της Βασιλική Σ. Μίχα
Από υφάντρα Αρχόντισσα
-στον κόσμο όταν βγήκα-
μου δώθηκε ως προίκα
χρυσόδετο χαλί...
Ωδή , σονέτο , ποίηση..
τ' αρώματά του ήχοι ,
τα όνειρά του στίχοι
σε κάθε του ραφή.
Αδελφότητα Ζωτικιωτών Αθήνας”
Σύλλογος Ζωτικιωτών "Η ΒΡΥΤΖΑΧΑ"
της Βασιλική Σ. Μίχα
Από υφάντρα Αρχόντισσα
-στον κόσμο όταν βγήκα-
μου δώθηκε ως προίκα
χρυσόδετο χαλί...
Ωδή , σονέτο , ποίηση..
τ' αρώματά του ήχοι ,
τα όνειρά του στίχοι
σε κάθε του ραφή.
έρωτα που δε γονάτισες στον πόλεμο
έρωτα που ορμας και γεμίζεις την πλάση
που στα απαλά τα μάγουλα της κόρης νυχτερεύεις,
που σεργιανάς τις θάλασσες και των ξωμάχων τα κατώφλια,
κανείς δε σου γλυτώνει μηδέ θνητός μηδέ αθάνατος
Εσύ που είσαι το λούλουδο ζωής τυρρανισμένης,
εσύ που ξετρελαίνεις εκείνον που κρατάς!
Απόσπασμα από το χορό “Έρως ανίκατε μάχαν...”
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
«Ο Στωϊκισµός υπήρξε η σηµαντικότερη κίνηση στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, και επίσης εκείνη που άσκησε την µεγαλύτερη επίδραση. Για περισσότερο από 4 αιώνες περιελάµβανε στις τάξεις του µεγάλο αριθµό µορφωµένων ανθρώπων, και η επίδραση του δεν περιορίστηκε στην Κλασική Αρχαιότητα...» (Α. Α. Long)
Η στωική φιλοσοφία εκτείνεται σ’ ένα αρκετά µακρύ χρονικό διάστηµα — από το δεύτερο ήµισυ περίπου του τετάρτου προ Χριστού αιώνα έως τον δεύτερο µετά Χριστόν αιώνα. Οι κύριοι απολογητές της στωικής φιλοσοφίας, που έδρασαν στο διάστηµα των έξι αυτών αιώνων, ταξινοµούνται συνήθως σε τρεις περιόδους: στην αρχαία, την µέση και την νεότερη Στοά. Στην αρχαία Στοά. που καλύπτει το χρονικό διάστηµα από τον τέταρτο έως τον δεύτερο προ Χριστού αιώνα, ανήκουν ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδας και ο Χρύσιππος από την Κιλικία
Μέρες γιορτινές, μέρα γιορτής κα μνήμης αύριο. Μέρα που ο λαός μας ξεκίνησε την μεγάλη αντιφασιστική του πορεία. Τα κακοτράχαλα βουνά της ηπειρώτικης γης, πρώτα, λιπάνθηκαν με το αίμα και το κόκκαλα των αντρειωμένων.
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά,
όρθιος να στέκει ο γιος της
μπρούτζος, χιόνι και σύννεφο.
Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή.
Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χόρευαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Οι «Κυνικοί» ήταν Φιλοσοφική Σχολή, και µάλιστα µία από τις µακροβιότερες. Τίποτε στη ζωή, έλεγε ο ∆ιογένης, δεν επιτυγχάνεται χωρίς άσκηση, και η άσκηση αυτή µπορεί να υπερνικήσει κάθε εµπόδιο. Επειδή για να ζήσει κανείς ευτυχισµένα πρέπει να διαλέξει, αντί για τους άχρηστους κόπους, εκείνους που είναι ταιριαστοί µε τη φύση, η δυστυχία οφείλεται στην αφροσύνη. Γιατί ακόµη και η περιφρόνηση της ηδονής είναι γλυκύτατη όταν την έχει κατακτήσει κανείς έπειτα από άσκηση, και όπως εκείνοι που έχουν συνηθίσει να ζουν µε ηδονές, µε µεγάλη δυσαρέσκεια πηγαίνουν στο αντίθετο, έτσι κι εκείνοι που έχουν ασκηθεί στο αντίθετο καταφρονούν τις ηδονές µε µεγαλύτερη απόλαυση.
Εσένα στολίδι του γένους των Ελλήνων, που πρώτος μπόρεσες να υψώσεις φως λαμπρό μες σε φρικτά σκοτάδια και φανέρωσες τις χάρες της ζωής, εσένα ακολουθώ, και στα δικά σου χνάρια πάνω τα πόδια μου πατούν, όχι για να σε παραβγώ, αλλά από αγάπη και πόθο να σε μιμηθώ.
[Εγκώμιο για τον Επίκουρο. Λουκρήτιος (ΙΙΙ. 1-6)]
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το πανέμορφο ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες...
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται απο ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοελληνικής περιόδου. Γεννημένος στη Μονεμβάσια την 1η του Μάη1909, μεγάλωσε στους κόλπους μιας αγροτικής μεν, ιδιαιτέρως εύπορης δε οικογένειας. Έτσι απέκτησε εμπειρίες τόσο από το βαθύ αστικό πολιτισμό, όντας ιδιαιτέρως καλλιεργημένος και ευαίσθητος ο ίδιος, όσο και εικόνες από την αγροτική και εργατική ζωή.
Αχ αυτά τα ξέγνοιαστα, τα παιδικά μας χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Γεμάτα παιγνίδι και ανεμελιά. Ειδικά το καλοκαίρι, που όλος ο χρόνος ήταν ολοδικός μας. Από το χάραμα μέχρι που θάμπωνε. Τα γόνατά μας πληγιασμένα καθώς σερνόμασταν σε πλαγιές και λαγκάδια, κάτω από πυκνόφυλλα πουρνάρια, κάτω από χαμηλές κουμαριές, μέσα σε θάμνους, μέσα από βάτους. Οι κρούστες από τις πληγές στα πόδια. στα χέρια, στο κορμί μας ήταν τα δικά μας πονεμένα “στολίδια”. κι ήταν αυτά σημάδια περηφάνειας, που σμίλευαν την ψυχή και τον νου μας.
“Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια...”
Ο Κώστας Βαρνάλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας στά 1884 από μικροαστική φαμίλια. ∆εκατεσσάρων χρονών πήγε στα Ζαρίφεια ∆ιδασκαλεία της Φιλιππούπολης και πήρε το απολυτήριό του σε τέσσερα χρόνια. Ηταν έξαιρετικός μαθητής, έγραφε στίχους, τα έπαιρνε τα γράμματα, τα μάτια του έβγαζαν σπίθες, έδειχνε πως μπορεί να γίνει σπουδαίος «ιεροφάντης των Μουσών και λειτουργός της Παιδείας». Τον υποστήριξε λοιπόν ο δεσπότης Αγχιάλου και η κοινότητα Βάρνας και τον έστειλε να σπουδάσει φιλολογία στην Αθήνα. Ετσι παρουσίασε τον Βάρναλη ο ∆ημήτρης Γληνός σε άρθρο του για τον Κώστα Βάρναλη. Και συνεχίζει:
Σελίδα 11 από 53