Ο Τάκη-Καλλιόπης – έτσι αποκαλούσαμε τότε τον καλό κι πάντα αγαπητό μου φίλο Τάκη Θεμελή – είχε ανακαλύψει ένα πρωτότυπο παιχνίδι.
Αρχική
Είχαμε θερίσει το στάρι στη Ρουπακιά, το είχαμε κουβαλήσει με τη φοράδα και στοιβάξει στο αλώνι. Καρτεράγαμε ν’ αρχινήσει να φυσάει λίγο, για να μας είναι μπορετός ο λίχνος. Κι άμα ήρθε βολικός ο αέρας, κινήσαμε ν’ αλωνίζουμε.
"….τον μπελά μου, μέσα, την καταδίκη μου…" κι όλο τραβούσε τα γένια του. "Τι τύχη φάρδος είναι αυτή, θ’ ασπρίσω παράκαιρα. Η τύχη του πρωτάρη", έλεγε και ξανάλεγε.
της Νεφέλης Μότση
Αντίκρισα για πρώτη φορά το Ζωτικό όταν ήμουν τριών μηνών. Το ξαναείδα πολλές φορές ως την στιγμή που οι εικόνες του Ζωτικού άρχισαν να καταγράφονται στην μνήμη μου. Εικόνες γεμάτες ομορφιά κι αγάπη. Ο φίλος μου (ο θείος) Νάσος, η Τζίνα, ο Βίλλυ, ο Δημήτρης και η Κατερίνα στην αυλή να μας περιμένουν με το χαμόγελο στα χείλη και την ζεστή τους αγκαλιά.
Ξημερώματα του Αϊ Γαννιού. Το χωριό μας βρίσεκται σε αναστάτωση. Είναι η μέρα που ο μαθητόκοσμος των γυμνασίων πρέπει να επιστρέψει στα θρανία, άλλοι για τα Γιάννενα, άλλοι για το Μέτσοβο, άλλοι για το Τσεπέλοβο, άλλοι για την Πωγωνιανή. Ενα μικρό καραβάνι 30 περίπου ατόμων μεταξύ των οποίων και πεντε-έξι συνοδοί κινείται στην δημοσιά. Οι πιό πολλοί, εδικά οι μαθητές είναι καβάλλα σ’ άλογα και σε μουλάρια.
Ταξιδευτής ο πρωτοξάδερφος, που μικρά τότε τον φωνάζαμε μπάρμπα-Μήτσιο, σε μια από τις επιστροφές του στα πάτρια είχε φέρει κι ένα ραδιόφωνο. Τότε πρωτάκουσα και μουσική από ραδιόφωνο.
Το χρυσαφένιο χωράφι δείχνει με περηφάνια την θωρειά του. Το ελαφρύ αεράκι σχηματίζει στην κώμη του μικρούς κυματισμούς καθώς τα στάχυα λικνίζονται στο πέρασμά του. Πέρα, κατά την Ανατολή, η πρωινή δροσιά κάνει τον τελευταίο της περίπατο πάνω απ’ τον κάμπο, καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεδιπλώνουν τα χρώματά τους.
Βαρύς ο χειμώνας στο χωριό. Αφού είχαν, για κάμποσες μέρες, αγκομαχήσει ο Παλεχώρης κι ο Πλάτανος να κατεβάζουν κατά το ποτάμι ό,τι δεν μπόραγαν να κρατήσουν στη ράχη τους η Βρυτζάχα κι ο Αλεσιός, -σπέλες, πουρνάρια, σωρό τα άσπρα τα λιθάρια, κι άγριο, γινατεμένο νερό, -αίφνης μια σιγαλιά στον τόπο. Μετά τη χλαπαταγή των προηγούμενων ημερών, μια ηρεμία ολούθε. Κανα γκλαφούνισμα μονάχα, πού και πού.
Κάποια Χριστούγεννα στο Ζωτικό, θελήσαμε κι εμείς, εγώ κι ο Φώτης, να στολίσουμε για χριστουγεννιάτικο δέντρο ένα έλατο. Ο μικρός αδερφός ούτε που πήγαινε ακόμη στο σχολειό. Στα Μπουλνέτσια στην άκρη του πάνω χωραφιού είχε φυτρώσει ένα έλατο. Τότε θα ΄ταν γύρω τα δυο μέτρα ύψος. Πήραμε το τσεκούρι και ροβολήσαμε τον κατήφορο.
Η ΄Ηπειρος είναι δυνατό ποτάμι που κυλά σε δάσος πυκνό (βλέπε Βρυτζάχα) και μαζί του παρασέρνει κορμούς δέντρων!!! Αντάρα μεγάλη ! Ταξιδεύει το ποτάμι μ'ένα μακρύ τραγούδι ηπειρώτικο ένα από κείνα τα πολυφωνικά... ΄Ενα τραγούδι από νερό και φύλλα ...
Σελίδα 47 από 51