Ξημερώματα του Αϊ Γαννιού. Το χωριό μας βρίσεκται σε αναστάτωση. Είναι η μέρα που ο μαθητόκοσμος των γυμνασίων πρέπει να επιστρέψει στα θρανία, άλλοι για τα Γιάννενα, άλλοι για το Μέτσοβο, άλλοι για το Τσεπέλοβο, άλλοι για την Πωγωνιανή. Ενα μικρό καραβάνι 30 περίπου ατόμων μεταξύ των οποίων και πεντε-έξι συνοδοί κινείται στην δημοσιά. Οι πιό πολλοί, εδικά οι μαθητές είναι καβάλλα σ’ άλογα και σε μουλάρια.
Αρχική
Ταξιδευτής ο πρωτοξάδερφος, που μικρά τότε τον φωνάζαμε μπάρμπα-Μήτσιο, σε μια από τις επιστροφές του στα πάτρια είχε φέρει κι ένα ραδιόφωνο. Τότε πρωτάκουσα και μουσική από ραδιόφωνο.
Το χρυσαφένιο χωράφι δείχνει με περηφάνια την θωρειά του. Το ελαφρύ αεράκι σχηματίζει στην κώμη του μικρούς κυματισμούς καθώς τα στάχυα λικνίζονται στο πέρασμά του. Πέρα, κατά την Ανατολή, η πρωινή δροσιά κάνει τον τελευταίο της περίπατο πάνω απ’ τον κάμπο, καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεδιπλώνουν τα χρώματά τους.
Βαρύς ο χειμώνας στο χωριό. Αφού είχαν, για κάμποσες μέρες, αγκομαχήσει ο Παλεχώρης κι ο Πλάτανος να κατεβάζουν κατά το ποτάμι ό,τι δεν μπόραγαν να κρατήσουν στη ράχη τους η Βρυτζάχα κι ο Αλεσιός, -σπέλες, πουρνάρια, σωρό τα άσπρα τα λιθάρια, κι άγριο, γινατεμένο νερό, -αίφνης μια σιγαλιά στον τόπο. Μετά τη χλαπαταγή των προηγούμενων ημερών, μια ηρεμία ολούθε. Κανα γκλαφούνισμα μονάχα, πού και πού.
Κάποια Χριστούγεννα στο Ζωτικό, θελήσαμε κι εμείς, εγώ κι ο Φώτης, να στολίσουμε για χριστουγεννιάτικο δέντρο ένα έλατο. Ο μικρός αδερφός ούτε που πήγαινε ακόμη στο σχολειό. Στα Μπουλνέτσια στην άκρη του πάνω χωραφιού είχε φυτρώσει ένα έλατο. Τότε θα ΄ταν γύρω τα δυο μέτρα ύψος. Πήραμε το τσεκούρι και ροβολήσαμε τον κατήφορο.
Η ΄Ηπειρος είναι δυνατό ποτάμι που κυλά σε δάσος πυκνό (βλέπε Βρυτζάχα) και μαζί του παρασέρνει κορμούς δέντρων!!! Αντάρα μεγάλη ! Ταξιδεύει το ποτάμι μ'ένα μακρύ τραγούδι ηπειρώτικο ένα από κείνα τα πολυφωνικά... ΄Ενα τραγούδι από νερό και φύλλα ...
Ολημερίς οι ετοιμασίες. Φροντίδα για την λάτρα του σπιτιού, τα πασχαλιάτικα ρούχα. Ήταν και το βιος που ΄θελε την δική του φροντίδα. Μα δυο μανάρια, μα κοπάδι, καθένα είχε την έγνοια του. Ηταν κι αυτό ένας λόγος που το «Δεύτε λάβετε φως» ηχούσε στο χωριό μας στις τρεις το πρωί κι όχι τα μεσάνυχτα.
Μεγάλη γιορτή το Πάσχα και ειδικά για τον νεαρό πληθυσμό του χωριού μας. Μετά από μια πολυήμερη νηστεία θα τρώγαμε το ψητό μας, θα πίναμε το γάλα μας, θα γευόμασταν τέλος πάντων ό,τι η νηστεία μας κρατούσε μακρυά. Δεν ήταν μόνο αυτό, δεν ήταν αυτό το βασικό. Η Ανάσταση στην παλιά εκκλησία με τον γυναικωνίτη μας γοήτευε. Ήταν και το «κυνήγι» του μπάρμπα – Χρήστου, που δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί, και που τ’ αποζητούσαμε. Εμείς ανεβοκατεβαίναμε την ξύλινη σκάλα του γυναικωνίτη και το τρίξιμο της σκάλας μαζί με τον ήχο των βημάτων μας κρατούσε παράφωνο μπάσο στην ψαλμωδία.
του Χρήστου Θεμελή (μια αφήγηση)
Στον 'Αλεσιό' εκείνο το καλοκαίρι, του 1966, παιδάκι μια σταλίτσα από την πέμπτη στην έκτη, στα έντεκα για θερινές διακοπές στον 'Αλεσιό' στην κατασκήνωση, στα "πηγαδάκια".
Α.! εγκαταστάσεις ωραίες στην 'κουμπλιά', στα 'πηγαδάκια', η θερινή στάνη, η στρούγκα και το καλυβάκι, το κατάλυμμα αυτό το αυτοσχέδιο αρχιτεκτονικό του πάππου. Έπειανε το χέρι του Κωσταντή, σ' ό,τι κι αν ακούμπαγε του φύσαγε τη μεγάλη ψυχούλα του. Μάταια αναζητώ να απαντήσω όμοια, υπάρχουν πάντα υπάρχουν, αλλά πρέπει να κάνεις πολλά χλμ να τις συναντάς και αν τις φτυχάς.. Κοντά του λοιπόν πάντα, βοηθός του πρωτομάστορα στα γύρω τοιχάρια στους όχτους, παντού, στην κατασκευή της αχυροκαλύβας, στο πελέκημα του αλετριού και βάλε.
Ξεχωριστή η φετινή μας η γιορτή. Με το έμπα της άνοιξης ξανοιγόμαστε στο παρελθόν, στα δικά μας νιάτα, στις δικές μας μέρες, όταν ο ήλιος ήταν πάντα λαμπερός, κι ουρανός πάντα ξάστερος, ακόμη κι όταν χιόνιζε, ακόμη κι όταν η Βρυτζάχα σκοτείνιαζε την όψη της κι αντάμωνε με την αστραπή την Ολύτσικα, απ’ όπου πάντα ο ήλιος μας έστελνε και στέλνει την δική του καλημέρα.
Τούτος ο «επίλογος» των δασκάλων μας με την διάχυτη ποιητική διάθεση γίνεται μονοπάτι στις θύμισές μας και πρόταξη του χρέους να ’μαστε πάντα νέοι και πάντα αληθινοί. Γίνεται τ’ άγγιγμα ψυχής, που ανοίγει τα φτερά σε κόσμους παραμυθένιους, μα τόσο ζωντανούς, τόσο πραγματικούς. Είναι το συναπάντημα του πόθου και της ανάμνησης, είναι αυτό, που καθώς τα χρόνια βαραίνουν τους ώμους μας, αναζητούμε σε δρόμους περπατημένους απ΄ τα όνειρά μας, τις προσδοκίες και τις ελπίδες μας.
Σελίδα 49 από 53