του Φώτη Μότση
ΚΕΡΩΝ
α’
δεν θα το ξεριζώσω
θα το αφήσω να γενεί βωμός
άγρια να σε θυσιάζω
να βρίσκεις το αίμα μου
Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”
Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"
του Φώτη Μότση
ΚΕΡΩΝ
α’
Ο έρως μεριμνεί ως μανιακός των αμπελώνων της ψυχής ν’ αποτελειώσει ό,τι έχει αρχίσει με μια απλή συμπαθητική έλξη.
Στο φως δεν βγαίνει. Δουλεύει μέσα στα σκοτεινά τα βάθη τού ενστίκτου και βγάζει μεροκάματο καθαρίζοντας ισοπεδωτικά ένα τοπίο που μόλις έχει αρχίσει να μπουμπουκιάζει. Δίχως αναστολές, ψυχρά, αμείλικτα, γίνεται θολός ανεμοστρόβιλος που απογειώνει, στριφογυρίζει ανηλεώς τα θύματά του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τ’ ουρανού, τα βολοδέρνει σε κάθε του γωνιά μέχρι συναπαρμού, τ’ απερημώνει από αίμα, από σπλάχνα, από σφυγμό κι ύστερα τ’ αφήνει από πολύ ψηλά να πασπατεύουν το σφιχτό σκοτάδι του μυαλού τους σε μιαν ύστατη προσπάθεια απόγνωσης να ΄βρουν τον δρόμο προς το σακατεμένο τους είναι –συχνά πυκνά άκαρπη.
του Φώτη Μότση
Η Αντιγόνη είπε το ‘ναι’.
Μετά από τόση άρνηση, τόσα συμβάντα, τόση κάθε λογής ιστορία με τα κρυφτούλια μας, τα μυστικά ψαχουλεύματα του ενστίκτου ή της ,ατέρμονης αναζήτησης ταυτότητας στα άκρα, στον κορμό, στους χώρους και στα σημεία όπου κινούνται κάποια σκωπτικά δημώδη άσματα- κι ακολουθώντας μιαν άλλη φωνή από αυτή που συνήθως εκστόμιζε ο πατέρας της, εδέησε να χορέψει. Όχι τον Ησαΐα, μη θαρρείς. Τη ζωή. Και πολύ χαίρομαι για τούτο, καλέ μου φίλε.
Τρεις κρεμασμένες στον φτελιά
και μια στον πλάτανο
Ο θάνατος ο έρωτας ο ο ο
θάνατος άναψε τα μακριά δαυλιά για να φεγγίζει η νύχτα
να φαίνεται καλά η κρεμασμένη
και τα φουστάνια της ίσα που σκέπαζαν ψηλά ώς τα κρυφά
τους άσπρους τους μηρούς της κορασίδας
του Φώτη Μότση
Στο καφενείο. Σκυφτός, αναμαλλιασμένος, καθώς φύσαγε απ' το πλάι, κι αμίλητος. Την παραγγελιά του την έδινε με το κούνημα του χεριού και πλήρωνε κάθε φορά μετρώντας τα πεντάλεπτα, δίχως λέξη. Καθόταν εκεί και φυλλομετρούσε τις σημειώσεις του μυαλού του. Μ' έναν τρόπο όχι αναμνηστικό, μήτε περπατώντας μονοπάτια επιστροφής, αλλά μ' έναν τρόπο ανιχνευτικό, εξασκητικό για μελλοντικές διαδρομές, πρόσφορο για πεθυμιές, για όνειρα, και για την πραγμάτωσή τους.
του φωτομότση
Πόνος είναι να: αντέχεις το απροχώρητο και να πένεσαι δυνάμεων στην αντιμετώπιση μιας καθημερινής πομφόλυγας.
Είναι η αγωνία τού ακόμα αναπάντητου έρωτα και το φοβερό τάνυσμα στην εκπλήρωση της απαντημένης αγάπης.
Γκουβάς Αλέξανδρος
Κυριακοπούλου - Γκουβά Πολυξένη
Αυτά τα λόγια τα φτωχά είναι αφιερωμένα
στον πρόεδρο της εν Αθήναις αδελφότητας Ζωτικιωτών
τον Παναγιώτη του Θανάση Καρρά
και του Βασίλη Γιώτη εγγόνι.
Εμείς βαφτίσαμε τον αδερφό του Γιώργο.
Η κουμπαριά δεν χάνεται, ας είναι ξεχασμένη
Γιατί το λάδι του νονού στο κορμάκι μένει.
Σαν τους αετούς που ψάχνουνε στα βράχια την φωλιά τους
έτσι κι εμείς βρεθήκαμε στον τόπο τον δικό σας,
Οι δυο γίναμε τέσσερις.
Τιμή μας και καμάρι μας που μας θυμηθήκατε.
Κι εμείς θυμούμαστε εσάς, μικρά παιδάκια, κι όλους τους Ζωτικιώτες.
Επίσης τον τόπο της δουλειάς μας,
Τους είδα.
Κατακτημένους, μίζερους, νικημένους μα καμαρωτούς, να εκδράμουν αποφασισμένοι κατακτητές του άλλου και της μιας άλλης ζωής.
Κρεμασμένους στο καζανάκι της τουαλέτας με τρεις αντιφατικές ιατροδικαστικές εκθέσεις παραμάσχαλα και με άλλα τόσα κοράκια να ταχυδακτυλουργούν από το ρετιρέ των μεταφυσικών τους φόβων, αμολώντας σε κάθε σφιγμένη ανάσα δίφραγκα στο πηγάδι με τον τσιμεντένιο πάτο: Ντιιιιν! ντιιιιν!
Τους είδα. Σημεία και τέρατα. Στο ένα τηλεοπτικό παράθυρο θεοφιλείς διαμαρτυρόμενες παρθένες, στο άλλο πόρνες εξοστρακισμένες- διεκδικούσες συνδικαλιστικώς.
του Φώτη Μότση
Ι. ΔΑΜΥΣ
α΄
Ο έρωτάς μας άγρια αυλακιά
στα όνειρα
Άσπρες βαρκούλες φορτωμένες λύκους
Ήλιος και ξενιτιά μαζί
Και ασημένιες λάμες στον αέρα
Ο έρωτάς μας δρόμος με έξαλλους τρελούς
Και με ογδόντα μαχαιριών τα στόματα
Μην μου τρομάζεις ακριβή
Στις λάμες όλες κρεμασμένο το φιλί
Και πια δεν σφάζουν
Σφάζονται τα μαχαίρια όλα
Σελίδα 7 από 8