Δημοσιεύουμε σήμερα την τρίτη ενότητα από τα προγονικά παιγνίδια του Γ. Τσόλη. Παιγνίδια, που κι εμείς παίξαμε στους ξέγνοιαστους χρόνους μας.
Κιόσια
Ένα παιγνίδι για μικρούς και μεγάλους, που παιζόταν σε οποιονδήποτε χώρο. Το παιγνίδι των βοσκών.
Για την εκτέλεση του παιγνιδιού χρειάζονται δύο παίκτες, μια πέτρινη πλάκα, οκτώ πετραδάκια για κάθε παίκτη και τέσσερα ξυλαράκια, πελεκημένα καθένα κατά μήκος ώστε να μείνει περίπου το μισό, κάτι σαν ημικύλινδροι, μια επίπεδη πλευρά κα μια κοίλη.
Επάνω στην πέτρα χαράζονταν ένας σταυρός δεκαπέντε εκατοστών περίπου κάθε γραμμή και μετά χαράσσονταν άλλες δύο γραμμές χιαστί, όπως στο σχήμα.
Στόχος του παιγνιδιού είναι η κατάληψη με πετραδάκια από τον ίδιο παίκτη των οκτώ κορυφών του σχήματος στην πλάκα.
Καρά το ρίξιμο των μικρών ξύλων θα εμφανισθούν ένας από τους παρακάτω συνδυασμούς:
α) εξάρα, όταν όλα τα ξυλαράκια έδειχναν την κοίλη τους πλευρά.
β) διάρα,, όταν δυο ξυλαράκια έδειχναν την κοίλη τους πλευρά και τα άλλα δύο την επίπεδη.
γ) τεσσάρα, όταν και τα τέσσερα ξυλαράκια έδειχναν την επίπεδη πλευρά τους.
δ) τριάρα, όταν τρία ξυλαράκια έδειχναν την επίπεδη πλευρά τους και ένα την κοίλη.
ε) κιόσι, όταν τρία ξυλαράκια έδειχναν την κοίλη πλευρά τους και το τέταρτο την επίπεδη.Το παιγνίδι ξεκινούσε με πρώτο παίκτη αυτόν που θα έφερνε «κιόσι» κατά το ρίξιμο των μικρών ξύλων. Ανάλογα με την ριξιά ο παίκτης έβαζε και ένα πετραδάκι στην αντίστοιχη κορυφή αριθμώντας από την πάνω αριστερή κορυφή, όπως η αρίθμηση των κορυφών στο σχήμα. Αν η κορυφή ήταν κατειλημμένη από πετραδάκι του αντιπάλου, τότε έδιωχνε το αντίπαλο πετραδάκι από αυτήν την κορυφή και τοποθετούσε σε αυτήν ένα δικό του πετραδάκι και αποκτούσε και δικαίωμα δεύτερης συνεχόμενης ριξιάς. Αν μάλιστα έφερνε και κιόσι συνέχιζε το παιγνίδι.
Το παιγνίδι τελείωνε όταν ένας παίκτης καταλάμβανε και τις οκτώ κορυφές και ανακηρύσσονταν έτσι νικητής.
Το αντίτιμο του νικητή, πολλές φορές δεν ήταν μόνο η ικανοποίηση της νίκης, αλλά στοιχημάτιζαν χρήματα ή αντικείμενα ή κάποια ζωντανά καθένας από το κοπάδι του.
Το παιγνίδι αυτό παιζόταν ως το τέλος της δεκαετία του ’50, όταν αντικαταστάθηκε από την τράπουλα.
Οι κουμπάρες
Το παιγνίδι αυτό το έπαιζαν τα κορίτσια μέσα στα σπίτια όταν υπήρχε κακοκαιρία, στις αυλές των σπιτιών και στις αλάνες. Τα σύνεργα ήταν οι πάνινες κούκλες τους, διάφορα μικροκατσαρολάκια ή μπρίκια, που χρησίμευαν για την μαγειρική τους, τα κύπελλα από τα βελανίδια για να πίνουν τον καφέ τους και ό,τι άλλο σκαρφίζονταν πως μπορεί να χρησιμεύσει στα υποτιθέμενο νοικοκυριό τους.
Οι επισκέψεις από το ένα νοικοκυριό στο άλλο ήταν συνεχείς καθώς και τα κουτσομπολιά. Στους διαλόγους τους κυριαρχούσε συνήθως η φαντασία και τα κορίτσια, μιμούμενες τις μανάδες τους, αναπαρήγαγαν πολλές φορές και ό,τι άκουγαν στο σπίτι τους από τους μεγάλους.
Το παιγνίδι αυτό παίζεται και σήμερα, μόνο που η οικοσκευή δεν αποτελείται από προϊόντα της φύσης, αλλά από φανταχτερά, ακριβά προϊόντα της σύγχρονης παγκόσμιας βιομηχανίας παιγνιδιών.
Κουτσό – Τζήκα
Το παιγνίδι αυτό είναι γνωστό στην χώρα μας ως «Κουτσό» και παίζεται με πολλές παραλλαγές. Στα μέρη μας το λέγαμε «Τζήκα» και παιζόταν ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε δύο παραλλαγές.
Το παιγνίδι παιζόταν στην ύπαιθρο και ήταν παιγνίδι που δοκίμαζε την ικανότητα του παίκτη να στηρίζεται στο ένα πόδι, να κάνει άλματα και να μπορεί κλωτσήσει μια πετρούλα με ακρίβεια. Παιζόταν με δύο τουλάχιστον παίκτες και μια δισκοειδή πέτρα, με διάμετρο έξι έως οκτώ εκατοστών.
Αφού γινόταν η κλήρωση με το «Ηλιος και βροχή» ή την «σκουρτίτσα» για τον ορισμό της σειρά των παικτών, τα παιδιά χάραζαν πέντε παράλληλες γραμμές μήκους 2 περίπου μέτρων και σε μεταξύ τους απόσταση εξήντα περίπου εκατοστών, σχηματίζοντας έτσι τέσσερις ζώνες.
Ο πρώτος παίκτης ξεκινούσε και έριχνε την πέτρα στην πρώτη ζώνη, σήκωνε το ένα πόδι και κουτσαίνοντας προσπαθούσε με ένα κτύπημα με την μύτη του παπουτσιού του να στείλει την πέτρα στην ακριβώς επόμενη ζώνη. Με ένα πήδημα ο παίκτης μεταπηδούσε και αυτός στην ζώνη με τη πέτρα. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνονταν μέχρις ότου ο παίκτης κατάφερνε να στείλει την πέτρα εκτός της τέταρτης ζώνης, ακολουθώντας αυστηρά την σειρά των ζωνών. Αν η πέτρα μεταπηδούσε σε μεθεπόμενη ζώνη, ή αν η πέτρα ή ο «κουτσός» παίκτης πατούσε γραμμή, ή παίκτης έχανε την ισορροπία του και πατούσε και το άλλο του πόδι, τότε ο παίκτης αυτός έχανε και ξεκινούσε το παιγνίδι ο επόμενος παίκτης. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και τις τέσσερις ζώνες, τότε και πάντα κουτσαίνοντας επέστρεφε ζώνη προς ζώνη στην αρχική του θέση.
Η ίδια διαδικασία με τους ίδιους κανόνες επαναλαμβάνονταν καθώς ο παίκτης συνέχιζε το παιγνίδι ρίχνοντας από την αρχική του θέση την πέτρα στην δεύτερη ζώνη, έπειτα στην τρίτη ζώνη και τέλος στην τέταρτη ζώνη φροντίζοντας πάντα από την αρχική θέση να βρεθεί κουτσό με ένα πήδημα στην ζώνη με την πέτρα. Με την ολοκλήρωση αυτού του σταδίου, ξεκινούσε το δεύτερο στάδιο του παιγνιδιού.
Κατά το δεύτερο στάδιο ο παίκτης τοποθετούσε την πέτρα επάνω στο παπούτσι του και με ένα πηδηματάκι κάθε φορά μετακινούνταν από ζώνη σε ζώνη μέχρι να περάσει και τις τέσσερις ζώνες χωρίς να πέσει η πέτρα από το παπούτσι του και χωρίς ο ίδιος να πατήσει γραμμή ή να πατήσει και το δεύτερο πόδι του. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και το δεύτερο στάδιο του παιγνιδιού συνέχιζε με το τρίτο στάδιο του παιγνιδιού.
Κατά το τρίτο στάδιο ο παίκτης τοποθετούσε την πέτρα στο πίσω μέρος του γονάτου του αναδιπλωμένου ποδιού (στην άντζα) και ξεκινώντας από την αφετηρία με ένα πήδημα μετακινούνταν στην πρώτη ζώνη και από εκεί και με ένα πηδηματάκι κάθε φορά μετακινούνταν από ζώνη σε ζώνη μέχρι να περάσει και τις τέσσερις ζώνες χωρίς να πέσει η πέτρα από την άντζα του και χωρίς ο ίδιος να πατήσει γραμμή ή να πατήσει και το δεύτερο πόδι του. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και το τρίτο στάδιο του παιγνιδιού συνέχιζε με το τέταρτο στάδιο του παιγνιδιού.
Κατά το τέταρτο και τελευταίο στάδιο ο παίκτης ξεκινώντας από την αφετηρία και με κλειστά μάτια να βρεθεί με ένα πηδηματάκι στην πρώτη ζώνη και από εκεί και με ένα πηδηματάκι κάθε φορά να μετακινούνταν από ζώνη σε ζώνη μέχρι να περάσει και τις τέσσερις ζώνες χωρίς να ανοίξει τα μάτια του και χωρίς ο ίδιος να πατήσει γραμμή ή να πατήσει και το δεύτερο πόδι του. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και αυτό το στάδιο ανακηρύσσονταν νικητής και συνέχιζε το παιγνίδι από την αρχή.
Ο παίκτης, ο οποίος κατά την διάρκεια του παιγνιδιού έχανε κάποια στιγμή, τότε ξεκινούσε ο επόμενος παίκτης το δικό του παιγνίδι. Κάθε παίκτης συνέχιζε την προσπάθεια από το σημείο στο οποίο έχασε κατά την προηγούμενη προσπάθειά του. Μόλις, όμως, κάποιος παίκτης κέρδιζε το παιγνίδι, ανακηρύσσονταν δηλαδή νικητής, τότε διαγράφονταν οι ημιτελείς προσπάθειες όλων των παικτών και το παιγνίδι ξεκινούσε από την αρχή.
Η δεύτερη παραλλαγή του παιγνιδιού ως προς την διαδικασία διεξαγωγής του ήταν η ίδια με την ήδη περιγραφείσα και διέφερε μόνον ως προς την χάραξη των γραμμών. Κατά την δεύτερη αυτή παραλλαγή χαράσσονταν δύο παράλληλες γραμμές μήκους δυόμισι περίπου μέτρων και σε απόσταση μεταξύ τους εξήντα περίπου εκατοστών. Στην συνέχεια χαράσσονταν πέντε κάθετα ευθύγραμμα τμήματα μεταξύ των γραμμών αυτών σχηματίζοντας έτσι τέσσερα ισομεγέθη παραλληλόγραμμα. Στο πρώτο και τέταρτο παραλληλόγραμμο και σε αντίθετες κατευθύνσεις χαράσσονταν επιπλέον από ένα παραλληλόγραμμο ίσο με τα άλλα σχηματίζοντας έτσι ένα σαν «Ζ» σχήμα από παραλληλόγραμμα.
Κατά την παραλλαγή αυτή το παιγνίδι γινόταν πιο δύσκολο καθώς ο παίκτης έπρεπε να φροντίζει να μην ξεφύγει η πέτρα έξω από τα περιθώρια που έθετε κάθε παραλληλόγραμμο. Αυτό απαιτούσε ιδιαίτερη εξάσκηση και γυμνασμένο σώμα.
Κρυφτό
Το παιγνίδι αυτό παιζεται και σήμερα και είναι από τα πιο αγαπημένα των παιδιών. Ε’ιναι πανεύκολο γιατί οι χώροι είναι περιορισμένοι, οι κρυψώνες λίγες και τα παιδιά είναι υπό την επίβλεψη των μεγάλων.
Παλιά, όμως, το παιγνίδι είχε τις δυσκολίες του, γιατί πολλοί ήταν εκείνοι που κρυβόντουσαν μέσα σε βάτα, σε αχυρώνες ή στις φυλλωσιές των δένδρων. Αν ήταν καλοκαίρι και βράδυ με πανσέληνο, τότε το παιγνίδι μπορούσε να κρατήσει μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Στο παιγνίδι επιτρεπόταν και οι μεταμφιέσεις, γεγονός που έκανε το παιγνίδι στο αχνό φως του φεγγαριού ακόμη πιο δύσκολο.
Τα παιδιά που συμμετείχαν στο παιγνίδι κάνανε έναν κύκλο για να κληρωθεί ο παίκτης που θα τα φύλαγε τον οποίο και αποκαλούσαμε «μάννα».
Η «μάννα» ήταν υποχρεωμένη να κλείσει τα μάτια και να μετρήσει μέχρι το πενήντα ή όποιον άλλον αριθμό συμφωνούσαν οι παίκτες, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους άλλους παίκτες να κρυφθούν.
Μετά έβγαινε η «μάννα» παγανιά για να βρει τους κρυμμένους παίκτες και να φτάσει πριν από τον κάθε παίκτη στο σημείο που είχαν ορίσει ως κρύφτρα και να τον φτύσει πρώτη. Το παιγνίδι κρατούσε μέχρι η «μάννα» να βρει όλους τους παίκτες και να τους φτύσει.
Αν κάποιος παίκτης κατάφερνε να φτάσει πρώτος στην κρύφτα και να φτύσει την μάννα, τότε η μάννα ήταν υποχρεωμένη να ξαναμετρήσει για να κρυφτεί ο νικητής, ο οποίος μπορούσε να πάρει μαζί του και κάποιον από τους ηττημένους παίκτες.
Αυτή η διαδικασία συνεχίζονταν μέχρι που η «μάννα» κατάφερνε να φτύσει πρώτη όλους τους άλλους παίκτες, οπότε την θέση της έπαιρνε ο πρώτος ηττημένος παίκτης.
Κυνηγητό
Το κυνηγητό παιζόταν από πολλούς παίκτες και ξεκινούσε αφού ορίζονταν ένας παίκτης ως κυνηγός και η αφετηρία, η οποία ήταν ένα διακριτό σημάδι, στο έδαφος, -κύκλος- ή πέτρα- κάτι που οι παίκτες μπορούσαν να πατήσουν ή να αγγίξουν. Αμέσως μετά ό κυνηγός προσπαθούσε να αγγίζει κάποιον από τους άλλους παίκτες, οι οποίοι τρέχανε κάνοντας διάφορους ελιγμούς για να αποφύγουν το άγγιγμα του κυνηγού.
Ο κυνηγός είχε την υποχρέωση να αγγίξει έναν παίκτη πριν αυτός καταφέρει να καταλάβει την αφετηρία. Αν ο κυνηγημένος παίκτης κατάφερνε να καταλάβει την αφετηρία πριν τον αγγίξει ο κυνηγός, τότε αυτός έπαιρνε απαλλαγή σε ενδεχόμενο μελλοντικό άγγιγμα και δεν μετατρεπόταν σε κυνηγό. Αν ο κυνηγός κατάφερνε να αγγίξει κάποιον παίκτη με μηδενικές απαλλαγές, τότε αυτός έπαιρνε την θέση του κυνηγού και το παιγνίδι συνεχίζονταν με τον νέο κυνηγό.
Μακριά γαϊδάρα
Το παιγνίδι παιζόταν από εννέα τουλάχιστον παίκτες. Ένας από αυτούς αναλάμβανε ρόλο διαιτητή. Οι υπόλοιποι χωρίζονταν σε δύο ομάδες αφού πρώτα ορίζονταν οι δύο αρχηγοί, και καθένας από αυτούς επέλεγε με την σειρά του τους συμπαίκτες του. Με σκουρτίτσα κληρωνόταν ποια ομάδα θα κάνει πρώτα την γαϊδάρα.
Αφού γινόταν τα προκαταρτικά, ο διαιτητής λάμβανε θέση ακουμπώντας με την πλάτη σε κάποιον τοίχο ή κάποιο δένδρο και το πρόσωπο προς τους παίκτες. Οι παίκτες που θα έκαναν την γαϊδάρα πήγαιναν και με σκυμμένο το κορμί έβαζαν τα χέρια ο πρώτος στους γοφούς του διαιτητή και καθένας από τους υπόλοιπους στους γοφούς του προηγούμενου. Τα πόδια ήτανε σε θέση διάστασης για να μπορούν να αντέξουν το βάρος των καβαλάρηδων.
Αφού στηνόταν η γαϊδάρα, ο διαιτητής έδινε το σύνθημα να αρχίσουν οι καβαλάρηδες να ανέβουν στην γαϊδάρα. Ο πρώτος καβαλάρης έπαιρνε φόρα και προσπαθούσε να κάνει σάλτο και να καβαλήσει όσο μπορούσε πιο κοντά στον διαιτητή, ώστε να αφήσει χώρο στους υπόλοιπους καβαλάρηδες. Μετά ερχόταν η σειρά του επομένου, ώσπου να εξαντληθεί ο αριθμός της δεύτερης ομάδας, χωρίς κανείς από τους καβαλάρηδες να αγγίξει την γη ή να πέσει. Μόλις καβαλούσε και ο τελευταίος παίκτης την γαϊδάρα, ο διαιτητής μετρούσε ως το δέκα και αν η ομάδα κατάφερνε να σταθεί καβάλα στην γαϊδάρα ώσπου να τελειώσει το μέτρημα ο διαιτητής, τότε η ομάδα ανακηρύσσονταν νικήτρια και το παιγνίδι επαναλαμβάνονταν με τους ίδιους ρόλους κάθε ομάδας.
Αν κάποιος από την ομάδα της γαϊδάρας λύγιζε κάτω από το βάρος του καβαλάρη, τότε στηνόταν ξανά η γαϊδάρα με τους ίδιους ρόλους, αλλά ο αρχηγός φρόντιζε να συγκροτήσει με τέτοιο τρόπο την ομάδα του ώστε να αντέξει το βάρος του παιγνιδιού.
Αν οι ομάδες αποτελούνταν από συνομήλικους, τότε ο αρχηγός τοποθετούσε τελευταίο στην γαϊδάρα τον πιο ψηλό, ώστε να εμποδίζονται τα άλματα των καβαλάρηδων και να προκαλέσει κατά αυτόν τον τρόπο παράβαση της αντίπαλης ομάδας και να συνεχιστεί το παιγνίδι με αλλαγή των ρόλων της κάθε ομάδας.
Τα μήλα
Ένα παιγνίδι που παιζόταν σε όλη την Ελλάδα φτάνει να υπήρχε κέφι για τρέξιμο και χαρά. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες, που όσο πολυμελείς ήταν τόσο πιο ενδιαφέρον ήταν το παιγνίδι. Με σκουρτίτσα ή με κάποιο ποιηματάκι ορίζονταν και οι αρχικοί ρόλοι.
Για την διεξαγωγή του παιγνιδιού χρειάζονταν μια μπάλα ή ένα τόπι. Στα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένα τόπια, τα παιδιά έφτιαχνα τόπι από πανιά. Τα έραβαν ή τα γέμιζαν με κουρέλια ή μαλλιά προβάτων για να είναι στρογγυλά και εύχρηστα.
Τα παιδιά της ομάδας που θα είναι οι σκοπευτές χωρίζονταν στα δυο και στέκονταν είκοσι περίπου βήματα η μια απέναντι στην άλλη. Η άλλη ομάδα στέκονταν ανάμεσα και στο κέντρο των σκοπευτών.
Σκοπός της ομάδας των σκοπευτών ήταν να κτυπήσουν με το πέταγμα του τοπιού έναν – έναν τους αντιπάλους και να τους θέσουν εκτός παιγνιδιού.
Αν κάποιος σκοπευτής κατάφερνε να κτυπήσει έναν παίκτη της αντίπαλης ομάδας τότε ο «κτυπημένος» παίκτης έβγαινε εκτός παιγνιδιού. Αν όμως κάποιος παίκτης από αυτούς που δέχονταν τις βολές κατάφερνε να πιάσει το τόπι, τότε κέρδιζε ένα βαθμό (μήλο), που εξαργύρωνε με ένα κτύπημα από σκοπευτή και δεν έβγαινε έτσι από το παιγνίδι, ή καλούσε στο παιγνίδι έναν συμπαίκτη του, που είχε βγει από το παιγνίδι «κτυπημένος» από κάποιον σκοπευτή.
Η διαδικασία αυτή συνεχίζονταν μέχρι να έμενε ένας παίκτης στην ομάδα που δέχονταν τις βολές. Τότε η ομάδα των σκοπευτών έπρεπε να βγάλει εκτός παιγνιδιού τον τελευταίο αυτόν παίκτη με δέκα το πολύ βολές. Αν τα κατάφερνε η ομάδα των σκοπευτών τότε το παιγνίδι συνεχίζονταν με αλλαγή των ρόλων των ομάδων, άλλως οι ρόλοι για κάθε ομάδα παρέμεναν οι ίδιοι.
Πρέπει να σημειωθεί πως η ομάδα που δέχονταν τις βολές κινούνταν ελεύθερα στον χώρο μεταξύ των γραμμών των σκοπευτών και το παιγνίδι τέλειωνε όταν τα παιδιά απόκαμαν από την κούραση, ή αν κάποια εγκατέλειπαν το παιγνίδι και δεν υπήρχαν αντικαταστάτες τους.
Μονά – ζυγά
Το παιγνίδι αυτό ήταν καθαρά κερδοσκοπικό και αρκετά παιδιά το απέφευγαν. Παίζονταν με δύο παίκτες και με δεκάρες. Ο πρώτος παίκτης έβαζε το χέρι στην τσέπη του και έβαζε στην παλάμη του πέντε το πολύ κέρματα μιας δεκάρας. Έβγαζε το χέρι του από την τσέπη με κλειστή την παλάμη και ρωτούσε τον συμπαίκτη του αν ο αριθμός των κερμάτων στην κλειστή παλάμη ήταν μονός ή ζυγός. Αν ο δεύτερος παίκτης μάντευε σωστά κέρδιζε το ποσό, αν όχι, τότε κατέβαλε το αντίστοιχο ποσό στον πρώτο παίκτη.
Δεν ήταν απαραίτητο το παιγνίδι να γίνει με χρήματα, αλλά το αντίτιμο μπορούσε να είναι καρύδια, αμύγδαλα, ακόμη και κυδώνια ή καραμέλες.
Η μέλισσα
Ένα κοριτσίστικο παιγνίδι και αν αυτά δεν επαρκούν μπορούν να ζητήσουν και την συνδρομή των αγοριών, επειδή το παιγνίδι αυτό απαιτεί τουλάχιστον δέκα παίκτες, ώστε κάθε μια από τις δύο ομάδες να έχει τουλάχιστον πέντε παίκτες.
Το μοίρασμα της ομάδας γίνονταν με ιδιαίτερο τρόπο. Οι δυο μεγαλύτερες κοπέλες στέκονταν η μία απέναντι στην άλλη και σε απόσταση τόση ώστε ανάμεσά τους να περνά άνθρωπος, αλλά και να μπορεί να πιάνει η μια τα χέρια της άλλης, τα οποία είχαν σηκωμένα στο ύψος του κεφαλιού για να δημιουργούν τόξο. Το τρίτο κατά σειρά ηλικίας κορίτσι – η μέλισσα - στέκονταν κάθετα στις άλλες δύο και πίσω του στοιχίζονταν τα υπόλοιπα παιδιά – τα μελισσόπουλα, κρατώντας το κάθε παιδί την μέση του μπροστινού του. Η πρώτη κοπέλα της γραμμής με τα παιδιά ξεκινούσε περνώντας κάτω από την γέφυρα που σχημάτιζαν με τα χέρια τους οι δύο άλλες κοπέλες, Κατά την διάρκεια της πορείας τραγουδούσαν το «Περνά – περνά η μέλισσα, με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα».
Σε κάθε πέρασμα των παιδιών κάτω από την «γέφυρα», τα δύο κορίτσια εγκλώβιζαν - κατεβάζοντας τα χέρια τους – το τελευταίο μελισσόπουλο και το ρωτούσαν ποιο χρώμα προτιμούσε, το κίτρινο ή το κόκκινο, αφού πρώτα είχαν συμφωνήσει τα δυο κορίτσια για το χρώμα της καθεμιάς τους. Ανάλογα με την απάντηση, το μελισσόπουλο πήγαινε πίσω από το κορίτσι, που αντιστοιχούσε στο χρώμα προτίμησής του.
Με αυτόν τον τρόπο χωρίζονταν σε δυο ομάδες, που δεν ήταν απαραίτητο να είναι ισομελείς και από αυτό το σημείο ξεκινούσε και το κυρίως παιγνίδι, το οποίο αποτελούντα από δύο ενότητες.
Στην πρώτη φάση τα παιδιά χάραζαν μια γραμμή και τα δυο μεγάλα κορίτσια στέκονταν εκατέρωθεν της γραμμής αντιμέτωπες. Τα υπόλοιπα παιδιά στοιχίζονταν πίσω από την αρχηγό τους το καθένα, και πιάνονταν το καθένα σφιχτά από την μέση του προηγούμενου. Όταν οι δυο ομάδες ήταν έτοιμες, οι αρχηγοί πιάνονταν μεταξύ τους με τα χέρια και η κάθε ομάδα προσπαθούσε να τραβήξει την άλλη και να αποσπάσει τμήμα της. Αυτή η διαδικασία τέλειωνε όταν η μια ομάδα κατάφερνε να αποσπάσει όλα τα παιδιά της άλλης από την αρχηγό τους, οπότε ήταν και η νικήτρια.
Με την λήξη της πρώτης ενότητας του παιγνιδιού, ξεκινούσε η δεύτερη φάση του παιγνιδιού. Τα κορίτσια χάρασσαν στο έδαφος δυο γραμμές παράλληλες σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων μεταξύ τους. Οι δυο ομάδες παρατάσσονταν αντιμέτωπες πίσω από τις παράλληλες γραμμές σχηματίζοντας κάθε μια τους μια αλυσίδα και ξεκινούσαν τον παρακάτω διάλογο, με πρώτη την ομάδα με τα περισσότερα παιδιά.
Ομάδα 1.: Μέλι – μέλι και μελίστηκα.
Ομάδα 2.: Και το μέλι κοίτα το.
Ομάδα 1.: Κι εγώ παράγγειλα.
Ομάδα 2.: Ποιόν;
Ομάδα 1.: Την …τάδε. (Αναφέρει το όνομα ενός κοριτσιού της αντίπαλης ομάδας)
Το παιδί που άκουγε το όνομά του άφηνε την ομάδα του και ορμούσε στην αντίπαλη ομάδα με σκοπό να σπάσει την αλυσίδα που είχαν δημιουργήσει τα παιδιά. Αν τα κατάφερνε έπαιρνε όμηρο ένα από τα παιδιά του «αδύνατου κρίκου» και συνέχιζε το παιγνίδι με πρώτη αυτήν την ομάδα να ξεκινάει τον προηγούμενη διάλογο. Σε αντίθετη περίπτωση έβγαινε στην άκρη και το παιγνίδι συνεχίζονταν με πρώτη να ξεκινάει τον διάλογο την ίδια ομάδα.
Στόχος της κάθε ομάδας ήταν να βγάλει εκτός παιγνιδιού τα παιδιά της αντίπαλης ομάδας πλην του τελευταίου, το οποίο δεν θα μπορούσε να σχηματίσει αλυσίδα.