κατάφερε να τον εμποδίσειΜετά εξήγησε στον Ηρακλή που ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, ότι ο Αλκυονέας ήταν αθάνατος όσο πατούσε στο χώμα που τον γέννησε.

Τότε ο ήρωας φορτώθηκε στις στιβαρές πλάτες του το Γίγαντα, τον μετέφερε έξω από το πεδίο της Φλέγρας όπου είχε γεννηθεί και τον εξόντωσε τελειωτικά με τα βέλη του.
Οι κόρες του, οι Αλκυονίδες, απελπισμένες από το θάνατο του πατέρα τους, ρίχτηκαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε πουλιά (τις αλκυόνες).

Ο Πορφυρίωνας που φιλοδοξούσε να εξουσιάσει τη Δήλο και τους Δελφούς και η Γη του είχε υποσχεθεί να τον ζευγαρώσει με την Ήβη, την κόρη της Ήρας, παρακολουθούσε την εξόντωση του αδερφού του και όρμησε να εκδικηθεί τον Ηρακλή.

Και σίγουρα ο τρομερός Γίγαντας θα καταπλάκωνε μ' ένα βουνό τον ήρωα.

Ευτυχώς όμως ο Δίας μηχανεύτηκε ένα κόλπο την τελευταία στιγμή.

Διέταξε την Αφροδίτη να κυριέψει το Γίγαντα με ερωτικό πάθος για την Ήρα που βρισκόταν εκεί κοντά.

Η Αφροδίτη έστειλε το γιο της τον Έρωτα εναντίον του Πορφυρίωνα και ξαφνικά αυτός αδιαφορώντας για τον Ηρακλή άρχισε να κυνηγάει την Ήρα για να σμίξει μαζί της.
Τη στιγμή ακριβώς που είχε συλλάβει τη θεϊκή βασίλισσα και είχε σκίσει τα μεγαλόπρεπα πέπλα της, ο Ηρακλής βρήκε την ευκαιρία να τον εξοντώσει με το βέλος του.

Ανάλογο ρόλο έπαιξε και η ίδια η Αφροδίτη στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας.

Σε μια δύσκολη στιγμή που δεκαπέντε Γίγαντες είχαν περικυκλώσει απειλητικά τον Ηρακλή, αυτή

μετέφερε με τη θεϊκή δύναμή της τον ήρωα σ' ένα σπήλαιο.

Κατόπιν, έδειξε το καταπληκτικό της σώμα στους Γίγαντες.

Αυτοί μονομιάς κυριεύτηκαν από ερωτικό πάθος και άρχισαν να τρέχουν πίσω από τη θεά.

Η Αφροδίτη τους οδήγησε έτσι στη σπηλιά όπου είχε κρύψει τον Ηρακλή.

Επειδή οι Γίγαντες δε χωρούσαν να περάσουν όλοι μαζί την είσοδο της σπηλιάς, έμπαιναν μέσα ένας ένας.

Ο Ηρακλής με μεγάλη ευκολία κατάφερε να τους εξοντώσει και τους δεκαπέντε.

Η Αθηνά, πολεμική θεά, δεν κατέφυγε σε τέτοια γυναικεία κόλπα. χρησιμοποιώντας το δόρυ και

το ακόντιό της πολέμησε αντρίκεια.

Στην αρχή πάλευε πολλές ώρες με τον Πάλλαντα.

Ο Γίγαντας ήταν τρομερά δυνατός, όμως η Αθηνά χρησιμοποιώντας πολεμικά κόλπα και έξυπνη στρατηγική κατάφερε να τον εξοντώσει.

Στη συνέχεια τον έγδαρε και από το δέρμα του κατασκεύασε τη δική της αιγίδα, που την έκανε ατρόμητη.

Ο Εγκέλαδος, όταν είδε το φριχτό τέλος του Πάλλαντα, το έβαλε στα πόδια.
Η Αθηνά όμως τον αντιλήφθηκε και τον καταδίωξε. Επειδή δυσκολευόταν να τον φτάσει, άρπαξε

τη Σικελία και την πέταξε κατά πάνω του.

Το νησί βρήκε το στόχο του και καταπλάκωσε το Γίγαντα.

Έτσι εξηγούνταν από τους αρχαίους οι εκρήξεις της Αίτνας, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα τινάγματα του Εγκέλαδου που ψυχομαχούσε.

Μια παρόμοια περιπέτεια με τον Εγκέλαδο είχε και ο Πολυβώτης.

Αυτόν ανέλαβε να τον αντιμετωπίσει ο Ποσειδώνας.

Η μάχη μέσα στη θάλασσα ήταν τρομερή. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν και κόντευαν να φτάσουν

τα παλάτια του Ουρανού, ψηλά στον Αιθέρα.

Ο Ποσειδώνας όμως είχε το προνόμιο ότι βρισκόταν στο δικό του χώρο, μέσα στο υγρό του

βασίλειο. Με το όπλο που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες, την τρομερή τρίαινα, κατάφερε να τρυπήσει πολλές φορές το κορμί του Γίγαντα.

Το αίμα του κυλούσε ασταμάτητα και κοκκίνισε ολόκληρη τη θάλασσα· μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα τράπηκε σε φυγή.

Ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας όμως άρπαξε ένα κομμάτι από την Κω, το πέταξε με μεγάλη δύναμη στον Πολυβώτη και τον πλάκωσε.

Το κομμάτι της Κω που καταπλάκωσε το Γίγαντα είναι το γνωστό νησάκι Νίσυρος.
Στη Γιγαντομαχία έλαβε μέρος και ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία από τη Λητώ. Πιο γνωστή είναι η μάχη που έδωσε με το Γίγαντα Εφιάλτη.

Τα μαγικά του βέλη έπεφταν σαν βροχή πάνω στο τρομερό τέρας. Στην αρχή ο Εφιάλτης έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα.

Ο Ηρακλής όμως που είχε μάθει από την Αθηνά όλα τα μυστικά για την εξόντωση των εχθρών, έτρεξε για να βοηθήσει.

Ο Εφιάλτης ήταν ένας από τους Γίγαντες για τους οποίους υπήρχε χρησμός ότι θα εξοντωνόταν μόνο αν τους χτυπούσε παράλληλα ένας θνητός και ένας αθάνατος.

Έτσι όταν ο Απόλλωνας τόξευσε το αριστερό μάτι του Γίγαντα, ο Ηρακλής σημάδεψε το δεξί.
Τότε ο Εφιάλτης, τυφλωμένος και με το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι πάνω στα γένια του και το τεράστιο σώμα του, ξεψύχησε.

Η Γη για να εκδικηθεί τον Ηρακλή άρχισε από τότε να στέλνει τη μορφή του Εφιάλτη στα όνειρα των θνητών.

Ο Διόνυσος μαζί με τους Σάτυρους έτρεψαν σε φυγή τον Εύρυτο. Ο γιος του Δία τον καταδίωξε και μ' ένα χτύπημα του θύρσου του κατάφερε να σκοτώσει το Γίγαντα.

Αλλά η λύσσα του ήταν τόσο μεγάλη ώστε παρακάλεσε τον πατέρα του να τον μεταμορφώσει σε λιοντάρι.
Ο Δίας άκουσε το γιο του και έτσι σε λίγο ο Διόνυσος με μορφή λιονταριού κατασπάραξε το νεκρό Εύρυτο.
Ο Πελώρεος που είδε το τέλος του αδερφού του βάλθηκε να εκδικηθεί το φονιά.

Αρπαξε λοιπόν με μεγάλη ορμή το όρος Πήλιο και το εκτόξευσε ενάντια στον Διόνυσο, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες.

Ευτυχώς που ο Αρης παρακολουθούσε τη σκηνή και έπιασε το βουνό στον αέρα. Έτσι γλίτωσε τον Διόνυσο και την παρέα του από βέβαιο θάνατο.

Ο Ποσειδώνας στη συνέχεια κυνήγησε τον Πελώρεο και όταν τον είδε να πηδά μέσα στα νερά του Σπερχειού ποταμού για να γλιτώσει, τον χτύπησε με την τρίαινά του και τον σκότωσε.

Τον Ευρυμέδοντα, που σύμφωνα με μια παράδοση ήταν αυτός ο αρχηγός των Γιγάντων, τον σκότωσε ο ίδιος ο Δίας.

Και να πώς έγινε η τρομερή πάλη μεταξύ τους: Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να σκοτώσει ο ίδιος τον Δία έτσι ώστε σε περίπτωση νίκης των Γιγάντων, να γίνει αυτός ο κυρίαρχος του κόσμου.
Έψαχνε λοιπόν μέσα στην αναταραχή τον αρχηγό των Ολυμπίων. Σε κάποια στιγμή διέκρινε τον αστραποβόλο κεραυνό και όρμησε με λύσσα εναντίον του.

Η Γη προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει το γιο της. Έτσι έκανε να φυτρώσουν από το σώμα του χιλιάδες δηλητηριώδη φίδια.

Ο Ευρυμέδοντας άρχισε μ' όλη του τη δύναμη να χτυπά τον Δία, που όμως προστατευόταν από τη θεϊκή αιγίδα του.

Σε κάποια στιγμή ο Δίας κατάφερε να βάλει το πρόσωπο της Γοργόνας μπροστά στα μάτια του Γίγαντα.
Τότε αυτός κυριεύτηκε από τρόμο. Ο Δίας έριξε πάνω του τον κεραυνό και σε λίγο το κορμί του τυλίχτηκε στις φλόγες.

Κόρη του Ευρυμέδοντα ήταν η Περίβοια, που ζευγαρώθηκε με τον Ποσειδώνα και έφερε στον κόσμο τον Ναυσίθοο, πατέρα του Αλκίνοου, του βασιλιά των Φαιάκων.

Ο Ήφαιστος στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας χρησιμοποιούσε ως όπλα του τα διάφορα υλικά που είχε μέσα στο θεϊκό εργαστήρι του.

Επάνω στη φωτιά έλιωνε διάφορα μέταλλα, όπως ατσάλι, σίδερο, χαλκό και πυρακτωμένα τα εκτόξευε στους Γίγαντες.

Μ' αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εξοντώσει έναν πολύ επικίνδυνο Γίγαντα, τον Μίμαντα.
Τη στιγμή που αυτός χτυπιόταν με τον Δία και την Αθηνά και τους είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ο Ήφαιστος του έριξε βλήματα πυρακτωμένου σιδήρου.

Τότε ο Γίγαντας ένιωσε το κορμί του να ζεματάει, άρχισε να ουρλιάζει, έπεσε κάτω και κυλιόταν απελπισμένα στο έδαφος.

Ο Δίας τότε βρήκε την ευκαιρία και τον πλάκωσε μ' ένα βουνό. Από τότε είναι θαμμένος κάτω από το όρος Μίμαντας που βρίσκεται στις Ερυθρές απέναντι από τη Χίο.

Ο φτερωτός Ερμής και σ' αυτόν τον πόλεμο χρησιμοποίησε την πονηριά του.
Κατέβηκε στον Αδη και ζήτησε από το θείο του, τον μελαψό Πλούτωνα, την κυνέα, που τον έκανε αόρατο.
Πέταξε αμέσως πάλι στη χώρα της συμπλοκής και φορώντας το μαγικό κράνος πλησίασε τον Ιππόλυτο.

Ο Γίγαντας άρχισε ξαφνικά να βλέπει τεράστιους βράχους να σηκώνονται μόνοι τους από τη γη και να πέφτουν επάνω του.

Σε λίγο άρχισε να νιώθει τσιμπήματα, κλοτσιές, γροθιές σ' όλο του το κορμί μα δεν έβλεπε κανέναν να βρίσκεται κοντά του.

Τότε νόμισε πως τρελάθηκε από την οχλαγοή και τους κρότους και τράπηκε μόνος του σε φυγή.
Ο Ερμής τον κυνήγησε και κατάφερε με μεγάλη ευκολία να τον αποτελειώσει.

Αλλά και οι υπόλοιπες θεές που πήραν μέρος στη Γιγαντομαχία κατάφεραν να δώσουν ένα χέρι βοήθειας στους βασικούς πρωταγωνιστές.

Έτσι, η Εκάτη κατάφερε ρίχνοντας αμέτρητους αναμμένους δαυλούς να εξοντώσει τον Κλυτία.
Αυτός δεν προλάβαινε να αποφύγει τον έναν και αμέσως έφτανε ο άλλος δαυλός.
Σε κάποια στιγμή που άφησε ελεύθερα τα χέρια του για να ξεκουραστούν, η Εκάτη του πέταξε μια βροχή αναμμένους δαυλούς.

Ο Γίγαντας τυλίχτηκε στις φλόγες χωρίς να προλάβει ν' αντιδράσει.

Έτσι βρήκε φριχτό θάνατο. Επίσης, η Αρτεμη, η θεά του κυνηγιού, ρίχνοντας τα θεϊκά βέλη της σκότωσε τον Γρατίωνα.

Τέλος, οι Μοίρες, οι κόρες του Δία, στάθηκαν στο πλευρό του εξοπλισμένες με τα χάλκινα ρόπαλά τους. Αυτές σκότωσαν τον Αγριο και τον Θέοντα.

Ο φοβερός Αδαμάστορας βλέποντας τον έναν πίσω από τον άλλο τους αδερφούς του να εξουδετερώνονται από τους Ολύμπιους, σε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής από τη μοίρα άρπαξε ολόκληρη την οροσειρά της Ροδόπης και την έριξε καταπάνω τους.
Ο Ήλιος που περνούσε εκείνη την ώρα με το άρμα του, την τελευταία στιγμή κατάφερε ν' αλλάξει την πορεία των βουνών και έσωσε τους θεούς.

Τότε αυτοί είδαν πως δεν ήταν εύκολο να τα βγάλουν πέρα με τον αδάμαστο Αδαμάστορα, παρά μόνον εάν ένωναν όλοι μαζί τις δυνάμεις τους.

Όρμησαν λοιπόν επάνω του ο Δίας, ο Αρης, ο Ερμής, ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος και μαζί ο Ηρακλής και ο Διόνυσος και μετά από πολλές ώρες πάλης κατάφεραν να τον εξοντώσουν.
Όλους τους υπόλοιπους Γίγαντες τους ξέκανε με τον κεραυνό του ο Δίας και με τα βέλη του ο Ηρακλής.
Όταν πια τους εξόντωσαν όλους, οι θεοί κάθισαν να ξαποστάσουν χαρούμενοι για τη νίκη τους.
Αμέσως μετά άρχισαν να τακτοποιούν τα θεϊκά τους παλάτια που σχεδόν είχαν καταστραφεί ύστερα από τέτοια κοσμοχαλασιά.

Μετά από χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι συνέχιζαν να βρίσκουν μέσα στη γη κόκαλα από σκοτωμένους Γίγαντες.

Έδειχναν βράχους που είχαν εκσφενδονίσει αυτοί ή οι θεοί, όπως ένα βράχο στη Λυκαονία, που έλεγαν πως τον είχε ρίξει ο Δίας· νησιά σαν τη Νίσυρο, τη Λήμνο και την Πορφυριώνη στην Προποντίδα· βουνά σαν τον Μίμαντα και ηφαίστεια σαν το Βεζούβιο και την Αίτνα που κρατούσαν στα σπλάχνα τους τους Γίγαντες.

Αλλοι ιστορούν πως επίτηδες η Γη με στοργή είχε θάψει τους γιους της βαθιά κάτω από τα βουνά ή πως είχε μεταμορφώσει τους ίδιους σε βουνά. Πηγή: https://www.diodos.gr

Γιάννης Μότσης

 

Πρόσφατες αναρτήσεις

  • Δεν υπάρχουν δημοσιεύσεις προς εμφάνιση

Τοπολαλιά

 

Οι γειτονιές μας

ΒΡΥΤΖΑΧΑ web tv

Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι

dd

Μετεωρολογικός σταθμός Ζωτικού

Screenshot 2023 04 27 at 5.14.24 PM

Screenshot 2023 04 27 at 10.43.18 PM

Ellinomatheia1

Screenshot 2023 04 27 at 11.18.15 PM

Λογοτεχνία

Κωστής Παλαμάς: “Πατριδολάτρης είμαι, όχι εθνικιστής”

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Νίκος Καζαντζάκης

Γιώργος Σεφέρης

Η ιστορία του Ζωτικού

Η εξέλιξη του πληθυσμού του Ζωτικού από την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους έως σήμερα

ΖΩΤΙΚΟ (ΛΙΒΙΚΙΣΤΑ) ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Συμβόλαιο αγοροπωλησίας Ζωτικού

Μύθος και Λόγος - Μέρος 2.

Έρευνες

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 2.

Το Μαντήλι στην λογοτεχνία - ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Στα χρόνια που πέρασαν - Μέρος 2.

Στα χρόνια που πέρασαν - Μέρος 4

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και την λογοτεχνία - Μέρος 3.

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φρειδερίκη Παπαζήκου

Το Ζωτικο στις τέχνες - Φώτης Μότσης

Αφηγήσεις

Αφιερώματα

Περιηγήσεις

periigiseis

Γιορτές

giortes

Δημιουργίες

dimiourgies

Παρουσιάσεις

parousiaseis