Δημοσιεύουμε την δεύτερη ενότητα από τα προγονικά παιγνίδια του Γ. Τσόλη. Πολλά από αυτά ήταν και δικά μας παιγνίδια. Καθώς τα δακτυλογραφούσα ξανάρχονταν στην μνήμη εικόνες μαγευτικές. Στην αυλή του σχολείου όλοι εμείς - σχολιαρόπαιδα τότε - να παίζουμε τα προγονικά μας παιγνίδια και ν' αντηχεί η αυλή του σχολειού μας από τις φωνές μας. Ξέγνοιαστα χρόνια, χρόνια δημιουργικά.
Γκαίω – βαγκαίω
Το παιγνίδι αυτό παιζόταν κύρια από κορίτσια, αλλά αν υπήρχε έλλειψη κοριτσιών καλούσαν και αγόρια, που σπάνια βέβαια δεχόντουσαν γιατί το θεωρούσαν κοριτσίστικο και ανιαρό.
Το παιγνίδι γινόταν σε ανοιχτό και ομαλό χώρο. Σχημάτιζαν ευθεία γραμμή και κρατιούνταν από τα χέρια. Απέναντι από την γραμμή αυτή και σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων στεκόταν αντιμέτωπο ένα κορίτσι.
Το μοναχό κορίτσι αναπηδώντας πλησίαζε τα πολλά κορίτσια τραγουδώντας:
«Ένα λεπτό κρεμμύδι, γκαίω – βαγκαίω
Ένα λεπτό κρεμμύσι, σώπα – βαγκαίω»
Αφού έφτανε μέχρι τη μέση της απόστασης περίπου, στεκόταν εκεί και τότε ξεκινούσαν τα πολλά κορίτσια να περπατάν προς το μέρος της τραγουδώντας κι αυτές το στίχο:
«Ένα λεπτό τον κουραμπιέ, γκαίω – βαγκαίω»
Με βήματα προς τα πίσω τραγουδούσαν
«Ένα λεπτό τον κουραμπιέ, γκαίω – βαγκαίω»
Το μοναχό κορίτσι:
«Παντρεύουνε την τάδε (ονόμαζε ένα από τα πολλά κορίτσια), γκαίω – βαγκαίω
Παντρεύουμε την τάδε, σκάσε βαγκαίω»
Τώρα αρχίζουν τα πολλά κορίτσια:
«και ποιόνε τις εδίνετε γκαίω – βαγκαίω
Και ποιόνε τις εδίνετε, σκάσε βαγακαίω»
Το μοναχό κορίτσι:
«Της δίνουμε τον δείνα (ονόμαζαν κάποιον που είχε κουσούρι), γκαίιω – βαγκαίω
Της δίνουμε τον δείνα, σκάσε βαγκαίω»
Τα πολλά κορίτσια:
«Αυτόνε χάρισμά σας, γκαίω – βαγκαίω
Αυτόνε χάρισμά σας, σκάσε βαγκαίω»
Το μοναχό κορίτσι:
«Της δίνουμε τον δείνα (ονομαζαν κάποιον ξακουστό άνδρα) γκαίω – βαγκαίω
Της δίνουμε τον δείνα, σκάσε βαγκαίω»
Τα πολλά κορίτσια:
«Αυτόνε τόνε θέλουμε, γκαίω βαγκαίω
Αυτόνε τονε θέλουμε, σκάσε βαγκαίω»
Το μοναχό κορίτσι έπαιρνε από το χέρι το ονοματισμένο κορίτσι που τάχα το παντρεύανε και μαζί με βήματα προς τα πίσω ‘εφτανα στο σημείο που ήταν αρχικά. Το στιχάκι που τραγουδούσε κατά την οπισθοχώρηση ήταν το παρακάτω:
«’Τοιμάστε τα προικιά της, γκαίω – βαγκαίω
‘τοιμάστε τα σκουτιά της, γκαίω – βαγκαίω»
Ετσι τέλειωνε ο πρώτος κύκλος του παιγνιδιού. Επειτα επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία μέχρι να πάνε όλα τα κορίτσια από την πλευρά της μοναχής κοπέλας, οπότε και τέλειωνε το παιγνίδι.
Γούρες
Για να διεξαχθεί το παιγνίδι αυτό χρειάζονταν πάνω από πέντε παιδιά, ένα τόπι και διάθεση για τρέξιμο. Οι παίκτες έσκαβαν τόσες γουρίτσες όσες και οι συμμετέχοντες. Οι γουρίτσες είχαν διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από το τόπι και φτιάχνονταν στην ίδια ευθεία με απόσταση μεταξύ τους περίπου δέκα πόντους. Αφού ετοιμάζονταν οι γούρες, στη συνέχεια μάζευαν πέτρες και μάντρωναν τις γούρες εκτός της εισόδου. Το μάντρωμα γινόταν για να οδηγείται το τόπι κατά μήκος των γουρνών και να καταλήγει σε κάποια τρύπα.
Αφού τέλειωνε το κατασκευαστικό μέρος άρχιζε η κλήρωση για την κατοχή της ατομικής γούρας. Ετσι κάθε παίκτης πλέον είχε την γούρα του και ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν το παιγνίδι.
Τότε ένας παίκτης έριχνε το τόπι από απόσταση πέντε περίπου μέτρων προς τις γούρες με στόχο ν πάει εντός του τείχους και να μπει σε μια από τις γούρες. Αν ο παίκτης δεν τα κατάφερνε με την πρώτη προσπάθεια, δοκίμαζε με την δεύτερη και την Τρίτη. Αν και στην Τρίτη είχε αστοχία τότε τον στήνανε οι υπόλοιποι στον τοίχο ή κάποιο δένδρο με πλάτη προς αυτούς και του πάταγαν το τόπι δέκα φορές για να τον κτυπήσουν. Φρόντιζαν δε πάντα να μην σημαδεύουν το κεφάλι και προκαλέσουν βλάβη και αν κάποιος το έκανε επίτηδες, τότε οι άλλοι τον βγάζαν εκτός παιγνιδιού.
Όταν το τόπι πέρναγε εντός τοι τειχών το σίγπυρο ήταν ότι θα κατέληγε σε κάποια γουρίτσα. Κατά την διαδικασία αυτή όλοι οι παίκτες καραδοκούσαν για να δουν σε ποια γουρίτσα θα πάει το τόπι και σε εκείνου που κατέληγε ήταν υποχρεωμένος να την πάρει και να την πετάξει προς τους συμπαίκτες του, οι οπίοι είχαν ήδη πάρει των οματιών τους για να μην είναι οι δέκτες του τοπιού. Οποιον πετύχαινε (δεν ήταν κι εύκολο) τον στήνανε στον τοίχο και άρχιζε η δοκιμασία των βολών και ήταν τόσες όση ήταν και η απόσταση που είχε από το σημείο των γουρνών σε βήματα.
Αν ο παίκτης που είχε το τόπι δεν κατάφερνε να κτυπήσει κανέναν τότε το παγνίδι επαναλαμβάνονταν αλλά ήταν υποχρεωμένος αυτός να πετάξει το τόπι προς τις γούρες, οπότε είχε μειονέκτημα την απόσταση των πέντε μέτρων μέχρι να πάει εκεί να δει αν το τόπι έμπαινε στην γουρίτσα του.
Το παιγνίδι συνεχίζονταν με τους ίδιους κανόνες ώσπου τα παιδιά να αποκάμουν ή να συμβεί κανένα ατύχημα σε κάποιον από αυτούς που στήνονταν στον τοίχο.
Από χωριό σε χωριό συναντιώταν το παιγνίδι αυτό με παραλλαγές και αντί του τοίχου υπάρχαν άλλοι τρόποι τιμωρίας, ή αυτός που στόχευε τις γούρες έπαιζε τον ρόλο του θεματοφύλακα, καθορίζοντας την ομαλή διεξαγωγή του.
Γουρούνα – Γκούσιω
Για το παιγνίδι αυτό χρειάζονταν μεγάλος ανοικτός χώρος, από ένα σκόπι για κάθε παίκτη – και μάλιστα από κρανιά για να είναι αντοχής - και ένα τενεκεδένιο κουτί. Οι παππούδες μας που δεν είζαν κουτιά τενεκεδένια στα νιάτα τους έκαναν χρήση παλιοκαπακιών από τετζερέδια, τόπια από παλιοτσολα, κομμάτια από ίσκος ακόμη και κομμάτι ξύλου από ζαμπούκο (κουφοξυλιά-……..) που είναι ανάλαφρο. Απαραίτητα έπρεπε να είναι πάνω από 5 παιδιά για να γίνει το παιγνίδι αυτό.
Οι παίκτες έφτιαχναν έναν κύκλο με διαμέτρο μεγαλύτερη των πέντε μέτρων και πιάναν πόστο στην περίμετρο του κύκλου σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους εκτός από τον γουρνιάρη, που ήταν εκτός κύκλου. Το κάθε παιδί του κύκλου έφτιαχνε μπροστά του μια γουρίτσα κι εκεί τοποθετούσε την μια άκρη του σκοπιού.
Στο κέντρο του κύκλου φτιάχνονταν μια μεγάλη γούρα ώστε να χωράει άνετα το τενεκεδάκι που το λέγαμε γουρούνα ή γκούσιω. Ο γουρνάρης βρισκόταν εκτός κύκλου και προσπαθούσε με το κτυπημα της γουρούνας να την περάσει μέσα στον κύκλο και να την βάλει στην γούρνα που ήταν στο κέντρο. Όμως οι παίκτες που φύλαγαν τον κύκλο κτύπαγαν τον τενεκέ μακρυά όσο μπορούσαν εμποδίζοντας την προσπάθεια του γουρνιάρη, ενώ ταυτόχρονα φύλαγαν την γουρίτσα τους να μην την καταλάβει ο γουρνιάρης. Αν ο γουρνιάρης κατάφερνε να περάσει την γουρούνα στον κύκλο και να την βάλει στην γούρνα την μεγάλη κέρδιζε το παιγνίδι. Συγκεκριμένα κέρδιζε τρεις απαλλαγές να είναι γουρνιάρης.
Μια άλλη, επίσης, προσπάθεια του γουρνιάρη ήταν μήπως και καταφέρει και βάλει την άκρη του σκοπιού του σε κάποια εγκαταλελειμμένη γουρίτσα άλλου παίκτη, οπότε έπαιρνε την θέση του και γουρνιάρης γινόταν αυτός που δεν φύλαξε καλά την γουρίτσα του.
Αυτό το παιγνίδι γινόταν μέχρι να ξεθεωθούν τα παιδιά από την κούραση ή μέχρι να βραδυάσει, οπότε δεν έβλεπαν και υπήρχε κίνδυνος ατυχήματος με τα ξύλα. Όχι βέβαια πως δεν έπεφταν οι σχετικές αδέσποτες σκοπιές πάνω στη φούρια του παιγνιδιού και με το φως της ημέρας, αλλά τυο σκοτάδι επέτεινε τον κίνδυνο.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ορισμό του αρχικού γουρνιάρη γινόταν κλήρωση ως εξής:
Ενας παίκτης άπλωνε τα χέρια του και εκεί τοποθετούσαν τα σκόπια τους και πάνω στα σκόπια τοποθετούνταν η γουρούνα. Ο παίκτης αυτός εκτίνασε τα ξύλα προς τα πάνω και πίσω του και όποιου παίκτη το ξύλο ήταν πιο κοντά στη γουρούνα αυτό αναλάμβανε τον άχαρο ρόλο του γουρνιάρη. Άχαρος ήταν πραγματικά ο ρόλος αυτού του παιδιού γιατί ήταν δύσκολο ως ακατόρθωτο να πάει την γκούσιω στην τρύπα ή να καταφέρει να καταλάβει ενός άλλου την γουρίτσα. Πολλές φορές άρχιζε και τέλειωνε με τον ίδιο γουρνιάρη. Γκούσιω λέγαμε την γουρούνα από το γρύλλισμα (γκου-γκου)
Γύρω –γύρω
Το γύρω-γύρω όλοι είναι ένα παιγνίδι που δεν έχει νικητές και ηττημένους παρά συνεχή χορό και βαθύ κάθισμα.
Το παιγνίδι παιζόταν κύρια από μικρά παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού και μπορούσε να παιχθεί από τρία και πάνω παιδιά μέχρι είκοσι και τριάντα αρκεί να υπάρχει ο σχετικός χώρος.
Τα παιδιά πιάνονταν χέρι-χέρι και σχημάτιζαν κύκλο και έπειτα κινούνταν κυκλικά ρυθμικά σύμφωνα με το τραγουδάκι που τραγουδούσαν και εφάρμοζαν τις βολές του.
Το τραγούδι είχε ως εξής:
Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση ο Μανώλης
Χέρια πόδια στην αυλή
Όλοι κάθονται στη
Κι ο Μανώλης στο σκαμνί.
Με το τέλειωμα του τραγουδιού όλα τα παιδιά κάθονταν στη γη και μετά από λίγα δευτερόλεπτα σηκώνονταν και ξανάρχιζαν το χορό και το τραγούδι, παίζοντας όση ώρα ήθελαν.
Αμάδες - Σιουμάδες
Το παιγνίδι με την ονομασία Αμάδες είναι γνωστό σε όλη την χώρα, ενώ η ονομασία Σιουμάδες είναι ηπειρώτικη, έτσι το γνωρίσαμε και το παίζαμε κι εμείς. Το παιγνίδι αυτό εκτός της εξάσκησης στο πέταγμα της πέτρας με ακρίβεια είχε σκοπό και το υλικό κέρδος.
Κάθε παίκτης έπρεπε να έχει μια πέτρα πλακουτσερή, μεγέθους περίπου το μισό της παλάμης μας. Για να ξεκινήσει το παιγνίδι έπρεπε να πάρε ο καθένας την σειρά του κι αυτό γινόταν ως εξής. Τραβούσαν δύο γραμμές στο χώμα παράλληλες με απόσταση μεταξύ τους πέντε περίπου μέτρων. Κάθε παιδί έριχνε την πέτρα του από την μια γραμμή στην άλλη, προσπαθώντας να την πάει όσο πιο κοντά μπορούσε. Όποιος παίκτης έστελνε την πέτρα του πιο κοντά στην γραμμή αυτός θα έπαιζε πρώτος και ανάλογα με την απόσταση της πέτρας από την γραμμή καθοριζόταν και η σειρά παιγνιδιού. Μετά στην θέση της μιας γραμμής τοποθετούνταν μια μεγάλη πέτρα, όπου εκεί τοποθετούσε ο κάθε παίκτης από ένα νόμισμα (συνήθως ήταν δεκάρα).
Ο πρώτος παίκτης ξεκινούσε το παιγνίδι ρίχνοντας την πέτρα του από την γραμμή προς την μεγάλη πέτρα που ήταν τοποθετημένα τα χρήματα και στόχος του ήταν να γκρεμίσει τα νομίσματα και όσα από αυτά έπεφταν και ήταν πιο κοντά στην πέτρα του απ’ ότι στην πέτρα του ορόσημο ήταν δικά του. Στην συνέχεια έριχνε ο δεύτερος, ο τρίτος κ.ο.κ. μέχρι να πέσουν όλα τα χρήματα κάτω αλλά και οι πέτρες των παικτών να είναι πιο κοντά από την πέτρα ορόσημο. Αν δεν κερδιζόταν τα νομίσματα με τον πρώτο γύρο, τότε άρχιζε δεύτερος, τρίτος κλπ. Γιατί πολλές φορές τα νομίσματα έπεφταν πίσω από την πέτρα ορόσημο, οπότε ήταν σχεδόν αδύνατο να πλησιάσει η σιουμάδα. Σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν θέμα τιμής οι παίκτες να μην παραιτούνται των προσπαθειών τους, εκτό και αν υπήρχε κοινή συμφωνία να ξαναστηθούν τα νομίσματα και να προστεθούν και άλλα και να συνεχίσει το παιγνίδι.
Στην εποχή που οι πρόγονοί μας ήταν παιδιά αντί για νομίσματα τοποθετούνταν πλακουτσερές πετρούλες, που όποιος κέρδιζε έπαιρνε αντίστοιχη ποσότητα καρυδιών, αμυγδάλων, φουντουκιών κλπ. Αλλά και μέχρι την δεκαετία του εξήντα ακόμη, έπαιρνε για ανταμοιβή καρύδια ή καραμέλες αστεράκια. Το παιγνίδι αυτό όπως και άλλα με την κυριαρχία της μπάλας ποδοσφαίρου στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα.
Διελκυστίνδα (τριχιά)
Ένα παιγνίδι από τα μυθικά χρόνια έως τις μέρες μας. Ένα παιγνίδι που συμμετείχε ο θεός Διόνυσος, ο Ηρακλής κλπ. Ήταν αγώνισμα στους αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες αλλά συμπεριελήφθηκε και στους νέους Ολυμπιακούς μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, που καταργήθηκε.
Στο παιγνίδι αυτό εργαλείο ήταν ένα γερό σχοινί (συνήθως τριχιά για το φόρτωμα των υποζυγίων μας) μήκους πάνω από δέκα μέτρα.
Για να αρχίσει το παιγνίδι χαράσσονταν τρεις παράλληλες γραμμές με απόσταση μεταξύ τους δύο μέτρα. Το σκοινί τοποθετούνταν κάθετα στις γραμμές, αφού πρώτα σημαδευόταν το μέσον του δένοντας εκεί ένα μικρό σπάγκο για σημάδι. Το μέσον του σχοινιού συνέπεπτε με την μεσαία γραμμή. Οι παίκτες χωρίζονταν σε δύο ισομελείς ομάδες και παρατάσσονταν κατά μήκος του σχοινιού, η μια, όμως, αντικρυστά στην άλλη. Έπιαναν όλοι το σκοινί και με το σήμα της έναρξης του διαιτητή, η κάθε ομάδα προσπαθούσε να τραβήξει την άλλη προς το μέρος της μέχρι την στιγμή που ο πρώτος θα πατούσε την μεσαία γραμμή. Η ομάδα που θα το κατάφερνε αυτό ήταν η νικήτρια και κέρδιζε ένα πόντο. Συνήθως το παιγνίδι έληγε με την συγκέντρωση από την νικήτρια πέντε πόντων εκτός και αν υπήρχε κουράγιο για συνέχεια.
Το παιγνίδι αυτό παιζόταν σπάνια στις μέρες που ήμουν μικρός, αλλά ήταν ενταγμένο στα παιγνίδια του διαλείμματος του σχολείου και στις εκδρομές που κάναμε στις αλάνες που υπήρχαν τότε, όπως στον χώρο πάνω από την Λούτσα στο έμπα του χωριού, ή στην περιοχή Χατζηπασσά. Μάλιστα ο δάσκαλος Θωμάς Παππάς, που θήτευσε στο χωριό μας πάνω από δεκαπέντα χρόνια, επέμενε στο παιγνίδι, όπως και στις εκδρομές. Μετά ήρθε ο Καλογιάννης σαν δάσκαλος στο χωριό μας, ο οποίος τα μόνα παιγνίδια που ήξερε ήταν να πετάει μαρμάρινους κύβους στα παιδιά που ήταν «ενοχλητικά» κατά την ώρα του μαθήματος και το χτύπημα των χεριών με βέργες (βιτσιές κρανίσιες) για τα μεγάλα εγκλήματα που έκαναν τα παιδιά, δηλαδή τις μικροαταξίες. Ηταν ο δάσκαλος της τάξης και στρατιωτικής πειθαρχίας, ο δάσκαλος που κατά την άποψη του γράφοντος μισούσε τα παιδιά και όποιος μισεί τα παιδιά, μισεί όλον τον κόσμο. Ευτυχώς που δεν απέκτησε παιδιά γιατί σακάτικα θα ήταν.
Η φωτιά
Το παιγνίδι των παππούδων με τα εγγονάκια τους κατά τις κρύες μέρες του χειμώνα. Βέβαια αυτό δεν απέκλειε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να παίζουν με τα μικρά παιδιά, όπως δεν απέκλειε να παίζουν τα μικρά παιδιά μεταξύ τους. Ήταν παιγνίδι που παιζόταν εντός του σπιτιού και η έξοδος στις αυλές και στις αλάνες ήταν απαγορευτική.
Το παιγνίδι άρχιζε όταν ο μεγάλος παίκτης ακουμπούσε τα ακροδάχτυλα των δυο χεριών και μάλιστα λίγο ανοιχτά μεταξύ τους τα του ενός χεριού ώστε να σχηματίζεται μια κατά κάποιον τρόπο φωλιά. Ο σκοπός του άλλου παίκτη ήταν να μπάσει το χέρι του μέσα στη φωλιά, όπου υποτίθεται ήταν κρυμμένη η φωτιά που θα έπαιρνε για προσάναμα της δικής του εστίας.
Το μικρό ξεκινούσε ακουμπώντας το άκρο του δείκτη του χεριού του στα κάτω δάκτυλα του πρώτου και έλεγε:
- Ωρ’ κυρά
- Ορίστε, απαντούσε ο μικρός
- Εχεις φωτιά, έλεγε ο δεύτερος παίκτης και ανέβαζε τον δείκτη στον παράμεσο του πρώτου.
- Εχω, απαντούσε ο πρώτος.
- Θα μου δώσεις κι εμένα, έλεγε ο δεύτερος ανεβάζοντας τον δείκτη στα μέσα του πρώτου.
- Ελα μέσα και πάρε, αντιμιλούσε ο πρώτος.
- Μήπως με φάει το σκυλί σου, πρόσθετε ο δεύτερος, ανεβάζοντας τον δείκτη στους δείκτες του πρώτου.
- Τα ‘χω δεμένα με τον άλυσο, αποκρινόταν ο πρώτος.
Η επόμενη κίνηση του δεύτερου ήταν να χώσει ακαριαία το χέρι του ανάμεσα στα χέρια του και μέσω της τρύπας που σχηματίζουν οι δείκτες με τους αντίχειρες να πάρει τη φωτιά χωρίς να του το πιάσει ο πρώτος, του οποίου τα δάκτυλα μετατρεπόταν σε αρπακτικά σκυλιά. Την στιγμή αυτή ο πρώτος έβγαζε και τις σχετικές κραυγές, μιμούμενος το γαύγισμα του σκύλου και εν συνεχεία, όποιον και αν ήταν το αποτέλεσμα, έπεφτε το σχετικό γέλιο, το οποίο ήταν έντονο, όταν ο δεύτερος παίκτης κατάφερνε να πάρει την φωτιά χωρίς να τον αρπάξει ο σκύλος.
Αυτό το σκηνικό συνεχιζόταν μέχρι οι δύο παίκτες να αποκάμουν από την κούραση.
Η κολοκυθιά
Άλλο ένα παιγνίδι που παιζόταν εντός του σπιτιού και η προσπάθεια ήταν να συμμετέχουν όλα τα μέλη της οικογένειας τις κρύες μέρες του χειμώνα. Αυτό το παιγνίδι παιζόταν και σε υπαίθριους χώρους, παρ’ ότι υπήρχε η ευχέρεια να παιχθούν άλλα παιγνίδια, που έδιναν την δυαντότητα στα παιδιά να τρέξουν και να εκτονώσουν την ενεργητικότητά τους.
Το παιγνίδι ξεκινούσε από την στιγμή που το σύνολο των παικτών κάθονταν γύρω-γύρω και κάθε παίκτης ταυτοποιούνταν πλέον με έναν αριθμό και όχι με το όνομά του.
Οι αριθμοί ξεκινούσαν από το ένα και κατέληγαν στον αριθμό εκείνο που αντιστοιχούσε στο σύνολο των παικτών. Ένας απ’ όλους ορίζονταν να ξεκινήσει το παιγνίδι και αυτόν τον λέγανε «μάννα».
Η μάννα άρχιζε το παιγνίδι λέγοντας:
- Έχω μια κολοκυθιά, πλάι - πλάι στην ροδιά και κάνει χ κολοκύθια.
ανέφερε έναν αριθμό που αντιστοιχούσε σε κάποιον παίκτη. Ο παίκτης που είχε τον αριθμό αυτό απαντούσε:
- Και γιατί να κάνει χ κολοκύθια
- Αμ’ πόσα θέλεις να κάνει του, απαντούσε η μάννα.
- Να κάνει ψ κολοκύθια, έλεγε ο παίκτης.
Το παιδί που είχε τον ψ αριθμό έπρεπε να απαντήσει αμέσως και έλεγε
- Και γιατί να κάνει ψ κολοκύθια, έλεγε ο παίκτης.
Το παιδί που είχε τον ψ αριθμό έπρεπε να απαντήσει αμέσως και έλεγε:
- Και γιατί να κάνει ψ κολοκύθια;
- Πόσα θέλεις να κάνει, ανταπαντούσε ο άλλος παίκτης (με τον αριθμό χ)
- Να κάνει ω κολοκύθια έλεγε ο παίκτης (με τον αριθμό ψ)
Αυτός ο διάλογος συνεχίζονταν μέχρι που κάποιος παίκτης δεν απαντούσε στο άκουσμα του αριθμού του, οπότε και έβγαινε εκτός παιγνιδιού.
Εκτός παιγνιδιού έβγαινε και ο παίκτης εκείνος που παράγγελνε έναν αριθμό, του οποίου όμως ο αντίστοιχος παίκτης είχε βγει από το παιγνίδι.
Με αυτόν τον δαιδαλώδη διάλογο στο τέλος κατάληγαν δυο παίκτες και προσπαθούσε ο καθένας του να παραπλανήσει τον άλλον και να χάσει. Ο νικητής είχε το δικαίωμα να ορίζει σε κάθε ηττημένο από μια αγγαρεία για τιμωρία.
Οι τιμωρίες ήταν συνήθως να μιμηθούν τις φωνές των ζώων, να διανύσουν κάποια απόσταση με κλειστά τα μάτια ή με το ένα πόδι (κουτσό) και ό,τι άλλο μπορούσε να σκαρφιστεί, χωρίς βέβαια να ήταν ταπεινωτικό για τον ηττημένο.
Το κότσι
Το παιγνίδι αυτό χρειάζονταν πάνω από τέσσερις παίκτες, ένα κότσι (αστράγαλο) συνήθως αρνιού, που έχει μικρές επιφάνειες, που το έριχναν σαν ζάρι, ένα λουρί για να δέρνει ο βεζύρης και μια βεργούλα που συμβόλιζε το βασιλικό σκήπτρο.
Κάθε πλευρά από το κότσι είχε τον χαρακτηρισμό της και ανάλογος ήταν και ο ρόλος αυτού που έριχνε το κότσι εν είδη ζαριάς.
Περιγραφή
1. Η μακρόστενη πλευρά με την κοιλότητα ήταν ο βασιλιάς.
2. Η μακρόστενη επίπεδη πλευρά ήταν ο βεζίρης
3. Η πλατιά κυρτή πλευρά (με την καμπούρα) λεγόταν ξύλο
4. Η πλατιά κοίλη πλευρά ήταν η λάκκα
5. Η απόληξη με τις δυο μύτες ήταν βασιλιά και βεζίρης μαζί.
6. Η απόληξη με την καμπύλη ήταν εκτός παιγνιδιού, γιατί ήταν αδύνατον το κότσι να σταθεί όρθιο με την κοίλη απόληξη προς τα πάνω και να έχει ως βάση την άλλη άκρη που είναι οι δύο μύτες.
Αφού αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους ο βασιλιάς και ο βεζίρης, ο πρώτος εκ δεξιών του βασιλιά ξεκινούσε το παίξιμο ρίχνοντας το κότσι. Όταν έπεφτε έδειχνε κάποια από τις πέντε πλευρές. Αν έδειχνε την κυρτή πλευρά (ξύλο) τότε ο βασιλιάς διέταζε τον βεζίρη να χτυπήσει τις παλάμες του πα΄κτη με το λουρί (βουρδουλιές) όσες ήθελε από το ένα έως το δέκα. Μάλιστα ο βασιλιάς δεν παράγγλνε μόνον τον αριθμό των κτυπημάτων, αλλά και την ένταση αυτών. Ετσι ανάλογα με την ένταση χαρακτηριζόταν ως χαϊδευτικές, λαδάτες, ξυδάτες, τσουχτερές, πιπεράτες και αλατοπιπεράτες που ήταν οι πιο δυνατές και κοκκίνιζαν τα χέρια του δύσυχου που έτυχε να φέρει «ξύλο» με την ριξιά του.
Αν ο παίκτης με το ρίξιμο έφερνε «λάκκα» δεν είχε καμιά επίπτωση γι’ αυτόν, αλλά και κανένα προνόμιο. Αν με το ρίξιμο το κότσι στεκόταν σε θέση που η πάνω πλευρά αντιστοιχούσε στον χαρακτηρισμό «βασιλιάς», τότε παραλάμβανε αυτός το σκήπτρο (ξυλάκι) και έπαιζε αυτός τον ρόλο του βασικλιά. Αντίστοιχη ήταν και η μεταβίβαση του λουριού όταν ο παίκτης έφερνε «βεζίρη». Όταν όμως το κότσι στο ρίξιμο στεκόταν όρθιο με τις δυο μύτες προς τα πάνω τότε ο παίκτης αναλάμβανε και τις δυο εξουσίες κι αν ήταν και χαιρέκακος τότε αλίμονο σε κείνον που έφερνε «ξύλο», που ήταν και η πιο συνηθισμένη θέση που κάθονταν το κότσι μετά το ρίξιμο.
Αυτό το παιγνίδι δεν είχε νικητές και ηττημένους μιας και δεν μετρούνταν πόντοι, είχε όμως κατακόκκινες παλάμες από τις βουρδουλιές που έπεφταν από τον εκάστοτε βεζίρη.
Η κυρά Μαρία
Ένα παιγνίδι κοριτσίστικο που παιζόταν κύρια στα διαλείμματα και τις σχολικές εκδρομές και όταν λέμε σχολικές εκδρομές εννοούμε ως πιο μακρινή εκείνη του Χατζήπασια (σύνορα Αμπελιάς- Πεδινής) ή του Ντιβελά. Συνήθως η πιο μεγάλη κοπέλα έπαιζε αρχικά το ρόλο της κυρά Μαρίας και λέμε αρχικά γιατί, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω, κατά την διάρκεια του παιγνιδιού ο ρόλος της κυρά-Μαρίας εναλάσσονταν.
Τα κορίτσια σχημάτιζαν έναν κύκλο και πιάνονταν χέρι-χέρι, όπως στο χορό. Στο κέντρο του κύκλου στέκονταν η κυρά-Μαρία.
Τα κορίτσια της περιφέρειας ξεκινούσαν το παιγνίδι σέρνοντας τον χορό και τραγουδούσαν. Στον ένα στίχο πήγαιναν μπροστά, στον δεύτερο σέρναν τον χορό προς τα πίσω. Σε κάθε δίστιχο υπήρχε απάντηση από την Κυρά-Μαρία, η οποία έμενε ακίνητη, αλλά η περιφέρεια συνέχιζε τον χορό και κατά την διάρκεια που η κυρά-Μαρία τραγουδούσε το δίστιχό της. Ο διάλογος είχε ως εξής:
Τα κορίτσια:
- Που θα πας κυρά Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς, που θα πας κυρά Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς
Κυρά-Μαρία
- Θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, δεν περνώ, θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, δεν περνώ
Τα κορίτσια
- Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς, τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Κυρά-Μαρία
- Να μαζέψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, δεν περνώ, να μαζέψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, δεν περνώ
Τα κορίτσια
- Τι τις θέλεις τις βιολέτες, δεν περνάς, δεν περνάς, τι τις θέλεις τις βιολέτες, δεν περνάς, δεν περνάς
Κυρά-Μαρία
- Να τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, δεν περνώ, να τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, δεν περνώ.
Τα κορίτσια
- Και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, δεν περνάς, και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, δεν περνάς
Κυρά-Μαρία
- Η καλή μου είναι η …δείνα, δεν περνώ, δεν περνώ, η καλή μου είναι η …δείνα, δεν περνώ, δεν περνώ
Εδώ η κυρά-Μαρία ονομάζει μια κοπέλα της περιφέρειας, η οποία την αντικαταστούσε στον ρόλο της κυρά-Μαρίας και το παιγνίδι συνεχιζόταν.
Επειδή ο ρόλος της κυρά-Μαρίας θεωρούνταν τιμωρητικός και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, φρόντιζαν να περνάν όλες ή σχεδόν όλες από την θέση αυτή. Θεωρούνταν μεγάλη ζαβολιά αν η κυρά-Μαρία επέλεγε πάλι μια φίλη της που ήταν πριν κυρά-Μαρία. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτή μπορεί να έφταναν μέχρι και μαλλιοτραβήγματα, αλλά αυτό ήταν σπάνιο και απευκταίο.