Δέν εἶναι ἡ ποίηση ἡ στίλβη
τῆς ἀσχήμιας
καί στό κατέβατό της τό ἀνάχωμα
μήτε
Εἶναι τό δίστομο
Απάλευτη αντάρα όπου σκιάζονται τα λάθη
σκέψη γερμένη στο μονοπάτι της φυγής
σε σκονισμένους δρόμους αισθήματα και πάθη
_βωμός αγάπης_ Ανάλγητη η υποθήκη της ψυχής.
Αρμύρας δάκρυ ...αθώρητος λυγμός
ιχνογραφεί της θλίψης άοσμα αρώματα
φοβάται ο νους να μη θεριέψει ο θυμός
φοβάται να μη χάσουν οι προτάσεις τους τα χρώματα .
Και το λιθάρι ράγισε ...δεν άντεξε
στης αποσταμιάς την ανάσα...
καθώς η ρωγμή του γέμισε
με αρμυρισμένη πίκρα
Και παίρνει στη χούφτα του ο άνεμος
-ποιός ταχα τον μαέστρο έκανε -?
και σκορπά σ αλώνι...
νότες κύκνειου άσματος
τον έσχατο χορό να πράξουν ...
(απόσπασμα από το νέο βιβλίο ποημάτων του ΦωτοΜότση)
ἄ
εἶμαι περίσσια ἀποσταµένος
εἶπε
Βαρέθηκα τῆς καθεµέρας τό γυαλί
καί τόν καθρέφτη
Αὐτόν πού δείχνει τό σακατεµένο χτές
Αὐτόν πού ἀντικατοπτρεῖ τό τίποτα τοῦ αὔριο
Βαρέθηκα
ν' ἀκούω χάρο καί νά µήν βλέπω θάνατο
Στό πιό ἀψηλό κλωνάρι τῆς ζωῆς νά κελαηδῶ
µπρός στά γκρεµνά δίχως νά πέφτω
ὡσάν ἀθάνατο πουλί
Ας ήτανε η Αγάπη μας
ανάβρυσμα πηγής
οι στάλες της τα κρίματα
σαν ίαμα να γιανει...
Ας ήτανε ανέσπερη
η λάμψη της ψυχής
τα όνειρα στους δρόμους της
να βγαίνανε σεργιάνι !
Θά βάλω
εἶπε
Θά βάλω τό φυτίλι στήν ἀμασχάλη τῆς ἀγρύπνιας
Καί θά τό κομποδέσω
μέ μεταξένιο νῆμα κόκκινο
ἀπάνω στό σημάδι ‘ταραχή΄
Καί θά τ΄ ἀνάψω τό τσακμάκι
ὅταν
Ὅταν ὅλες οἱ συνειδήσεις θά κοιμοῦνται
Ὅταν
Κατά χιλιάδες θά κλαῖνε τά παιδιά
Ὅταν
ὁ ἔρωτας ἀπαγχονισμένος
θά πέφτει καταγῆς
ταπεινωμένος
ἀντάμα μέ τά ξερικά τά μύγδαλα
του ΦώτοΜότση
Ἔρχομαι
Πάγος λειωμένος σίδηρος
ἀπό τῆς γῆς τή μήτρα
Κατεβασιά ἀχαλίνωτη ἀπό τή χαίτη τῶν ὀρέων
Γη ποτισμένη με ιδρώτα.
Στην Ήπειρο ο σεισμός και η οργή της φύσης
το ξύσιμο στης γης τη ράχη από θεό
μα πάνω απ’ όλα το σημάδι του ερχομού
του φίλου του καλού
Το μήνυμα απ’ τα επέκεινα του βίου
για το χαμό για τη ζωή για το φιλί
και τη στερνή τη σιωπή
μη και φανούμε ατοίμαστοι
χωρίς φασκιά και λάκκο κι αγκαλιά χωρίς
Και ο σεισμός γιορτή στο σπίτι
όταν η πέτρα η μια χοροπηδάει στην άλλη απάνω
με τη χαρά της γνωριμιάς
της καλημέρας
καθώς εκείνο ολάκερο ανασαλεύει
αναστενάζει κάνα δυό
σέρνει τα νύχια του αυλακιά
Στάζει η πέτρα το αίμα της
το μοιριολόι φτιάχνει του χωριού
και το τραγούδι
Σεισμός γίγας στα θέμελα
ανασκουμπώθηκε
ησύχασε
σαν χθεσινή ημέρα
Σαν πάντα η θλίψη
Σαν άγριος έρωτας
(Απ' το "Ηπειρώτικο" του ΦωτοΜότση)
Στην φωτογραφία ο συγχωριανός μας Αθ. Ι. Παπαζήκος στ' όργωμα.
Ηλιε, ηλιάκι μου {play}/jdownloads/music/papanastasis/hlie_iliaki_mou.338.mp3{/play}
Σελίδα 3 από 8
Πρόσφατες αναρτήσεις
- Δεν υπάρχουν δημοσιεύσεις προς εμφάνιση