της Βασιλική Σ. Μίχα
Από υφάντρα Αρχόντισσα
-στον κόσμο όταν βγήκα-
μου δώθηκε ως προίκα
χρυσόδετο χαλί...
Ωδή , σονέτο , ποίηση..
τ' αρώματά του ήχοι ,
τα όνειρά του στίχοι
σε κάθε του ραφή.
Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”
Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"
της Βασιλική Σ. Μίχα
Από υφάντρα Αρχόντισσα
-στον κόσμο όταν βγήκα-
μου δώθηκε ως προίκα
χρυσόδετο χαλί...
Ωδή , σονέτο , ποίηση..
τ' αρώματά του ήχοι ,
τα όνειρά του στίχοι
σε κάθε του ραφή.
Της Βασιλικής Σ. Μίχα
Χειμαρρος ειναι που κυλαει
με των καρπων την αφθονια
ειναι η απειραχτη ευλογια
γλυκα τον νου σαν ακουμπαει
Της Βασιλικής Σ. Μίχα
Μές την αρένα των "θηρίων"
πού¨χουν συνείδηση χαμένη ,
τα παραμύθια που σου τάζουνε πληρώνεις ,
και συ με δάκρυ ξεχρεώνεις ,
της Βασιλικής Μίχα
Μέσ' την ειρκτή αγκαλιά της προσμονής
παγιδευμένη
θαρρείς του πόθου οι κρουνοί
να έχουν κλείσει
στης καρτερίας τους δεσμούς
υποταγμένη
μεθοδικά τους κόμπους
του υφαντού της θα ξεφτίσει.
του ΦωτοΜότση
Ὁ ΜήτσοΔάρας
ἄδραξε εὐλαβικά τόν κορμό
καί τόν ἀπόθεσε στά γόνατά του ἄκρως
τρυφερά.
Ἀκούμπησε τήν ἀπαλάμη του πάνω
στό ραγισμένο του κορμί
ἔσκυψε
ἀπίθωσε τό αὐτί του πάνωθέ του.
Θα υφάνω της αυγής
το ροδοστάλαγμα ,
του ήλιου το φιλιά
μ αγάπη θα τρυγίσω ,
του δειλινού το ονειρικό
εικόνων το αμάλγαμα
μ όλα της Ανοιξης
τα άνθη θα κεντήσω .
Της Βασιλικής Σ. Μίχα
Σε κομμάτια του παζλ
η ψυχή μου γυρεύει
του ονείρου φιγούρα
του μυαλού μου βαβούρα
που τον νου μου παιδεύει
της Βασιλικής Μίχα
Είναι και κείνα τα σκαριά
που κουβαλούν τη μοναξιά
δεμένη στο κατάρτι..
ναυαγισμένα απ' τους καιρούς
σε ανταριασμένες ατραπούς,
με ματωμένο ξάρτι.
Εχουν στ' αμπάρια θησαυρό
από δακρύβρεχτο μισθό
και πάθη ακοστολόγητα.
γινήκαν οι ρωγμές πληγή
και η επιτύμβια σιωπή
βοά στ' ανομολόγητα.
Κρατούν τις πύλες τους κλειστές
σε τυμβωρύχους πειρατές
που τιμαλφή γυρεύουν,
τί τα ναυάγια της ψυχής
είναι διαμάντια της βροχής
που πάντα γοητεύουν...!
Βίκυ Μ.
Ἄρτι ἀφιχθεῖς ἐκ Ζωτικοῦ, θέλω νά φανερώσω στήν παρέα τό μυστικό τῆς αἰώνιας νιότης, τουλάχιστον γιά μᾶς τούς ξενιτεμένους Ζωτικῶτες: ὀρέ παιδιά, τό ἴδιο τό χωριό, ἀσάλευτο ὅπως κεῖται στήν ποδιά τῆς Βρυτζάχας, στά γιορτινά του χειμώνα – καλοκαίρι, γιομάτο ἀπό τρυφερά τραχιές φωνές, θεσπέσιους μουστακαλῆδες, πολύφερνα γερόντια, καπάτσες κυράδες, ἀτέλειωτες ἀναμνήσεις, ἤχους πού μονάχα ἐμεῖς ἀγροικᾶμε, μυρωδιές ἀποκλειστικά τῆς δικῆς μας ὄσφρησης, εἰκόνες συμβατές μόνο μέ τήν ὅρασή μας…
Σελίδα 2 από 8