του ΦωτοΜότση
Ὁ ΜήτσοΔάρας
ἄδραξε εὐλαβικά τόν κορμό
καί τόν ἀπόθεσε στά γόνατά του ἄκρως
τρυφερά.
Ἀκούμπησε τήν ἀπαλάμη του πάνω
στό ραγισμένο του κορμί
ἔσκυψε
ἀπίθωσε τό αὐτί του πάνωθέ του.
Κροτάλισε δίς ἐπάνω του
τόν δείκτη τοῦ χεριοῦ του..
Ὕστερα ἄλλη μιά.
΄Σφεντάμι΄
ἀπεφάνθη
΄ὁρμηνεμένο νά κρατάει στά δάχτυλά του
λευκούς ἀνέμους
καί νά τούς ἀμολάει μουσική στά σύμπαντα.΄
΄καί οἱ χυμοί του ἀκροβατοῦντες
ἀπάνω ἀπό τό μακελειό τοῦ ἔρωτα.
Κυοφορεῖται μέγιστη λαλιά
σου λέω!.΄
Ἀνακάτεψε τά γένια του ὁ ΜήτσοΔάρας
Πῆρε τά πάνω του πῆρε χαρτί
ἄρχισε νά γράφει
ποίημα