Ένας καλός φίλος του χωριού μας και της ιστοσελίδας μας - ο Γιώργος Τσόλης, ηπειρώτης κι αυτός, μέλος της ιστοσελίδας μας κι ερευνητής της ιστορίας του τόπου μας - μας έστειλε την πρωτόλεια δουλειά του για τριάντα τρία παραδοσιακά παιγνίδια τα οποία πρόκειται και να εκδώσει. Εμείς δημοσιεύσαμε από την εργασία του τις τρεις ενότητες. Σήμερα δημοσιεύουμε όλη του την δουλειά, όλα τα παιγνίδια σε ένα ενιαίο κείμενο.
Ευχαριστούμε τον φίλο μας Γιώργο όχι μόνο για τα "Προγονικά παιγνίδια", αλλά και για την πολύτιμη βοήθεια που προσφέρει στην ιστοσελίδα μας και στους ερευνητές της ιστορίας της ιδιαίτερής μας πατρίδας.
ΠΡΟΓΟΝΙΚΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ
Το παιγνίδι είναι συνδεδεμένο με την παιδική ηλικία και είναι η κύρια ενασχόλησή του. Όλες τις δραστηριότητές του προσπαθεί να τις μετατρέψει σε παιγνίδι.
Βέβαια με τα παιγνίδια δεν ασχολούνται μόνο τα παιδιά, αλλά και όσοι αισθάνονται παιδιά. Έχει ανάγκη ο κάθε άνθρωπος να εκτονωθεί, να ξοδέψει το περίσσευμα της ενέργειάς του, να διασκεδάσει, να αστειευθεί, να του δοθεί η ευχέρεια να συναγωνισθεί με τον συνάνθρωπό του διασκεδάζοντας.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι το παιγνίδι των παιδιών είναι τέτοιο μόνο για τους ενήλικες, ενώ για τα παιδιά είναι μια σοβαρή δραστηριότητα. Παίζοντας το παιδί σταθεροποιεί στοιχειωδώς την κατασκευή του και προετοιμάζεται για τις επόμενες φάσεις της ανάπτυξής του.
Τα πρώτα παιγνίδια των παιδιών είναι οι ασκήσεις των αισθήσεων (ακοή, βλέμμα, χέρια κλπ.) και αργότερα η πιπίλα, η κουδουνίστρα, η κούνια του, ύστερα με διάφορα αντικείμενα - εργαλεία και τέλος με τους συντρόφους του. Έτσι το παιδί αναπτύσσει το αίσθημα του περιβάλλοντος και της κοινωνικότητας. Γι’ αυτό παρατηρούμε ότι όσο πιο πολύ παίζει ένα παιδί, τόσο πιο κοινωνικό και οξυδερκές είναι.
Όσο μεγαλώνει πολλαπλασιάζονται τα ενδιαφέροντά του, οργιάζει η φαντασία του, αρχίζει ο συναγωνισμός και η τάση αφομοίωσης καταστάσεων και φαινομένων.
Βέβαια, σκοπός αυτών των γραμμών δεν είναι να αναλυθούν από παιδαγωγικής και ψυχολογικής πλευράς – δεν υπάρχει η γνώση - οι επιδράσεις του παιγνιδιού στην ανάπτυξη του παιδιού, αλλά να γίνει μια καταγραφή παιγνιδιών που έρχονται από τα αρχαία χρόνια, αλλά σιγά-σιγά σβήνουν γιατί αντικαθίστανται από προϊόντα της σύγχρονης βιομηχανίας. Είναι κρίμα να σβήσει το κρυφτό, το γύρω-γύρω όλοι, η τυφλόμυγα, η βιρβίρα, οι κούκλες, οι σβούρες και τόσα άλλα που έρχονται από αρχαιοτάτων χρόνων και προσκρούουν στην σημερινή καιροσκοπική και λαίμαργη βιομηχανία. Μια βιομηχανία του πλαστικού, της χλιδής, της πρόσκαιρης και ψεύτικης ευτυχίας και του καταναλωτισμού. Προσωπικά, δεν βλέπω τα σημερινά παιδιά – τα παιδιά της Barby πιο ευτυχισμένα από τα παιδιά της σκλέντζας και της γκούσιως.
Ας αφήσουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας να αλωνίσουν στις αλάνες, να παίξουν με το χώμα, το νερό, την λάσπη. Ας αφήσουμε τα παιδιά μας να μετατρέψουν τα εργαλεία καθημερινής χρήσης σε εργαλεία φαντασίας και δημιουργικότητας. Ας τα αφήσουμε να καταλάβουν τις πλατείες, τους δρόμους , τα βουνά και τους κάμπους. Ας αφήσουμε τα παιδιά μας να επιδοθούν στις χαρές και την άμιλλα που είναι αποτέλεσμα του ομαδικού παιγνιδιού. Ας τα αφήσουμε να επιδοθούν και σ’ αυτά που χαρακτηρίζουμε επικίνδυνα παιγνίδια κι ας έλθουν στο σπίτι με κανένα τραύμα στα πόδια ή με κάποιο στραμπουλιγμένο χέρι. Παιδί που δεν έχει τραυματισθεί είναι εκείνο που το έχουμε βάλει σε μια καρέκλα, ακούει τα «μη» των μεγάλων και μετατρέπεται σε παθητικό δέκτη των σκουπιδιών της τηλεόρασης.
Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα καταγραφούν 33 παιγνίδια που έρχονται από τα παλιά, που μερικά ίσως να χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, αλλά πρέπει να αναβιώσουν. Τριάντα τρία παιγνίδια ξεγνοιασιάς, γέλιου, κινητικότητας, άμιλλας και φαντασίας.
Βιρβίρα (τροχός): Ένα πανάρχαιο παιγνίδι που έφτασε ως τις μέρες μας. Μάλιστα ο άνθρωπος του έδωσε και θεϊκή υπόσταση, ζωγραφίζοντας παραστάσεις του παιγνιδιού αυτού σε αγγεία. Υπάρχει στο αρχαιολογικό μουσείο της Ινδιανάπολις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής αγγείο που παριστάνει τον Δία να κυνηγάει τον Γανυμήδη ενώ αυτός έπαιζε με ένα τροχό και ένα ραβδί, δηλαδή την βιρβίρα. Ο λόγος που κι εγώ το τοποθέτησα πρώτο και ξέφυγα από την αλφαβητική σειρά είναι ότι επί των παιδικών μου ημερών ήμουν ο αδιαμφισβήτητος πρωταθλητής αυτού του παιγνιδιού. Αν κάτι θυμούνται οι συνομήλικοί και μεγαλύτεροί μου από τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου είναι η ενασχόλησή μου με αυτό το παιγνίδι, αλλά εκείνο που δεν ήξεραν είναι ότι διάλεξα ήταν θεϊκό.
Το παιγνίδι αυτό παιζόταν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 και παιζόταν από κάθε παιδί μόνο του ή κατά ομάδες (μπουλούκια).
Τα εξαρτήματα για το παιγνίδι αυτό ήταν ένας τροχός, που μπορεί να ήταν στεφάνι βαρελιού, τσέρκι ή περίμετρος τροχού ποδηλάτου και από μια σιδερένια βέργα που στην άκρη της ήταν γυρισμένη σε σχήμα ύψιλον μικρό (γάντζο) και η οποία αποτελούσε τον οδηγό του τροχού.
Ο παίκτης προσπαθούσε να κυλήσει τον τροχό με την καθοδήγηση του γάντζου (κλείτσο τον λέγαμε) όσο πιο μακριά μπορούσε χωρίς να πέσει ο τροχός στο έδαφος. Οι αποστάσεις που διανύονταν ήταν αρκετών χιλιομέτρων, παρά την ανωμαλία των δρόμων.
Όταν ήταν πολλοί, σημείο εκκίνησης ήταν το παλιό σχολείο (σημερινό πνευματικό κέντρο) και στόχος το Μπιζάνι, η Πεδινή, ή ο γύρος σχολείο – Ντιβελλάς – Λαιμός – σχολείο. Οι μικρότεροι σε ηλικία μιμούνταν και το βουητό της μηχανής του αυτοκινήτου, ενώ έτρεχαν έβγαζαν από το στόμα τους τον χαρακτηριστικό ήχο Ββββββμμμμμ.
Ο γράφων ήταν πρωταθλητής και σ’ αυτό. Μάλιστα το έκανε κάθε φορά που έτρεχε. Ίσως κάτι του έλεγε μέσα του ότι μετά τα τριάντα έξι του θα ατυχήσει και δεν θα μπορεί να τρέχει. Αν και μέχρι σήμερα παρότι δεν μπορεί να τρέξει, κάθε μέρα τα πλάγια παίρνει.
Αλάτι ψιλό – αλάτι χοντρό: Αυτό το παιγνίδι παιζόταν στην αυλή του σχολείου, κύρια από κορίτσια ή σε ελεύθερους χώρους. Τα παιδιά κάθονται κάτω σχηματίζοντας κύκλο και βέβαια με το πρόσωπο στραμμένο προς το κέντρο του κύκλου. Ένα από τα παιδιά το οποίο δεν μετείχε του κύκλου κρατούσε ένα μαντήλι και προχωρούσε με γρήγορο βηματισμό γύρω-γύρω από την εξωτερική πλευρά του κύκλου και τραγουδούσε το παρακάτω τετράστιχο:
Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό.
Έχασα τη μάννα μου
και ψάχνω να τη βρω
Παπούτσια δεν μου πήρε
να πάω στο χορό.
Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό κλπ.
Το παιδί σε κάποια στιγμή άφηνε το μαντήλι πίσω από κάποιο καθήμενο παιδί που αν το καταλάβαινε έπαιρνε το μαντήλι και προσπαθούσε να πιάσει το παιδί που του άφησε το μαντήλι πριν αυτό κάνει τον κύκλο και καθίσει στην κενή θέση. Αν δεν τα κατάφερνε συνέχιζε να κάνει αυτό τον κύκλο τραγουδώντας το τετράστιχο και προσπαθούσε να αφήσει το μαντήλι πίσω από κάποιο παιδί χωρίς εκείνο να το πάρει είδηση.
Έτσι το παιγνίδι συνεχίζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να λείπουν τα πειράγματα για τα παιδιά που δεν έπαιρναν χαμπάρι την απόθεση του μαντηλιού στην πλάτη τους.
Αμάδες – Σιουμάδες: Το παιγνίδι με την ονομασία αμάδες είναι γνωστό σε όλη την χώρα, ενώ η ονομασία σιουμάδες είναι ηπειρώτικη, έτσι το γνωρίσαμε και το παίζαμε κι εμείς. Το παιγνίδι αυτό εκτός της εξάσκησης στο πέταγμα της πέτρας με ακρίβεια είχε σκοπό και το υλικό κέρδος.
Κάθε παίκτης έπρεπε να έχει μια πλακουτσωτή πέτρα, μεγέθους περίπου το μισό της παλάμης μας. Για να ξεκινήσει το παιγνίδι έπρεπε να πάρει ο καθένας την σειρά του κι αυτό γινόταν ως εξής. Τραβούσαν δύο γραμμές στο χώμα παράλληλες με απόσταση μεταξύ τους πέντε περίπου μέτρων. Κάθε παιδί έριχνε την πέτρα του από την μια γραμμή στην άλλη, προσπαθώντας να την πάει όσο πιο κοντά μπορούσε. Όποιος παίκτης έστελνε την πέτρα του πιο κοντά στην γραμμή αυτός θα έπαιζε πρώτος και ανάλογα με την απόσταση της πέτρας από την γραμμή καθοριζόταν και η σειρά παιγνιδιού. Μετά, στην θέση της μιας γραμμής τοποθετούνταν μια μεγάλη πέτρα, όπου εκεί τοποθετούσε ο κάθε παίκτης από ένα νόμισμα (συνήθως ήταν δεκάρα).
Ο πρώτος παίκτης ξεκινούσε το παιγνίδι ρίχνοντας την πέτρα του από την γραμμή προς την μεγάλη πέτρα που ήταν τοποθετημένα τα χρήματα και στόχος του ήταν να γκρεμίσει τα νομίσματα και όσα από αυτά έπεφταν και ήταν πιο κοντά στην πέτρα του απ’ ότι στην πέτρα ορόσημο ήταν δικά του. Στην συνέχεια έριχνε ο δεύτερος, ο τρίτος κ.ο.κ. μέχρι να πέσουν όλα τα χρήματα κάτω αλλά και οι πέτρες των παικτών να είναι πιο κοντά από την πέτρα ορόσημο. Αν δεν κερδιζόταν τα νομίσματα με τον πρώτο γύρο, τότε άρχιζε ο δεύτερος, ο τρίτος κλπ. Πολλές φορές τα νομίσματα έπεφταν πίσω από την πέτρα ορόσημο, οπότε ήταν σχεδόν αδύνατο να πλησιάσει η σιουμάδα. Σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν θέμα τιμής οι παίκτες να μην παραιτούνται των προσπαθειών τους, εκτός και αν υπήρχε κοινή συμφωνία να ξαναστήσουν τα νομίσματα και να προστεθούν και άλλα για να συνεχίσει το παιγνίδι.
Στην εποχή που οι πρόγονοί μας ήταν παιδιά αντί για νομίσματα τοποθετούνταν πλακουτσωτές πετρούλες, που όποιος κέρδιζε έπαιρνε αντίστοιχη ποσότητα καρυδιών, αμυγδάλων, φουντουκιών κλπ. Αλλά και μέχρι την δεκαετία του εξήντα ακόμη, έπαιρνε για ανταμοιβή καρύδια ή καραμέλες αστεράκια. Το παιγνίδι αυτό όπως και άλλα δεν παιζόταν μετά την κυριαρχία της μπάλας ποδοσφαίρου στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα.
Αργαλειός: Ένα παιγνίδι δεξιότητας των χεριών και ευρηματικότητας. Για να διεξαχθεί χρειαζόταν δύο παίκτες και ένας σπάγκος ενάμισι περίπου μέτρου, ο οποίος ενώνονταν στις άκρες του. Ο πρώτος παίκτης έπαιρνε το σκοινί και το περνούσε στις παλάμες του τεντωμένο έτσι ώστε να σχηματισθεί ένα παραλληλόγραμμο. Εν συνεχεία τύλιγε μέρος του γύρω από τις δύο παλάμες, οπότε είχε εκτός από το μεγάλο παραλληλόγραμμο και δύο μικρά, αυτά δηλ. που περιτύλιγαν την παλάμη. Μετά ο παίκτης με τα άκρα των μέσων δακτύλων του έπαιρνε το σχοινί που περνούσε απ’ τα εσωτερικά των παλαμών και όταν τέντωνε τα χέρια του σχηματίζονταν ένα άλλο παραλληλόγραμμο, αλλά και δύο χιαστί συμπληγάδες. Τότε παρέμβαινε ο άλλος παίκτης χρησιμοποιώντας τους δείκτες και αντίχειρές του έπιανε τα δύο σημεία που τέμνονταν το σχοινί (χιαστί) και με την κατάλληλη κίνηση μετέτρεπε στα δικά του πλέον χέρια το προηγούμενο μόρφωμα σε τρία επάλληλα παραλληλόγραμμα. Έτσι συνεχίζονταν το παιγνίδι και είχε σαν αποτέλεσμα να υφαίνουν και οι δύο παίκτες εναλλάξ διάφορα γεωμετρικά σχήματα ή περίεργα συμπλέγματα, που κάθε ένα είχε το όνομά του, όπως αργαλειός, πριόνι, σταυρός, φράκτης, πυραμίδα, τρίγωνα – τετράγωνα, εξάγωνα κλπ..
Αν κάποιοι θέλουν να αναβιώσουν το παιγνίδι δεν έχουν παρά να πάρουν ένα σχοινί και να αρχίσουν τους αυτοσχεδιασμούς, οπότε θα ανακαλύψουν την μαγεία του και την δημιουργικότητά τους.
Πρώτοι απ’ όλους πρέπει να δοκιμάσουν οι παππούδες που σε κάποια άκρη του μυαλού τους θα είναι αποθηκευμένο και έτσι θα μπορούν να το μεταδώσουν στα εγγόνια τους για να μην χαθεί ένα τόσο απλό παιγνίδι. Ένα παιγνίδι που η συνεργασία των δύο είναι απαράμιλλη και οι σχέσεις των παικτών αρμονικότατες.
Γκαίω – βαγκαίω: Το παιγνίδι αυτό παιζόταν κύρια από κορίτσια, αλλά αν υπήρχε έλλειψη κοριτσιών καλούσαν και αγόρια, τα οποία σπάνια δέχονταν γιατί το θεωρούσαν κοριτσίστικο και ανιαρό.
Το παιγνίδι γινόταν σε ανοιχτό και ομαλό χώρο. Σχημάτιζαν ευθεία γραμμή και κρατιούνταν από τα χέρια. Απέναντι από την γραμμή αυτή και σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων στεκόταν αντιμέτωπο ένα κορίτσι.
Το μοναχό κορίτσι αναπηδώντας πλησίαζε τα πολλά κορίτσια τραγουδώντας:
«Ένα λεπτό κρεμμύδι, γκαίω – βαγκαίω
Ένα λεπτό κρεμμύδι, σώπα – βαγκαίω»
Αφού έφτανε μέχρι τη μέση της απόστασης περίπου, στεκόταν εκεί και τότε ξεκινούσαν τα πολλά κορίτσια να περπατάν ρυθμικά προς το μέρος της τραγουδώντας κι αυτές το στίχο:
«Ένα λεπτό τον κουραμπιέ, γκαίω – βαγκαίω».
Με βήματα προς τα πίσω τραγουδούσαν:
«Ένα λεπτό τον κουραμπιέ, γκαίω – βαγκαίω»
Το μοναχό κορίτσι:
«Παντρεύουνε την τάδε (ονόμαζε ένα από τα πολλά κορίτσια), γκαίω – βαγκαίω
Παντρεύουνε την τάδε, σκάσε βαγκαίω».
Τώρα αρχίζουν τα πολλά κορίτσια:
«και ποιόνε τις εδίνετε γκαίω – βαγκαίω
Και ποιόνε τις εδίνετε, σκάσε βαγκαίω».
Το μοναχό κορίτσι:
«Της δίνουμε τον δείνα (ονόμαζαν κάποιον που είχε κουσούρι), γκαίω – βαγκαίω,
της δίνουμε τον δείνα, σκάσε βαγκαίω»
Τα πολλά κορίτσια:
«Αυτόνε χάρισμά σας, γκαίω – βαγκαίω,
αυτόνε χάρισμά σας, σκάσε βαγκαίω».
Το μοναχό κορίτσι:
«Της δίνουμε τον δείνα (ονόμαζαν κάποιον ξακουστό άνδρα) γκαίω – βαγκαίω,
της δίνουμε τον δείνα, σκάσε βαγκαίω».
Τα πολλά κορίτσια:
«Αυτόνε τόνε θέλουμε, γκαίω βαγκαίω,
αυτόνε τόνε θέλουμε, σκάσε βαγκαίω».
Το μοναχό κορίτσι έπαιρνε από το χέρι το ονοματισμένο κορίτσι που τάχα το παντρεύανε και μαζί με βήματα προς τα πίσω έφταναν στο σημείο που ήταν αρχικά. Το στιχάκι που τραγουδούσε κατά την οπισθοχώρηση ήταν το παρακάτω:
«’Τοιμάστε τα προικιά της, γκαίω – βαγκαίω,
‘τοιμάστε τα σκουτιά της, γκαίω – βαγκαίω».
Έτσι τέλειωνε ο πρώτος κύκλος του παιγνιδιού. Έπειτα επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία μέχρι να πάνε όλα τα κορίτσια από την πλευρά της μοναχής κοπέλας, οπότε και τέλειωνε το παιγνίδι.
Γούρες: Για να διεξαχθεί το παιγνίδι αυτό χρειάζονταν πάνω από πέντε παιδιά, ένα τόπι και διάθεση για τρέξιμο. Οι παίκτες έσκαβαν τόσες γουρίτσες όσες και οι συμμετέχοντες. Οι γουρίτσες είχαν διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από το τόπι και φτιάχνονταν στην ίδια ευθεία με απόσταση μεταξύ τους δέκα περίπου πόντους. Αφού ετοιμάζονταν οι γούρες, στη συνέχεια μάζευαν πέτρες και μάντρωναν τις γούρες εκτός της εισόδου. Το μάντρωμα γινόταν για να οδηγείται το τόπι κατά μήκος των γουρνών και να καταλήγει σε κάποια απ’ αυτές.
Αφού τέλειωνε το κατασκευαστικό μέρος άρχιζε η κλήρωση για την κατοχή της ατομικής γούρας. Έτσι κάθε παίκτης πλέον είχε την γούρα του και ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν το παιγνίδι.
Τότε ένας παίκτης έριχνε το τόπι από απόσταση πέντε περίπου μέτρων προς τις γούρες με στόχο να πάει εντός του τείχους και να μπει σε μια απ’ αυτές. Αν ο παίκτης δεν τα κατάφερνε με την πρώτη προσπάθεια, δοκίμαζε με την δεύτερη και την Τρίτη. Αν και στην Τρίτη είχε αστοχία τότε τον στήνανε οι υπόλοιποι στον τοίχο ή κάποιο δένδρο με πλάτη προς αυτούς και του πέταγαν το τόπι δέκα φορές για να τον κτυπήσουν. Φρόντιζαν δε πάντα να μην σημαδεύουν το κεφάλι και προκαλέσουν βλάβη και αν κάποιος το έκανε επίτηδες, τότε οι άλλοι τον έβγαζαν εκτός παιγνιδιού.
Όταν το τόπι πέρναγε εντός των τειχών το σίγουρο ήταν ότι θα κατέληγε σε κάποια γουρίτσα. Κατά την διαδικασία αυτή όλοι οι παίκτες καραδοκούσαν για να δουν σε ποια γουρίτσα θα πάει το τόπι και σε εκείνου που κατέληγε ήταν υποχρεωμένος να την πάρει και να την πετάξει προς τους συμπαίκτες του, οι οποίοι είχαν ήδη πάρει των ομματιών τους για να μην είναι οι δέκτες του τοπιού. Όποιον πετύχαινε (δεν ήταν κι εύκολο) τον στήνανε στον τοίχο και άρχιζε η δοκιμασία των βολών και ήταν τόσες όση ήταν και η απόσταση που είχε από το σημείο των γουρνών σε βήματα.
Αν ο παίκτης που είχε το τόπι δεν κατάφερνε να κτυπήσει κανέναν τότε το παιγνίδι επαναλαμβάνονταν, αλλά ήταν υποχρεωμένος αυτός να πετάξει το τόπι προς τις γούρες, οπότε είχε μειονέκτημα την απόσταση των πέντε μέτρων μέχρι να πάει εκεί να δει αν το τόπι έμπαινε στην γουρίτσα του.
Το παιγνίδι συνεχίζονταν με τους ίδιους κανόνες ώσπου τα παιδιά να αποκάμουν ή να συμβεί κανένα ατύχημα σε κάποιον από αυτούς που στήνονταν στον τοίχο.
Από χωριό σε χωριό συναντιόταν το παιγνίδι αυτό με παραλλαγές και αντί του τοίχου υπήρχαν άλλοι τρόποι τιμωρίας, ή αυτός που στόχευε τις γούρες έπαιζε τον ρόλο του θεματοφύλακα, καθορίζοντας την ομαλή διεξαγωγή του.
Γουρούνα – Γκούσιω: Για το παιγνίδι αυτό χρειάζονταν μεγάλος ανοικτός χώρος, από ένα σκόπι για κάθε παίκτη – και μάλιστα από κρανιά για να είναι αντοχής - και ένα τενεκεδένιο κουτί. Οι παππούδες μας που δεν είχαν κουτιά τενεκεδένια στα νιάτα τους έκαναν χρήση παλιοκαπακιών από τεντζερέδια, τόπια από παλιότσολα, κομμάτια από ίσκες ακόμη και κομμάτι ξύλου από ζαμπούκο (κουφοξυλιά), που είναι ανάλαφρο. Για να γίνει το παιγνίδι αυτό έπρεπε απαραίτητα να είναι πάνω από 5 παιδιά.
Οι παίκτες έφτιαχναν έναν κύκλο με διάμετρο μεγαλύτερη των πέντε μέτρων και έπιαναν πόστο στην περίμετρο του κύκλου σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους εκτός από τον γουρνιάρη, που ήταν εκτός κύκλου. Το κάθε παιδί του κύκλου έφτιαχνε μπροστά του μια γουρίτσα κι εκεί τοποθετούσε την μια άκρη του σκοπιού.
Στο κέντρο του κύκλου φτιάχνονταν μια μεγάλη γούρα ώστε να χωράει άνετα το τενεκεδάκι που το λέγαμε γουρούνα ή γκούσιω. Ο γουρνιάρης βρισκόταν εκτός κύκλου και προσπαθούσε με το κτύπημα της γουρούνας να την περάσει μέσα στον κύκλο και να την βάλει στην γούρνα που ήταν στο κέντρο. Όμως οι παίκτες που φύλαγαν τον κύκλο κτύπαγαν τον τενεκέ μακριά όσο μπορούσαν εμποδίζοντας την προσπάθεια του γουρνιάρη, ενώ ταυτόχρονα φύλαγαν την γουρίτσα τους να μην την καταλάβει ο γουρνιάρης. Αν ο γουρνιάρης κατάφερνε να περάσει την γουρούνα στον κύκλο και να την βάλει στην γούρνα την μεγάλη κέρδιζε το παιγνίδι. Συγκεκριμένα κέρδιζε τρεις απαλλαγές να είναι γουρνιάρης.
Μια άλλη, επίσης, προσπάθεια του γουρνιάρη ήταν μήπως και καταφέρει και βάλει την άκρη του σκοπιού του σε κάποια εγκαταλελειμμένη γουρίτσα άλλου παίκτη, οπότε έπαιρνε την θέση του και γουρνιάρης γινόταν αυτός που δεν φύλαξε καλά την γουρίτσα του.
Αυτό το παιγνίδι γινόταν μέχρι να ξεθεωθούν τα παιδιά από την κούραση ή μέχρι να βραδιάσει, οπότε δεν έβλεπαν και υπήρχε κίνδυνος ατυχήματος με τα ξύλα. Όχι βέβαια πως δεν έπεφταν οι σχετικές αδέσποτες σκοπιές πάνω στη φούρια του παιγνιδιού και με το φως της ημέρας, αλλά το σκοτάδι επέτεινε τον κίνδυνο.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ορισμό του αρχικού γουρνιάρη γινόταν κλήρωση ως εξής:
Ένας παίκτης άπλωνε τα χέρια του και εκεί τοποθετούσαν τα σκόπια τους και πάνω σ’ αυτά τοποθετούνταν η γουρούνα. Ο παίκτης αυτός εκτίνασσε τα ξύλα προς τα πάνω και πίσω του και όποιου παίκτη το ξύλο ήταν πιο κοντά στη γουρούνα αυτός αναλάμβανε τον άχαρο ρόλο του γουρνιάρη. Άχαρος ήταν πραγματικά ο ρόλος αυτού του παιδιού γιατί ήταν δύσκολο ως ακατόρθωτο να πάει την γκούσιω στην τρύπα ή να καταφέρει να καταλάβει ενός άλλου την γουρίτσα. Πολλές φορές άρχιζε και τέλειωνε με τον ίδιο γουρνιάρη. Γκούσιω λέγαμε την γουρούνα από το γρύλλισμα (γκου-γκου)
Γύρω –γύρω: Το γύρω-γύρω όλοι είναι ένα παιγνίδι που δεν έχει νικητές και ηττημένους παρά συνεχή χορό και βαθύ κάθισμα. Το παιγνίδι παιζόταν κύρια από μικρά παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού και μπορούσε να παιχθεί από τρία και πάνω παιδιά μέχρι είκοσι και τριάντα αρκεί να υπάρχει ο σχετικός χώρος. Τα παιδιά πιάνονταν χέρι-χέρι και σχημάτιζαν κύκλο και έπειτα κινούνταν κυκλικά ρυθμικά σύμφωνα με το τραγουδάκι που τραγουδούσαν και εφάρμοζαν τις βολές του.
Το τραγούδι είχε ως εξής:
Γύρω-γύρω όλοι,
στη μέση ο Μανώλης.
Χέρια πόδια στην αυλή,
Όλοι κάθονται στη γη
Κι ο Μανώλης στο σκαμνί.
Με το τέλειωμα του τραγουδιού όλα τα παιδιά κάθονταν στη γη και μετά από λίγα δευτερόλεπτα σηκώνονταν και ξανάρχιζαν το χορό και το τραγούδι, παίζοντας όση ώρα ήθελαν.
Διελκυστίνδα (τριχιά): Ένα παιγνίδι από τα μυθικά χρόνια έως τις μέρες μας. Ένα παιγνίδι που συμμετείχε ο θεός Διόνυσος, ο Ηρακλής κλπ. Ήταν αγώνισμα στους αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες αλλά συμπεριελήφθηκε και στους νέους Ολυμπιακούς μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όπου καταργήθηκε.
Στο παιγνίδι αυτό εργαλείο ήταν ένα γερό σχοινί (συνήθως τριχιά για το φόρτωμα των υποζυγίων μας) μήκους πάνω από δέκα μέτρα.
Για να αρχίσει το παιγνίδι χαράσσονταν τρεις παράλληλες γραμμές με απόσταση μεταξύ τους δύο μέτρα. Το σκοινί τοποθετούνταν κάθετα στις γραμμές, αφού πρώτα σημαδευόταν το μέσον του δένοντας εκεί ένα μικρό σπάγκο για σημάδι. Το μέσον του σχοινιού συνέπιπτε με την μεσαία γραμμή. Οι παίκτες χωρίζονταν σε δύο ισομελείς ομάδες και παρατάσσονταν κατά μήκος του σχοινιού, η μια όμως αντικριστά στην άλλη. Έπιαναν όλοι το σκοινί και με το σήμα της έναρξης του διαιτητή, η κάθε ομάδα προσπαθούσε να τραβήξει την άλλη προς το μέρος της μέχρι την στιγμή που ο πρώτος θα πατούσε την μεσαία γραμμή. Η ομάδα που το κατάφερνε αυτό ήταν η νικήτρια και κέρδιζε ένα πόντο. Συνήθως το παιγνίδι έληγε με την συγκέντρωση από την νικήτρια πέντε πόντων εκτός και αν υπήρχε κουράγιο για συνέχεια.
Το παιγνίδι αυτό παιζόταν σπάνια στις μέρες που ήμουν μικρός, αλλά ήταν ενταγμένο στα παιγνίδια του διαλείμματος του σχολείου και στις εκδρομές που κάναμε στις αλάνες που υπήρχαν τότε, όπως στον χώρο πάνω από την Λούτσα στο έμπα του χωριού, ή στην περιοχή Χατζή πασά. Μάλιστα ο δάσκαλος Θωμάς Παππάς, που θήτευσε στο χωριό μας πάνω από δεκαπέντε χρόνια, επέμενε στο παιγνίδι, όπως και στις εκδρομές. Μετά ήρθε ο Καλογιάννης σαν δάσκαλος στο χωριό μας, ο οποίος τα μόνα παιγνίδια που ήξερε ήταν να πετάει μαρμάρινους κύβους στα παιδιά που ήταν «ενοχλητικά» κατά την ώρα του μαθήματος και το χτύπημα των χεριών με βέργες (βιτσιές κρανίσιες) για τα μεγάλα εγκλήματα που έκαναν τα παιδιά, δηλαδή τις μικροαταξίες. Ήταν ο δάσκαλος της τάξης και στρατιωτικής πειθαρχίας, ο δάσκαλος που κατά την άποψη του γράφοντος μισούσε τα παιδιά και όποιος μισεί τα παιδιά, μισεί όλον τον κόσμο.
Η φωτιά: Το παιγνίδι των παππούδων με τα εγγονάκια τους κατά τις κρύες μέρες του χειμώνα. Βέβαια αυτό δεν απέκλειε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να παίζουν με τα μικρά παιδιά, όπως δεν απέκλειε να παίζουν τα μικρά παιδιά μεταξύ τους. Ήταν παιγνίδι που παιζόταν εντός του σπιτιού όταν η έξοδος στις αυλές και στις αλάνες ήταν απαγορευτική.
Το παιγνίδι άρχιζε όταν ο μεγάλος παίκτης ακουμπούσε τα ακροδάχτυλα των δυο χεριών και μάλιστα λίγο ανοιχτά μεταξύ τους ώστε να σχηματίζεται μια κατά κάποιον τρόπο φωλιά. Ο σκοπός του άλλου παίκτη ήταν να μπάσει το χέρι του μέσα στη φωλιά, όπου υποτίθεται ήταν κρυμμένη η φωτιά που θα έπαιρνε για προσάναμμα της δικής του εστίας.
Το μικρό ξεκινούσε ακουμπώντας το άκρο του δείκτη του χεριού του στα κάτω δάκτυλα του πρώτου και έλεγε:
- Ωρ’ κυρά
- Ορίστε, απαντούσε ο μεγάλος.
- Έχεις φωτιά, έλεγε ο πρώτος παίκτης και ανέβαζε τον δείκτη στον παράμεσο του πρώτου.
- Έχω, απαντούσε ο μεγάλος.
- Θα μου δώσεις κι εμένα, έλεγε ο μικρός ανεβάζοντας τον δείκτη στα μέσα του πρώτου.
- Έλα μέσα και πάρε, αντιμιλούσε ο άλλος.
- Μήπως με φάει το σκυλί σου, πρόσθετε ο μικρός, ανεβάζοντας τον δείκτη στους δείκτες του πρώτου.
- Τα ‘χω δεμένα με τον άλυσο, αποκρινόταν ο μεγάλος.
Η επόμενη κίνηση του μικρού ήταν να χώσει ακαριαία το χέρι του ανάμεσα στα χέρια του μεγάλου και μέσω της τρύπας που σχημάτιζαν οι δείκτες με τους αντίχειρες να πάρει τη φωτιά χωρίς να του το πιάσει ο μεγάλος, του οποίου τα δάκτυλα μετατρεπόταν σε αρπακτικά σκυλιά. Την στιγμή αυτή ο μεγάλος έβγαζε και τις σχετικές κραυγές, μιμούμενος το γαύγισμα του σκύλου και εν συνεχεία όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα, έπεφτε το σχετικό γέλιο, το οποίο ήταν έντονο, όταν ο μικρός παίκτης κατάφερνε να πάρει την φωτιά χωρίς να τον αρπάξει ο σκύλος.
Αυτό το σκηνικό συνεχιζόταν μέχρι οι δύο παίκτες να αποκάμουν από την κούραση, ενώ δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις που άλλαζαν ρόλους.
Η κολοκυθιά: Άλλο ένα παιγνίδι που παιζόταν εντός του σπιτιού και η προσπάθεια ήταν να συμμετέχουν όλα τα μέλη της οικογένειας τις κρύες μέρες του χειμώνα. Αυτό το παιγνίδι παιζόταν και σε υπαίθριους χώρους, παρ’ ότι υπήρχε η ευχέρεια να παιχθούν άλλα παιγνίδια, που έδιναν την δυνατότητα στα παιδιά να τρέξουν και να εκτονώσουν την ενεργητικότητά τους.
Το παιγνίδι ξεκινούσε από την στιγμή που το σύνολο των παικτών κάθονταν γύρω-γύρω και κάθε παίκτης ταυτοποιούνταν πλέον με έναν αριθμό και όχι με το όνομά του.
Οι αριθμοί ξεκινούσαν από το ένα και κατέληγαν στον αριθμό εκείνο που αντιστοιχούσε στο σύνολο των παικτών. Ένας απ’ όλους ορίζονταν να ξεκινήσει το παιγνίδι και αυτόν τον λέγανε «μάννα».
Η μάννα άρχιζε το παιγνίδι λέγοντας:
- Έχω μια κολοκυθιά, πλάι - πλάι στην ροδιά και κάνει Χ κολοκύθια.
ανέφερε έναν αριθμό που αντιστοιχούσε σε κάποιον παίκτη. Ο παίκτης που είχε τον αριθμό αυτό απαντούσε:
- Και γιατί να κάνει Χ κολοκύθια
- Αμ’ πόσα θέλεις να κάνει του, απαντούσε η μάννα.
- Να κάνει Ψ κολοκύθια, έλεγε ο παίκτης.
Το παιδί που είχε τον Ψ αριθμό έπρεπε να απαντήσει αμέσως και έλεγε:
- Και γιατί να κάνει Ψ κολοκύθια;
- Πόσα θέλεις να κάνει, ανταπαντούσε ο άλλος παίκτης (με τον αριθμό Χ)
- Να κάνει Ω κολοκύθια έλεγε ο παίκτης (με τον αριθμό Ψ)
Αυτός ο διάλογος συνεχίζονταν μέχρι που κάποιος παίκτης δεν απαντούσε στο άκουσμα του αριθμού του, οπότε και έβγαινε εκτός παιγνιδιού.
Εκτός παιγνιδιού έβγαινε και ο παίκτης εκείνος που παράγγελνε έναν αριθμό, του οποίου όμως ο αντίστοιχος παίκτης είχε βγει από το παιγνίδι.
Με αυτόν τον δαιδαλώδη διάλογο στο τέλος κατάληγαν δυο παίκτες και προσπαθούσε ο καθένας να παραπλανήσει τον άλλον και να χάσει. Ο νικητής είχε το δικαίωμα να ορίζει σε κάθε ηττημένο από μια αγγαρεία για τιμωρία. Οι τιμωρίες ήταν συνήθως να μιμηθούν τις φωνές των ζώων, να διανύσουν κάποια απόσταση με κλειστά τα μάτια ή με το ένα πόδι (κουτσό) και ό,τι άλλο μπορούσε να σκαρφιστεί, χωρίς βέβαια να ήταν ταπεινωτικό για τον ηττημένο.
Το κότσι:Το παιγνίδι αυτό χρειάζονταν πάνω από τέσσερις παίκτες, ένα κότσι (αστράγαλο) συνήθως αρνιού, που έχει μικρές επιφάνειες και το έριχναν σαν ζάρι, ένα λουρί για να δέρνει ο βεζίρης και μια βεργούλα που συμβόλιζε το βασιλικό σκήπτρο.
Κάθε πλευρά από το κότσι είχε τον χαρακτηρισμό της και ανάλογος ήταν και ο ρόλος αυτού που έριχνε το κότσι εν είδη ζαριάς.
Περιγραφή
1. Η μακρόστενη πλευρά με την κοιλότητα ήταν ο βασιλιάς.
2. Η μακρόστενη επίπεδη πλευρά ήταν ο βεζίρης
3. Η πλατιά κυρτή πλευρά (με την καμπούρα) λεγόταν ξύλο
4. Η πλατιά κοίλη πλευρά ήταν η λάκκα
5. Η απόληξη με τις δυο μύτες ήταν βασιλιάς και βεζίρης μαζί.
6. Η απόληξη με την καμπύλη ήταν εκτός παιγνιδιού, γιατί ήταν αδύνατον να σταθεί το κότσι όρθιο με την κοίλη απόληξη προς τα πάνω και να έχει ως βάση την άλλη άκρη που είναι οι δύο μύτες.
Αφού αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους ο βασιλιάς και ο βεζίρης, ο πρώτος εκ δεξιών του βασιλιά ξεκινούσε το παίξιμο ρίχνοντας το κότσι. Όταν έπεφτε έδειχνε κάποια από τις πέντε πλευρές. Αν έδειχνε την κυρτή πλευρά (ξύλο) τότε ο βασιλιάς διέταζε τον βεζίρη να χτυπήσει τις παλάμες του παίκτη με το λουρί (βουρδουλιές) όσες ήθελε από το ένα έως το δέκα. Μάλιστα ο βασιλιάς δεν παράγγελνε μόνον τον αριθμό των κτυπημάτων, αλλά και την ένταση αυτών. Έτσι ανάλογα με την ένταση χαρακτηριζόταν ως χαϊδευτικές, λαδάτες, ξιδάτες, τσουχτερές, πιπεράτες και αλατοπιπεράτες που ήταν οι πιο δυνατές και κοκκίνιζαν τα χέρια του δύστυχου που έτυχε να φέρει «ξύλο» με την ριξιά του.
Αν ο παίκτης με το ρίξιμο έφερνε «λάκκα» δεν είχε καμιά επίπτωση γι’ αυτόν, αλλά και κανένα προνόμιο. Αν με το ρίξιμο το κότσι στεκόταν σε θέση που η πάνω πλευρά αντιστοιχούσε στον χαρακτηρισμό «βασιλιάς», τότε παραλάμβανε αυτός το σκήπτρο (ξυλάκι) και έπαιζε αυτός τον ρόλο του βασιλιά. Αντίστοιχη ήταν και η μεταβίβαση του λουριού όταν ο παίκτης έφερνε «βεζίρη». Όταν όμως το κότσι στο ρίξιμο στεκόταν όρθιο με τις δυο μύτες προς τα πάνω τότε ο παίκτης αναλάμβανε και τις δυο εξουσίες κι αν ήταν και χαιρέκακος τότε αλίμονο σε ‘κείνον που έφερνε «ξύλο», που ήταν και η πιο συνηθισμένη θέση που κάθονταν το κότσι μετά το ρίξιμο.
Αυτό το παιγνίδι δεν είχε νικητές και ηττημένους μιας και δεν μετρούνταν πόντοι, είχε όμως κατακόκκινες παλάμες από τις βουρδουλιές που έπεφταν από τον εκάστοτε βεζίρη.
Η κυρά Μαρία :Ένα παιγνίδι κοριτσίστικο που παιζόταν κύρια στα διαλείμματα και τις σχολικές εκδρομές και όταν λέμε σχολικές εκδρομές εννοούμε ως πιο μακρινή εκείνη του Χατζή πασά (σύνορα Αμπελιάς- Πεδινής) ή του Ντιβελλά. Συνήθως η πιο μεγάλη κοπέλα έπαιζε αρχικά το ρόλο της κυρά Μαρίας και λέμε αρχικά γιατί, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω, κατά την διάρκεια του παιγνιδιού ο ρόλος της κυρά-Μαρίας εναλλάσσονταν.
Τα κορίτσια σχημάτιζαν έναν κύκλο και πιάνονταν χέρι-χέρι, όπως στο χορό. Στο κέντρο του κύκλου στέκονταν η κυρά-Μαρία.Τα κορίτσια της περιφέρειας ξεκινούσαν το παιγνίδι σέρνοντας τον χορό και τραγουδούσαν. Στον ένα στίχο πήγαιναν μπροστά, στον δεύτερο έσερναν τον χορό προς τα πίσω. Σε κάθε δίστιχο υπήρχε απάντηση από την Κυρά-Μαρία, η οποία έμενε ακίνητη, αλλά η περιφέρεια συνέχιζε τον χορό και κατά την διάρκεια που η κυρά-Μαρία τραγουδούσε το δίστιχό της. Ο διάλογος είχε ως εξής:
Τα κορίτσια: Που θα πας κυρά Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς, που θα πας κυρά Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς.
Κυρά-Μαρία: Θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, δεν περνώ, θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, δεν περνώ.
Τα κορίτσια: Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς, τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς.
Κυρά-Μαρία: Να μαζέψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, δεν περνώ, να μαζέψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, δεν περνώ.
Τα κορίτσια: Τι τις θέλεις τις βιολέτες, δεν περνάς, δεν περνάς, τι τις θέλεις τις βιολέτες, δεν περνάς, δεν περνάς.
Κυρά-Μαρία: Να τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, δεν περνώ, να τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, δεν περνώ.
Τα κορίτσια: Και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, δεν περνάς, και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, δεν περνάς.
Κυρά-Μαρία: Η καλή μου είναι η …δείνα, δεν περνώ, δεν περνώ, η καλή μου είναι η …δείνα, δεν περνώ, δεν περνώ
Εδώ η κυρά-Μαρία ονομάζει μια κοπέλα της περιφέρειας, η οποία την αντικαθιστούσε στον ρόλο της κυρά-Μαρίας και το παιγνίδι συνεχιζόταν.
Επειδή ο ρόλος της κυρά-Μαρίας θεωρούνταν τιμωρητικός και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, φρόντιζαν να περνάν όλες ή σχεδόν όλες από την θέση αυτή. Θεωρούνταν μεγάλη ζαβολιά αν η κυρά-Μαρία επέλεγε πάλι μια συμπαίκτριά της που ήταν πριν κυρά-Μαρία. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτή μπορεί να έφταναν μέχρι και μαλλιοτραβήγματα, αλλά αυτό ήταν σπάνιο και απευκταίο.
Κιόσια: Ένα παιγνίδι για μικρούς και μεγάλους, που παιζόταν σε οποιονδήποτε χώρο. Το παιγνίδι των βοσκών. Για την εκτέλεση του παιγνιδιού χρειάζονται δύο παίκτες, μια πέτρινη πλάκα, οκτώ πετραδάκια για κάθε παίκτη και τέσσερα ξυλαράκια, πελεκημένα το καθένα κατά μήκος ώστε να μείνει περίπου το μισό, κάτι σαν ημικύλινδροι, μια επίπεδη πλευρά κα μια κοίλη.
Επάνω στην πέτρα χαράζονταν ένας σταυρός δεκαπέντε εκατοστών περίπου κάθε γραμμή και μετά χαράσσονταν άλλες δύο γραμμές χιαστί, όπως στο σχήμα.
Στόχος του παιγνιδιού είναι η κατάληψη με πετραδάκια από τον ίδιο παίκτη των οκτώ κορυφών του σχήματος στην πλάκα.
Κατά το ρίξιμο των μικρών ξύλων θα εμφανισθούν ένας από τους παρακάτω συνδυασμούς:
α) εξάρα, όταν όλα τα ξυλαράκια έδειχναν την κοίλη τους πλευρά.
β) διάρα,, όταν δυο ξυλαράκια έδειχναν την κοίλη τους πλευρά και τα άλλα δύο την επίπεδη.
γ) τεσσάρα, όταν και τα τέσσερα ξυλαράκια έδειχναν την επίπεδη πλευρά τους.
δ) τριάρα, όταν τρία ξυλαράκια έδειχναν την επίπεδη πλευρά τους και ένα την κοίλη.
ε) κιόσι, όταν τα τρία ξυλαράκια έδειχναν την κοίλη πλευρά και το τέταρτο την επίπεδη.
Το παιγνίδι ξεκινούσε με πρώτο παίκτη αυτόν που θα έφερνε «κιόσι» κατά το ρίξιμο των μικρών ξύλων. Ανάλογα με την ριξιά ο παίκτης έβαζε και ένα πετραδάκι στην αντίστοιχη κορυφή αριθμώντας από την πάνω αριστερή κορυφή, όπως η αρίθμηση των κορυφών στο σχήμα. Αν η κορυφή ήταν κατειλημμένη από πετραδάκι του αντιπάλου, τότε έδιωχνε το αντίπαλο πετραδάκι από αυτήν την κορυφή και τοποθετούσε σε αυτήν ένα δικό του πετραδάκι και αποκτούσε και δικαίωμα δεύτερης συνεχόμενης ριξιάς. Αν μάλιστα έφερνε και κιόσι συνέχιζε το παιγνίδι.
Το παιγνίδι τελείωνε όταν ένας παίκτης καταλάμβανε και τις οκτώ κορυφές και ανακηρύσσονταν έτσι νικητής.
Το αντίτιμο του νικητή, πολλές φορές δεν ήταν μόνο η ικανοποίηση της νίκης, αλλά στοιχημάτιζαν χρήματα , αντικείμενα ή κάποιο ζωντανό από το κοπάδι του.
Η παραπάνω παραλλαγή είναι η εύκολη γιατί υπάρχει και η πολύπλοκη με τα 16 τετραγωνάκια και με διαφορετικούς κανόνες που δεν μπορώ να περιγράψω λόγω της ασάφειας των αφηγητών. Το παιγνίδι αυτό παιζόταν ως το τέλος της δεκαετίας του 40, όταν αντικαταστάθηκε από την τράπουλα.
Οι κουμπάρες: Το παιγνίδι αυτό το έπαιζαν τα κορίτσια μέσα στα σπίτια όταν υπήρχε κακοκαιρία, στις αυλές των σπιτιών και στις αλάνες. Τα σύνεργα ήταν οι πάνινες κούκλες, διάφορα μικροκατσαρολικά ή μπρίκια, που χρησίμευαν για την μαγειρική τους, τα κύπελλα από τα βελανίδια για να πίνουν τον καφέ τους και ό,τι άλλο σκαρφίζονταν πως μπορεί να χρησιμεύσει στο υποτιθέμενο νοικοκυριό τους.
Οι επισκέψεις από το ένα νοικοκυριό στο άλλο ήταν συνεχείς καθώς και τα κουτσομπολιά. Στους διαλόγους τους κυριαρχούσε συνήθως η φαντασία και τα κορίτσια, μιμούμενες τις μανάδες τους, αναπαρήγαγαν πολλές φορές και ό,τι άκουγαν στο σπίτι τους από τους μεγάλους.
Το παιγνίδι αυτό παίζεται και σήμερα, μόνο που η οικοσκευή δεν αποτελείται από προϊόντα της φύσης, αλλά από φανταχτερά, ακριβά προϊόντα της σύγχρονης παγκόσμιας βιομηχανίας παιγνιδιών.
Κουτσό – Τζήκα: Το παιγνίδι αυτό είναι γνωστό στην χώρα μας ως «Κουτσός» και παίζεται με πολλές παραλλαγές. Στα μέρη μας το λέγαμε «Τζήκα» και παιζόταν ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε δύο παραλλαγές.
Το παιγνίδι παιζόταν στην ύπαιθρο και ήταν παιγνίδι που δοκίμαζε την ικανότητα του παίκτη να στηρίζεται στο ένα πόδι, να κάνει άλματα και να μπορεί να κλωτσήσει μια πετρούλα με ακρίβεια. Παιζόταν με δύο τουλάχιστον παίκτες και μια δισκοειδή πέτρα, με διάμετρο έξι έως οκτώ εκατοστών.
Αφού γινόταν η κλήρωση με το «Ήλιος και βροχή» ή την «σκουρτίτσα» για τον ορισμό της σειράς των παικτών, τα παιδιά χάραζαν πέντε παράλληλες γραμμές μήκους 2 περίπου μέτρων που η μεταξύ τους απόσταση ήταν εξήντα εκατοστά περίπου, σχηματίζοντας έτσι τέσσερις ζώνες.
Ο πρώτος παίκτης ξεκινούσε και έριχνε την πέτρα στην πρώτη ζώνη, σήκωνε το ένα πόδι και κουτσαίνοντας προσπαθούσε με ένα κτύπημα με την μύτη του παπουτσιού του να στείλει την πέτρα στην ακριβώς επόμενη ζώνη. Με ένα πήδημα ο παίκτης μεταπηδούσε και αυτός στην ζώνη με τη πέτρα. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνονταν μέχρις ότου ο παίκτης κατάφερνε να στείλει την πέτρα εκτός της τέταρτης ζώνης, ακολουθώντας αυστηρά την σειρά των ζωνών. Αν η πέτρα μεταπηδούσε σε μεθεπόμενη ζώνη, ή αν η πέτρα ή ο «κουτσός» παίκτης πατούσε γραμμή, ή ο παίκτης έχανε την ισορροπία του και πατούσε και το άλλο του πόδι στο έδαφος, τότε έχανε και ξεκινούσε το παιγνίδι ο επόμενος παίκτης. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και τις τέσσερις ζώνες, τότε και πάντα κουτσαίνοντας επέστρεφε ζώνη προς ζώνη στην αρχική του θέση.
Η ίδια διαδικασία με τους ίδιους κανόνες επαναλαμβάνονταν καθώς ο παίκτης συνέχιζε το παιγνίδι ρίχνοντας από την αρχική του θέση την πέτρα στην δεύτερη ζώνη, έπειτα στην τρίτη και τέλος στην τέταρτη φροντίζοντας πάντα από την αρχική θέση να βρεθεί κουτσός με ένα πήδημα στην ζώνη με την πέτρα. Με την ολοκλήρωση αυτού του σταδίου, ξεκινούσε το δεύτερο στάδιο του παιγνιδιού.
Κατά το δεύτερο στάδιο ο παίκτης τοποθετούσε την πέτρα επάνω στο παπούτσι του και με ένα πηδηματάκι κάθε φορά μετακινούνταν από ζώνη σε ζώνη μέχρι να περάσει και τις τέσσερις ζώνες χωρίς να πέσει η πέτρα από το παπούτσι του και χωρίς ο ίδιος να πατήσει γραμμή. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και το δεύτερο στάδιο του παιγνιδιού συνέχιζε με το τρίτο στάδιο του παιγνιδιού.
Κατά το τρίτο στάδιο ο παίκτης τοποθετούσε την πέτρα στο πίσω μέρος του γονάτου του αναδιπλωμένου ποδιού (στην άντζα) και ξεκινώντας από την αφετηρία με ένα πήδημα μετακινούνταν στην πρώτη ζώνη και από εκεί με ένα πηδηματάκι κάθε φορά μετακινούνταν από ζώνη σε ζώνη μέχρι να τις περάσει όλες, χωρίς να πέσει η πέτρα από την άντζα του και χωρίς ο ίδιος να πατήσει γραμμή ή να πατήσει και το δεύτερο πόδι του. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και το τρίτο στάδιο του παιγνιδιού συνέχιζε με το τέταρτο στάδιο του παιγνιδιού.
Κατά το τέταρτο και τελευταίο στάδιο ο παίκτης ξεκινώντας από την αφετηρία και με κλειστά μάτια να βρεθεί με ένα πηδηματάκι στην πρώτη ζώνη και από εκεί και με ένα πηδηματάκι κάθε φορά μετακινούνταν από ζώνη σε ζώνη μέχρι να περάσει και τις τέσσερις ζώνες χωρίς να ανοίξει τα μάτια του και χωρίς ο ίδιος να πατήσει γραμμή ή να πατήσει και το δεύτερο πόδι του. Αν ο παίκτης περνούσε με επιτυχία και αυτό το στάδιο ανακηρύσσονταν νικητής και συνέχιζε το παιγνίδι από την αρχή.
Ο παίκτης, ο οποίος κατά την διάρκεια του παιγνιδιού έχανε κάποια στιγμή, τότε ξεκινούσε ο επόμενος παίκτης το δικό του παιγνίδι. Κάθε παίκτης συνέχιζε την προσπάθεια από το σημείο στο οποίο έχασε κατά την προηγούμενη προσπάθειά του. Μόλις, όμως, κάποιος παίκτης κέρδιζε το παιγνίδι, ανακηρύσσονταν δηλαδή νικητής, τότε διαγράφονταν οι ημιτελείς προσπάθειες όλων των παικτών και το παιγνίδι ξεκινούσε από την αρχή.
Η δεύτερη παραλλαγή του παιγνιδιού ως προς την διαδικασία διεξαγωγής του ήταν η ίδια με την ήδη περιγραφείσα, αλλά διέφερε ως προς την χάραξη των γραμμών. Κατά την δεύτερη αυτή παραλλαγή χαράσσονταν δύο παράλληλες γραμμές μήκους δυόμισι περίπου μέτρων και σε απόσταση μεταξύ τους εξήντα περίπου εκατοστών. Στην συνέχεια χαράσσονταν πέντε κάθετες γραμμές, για να δημιουργηθούν τέσσερα ισομεγέθη παραλληλόγραμμα τμήματα μεταξύ των γραμμών αυτών. Στο πρώτο και τέταρτο παραλληλόγραμμο και σε αντίθετες κατευθύνσεις χαράσσονταν επιπλέον από ένα παραλληλόγραμμο ίσο με τα άλλα σχηματίζοντας έτσι ένα σχήμα σαν «Ζ» από παραλληλόγραμμα.
Κατά την παραλλαγή αυτή το παιγνίδι γινόταν πιο δύσκολο καθώς ο παίκτης έπρεπε να φροντίζει να μην ξεφύγει η πέτρα έξω από τα περιθώρια που έθετε κάθε παραλληλόγραμμο. Αυτό απαιτούσε ιδιαίτερη εξάσκηση και γυμνασμένο σώμα.
Κρυφτό: Το παιγνίδι αυτό παίζεται και σήμερα και είναι από τα πιο αγαπημένα των παιδιών. Είναι πανεύκολο γιατί οι χώροι είναι περιορισμένοι, οι κρυψώνες λίγες και τα παιδιά είναι υπό την επίβλεψη των μεγάλων. Παλιά όμως, το παιγνίδι είχε τις δυσκολίες του, γιατί πολλοί ήταν εκείνοι που κρυβόντουσαν μέσα σε βάτα, σε αχυρώνες ή στις φυλλωσιές των δένδρων. Αν ήταν καλοκαίρι και βράδυ με πανσέληνο, τότε το παιγνίδι μπορούσε να κρατήσει μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στο παιγνίδι επιτρεπόταν και οι μεταμφιέσεις, γεγονός που το έκανε ακόμη πιο δύσκολο στο αχνό φως του φεγγαριού.
Τα παιδιά που συμμετείχαν στο παιγνίδι κάνανε έναν κύκλο για να κληρωθεί ο παίκτης που θα τα φύλαγε τον οποίο και αποκαλούσαμε «μάννα». Η «μάννα» ήταν υποχρεωμένη να κλείσει τα μάτια και να μετρήσει μέχρι το πενήντα ή όποιον άλλον αριθμό συμφωνούσαν, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους άλλους παίκτες να κρυφθούν.
Μετά έβγαινε η «μάννα» παγανιά για να βρει τους κρυμμένους παίκτες και να φτάσει πριν από τον κάθε παίκτη στο σημείο που είχαν ορίσει ως κρύφτρα και να τον φτύσει πρώτη. Το παιγνίδι κρατούσε μέχρι η «μάννα» να βρει όλους τους παίκτες και να τους φτύσει. Αν κάποιος παίκτης κατάφερνε να φτάσει πρώτος στην κρύφτα και να φτύσει την μάννα, τότε η μάννα ήταν υποχρεωμένη να ξαναμετρήσει για να κρυφτεί ο νικητής, ο οποίος μπορούσε να πάρει μαζί του και κάποιον από τους ηττημένους παίκτες. Αυτή η διαδικασία συνεχίζονταν μέχρι που η «μάννα» κατάφερνε να φτύσει πρώτη όλους τους άλλους παίκτες, οπότε την θέση της έπαιρνε ο πρώτος ηττημένος παίκτης.
Κυνηγητό: Το κυνηγητό παιζόταν από πολλούς παίκτες και ξεκινούσε αφού ορίζονταν ένας παίκτης ως κυνηγός και η αφετηρία, η οποία ήταν ένα διακριτό σημάδι στο έδαφος, -κύκλος ή πέτρα- κάτι που οι παίκτες μπορούσαν να πατήσουν ή να αγγίξουν. Αμέσως μετά ό κυνηγός προσπαθούσε να αγγίζει κάποιον από τους άλλους παίκτες, οι οποίοι τρέχανε κάνοντας διάφορους ελιγμούς για να αποφύγουν το άγγιγμα του κυνηγού.Ο κυνηγός είχε την υποχρέωση να αγγίξει έναν παίκτη πριν αυτός καταφέρει να καταλάβει την αφετηρία. Αν ο κυνηγημένος παίκτης κατάφερνε να καταλάβει την αφετηρία πριν τον αγγίξει ο κυνηγός, τότε αυτός έπαιρνε απαλλαγή σε ενδεχόμενο μελλοντικό άγγιγμα και δεν μετατρεπόταν σε κυνηγό. Αν ο κυνηγός κατάφερνε να αγγίξει κάποιον παίκτη με μηδενικές απαλλαγές, τότε αυτός έπαιρνε την θέση του κυνηγού και το παιγνίδι συνεχίζονταν με τον νέο κυνηγό.
Μακριά γαϊδάρα: Το παιγνίδι παιζόταν από εννέα τουλάχιστον παίκτες. Ένας από αυτούς αναλάμβανε ρόλο διαιτητή. Οι υπόλοιποι χωρίζονταν σε δύο ομάδες αφού πρώτα ορίζονταν οι δύο αρχηγοί, και καθένας από αυτούς επέλεγε με την σειρά του τους συμπαίκτες του. Με σκουρτίτσα κληρωνόταν ποια ομάδα θα κάνει πρώτα την γαϊδάρα.
Αφού γινόταν τα προκαταρτικά, ο διαιτητής λάμβανε θέση ακουμπώντας με την πλάτη σε κάποιον τοίχο ή κάποιο δένδρο και το πρόσωπο προς τους παίκτες. Οι παίκτες που θα έκαναν την γαϊδάρα πήγαιναν και με σκυμμένο το κορμί έβαζαν τα χέρια ο πρώτος στους γοφούς του διαιτητή και καθένας από τους υπόλοιπους στους γοφούς του προηγούμενου. Τα πόδια ήτανε σε θέση διάστασης για να μπορούν να αντέξουν το βάρος των καβαλάρηδων.
Αφού στηνόταν η γαϊδάρα, ο διαιτητής έδινε το σύνθημα να αρχίσουν οι καβαλάρηδες να ανέβουν στην γαϊδάρα. Ο πρώτος καβαλάρης έπαιρνε φόρα και προσπαθούσε να κάνει σάλτο και να καβαλήσει όσο μπορούσε πιο κοντά στον διαιτητή, ώστε να αφήσει χώρο στους υπόλοιπους καβαλάρηδες. Μετά ερχόταν η σειρά του επομένου, ώσπου να εξαντληθεί ο αριθμός της δεύτερης ομάδας, χωρίς κανείς από τους καβαλάρηδες να αγγίξει την γη ή να πέσει. Μόλις καβαλούσε και ο τελευταίος παίκτης την γαϊδάρα, ο διαιτητής μετρούσε ως το δέκα και αν η ομάδα κατάφερνε να σταθεί καβάλα στην γαϊδάρα ώσπου να τελειώσει το μέτρημα, τότε η ομάδα ανακηρύσσονταν νικήτρια και το παιγνίδι επαναλαμβάνονταν με τους ίδιους ρόλους κάθε ομάδας. Αν κάποιος από την ομάδα της γαϊδάρας λύγιζε κάτω από το βάρος του καβαλάρη, τότε στηνόταν ξανά η γαϊδάρα με τους ίδιους ρόλους, αλλά ο αρχηγός φρόντιζε να συγκροτήσει με τέτοιο τρόπο την ομάδα του ώστε να αντέξει το βάρος του παιγνιδιού.
Αν οι ομάδες αποτελούνταν από συνομήλικους, τότε ο αρχηγός τοποθετούσε τελευταίο στην γαϊδάρα τον πιο ψηλό, ώστε να εμποδίζονται τα άλματα των καβαλάρηδων και να προκαλέσει κατά αυτόν τον τρόπο παράβαση της αντίπαλης ομάδας και να συνεχιστεί το παιγνίδι με αλλαγή των ρόλων της κάθε ομάδας.
Τα μήλα: Ένα παιγνίδι που παιζόταν σε όλη την Ελλάδα φτάνει να υπήρχε κέφι για τρέξιμο και χαρά. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες, που όσο πολυμελείς ήταν τόσο πιο ενδιαφέρον ήταν το παιγνίδι. Με σκουρτίτσα ή με κάποιο ποιηματάκι ορίζονταν και οι αρχικοί ρόλοι.
Για την διεξαγωγή του παιγνιδιού χρειάζονταν μια μπάλα ή ένα τόπι. Στα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένα τόπια, τα παιδιά έφτιαχναν τόπι από πανιά. Τα έραβαν ή τα γέμιζαν με κουρέλια ή μαλλιά προβάτων για να είναι στρογγυλά και εύχρηστα.
Τα παιδιά της ομάδας που είχαν το ρόλο του σκοπευτή χωρίζονταν στα δυο και στέκονταν είκοσι περίπου βήματα η μια απέναντι στην άλλη. Η άλλη ομάδα στέκονταν ανάμεσα και στο κέντρο των σκοπευτών. Σκοπός της ομάδας των σκοπευτών ήταν να κτυπήσουν με το πέταγμα του τοπιού έναν – έναν τους αντιπάλους και να τους θέσουν εκτός παιγνιδιού.
Αν κάποιος σκοπευτής κατάφερνε να κτυπήσει έναν παίκτη της αντίπαλης ομάδας τότε ο «κτυπημένος» παίκτης έβγαινε εκτός παιγνιδιού. Αν όμως κάποιος παίκτης από αυτούς που δέχονταν τις βολές κατάφερνε να πιάσει το τόπι, τότε κέρδιζε ένα βαθμό (μήλο), που εξαργύρωνε με ένα κτύπημα από σκοπευτή και δεν έβγαινε έτσι από το παιγνίδι, ή καλούσε στο παιγνίδι έναν συμπαίκτη του, που είχε βγει από το παιγνίδι «κτυπημένος» από κάποιον σκοπευτή.
Η διαδικασία αυτή συνεχίζονταν μέχρι που έμενε ένας παίκτης στην ομάδα που δέχονταν τις βολές. Τότε η ομάδα των σκοπευτών έπρεπε να βγάλει εκτός παιγνιδιού τον τελευταίο αυτόν παίκτη με δέκα το πολύ βολές. Αν τα κατάφερνε η ομάδα των σκοπευτών τότε το παιγνίδι συνεχίζονταν με αλλαγή των ρόλων των ομάδων, άλλως οι ρόλοι για κάθε ομάδα παρέμεναν οι ίδιοι.
Πρέπει να σημειωθεί πως η ομάδα που δέχονταν τις βολές κινούνταν ελεύθερα στον χώρο μεταξύ των γραμμών των σκοπευτών και το παιγνίδι τέλειωνε όταν τα παιδιά απόκαμαν από την κούραση, ή αν κάποια εγκατέλειπαν το παιγνίδι και δεν υπήρχαν αντικαταστάτες τους.
Μονά – ζυγά: Το παιγνίδι αυτό ήταν καθαρά κερδοσκοπικό και αρκετά παιδιά το απέφευγαν. Παίζονταν με δύο παίκτες και με δεκάρες. Ο πρώτος παίκτης έβαζε το χέρι στην τσέπη του και έβαζε στην παλάμη του πέντε το πολύ κέρματα μιας δεκάρας. Έβγαζε το χέρι του από την τσέπη με κλειστή την παλάμη και ρωτούσε τον συμπαίκτη του αν ο αριθμός των κερμάτων στην κλειστή παλάμη ήταν μονός ή ζυγός. Αν ο δεύτερος παίκτης μάντευε σωστά κέρδιζε το ποσό, αν όχι, τότε κατέβαλε το αντίστοιχο ποσό στον πρώτο παίκτη.
Δεν ήταν απαραίτητο το παιγνίδι να γίνει με χρήματα, αλλά το αντίτιμο μπορούσε να είναι καρύδια, αμύγδαλα, ακόμη και κυδώνια ή καραμέλες.
Η μέλισσα: Ένα κοριτσίστικο παιγνίδι, επειδή όμως αυτό απαιτεί τουλάχιστον δέκα παίκτες, ζητούσουν την συνδρομή και αγοριών, ώστε κάθε μια από τις δύο ομάδες να έχει τουλάχιστον πέντε παίκτες.
Το μοίρασμα της ομάδας γίνονταν με ιδιαίτερο τρόπο. Οι δυο μεγαλύτερες κοπέλες στέκονταν η μία απέναντι στην άλλη και σε απόσταση τόση ώστε ανάμεσά τους να περνά άνθρωπος, αλλά και να μπορεί να πιάνει η μια τα χέρια της άλλης, τα οποία είχαν σηκωμένα στο ύψος του κεφαλιού για να δημιουργούν τόξο. Το τρίτο κατά σειρά ηλικίας κορίτσι – η μέλισσα - στέκονταν κάθετα στις άλλες δύο και πίσω του στοιχίζονταν τα υπόλοιπα παιδιά – τα μελισσόπουλα, κρατώντας το κάθε παιδί την μέση του μπροστινού του. Η πρώτη κοπέλα της γραμμής με τα παιδιά ξεκινούσε περνώντας κάτω από την γέφυρα που σχημάτιζαν με τα χέρια τους οι δύο άλλες κοπέλες, Κατά την διάρκεια της πορείας τραγουδούσαν το «Περνά – περνά η μέλισσα, με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα».
Σε κάθε πέρασμα των παιδιών κάτω από την «γέφυρα», τα δύο κορίτσια εγκλώβιζαν - κατεβάζοντας τα χέρια τους – το τελευταίο μελισσόπουλο και το ρωτούσαν ποιο χρώμα προτιμούσε, το κίτρινο ή το κόκκινο, αφού πρώτα είχαν συμφωνήσει τα δυο κορίτσια για το χρώμα της καθεμιάς τους. Ανάλογα με την απάντηση, το μελισσόπουλο πήγαινε πίσω από το κορίτσι, που αντιστοιχούσε στο χρώμα προτίμησής του.
Με αυτόν τον τρόπο χωρίζονταν σε δυο ομάδες, που δεν ήταν απαραίτητο να είναι ισομελείς και από αυτό το σημείο ξεκινούσε και το κυρίως παιγνίδι, το οποίο αποτελούνταν από δύο ενότητες.
Στην πρώτη φάση τα παιδιά χάραζαν μια γραμμή και τα δυο μεγάλα κορίτσια στέκονταν εκατέρωθεν της γραμμής αντιμέτωπες. Τα υπόλοιπα παιδιά στοιχίζονταν πίσω από την αρχηγό τους το καθένα, και πιάνονταν το καθένα σφιχτά από την μέση του προηγούμενου. Όταν οι δυο ομάδες ήταν έτοιμες, οι αρχηγοί πιάνονταν μεταξύ τους με τα χέρια και η κάθε ομάδα προσπαθούσε να τραβήξει την άλλη και να αποσπάσει τμήμα της. Αυτή η διαδικασία τέλειωνε όταν η μια ομάδα κατάφερνε να αποσπάσει όλα τα παιδιά της άλλης από την αρχηγό τους, οπότε ήταν και η νικήτρια.
Μετά την λήξη της πρώτης ενότητας του παιγνιδιού, ξεκινούσε η δεύτερη φάση . Τα κορίτσια χάρασσαν στο έδαφος δυο γραμμές παράλληλες σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων μεταξύ τους. Οι δυο ομάδες παρατάσσονταν αντιμέτωπες πίσω από τις παράλληλες γραμμές σχηματίζοντας κάθε μια τους μια αλυσίδα και ξεκινούσαν τον παρακάτω διάλογο, με πρώτη την ομάδα με τα περισσότερα παιδιά.
Ομάδα 1.: Μέλι – μέλι και μελίστηκα.
Ομάδα 2.: Και το μέλι κοίτα το.
Ομάδα 1.: Κι εγώ παράγγειλα.
Ομάδα 2.: Ποιόν;
Ομάδα 1.: Την …τάδε. (Αναφέρει το όνομα ενός κοριτσιού της αντίπαλης ομάδας)
Το παιδί που άκουγε το όνομά του άφηνε την ομάδα του και ορμούσε στην αντίπαλη ομάδα με σκοπό να σπάσει την αλυσίδα που είχαν δημιουργήσει τα παιδιά. Αν τα κατάφερνε έπαιρνε όμηρο ένα από τα παιδιά του «αδύνατου κρίκου» και συνέχιζε το παιγνίδι με πρώτη αυτήν την ομάδα να ξεκινάει τον προηγούμενο διάλογο. Σε αντίθετη περίπτωση έβγαινε στην άκρη και το παιγνίδι συνεχίζονταν με πρώτη να ξεκινάει τον διάλογο την ίδια ομάδα. Στόχος της κάθε ομάδας ήταν να βγάλει εκτός παιγνιδιού τα παιδιά της αντίπαλης ομάδας πλην του τελευταίου, το οποίο δεν θα μπορούσε να σχηματίσει αλυσίδα.
Μπίλιες- Βώλοι: Το παιγνίδι αυτό μερικοί νομίζουν ότι είναι εφεύρημα του περασμένου αιώνα που η βιομηχανία παρήγαγε τους βώλους. Όμως η βιβλιογραφία μας λέει πως το παιγνίδι αυτό παιζόταν αρκετούς αιώνες πριν και αντί για γυάλινους βώλους παιζόταν με μολυβένιους, καρύδια ή φουντούκια. Στο χωριό μας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο παιζόταν με γυάλινες μπίλιες και με καρύδια.
Οι παίκτες που έπρεπε να είναι από δύο έως επτά χάραζαν στο έδαφος μια γραμμή και σε απόσταση πέντε περίπου μέτρων (έξι βήματα) τοποθετούσαν μια πέτρα μεγέθους περίπου μιας γροθιάς. Κάθε παίκτης έριχνε από την γραμμή μια μπίλια όσο πιο κοντά μπορούσε στην πέτρα. Μετά το ρίξιμο από όλους του παίκτες μετρούσαν με ένα ξυλαράκι ή με τα δάκτυλα ποιός πήγε πιο κοντά την μπίλια του στην πέτρα – σημάδι, ποιος ήταν δεύτερος, τρίτος κ.ο.κ. Η σειρά κλήρωσης αντιστοιχούσε σε εκείνη που θα έπαιρναν οι παίκτες στο παιγνίδι.
Για να αρχίσει το παιγνίδι οι παίκτες απομάκρυναν την πέτρα και στην θέση της σχημάτιζαν έναν ελλειπτικό κύκλο όπου εκεί τοποθετούσαν στην σειρά από μια μπίλια ο καθένας. Το οβάλ αυτό σχήμα το λέγαμε «πέκι» και δεν ήταν μεγαλύτερο από είκοσι εκατοστά. Αυτός που είχε την σειρά έριχνε από την γραμμή των πέντε μέτρων την μπίλια του και προσπαθούσε να απωθήσει από την θέση τους τις στημένες μπίλιες. Όσες έβγαζε έξω από το πέκι και η απόστασή τους ήταν πιο κοντά στην μπίλια του απ’ ό,τι στο πέκι γίνονταν δικές του. Στην συνέχεια ο παίκτης από το σημείο που ήταν η μπίλια του εκτόξευε την μπίλια του προς τις υπόλοιπες που είχαν μείνει στο πέκι ή σημάδευε να χτυπήσει κάποια μπίλια από αυτές που έβγαλε μεν από το πέκι, αλλά η απόσταση της μπίλιας του ήταν μεγαλύτερη από την απόσταση προς το πέκι. Αν τα κατάφερνε τότε συνέχιζε μέχρι να αστοχήσει, οπότε συνέχιζε ο επόμενος παίκτης.
Το ρίξιμο της μπίλιας από την γραμμή προς το πέκι γινόταν όπως ήθελε ο καθένας, αλλά στην συνέχεια άλλαζε ο τρόπος εκτόξευσης της μπίλιας και γινόταν ως εξής: Ο παίκτης μισοέσφιγγε τα δάκτυλά του και έφερνε τον αντίχειρα μεταξύ του δείκτη και του μέσου δακτύλου. Στην κοιλότητα που σχηματιζόταν στον δείκτη τοποθετούσε την μπίλια και με τον αντίχειρα ως εκτοξευτή σημάδευε την μπίλια, που ήθελε να πετύχει. Το παιγνίδι τέλειωνε όταν όλες οι μπίλιες που είχαν μπει στο πέκι, βγήκαν εκτός χώρου και κερδήθηκαν από κάποιον παίκτη, οπότε ξεκινούσε πάλι, με την αρχική πάντα σειρά, αφού πάλι καθένας τοποθετούσε στο πέκι από μια μπίλια.
Αυτό που περιγράφηκε μέχρι τώρα ήταν παιγνίδι για τις πλούσιες μέρες, που όλοι οι παίκτες είχαν καμμιά δεκαριά μπίλιες να διαθέσουν για το παιγνίδι. Αλλά αυτή ήταν μια δυο φορές τον χρόνο, οπότε τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου βάζανε στο πέκι καρύδια και αυτό ήταν το κέρδος.
Πολλές φορές δεν υπήρχαν μπίλιες, ούτε γι’ αυτήν την μπίλια, που κάναμε χρήση εκτοξευτή, οπότε και διαλέγαμε ένα καρύδι όσο πιο στρογγυλό γινόταν για να είναι κατάλληλο στον χειρισμό και το λέγαμε «κούκο».
Αν κάποιος κατόρθωνε να στείλει την μπίλια του μέσα στη πέκι, τότε έπαιρνε πάλι την μπίλια, στεκόταν πάνω από το πέκι και σημάδευε κατακόρυφα μια μπίλια μέσα στο πέκι. Άφηνε την μπίλια να πέσει και αν κατάφερνε να βγάλει κάποια μπίλια έξω από το πέκι την κέρδιζε και συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο για τις υπόλοιπες μέχρι να αστοχήσει.
Ένα πράγμα να ξέρει αυτός που θα παίξει αυτό το παιγνίδι. Τα πιο νόστιμα καρύδια που θα έχει φάει στην ζωή του είναι τα κερδισμένα.
Μπιζ : Αγορίστικο παιγνίδι για μικρούς και μεγάλους, οι μικροί με τους μικρούς και οι μεγάλοι με τους μεγάλους. Αυτό γίνεται γιατί η σφαλιάρα σ’ αυτό το παιγνίδι πάει σύννεφο. Φαντασθείτε έναν μεγάλο να σφαλιαρίζει ένα μικρό, θα έστελνε τον μικρό στον γιατρό.
Αφού γινόταν η κλήρωση με αρίθμηση ή με σκουρτίτσα για το ποιος θα στηθεί, όπως λέγαμε, ξεκινούσε το παιγνίδι. Ο «τυχερός» έφερνε την παλάμη του δεξιού του χεριού στην δεξιά πλευρά του προσώπου σαν παρωπίδα, ενώ το αριστερό του χέρι το περνούσε κάτω από την μασχάλη του δεξιού χεριού με τεντωμένη την παλάμη. Τα άλλα παιδιά στέκονταν πίσω του και ένα από αυτά χτύπαγε την παλάμη αυτού που τα φύλαγε. Το παιδί που τα φύλαγε γυρνούσε προς τα πίσω και προσπαθούσε να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Τότε αντίκριζε τα χέρια των άλλων σηκωμένα με τον δείκτη τεντωμένο και τα άλλα δάκτυλα μαζεμένα για να μην δει αυτός που τα φυλάει την κοκκινισμένη από το κτύπημα παλάμη του παίκτη. Ταυτόχρονα οι παίκτες έβγαζαν ένα βουητό σαν να ήταν μπουρμπούνια, μπίιιιιιιζ.
Αν ο παίκτης που τα φύλαγε μάντευε σωστά απαλλάσσονταν απ’ το μαρτύριο του καρπαζοεισπράκτορα και την θέση του την έπαιρνε αυτός που έδωσε την καρπαζιά. Αν όμως δεν μάντευε σωστά τότε το παιγνίδι συνεχίζονταν με τον ίδιον παίκτη στην θέση του θύματος.
Την δεκαετία του ’70 λανσαρίστηκε μια παραλλαγή του μπιζ, το λεγόμενο «αμερικάνικο». Ήταν παιγνίδι σικέ, που οι πολλοί ψάχνανε κάποιον αφελή, ώστε να τον έχουν μόνιμο καρπαζοεισπράκτορα. Αλλά αυτό δεν θεωρείται παιγνίδι και δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς.
Πεντόβολα: Παιγνίδι για δύο με τρία παιδιά, τα οποία ουσιαστικά εκπαιδεύονταν στην ταχυδακτυλουργία. Το κάθε παιδί έπρεπε να έχει στην κατοχή του πέντε στρογγυλά πετραδάκια σαν βώλους και επειδή ήταν δυσεύρετα τα φτιάχναμε από κεραμίδια.Παίρναμε ένα κομμάτι κεραμίδι, το σπάζαμε σε μικρά κομμάτια και μετά το τρίβαμε σε πέτρες μεγάλες – κατά προτίμηση στουρνάρια – για να το στρογγυλέψουμε. Επειδή αυτή η διαδικασία απαιτούσε κόπο και χρόνο, τα πεντόβολα αυτού του είδους ήταν πολύτιμα και τα φυλάγαμε στην τσέπη μας για να τα χρησιμοποιήσουμε όποτε είχαμε χρόνο και διάθεση για παιγνίδι.
Η σειρά των παικτών καθορίζονταν με την σκουρτίτσα ή με το ρίξιμο των πεντόβολων προς τα επάνω και όποιος συγκρατούσε κατά την πτώση τους τα περισσότερα με την εξωτερική πλευρά της παλάμης αυτός ξεκινούσε πρώτος το παιγνίδι.
Το παιγνίδι είχε τρεις ενότητες:
1η ενότητα: Ο παίκτης έπαιρνε τα πεντόβολα στην παλάμη του και το ένα εξ αυτών μεταξύ δείκτη και αντίχειρα, το οποίο και πετούσε ψηλά. Στο ενδιάμεσο διάστημα (άνοδος – κάθοδος)έπρεπε να σκορπίσει κάτω τα υπόλοιπα και να πιάσει με το ίδιο χέρι τον ιπτάμενο βώλο όταν βρισκόταν σε καθοδική τροχιά. Στην συνέχεια έριχνε πάλι πάνω τον βώλο, έπιανε έναν από τους σκορπισμένους βώλους και ξανάπιανε με το ίδιο χέρι τον άλλον βώλο καθώς έπεφτε. Με τον ίδιον τρόπο μάζευε στην χούφτα του και τους τέσσερις σκορπισμένους βώλους. Στην συνέχεια ήταν υποχρεωμένος με τον ίδιον τρόπο να μαζέψει ανά δύο και τους τέσσερις σκορπισμένους βώλους. Στην συνέχεια ανά ένα και τρία και τέλος τους τέσσερις βώλους μαζί, πάντα με το ένα χέρι. Αν ο παίκτης σε κάποιο από τα δεκατρία ριξίματα που αντιστοιχούν στην παραπάνω διαδικασία αποτύγχανε, σταματούσε αμέσως την προσπάθεια και αναλάμβανε ο επόμενος.
Ο παίκτης που κατάφερνε να περάσει την πρώτη ενότητα συνέχιζε με την επόμενη, ενώ εκείνος που έχανε θα ξεκινούσε την προσπάθεια του από το σημείο της αποτυχίας του και όχι από την αρχή.
2η ενότητα: Την δεύτερη ενότητα την λέγαμε «Καμάρα» και γινόταν ως εξής: Ο παίκτης έβαζε τον δείκτη του αριστερού του χεριού πάνω στον μέσο δάκτυλο και με τον αντίχειρα τεντωμένο σχημάτιζε τόξο. Έπειτα τις δύο άκρες των δακτύλων (μέσου και αντίχειρα) τις ακουμπούσε στο έδαφος κι έτσι σχηματίζονταν η καμάρα (τοξωτό γεφύρι). Με το δεξί χέρι έπαιρνε τα πεντόβολα, τους τέσσερις βώλους στην χούφτα και τον πέμπτο με τον αντίχειρα και δείκτη. Πετούσε τον έναν βώλο επάνω, άφηνε τους τέσσερις βώλους κοντά στην καμάρα κι έπιανε ταχύτατα τον πέμπτο βώλο κατά την κάθοδό του. Στην συνέχεια πετούσε τον βώλο επάνω και μέχρι να κατέβει έπρεπε να περάσει έναν από τους βώλους του εδάφους μέσα από την καμάρα και να προφτάσει να πιάσει τον πέμπτο βώλο στην κάθοδό του. Αν δεν κατάφερνε να περάσει με την πρώτη προσπάθεια τον βώλο του εδάφους μέσα από την κάμαρα και είχε πιάσει τον άλλο βώλο στην κάθοδό του, δικαιούνταν και δεύτερη προσπάθεια. Το ίδιο γινότανε και με τους υπόλοιπους βώλους του εδάφους μέχρι να τους περνούσε όλους μέσα απόν κάμαρα. Τον τελευταίο όμως βώλο έπρεπε να τον περάσει με μια και μόνο προσπάθεια. Στο τέλος έπρεπε με δύο και μόνο προσπάθειες να μαζέψει στην χούφτα του όλους τους σκορπισμένους βώλους στο έδαφος, οπότε και ανακηρύττονταν νικητής αυτής της ενότητας και μπορούσε να συνεχίσει στην τρίτη ενότητα.
3η ενότητα:Ο παίκτης τοποθετούσε την παλάμη του χεριού του στο έδαφος με τα δάκτυλα ανοικτά, πετούσε τον έναν βώλο ψηλά, άφηνε τους υπόλοιπους τέσσερις στο έδαφος και έπιανε τον βώλο, που είχε πετάξει ψηλά, στην κάθοδό του. Με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού ανοικτά και ακουμπισμένα στο έδαφος σχηματίζονταν τέσσερις θέσεις , στις οποίες ο παίκτης ήταν υποχρεωμένος να τοποθετήσει και από έναν βώλο. Πετούσε τον πέμπτο βώλο ψηλά, έπιανε έναν βώλο του εδάφους τον έβαζε σε ένα άνοιγμα των δακτύλων και έπιανε τον πέμπτο βώλο στην κάθοδό του. Αφού έβαζε και τους τέσσερις βώλους στην θέση του ακολουθούσε η διαδικασία του μαζέματος των τεσσάρων βόλων με τον ίδιον τρόπο που τοποθετήθηκαν. Ο παίκτης που θα ολοκλήρωνε πρώτος και αυτή την ενότητα ανακηρύσσονταν νικητής του παιγνιδιού.
Το παιγνίδι συνεχίζονταν από την αρχή με πρώτο όμως παίκτη τον ηττημένο για να δοθεί και σε αυτόν η δυνατότητα να δείξει τις ικανότητές του.
Πετάει – πετάει: Το παιγνίδι αυτό παιζόταν κατά βάση από δύο παιδιά, βέβαια και περισσότερα να ήταν δεν υπήρχε πρόβλημα. Με κλήρωση ορίζονταν ο αρχηγός, ο οποίος είχε ως σκοπό να παραπλανήσει τους συμπαίκτες του και να δηλώσουν πως πετάει κάποιο τετράποδο ζώο ή αντικείμενο. Οι παίκτες κάθονταν ο ένας απέναντι στο άλλο ή σε κύκλο με τα πρόσωπα στραμμένα προς το κέντρο αν οι παίκτες ήταν περισσότεροι από δύο.
Ο αρχηγός έλεγε: πετάει – πετάει …(ανέφερε ένα πουλί, ένα έντομο ή κάποια ιπτάμενη κατασκευή) και ταυτόχρονα σήκωνε το χέρι του. Αν αυτό που ανέφερε ο αρχηγός όντως πετούσε, έπρεπε να σηκώσουν και τα άλλα παιδιά το χέρι τους. Αν κάποιος δεν το σήκωνε ήταν ο χαμένος και έπεφτε η σχετική καζούρα. Το ίδιο γινότανε αν ο αρχηγός ανέφερε κάτι που δεν πετούσε και κάποιος σήκωνε το χέρι του δηλώνοντας έτσι πως πετούσε.
Το παιγνίδι στηρίζονταν στην οξυδέρκεια του αρχηγού να μπλέκει με ομοιοκατάληκτες λέξεις τους παίκτες και να τους μπερδεύει.
Παράδειγμα:
Πετάει – πετάει το χελιδόνι
Πετάει – πετάει τ’ αηδόνι
Πετάει - πετάει το πελαργόνι.
Το πελαργόνι είναι καλλωπιστικό φυτό και δεν πετάει. Όμως οι παίκτες παρακινούμενοι από τα δυο πρώτα πουλιά και στο άκουσμα της λέξης «πελαργόνι» νόμιζαν πως γίνονταν αναφορά στον πελαργό και έτσι έπεφταν στην παγίδα με επακόλουθο την σχετική καζούρα και το γέλιο που την συνόδευαν.
Πετροπόλεμος: Παιγνίδι επικίνδυνο και παιζόταν κατά ομάδες, κύρια μετά το τελείωμα του σχολείου. Οι ομάδες δεν ήταν ανάγκη να χωρισθούν, γιατί η ίδια η πορεία προς τα σπίτια τους τις δημιουργούσε. Έτσι είχαμε την ομάδα της Καλούτσιανης και την ομάδα της Πλατείας, αντιγράφοντας σημεία της πρωτεύουσας του νομού μας.
Στην αρχή οι πέτρες που πετούσε η μια ομάδα στην άλλη ήταν μικρές και πετιόνταν χαμηλά, ώστε αν χτυπηθεί κάποιος να μην έχει σοβαρές συνέπειες. Όμως όλο και θα γινόταν η στραβή και κάποιος θα δεχόταν πετριά σε καίριο σημείο, οπότε άναβαν τα αίματα και γίνονταν κανονικός πόλεμος. Πρέπει να σημειωθεί πως πλεονέκτημα είχαν αυτοί που ήταν στα ψηλά του χωριού, διότι πιο εύκολα και πιο μακριά πετούσαν τις πέτρες γι’ αυτό και σχεδόν πάντα η Καλούτσιανη ήταν η ηττημένη. Ο πετροπόλεμος δεν ξεκινούσε με συμφωνίες και όρους, αλλά αιτία ήταν οι παρεξηγήσεις μεταξύ των παιδιών, βεντέτα, ή ακόμη και η συνήθεια που είχαν όταν έβγαιναν από το σχολείο να χτυπά ο ένας τον άλλον με τις σάκες και να του θυμίζει την υποχρέωση να χαιρετίσει τους γονείς του. Ήταν χαρακτηριστική η φράση «Να πεις στην μάννα σου και τον πατέρα σου καλημέρα και καλησπέρα».
Πόσα αστέρια:Το παιγνίδι αυτό παιζόταν με δύο παίκτες ή ανά δύο, αν οι παίκτες ήταν πολλοί. Οι παίκτες στέκονταν όρθιοι με τις πλάτες τους να ακουμπούν μεταξύ τους. Έφεραν τα χέρια τους πίσω και τα έμπλεκαν μεταξύ τους στην θέση του αγκώνα. Τότε ο ένας έσκυβε και το άλλο παιδί έπεφτε πάνω στην πλάτη του και όταν έφθανε σε σημείο να κοιτάζει τον ουρανό τον ρωτούσε.
- Πόσα άστρα βλέπεις;
-Πέντε κι ένα!
-Γύρνα πάρε με κι εμένα, ανταπαντούσε ο σκυμμένος.
Έτσι άλλαζαν ρόλους και το παιγνίδι συνεχίζονταν μέχρι να κουραστούν.
Τα σκαμνάκια: Όσο πιο πολλά παιδιά τόσο γούστο και κέφι είχε αυτό το παιγνίδι. Κατά κύριο λόγο ήταν αγορίστικο, αλλά δεν αποκλείονταν και τα κορίτσια. Τα παιδιά έμπαιναν στη σειρά το ένα πίσω από το άλλο και σε απόσταση τριών περίπου μέτρων από το πρώτο παιδί στεκόταν ένα άλλο με σκυμμένο το κορμί και τα χέρια στους μηρούς για καλύτερη στήριξη. Το πρώτο παιδί της σειράς έπαιρνε φόρα και μόλις έφθανε στο σκυμμένο παιδί ακουμπούσε τα χέρια πάνω του χρησιμοποιώντας τα ως εφαλτήριο και πηδούσε από πάνω του. Αμέσως μετά προχωρούσε τέσσερα – πέντε βήματα μπροστά και στεκόταν και αυτό στην ίδια σκυμμένη στάση. Έτσι τα σκαμνάκια γίνονταν δύο. Με τον ίδιο τρόπο κάθε παιδί της σειράς πηδούσε πάνω από κάθε «σκαμνάκι» και έπαιρνε την δική του θέση, μέχρι να εξαντληθεί η σειρά. Μόλις το τελευταίο παιδί της σειράς των όρθιων έπαιρνε την θέση του στο τέλος της σειράς με τα σκαμνάκια , τότε σηκωνόταν το πρώτο σκυμμένο παιδί και αφού πηδούσε πάνω απ’ όλα τα σκαμνάκια, έπαιρνε πάλι θέση σκαμνακιού στο τέλος της σειράς.
Αυτή η διαδικασία συνεχίζονταν με την μορφή της αλυσίδας, οπότε και μπορούσαν να διανύσουν χιλιόμετρα κάνοντας άλματα.
Τα σκλαβάκια: Για να παιχθεί το παιγνίδι αυτό χρειαζόταν πάνω από δέκα παιδιά, τα οποία χωρίζονταν σε δύο ισομελείς ομάδες. Το μοίρασμα γινόταν από τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, που είχαν αρχηγικό ρόλο και συνήθως η διαλογή γίνονταν με επιλογή (δικός σου – δικός μου) και σπάνια γίνονταν με σκουρτίτσα ή λάχνισμα. Στην συνέχεια χαράσσονταν δύο παράλληλες γραμμές μήκους τεσσάρων περίπου μέτρων και σε απόσταση μεταξύ τους δεκαπέντε περίπου μέτρων. Η κάθε ομάδα ταμπουρωνόταν πίσω από κάθε γραμμή και ήταν έτοιμη να ξεκινήσει το παιγνίδι. Απαραίτητο ήταν να φτιάξει η κάθε ομάδα και την φυλακή, όπου θα έβαζε τους αιχμαλώτους, που θα έπιανε κατά την διάρκεια του παιγνιδιού. Η φυλακή, που τη λέγανε και κλουβί, ήταν ένας κύκλος που χαράσσονταν στο έδαφος, με διάμετρο ενάμισι περίπου του μέτρου, στα δεξιά της γραμμής της κάθε ομάδας.
Το παιγνίδι ξεκινούσε με την εντολή του αρχηγού στον πιο ζωηρό της ομάδας του να βγει από την οχυρωματική γραμμή και να προκαλέσει την αντίπαλη ομάδα. Τότε έβγαινε ένας παίκτης της αντίπαλης ομάδας και κυνηγούσε τον αντίπαλο και αν τον έπιανε τον σκλάβωνε, τον έβαζε στο κλουβί. Η ομάδα του σκλαβωμένου όφειλε να προσπαθήσει να ξελευτερώσει τον συμπαίκτη της. Κατά το κυνηγητό που γινόταν, πάντα μέσα στον χώρο που είχε καθορισθεί με τις γραμμές, τα πράγματα μπορεί να μπλέκονταν και υπήρχαν στιγμές που ένας παίκτης κυνηγούσε τον αντίπαλο παίκτη και τον ίδιο τον κυνηγούσε κάποιος άλλος παίκτης, τον άλλο κάποιος άλλος αντίπαλος και έτσι όλοι σχεδόν οι παίκτες να βρίσκονται στο γήπεδο, εκτός από έναν της κάθε ομάδας, ο οποίος φύλαγε το οχυρό της ομάδας του για να μην πέσει στον αντίπαλο.
Το παιγνίδι τέλειωνε αν το οχυρό μιας ομάδας έπεφτε στον αντίπαλο, αφού για κάποιον λόγο είχε εγκαταλειφθεί από τον φύλακά του, πράγμα σπάνιο ή αν μια ομάδα κατάφερνε να σκλαβώσει όλους τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας χωρίς η ίδια να έχει κάποιον σκλαβωμένο συμπαίκτη της.
Πρέπει τέλος να σημειωθεί πως το ξεσκλάβωμα γινόταν αν ένας παίκτης της ίδιας ομάδας κατάφερνε να αγγίζει τον σκλαβωμένο συμπαίκτη του.
Η σκλέντζα: Για να παιχθεί αυτό το παιγνίδι χρειάζονταν τουλάχιστον δύο παιδιά, ανοιχτός χώρος και κάθε παίκτης να έχει την σκλέντζα και το σκλεντζί του.
Η σκλέντζα είναι μια βέργα διαμέτρου δύο εκατοστών περίπου (την λέγαμε και σκόπι) και μήκος έως ένα μέτρο. Το σκλεντζί ήταν μια βέργα της ίδιας διαμέτρου με την σκλέντζα και μήκος είκοσι με εικοσιπέντε εκατοστά. Οι άκρες του σκλεντζιού ήταν πελεκημένες σε μήκος τριών εκατοστών ώστε να δημιουργηθεί μια συστολή και σε αυτό το σημείο η διάμετρος ήταν περίπου ένα εκατοστό. Αυτό γίνονταν γιατί όταν το σκλεντζί βρισκόταν στο έδαφος και για να πετύχουμε την αναπήδησή του το κτυπούσαμε στην άκρη και λόγω του καινού σε αυτό το σημείο το πετυχαίναμε. Όταν αυτό βρίσκονταν στον αέρα το κτυπούσαμε με την σκλέντζα για να το στείλουμε όσο πιο μακριά μπορούσαμε, που αυτός ήταν και ο στόχος μας.
Το παιγνίδι αυτό το παίζαμε σε δύο παραλλαγές, το Βουδιβιστινό και το Γιαννιώτικο. Η κλήρωση για να αναδειχθεί αυτός που θα παίξει πρώτος γίνονταν με σκουρτίτσα ή τα βήματα της πατούσας, ενώ πολλές φορές γίνονταν με το κρυμμένο πετραδάκι στην τσέπη.
1η περίπτωση: Σκάβαμε μια γουβίτσα, η οποία ήταν και το σημείο απ’ όπου θα ξεκινούσε ο παίκτης. Όταν ήταν έτοιμα τα προκαταρκτικά, ο παίκτης πήγαινε στην γούβα και οι υπόλοιποι απομακρύνονταν σε απόσταση είκοσι περίπου μέτρων και κάνανε «καρτέρι» στο σκλεντζί. Τότε ο παίκτης της αφετηρίας πετούσε στον αέρα με το αριστερό του χέρι το σκλεντζί – περίπου δυο μέτρα – και όταν αυτό κατέρχονταν προσπαθούσε να το κτυπήσει με την σκλέντζα και να το διώξει όσο πιο μακριά μπορούσε. Οι άλλοι όμως παίκτες καραδοκούσαν και προσπαθούσαν να αποκρούσουν στον αέρα το σκλεντζί. Όποιος τα κατάφερνε έπαιρνε την θέση στην αφετηρία και ξεκινούσε αυτός το παιγνίδι. Αν κανείς δεν κατάφερνε να αποκρούσει το σκλεντζί, τότε ο παίκτης είχε δικαίωμα να πάει στο σημείο που ήταν πεσμένο το σκλεντζί και με κτύπημα στο άκρο του να καταφέρει να το κάνει να αναπηδήσει και την στιγμή που ήταν στο αέρα να το κτυπήσει με την σκλέντζα, ώστε να το απομακρύνει ακόμη περισσότερο. Αν τα κατάφερνε τότε ο παίκτης είχε δικαίωμα δεύτερης και τρίτης προσπάθειας. Αν ο παίκτης καθώς κτυπούσε το σκλεντζί για αναπήδηση κατάφερνε πριν του δώσει το κτύπημα, να το κάνει να κάνει γκελ, τότε το μέτρημα της απόστασης διπλασιάζονταν και το λέγαμε «διπλή». Αν κατάφερνε περισσότερα γκελ τότε πολλαπλασιάζονταν ανάλογα και η απόσταση που κατάφερνε να διώξει το σκλεντζί από την αφετηρία.
Το μέτρημα της απόστασης γινόταν με βήματα ή με την σκλέντζα και ανάλογα τα βήματα ήταν και οι πόντοι του παίκτη. Για παράδειγμα, αν ο παίκτης έστελνε το σκλεντζί του πενήντα μέτρα μακριά από την αφετηρία θα είχε πενήντα πόντους. Αν τώρα ο παίκτης κατά το δεύτερο κτύπημα κατάφερνε δέκα γκελ, τότε τα πενήντα μέτρα μετατρέπονταν σε πεντακόσιους πόντους. Αυτή η εκδοχή δεν ήταν ακατόρθωτη γιατί υπήρχαν πολλοί ικανοί χειριστές της σκλέντζας.
Με το τέλειωμα της προσπάθειας του πρώτου παίκτη συνέχιζε ο δεύτερος, ο τρίτος κοκ., εκτός από την περίπτωση που κάποιος απέκρουε το σκλεντζί του παίκτη κατά το πρώτο κτύπημα, οπότε αυτός που το απέκρουσε έπαιρνε την θέση στην αφετηρία για το πρώτο του κτύπημα.
Στο τέλος του παιγνιδιού γινότανε το τελικό μέτρημα των πόντων του καθενός και νικητής αναδεικνύονταν αυτός που είχε συγκεντρώσει τους περισσότερους πόντους.
2η περίπτωση (Γιαννιώτικο): Το Γιαννιώτικο το παίζανε τα μικρά παιδιά και αυτά που δεν είχαν ταλέντο στο γκελ ή στην απόκρουση. Αφού γίνονταν η σχετική κλήρωση για την σειρά που θα έπαιζε κάθε παίκτης χαράσσονταν στο έδαφος ένας κύκλος διαμέτρου δύο περίπου μέτρων. Ο παίκτης έμπαινε μέσα στο κύκλο και ένας άλλος παίκτης πετούσε το σκλεντζί του με κατεύθυνση προς τον παίκτη στο κύκλο. Τότε ο παίκτης του κύκλου προσπαθούσε να κτυπήσει το σκλεντζί στον αέρα και να το διώξει όσο μακριά μπορούσε. Στο παιγνίδι αυτό τα πάντα ήταν απλά γιατί δεν υπάρχει απόκρουση των άλλων παικτών, ούτε δυνατότητα δεύτερης και τρίτης προσπάθειας, αλλά ούτε και μετράνε τα γκελ που θα κάνει ο παίκτης. Το μέτρημα γίνονταν με τις σκοπιές (μια σκοπιά ίση με το μήκος της σκλέντζας του παίκτη) και νικητής αναδεικνύονταν αυτός που θα έστελνε μακρύτερα το σκλεντζί.
Το σχοινάκι: Αγαπημένο παιγνίδι των αρχαίων ελληνοπαίδων και αυτό φανερώνεται τόσο από παραστάσεις σε αγγεία, όσο και από αναφορές των αρχαίων συγγραφέων.
Το σχοινάκι δεν είναι μόνο παιγνίδι αλλά και από τους καλύτερους τρόπους εκγύμνασης του σώματός μας. Για το παιγνίδι αυτό χρειάζεται ένα σχοινί δυόμισι περίπου μέτρων, όταν παίζει ένα παιδί και έξι με επτά μέτρα όταν είναι περισσότερα παιδιά. Όταν είναι ένα παιδί πιάνει από τις δύο άκρες το σχοινί και κινεί προσπαθώντας να διαγράψει κυκλική τροχιά. Όταν το κατερχόμενο σχοινί φθάσει κοντά στα πόδια του πρέπει το παιδί να αναπηδήσει ώστε αυτό να περάσει από κάτω χωρίς να μπλεχτεί στα πόδια του. Αυτό συνεχίζεται σε κάθε κυκλική διαδρομή του σκοινιού, μέχρις ότου το σκοινί μπλεχτεί στα πόδια του ή κουραστεί το ίδιο το παιδί.
Με τον ίδιον τρόπο μπορούν να παίξουν και δύο παιδιά μαζί. Αυτό γίνεται αφού ξεκινήσει το ένα παιδί κάνοντας μερικές κυκλικές τροχιές με το σχοινάκι και μόλις σταθεροποιηθεί ο ρυθμός τότε καλεί το δεύτερο παιδί να μπει στον διαγραφόμενο κύκλο και με συγχρονισμένες αναπηδήσεις να παίξουν παρέα.
Αν τα παιδιά ήταν πάνω από τρία και ανάλογα με τον αριθμό και το ύψος των παιδιών χρειάζονταν και αντίστοιχο μήκος σχοινιού. Δύο παιδιά αναλάμβαναν να πιάσουν τα δύο άκρα του σχοινιού και με συντονισμένες κινήσεις να θέσουν το σκοινί σε κυκλική τροχιά. Τα παιδιά που συμμετέχουν στο παιγνίδι προσπαθούν να μπουν στην τροχιά του σκοινιού και με αναπηδήσεις να αποφεύγουν το μπέρδεμα με το σχοινί.
Σε περίπτωση που κάποιο παιδί μπερδέψει τα πόδια του στο σκοινί, τότε βγαίνει από το παιγνίδι και αναλαμβάνει να πιάσει μια από τις δυο άκρες του σκοινιού, ώστε να συμμετέχουν στην ομάδα με τις αναπηδήσεις και τα παιδιά που ήταν επιφορτισμένα με την κυκλική κίνηση του σκοινιού. ‘Έτσι το παιγνίδι συνεχίζονταν και τα παιδιά αλλάζοντας ρόλους γυμνάζονταν διασκεδάζοντας.
Πολλές φορές τα παιδιά μετρούσαν τις αναπηδήσεις που κατάφερναν να κάνουν χωρίς να μπλεχτούν τα πόδια τους στο σχοινί και αυτός που έκανε τις περισσότερες ανακηρύσσονταν νικητής.
Τριώτα: Είναι ένα παιγνίδι που έρχεται ως τις μέρες μας από τα αρχαία χρόνια. Το παιγνίδι αυτό παιζόταν από δύο παιδιά. Απαραίτητα εργαλεία για να παιχθεί η τριώτα ήταν δύο. Μια πέτρινη πλάκα, όταν ο παίκτης ήταν στο ύπαιθρο, μια σχολική πλάκα ή ένα φύλλο χαρτί όταν οι παίκτες βρίσκονταν στο σπίτι. Τα άλλα εργαλεία ήταν για κάθε παίκτη τρία πετραδάκια, βελανίδια, κομματάκια από κεραμίδια, ακόμη και σπόροι δημητριακών, διαφορετικοί όμως για κάθε παίκτη για να μην μπερδεύονται.
Στην πλάκα χάρασσαν με ανάλογο αντικείμενο ένα τετράγωνο και τις δύο διαμέσους του τετραγώνου. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνταν εννέα σημεία τομής, όπου τέμνονταν ανά δύο οι ευθείες μεταξύ τους.
Με σκουρτίτσα ή μονά-ζυγά ορίζονταν ποιος θα βάλει πρώτος πετραδάκι και ποιος δεύτερος σε ένα από τα σημεία τομής. Στόχος του κάθε παίκτη ήταν να βάλει έτσι τα πετραδάκια του ώστε να βρίσκονται σε ευθεία γραμμή μεταξύ τους. Βέβαια ο άλλος καραδοκούσε και παρέβαλλε ένα πετραδάκι έτσι που να χαλάει τα σχέδια του αντιπάλου και να βάλει ο ίδιος στην ίδια ευθεία τα δικά του πετραδάκια. Αν δεν τα κατάφερνε κανένας με τις τρεις πρώτες κινήσεις, τότε άρχιζαν οι μετακινήσεις των πετραδιών σε γειτονικά και μόνο για το καθένα ελεύθερα σημεία με στόχο πάντα τον σχηματισμό τριώτας ή τρίτσας, όπως την λέγαμε. Αν κάποιος κατόρθωνε να δημιουργήσει τριώτα έπαιρνε έναν πόντο και νικητής αναδεικνύονταν αυτός που θα συγκέντρωνε τόσους πόντους, όσους είχαν από την αρχή συμφωνήσει οι δύο παίκτες.
Αν οι παίκτες ήταν σαΐνια, ή έβρισκαν το παιγνίδι αυτό κάπως ανιαρό, τότε κατέφευγαν σε μια παραλλαγή του παιγνιδιού με τρία τετράγωνα, το ένα μέσα στο άλλο και τέσσερις γραμμές τραβηγμένες έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό με το μεσαίο τετράγωνο. Αυτό το σύμπλεγμα λεγόταν εννιάρα, γιατί ο κάθε παίκτης αντί τρία είχε εννέα πετραδάκια. Βέβαια δεν έφτιαχνε εννιάδες αλλά τρίτσες. Το παιγνίδι, όμως, γίνονταν πολύ δύσκολο, γιατί οι ευθείες ήταν πλέον δεκαέξι και τα σημεία τομής εικοσιτέσσερα, ενώ ο παίκτης είχε εννέα επιλογές μετακίνησης των πετραδιών του. --