του Γεωργίου Κόνδη
Εν αρχή ην ο λόγος και εκ του λόγου γεννάται η αρχή του παντός. Ιδού λοιπόν αυτός ο γητευτής της πέτρας και των φρυγάνων, που αναμαζεύοντας με λέξεις τις ξέρες του άγονου τόπου του μετράει τους χρόνους από τη γέννηση, από την Αρχή, έως το τώρα, φτιάχνοντας ημερολόγιο πλεύσης ώσπου να ξανοιχτεί μακριά και να τον πιάσει πάλι ο νόστος, η θέληση για επιστροφή. Σ'αυτό το δρομολόγιο ανάμεσα στην αγριάδα των ηπειρώτικων ψηλών βουνών και στην γαλάζια ηρεμία της αργολικής θάλασσας, χτυπάει κοντέρ ο Φώτης Μότσης μαζεύοντας τις σκέψεις και τα βιώματά του σε γραμμές με λέξεις και νοήματα πυκνά, ίσως και δύσκολα καμιά φορά να τα πλευρίσεις χωρίς να μπεις στο κόπο να μυρίσεις τ' αρώματα του Ζωτικού στο Σούλι και να ακούσεις το κράξιμο από τα ψαροπούλια στα βράχια του Παλαμηδιού στο Ναύπλιο.
Επήγαινε κι ερχόταν η ψυχή του. Δρόμοι σοκάκια επαρχιακές οδοί με εκατόν τόσα, χτυπάει κοντέρ στην εθνική γαιός-απείρου. Κουρνιάζει ύστερα στα καφενέ και στα σκυλάδικα μ'έναν μέτριο γλυκό αρχικά και μ'ένα κρασοπότηρο η συνέχεια. Το δεύτερο άδειο – κατά το συνήθειο.
Χουφτώνει άγαρμπα, αταβιστικά την ισιάδα της χωραφιάς μέσα στις απέραντες εκτάσεις του μυαλού του, στριμώχνοντας ωστόσο επιδέξια την ελιά στο μεσοβύζι της – χάνεται στην αντράλα των χυμών της γης, μαστουρώνει στις οσμές της, φεύγει. Αλαργεύει.
Άλλες ώρες επανέρχεται, καλημερίζει πάλι το αγνάντεμα, ανηφορίζει τον τράχηλο του τοπίου. Αγκομαχά και ηδονίζεται. Μεριάζει βράχια, αδειάζει το νερό απ'τις σπηλιές της γης και τα'ουρανού και κατοικεί τα νέφη. Συλλέγει χώμα, χρώματα και δάκρυ, φιλάει ευλαβικά τον ουρανό και παίρνει δρόμο γι'άλλα σύμπαντα με το τραινάκι των νεφών που δεν αρνήθηκε ποτέ το κάρβουνο και την αγάπη.
(Υδράργυρος ρέων, Ημερολόγιο, 2001)
Εν αρχή ην ο λόγος. Ο λόγος που οργώνει τη σκέψη του ποιητή με την ίδια δύναμη που σκάβει το υνί τα δύσκολα χώματα και φέρνει στην επιφάνεια εικόνες ενός τόπου που αποτελεί σημείο εκκίνησης και προορισμός επιστροφής μαζί. Ζωτικό. Γεωγραφία συμβολική και αληθινός χώρος. Κοινωνική εμπειρία που διαχέεται στα παιχνιδίσματα των λέξεων που γεμίζουν τις αισθήσεις, το μυαλό και την καρδιά με τις «Κραυγές» 1974, την «Απολογία των δρόμων» 1983, «Το μικρό απέραντο» 1999, «Υδράργυρος ρέων» 2001, «Ο Ιούδας της νύχτας» 2003, «Αμαρυλλίδος και Ιππεάστρου»2005, «Ηπειρώτικο» 2006, «Νυχτερινό γαίας απείρου» 2007 και σήμερα «Σκιάς όναρ έρως». Ζωτικό. Λάκα Σούλι. Ήπειρος. Στα στατιστικά κιτάπια χώρος σχεδόν έρημος. Παρατημένος. Κάτοικοι μεταναστεύσαντες κατά τις δεκαετίες.... Στο όργωμα του ποιητή ξεφυτρώνει η μνήμη και ο τόπος ζωντανεύει μ'ένα μαύρο τσεμπέρι ν' ανεβαίνει το πλακόστρωτο. Μ'ένα γαϊδούρι που γκαρίζει σ'ένα ξέφωτο. Μ'ένα τσούρμο μαστόρους που φτάνουν από χρόνους πολλούς να ξαναδούν μήπως χρειάζονται μια κάποια φτιάξη στα πέτρινα γιοφύρια τους.
Ἡ Ἤπειρος
ἑνὸς ἐλάχιστου
καὶ τοῦ περπατημένου ἀπὸ μυρμήγκια σβώλου
ὁ βόγκος
καθώς γεννοβολάει ἁπλότοπα βουνὰ
τοὺς λόγγους πλάθει καὶ τὰ δάση
γιὰ νὰ στολίσει τὸ κορμὶ τῆς γῆς
καὶ γιὰ νὰ δώσει διάβα στὴν ὁρμὴ τοῦ λάκκου
στοῦ ποταμοῦ τόν ίμερο
ὅταν τὸ ταπεινὸ δημιουργεῖ τὸ μέγα
Στὴν Ἤπειρο ὁ σεισμὸς καὶ ἡ ὀργὴ τῆς φύσης
τὸ ξύσιμο στῆς γῆς τὴ ράχη ἀπὸ θεό
μὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸ σημάδι τοῦ ἐρχομοῦ
τοῦ φίλου τοῦ καλοῦ
Τὸ μήνυμα ἀπ᾽ τὰ ἐπέκεινα τοῦ βίου
γιὰ τὸν χαμὸ γιὰ τὴ ζωὴ γιὰ τὸ φιλὶ
καὶ τὴ στερνή τή σιωπὴ
μὴ καὶ φανοῦμε ἀτοίμαστοι
χωρὶς φασκιὰ καὶ λάκκο κι᾽ ἀγκαλιὰ χωρίς
Καί ὁ σεισμὸς γιορτὴ στὸ σπίτι
ὅταν ἡ πέτρα ἡ μιά χοροπηδάει στὴν ἄλλη ἀπάνω
μὲ τὴ χαρὰ τῆς γνωριμιᾶς
τῆς καλημέρας (Ηπειρώτικο 2013)
Εν αρχή ην ο λόγος του ποιητή. Εκείνος ο λόγος που ψάχνει να βρει ερείσματα στη μνήμη. Να καταλάβει τη ένταση του πριν και να χαράξει στα λόγια τη συνάφεια με το τώρα. Εν αρχή ην ο λόγος που μεταφέρει το βίωμα της στιγμής και της ζωής ολόκληρης. Που μετατρέπει τη μεγάλη Ιστορία σε βραδινή διήγηση χειμώνα καθώς το χιόνι που πέφτει έξω θυμίζει... κι όλο θυμίζει. Ο λόγος που ελευθερώνεται από το κάψιμο του τσίπουρου και φανερώνει το μεγαλείο της ψυχής σ'έναν αγώνα άνισο, μόνο για μαθημένους σε κακοτράχαλα βουνά και σε ζωή όλο στερήσεις. Κι όμως, αυτό το μεγαλείο τα ξεπερνάει όλα και γίνεται παιάνισμα που αντηχεί στους αιώνες. Παράδειγμα, σε όσους θελήσουνε ν'ακούσουν το λόγο ετούτο.
«Έλεγε ο μπάρμπας ο Αντώνης, ζωή να 'χει, με κουβέντες και με τσίπουρο. Λόγια συβρασμένα μέσα στην αψάδα του ξερικού σταφυλιού και στον ίσκιο της φωτιάς, ζυμωμένα στα ρόζια της παλάμης και στην ακάμωτη ελπίδα.
Έλεγε για τα χιόνια που πάγωναν εκείνο τον καιρό τον τόπο όλο, που ορφάνευαν τις γειτονιές ολάκερες και τα χωριά και τα τοπία σύμπαντα κι έκαναν πλούσια τα όνειρα. Μολόγαγε για τα χαλασμένα χνώτα και τις σαπισμένες σάρκες που 'πεφταν με την τελευταία ξέπνοη ανάσα της ζωής ως κουφάρι στην απόχη του χιονισμένου χάρου. Και για το μολύβι που 'βρεχε ο ουρανός και για το μπαρούτι που ανάδευε το χώμα, - όπου βλεπόταν, καθώς ξεμυτούσε δώθε κείθε απ'την παχειά κατάλευκη φλοκάτη που είχε απλώσει ο Θεός πάνω σ'εκείνονε τον κόσμο για να μη θωρεί θεός άλλος την ασκήμια του.
Κι ήταν Νοέμβρης, για Δεκέμβρης. Είχε κι ο θεός, κι ετούτος κι ο άλλος, είχε κι ο κόσμος λησμονήσει τον καιρό. Μέρες θολές.
....... Ρούφαγε κανά δυο απανωτά κι αρχίναγε πάλι απ'την αρχή. Ο μπαρμπα Ντώνης. Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο, Τεπελένι. Τόπια όπου μπόραγες να σταθείς μονάχα στο ένα σου ποδάρι – όσο ακουμπάει ο υποκόπανος του όπλου σου.»
(Τα τσίπουρα, Υδράργυρος ρέων, 2001)
Άγριες στιγμές που ορίζουν μαζί με το πρόσωπο του τόπου τον πόνο της ξενιτιάς και την τρυφερότητα του έρωτα. Περίεργο πως και τα δυο χαράζουνε αρμονικά τα μονοπάτια τους στους στίχους. Μόνο η μαστοριά ενός καλού γητευτή λέξεων μπορεί να υμνήσει και τα δυο. Ο Φώτης δημιουργεί συναίσθημα με δυο όψεις καθώς ξενιτιά και έρωτας παίζουν κοινό παιχνίδι σε μια συμβολική ακολουθία που δεν επιτρέπει να πεις πως στην εικόνα ετούτη υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Στην ποιητική συλλογή «Αμαρυλλίδος και Ιππεάστρου» θα δημιουργήσει την καλύτερη ακολουθία. Μια σχέση δυνατή σε ένταση, πυκνή σε νόημα και τρυφερή σε συναίσθημα.
Ήλιος και ξενιτιά μαζί.
Μακριά πολύ μακριά η φωνή σου
ντύνεται σιωπή
Τη μια είσαι όνειρο πουλιού
Την άλλη η κοφτερή γαλάζια πέτρα
Παιδεύομαι πολύ να σε διακρίνω
Να σε αντικρίσω ολάκερη
Πίσω από το τζάμι σε παίρνει πάλι η βροχή
Μ'ένα φιλί της τα ηφαίστεια όλα
Η Αμαρυλλίς τα σβήνει
Μέσα στον κόρφο της τη λιώνει τη φωτιά.
Ανάβει τον παράδεισο.
Από το έργο του ΦωτοΜότση αναβλύζει η αγάπη και ο θαυμασμός για την ανθρώπινη φύση. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της μοναξιάς και της απόγνωσης, μια αισιόδοξη γλυκιά στιγμή περιμένει πίσω από ένα παράθυρο, κάτω από ένα λουλούδι, κατρακυλάει απ'τα βουνά και φτάνει να εμφανιστεί για ν' αλλάξει την εικόνα, να δημιουργήσει ευφορία ψυχής, να γίνει τραγούδι και μοιρασιά χαρούμενης παρέας.
Όταν θ' ανηφορίζεις
κατά τον Αηλιά του έρωτα
βάλε φωνή (λέει ο Ιούδας της νύχτας)
για να αρχίσει ο ποιητής να μαζεύει τις σκέψεις του και να τις αραδιάζει με λέξεις διάφορες στις σημειώσεις του και σε σκόρπια χαρτιά. Χωρίς νόημα, δίχως σκοπό ίσως, σε κάποιο συρτάρι να περιμένουν μέχρι να περάσει το μπουρίνι που νιώθει μέσα του, μέχρι να κατακάτσει κάπως η απελπισιά της εσωτερικής ταραχής. Κι έπειτα έρχεται βάλσαμο το βίωμα, εκείνη η γλυκιά στιγμή που λέγαμε για να τον ηρεμήσει και να του βάλει τάξη στις σκέψεις και τα συναισθήματα, να δώσει δύναμη στο χέρι που θα κάνει τις εικόνες του μυαλού και τις ψυχής στίχο και ποίημα παράδοξο καθώς και η πιο άγρια περιγραφή σε γαληνεύει και ενώ έχει γράψει παραπάνω σκόρπια πως ... «τα όνειρα σε μνημονεύουν όλο και πιο αραιά»
τώρα ξαναρχίζει μ'ένα χαμόγελο να γράφει:
Τὰ ὄνειρα στὴν Ἤπειρο
τὰ δένουνε γερὰ μὲ ἀγράμπελη
ἀπό τὸ κότσι
καὶ τὰ κρεμᾶνε ἀψηλὰ στὸ σύννεφο
νὰ μὴν τὰ πιάνει πυρετὸς καὶ μύγα
τὰ δένουν μὲ ἀλογότριχες καὶ μὲ γερὴ θηλιὰ
τὸ ἕνα στὸ κατόπι τοῦ ἄλλου
καὶ τ᾽ ἀμολᾶνε ἀπ᾽ τὰ ψηλὰ τὰ ὂρη
μηνύματα στὸν ἄλλο κόσμο
τὸν χρόνους δρόμο μακρινό
μιά κούνια γιὰ τὸ λίκνισμα τοῦ ἀγέρα
καὶ μονοπάτι γιὰ τοῦ λύκου τὴ φωνὴ
πρὸς τὸ φεγγάρι
Ο Φώτης Μότσης είναι από τους τυχερούς ανθρώπους που διαθέτουν τις σπάνιες εκείνες εμπειρίες χάρισμα μιας σχέσης τριπλής ανάμεσα στο χώρο, το χρόνο και τον άνθρωπο. Μέσα του τα πάντα βαδίζουν με τον αργόσυρτο ηπειρώτικο χρόνο που σημαδεύει τα βουνίσια μονοπάτια με λέξεις σπάνιες γεμάτες αγάπη για τον τόπο, λέξεις που ρίχνουν το φως του λυχναριού σινιάλο σε όσους προσπαθούν να βρουν το δρόμο της επιστροφής. Κι αυτό για λίγο! Μέχρι να πάρει η όσφρηση και η ψυχή τ'αρώματα από τα άγρια φυτά και το κορμί σταγόνες από τα νερά που τρέχουνε στα βράχια. Κι έπειτα δρόμο ξανά. Κι εκεί ανάμεσα στην αγριάδα των ψηλών βουνών και στο νανούρισμα του παφλασμού των κυμάτων, ο Φωτομότσης γράφει στιχάκια για τον έρωτα, πλέκει κοτσίδες τις λεξούλες σε αθώα κοριτσίστικα μαλλιά, γράφει σελίδες με το πάθος της ψυχής του να 'χει παρέα στο καινούριο του ταξίδι.
Στην παρουσίαση του έργου του στην Αθήνα, στον όμορφο πολυχώρο «Αίτιον», δεν θέλησε να ξεπεράσει πάλι το όριο μιας έμφυτης ταπεινοφροσύνης και μ' ένα απλό ευχαριστώ από ψυχής, χαιρέτισε όσους πραγματικά ή νοητά ταξιδεύουν μαζί του. Ο Νικόλας Ταρατόρης σκηνοθέτησε, ο Μάνος Αβαράκης συνόδευσε μουσικά τις απαγγελίες, ο Γιώργος Κόνδης παρουσίασε και απήγγειλαν η Νάντια Δανιήλ, η Δανάη Κατσαμένη, ο Αντώνης Σιούτος και ο μεγάλος ηθοποιός Άγγελος Αντωνόπουλος. Οι όμορφες φωτογραφήσεις είναι του Ηλία Πολυχρονόπουλου ενώ ο σκηνοθέτης Γιώργος Ζέρβας μας ετοιμάζει μια έκπληξη μικρού μήκους. Όλα αυτά περιμένοντας το νέο ταξίδι του Φώτη Μότση. Τις ποιητικές συλλογές θα τις βρείτε σε όλα τα καλά βιβλιοπωλεία και κυρίως από τον ίδιο τον ποιητή, ευκαιρία να συνομιλήσετε μαζί του πίνοντας ένα τσίπουρο ειρήνης και ευδαιμονίας ψυχικής.