Ο Τάκη-Καλλιόπης – έτσι αποκαλούσαμε τότε τον καλό κι πάντα αγαπητό μου φίλο Τάκη Θεμελή – είχε ανακαλύψει ένα πρωτότυπο παιχνίδι.
Στη δημοσιά, λίγο μετά τον λάκκο στον πλάτανο ο δρόμος είχε μια μικρή κλίση από την έξω προς την μέσα πλευρά του δρόμου. Εκεί υπήρχε εγκαταλελειμμένο ένα μεγάλο μεταλλικό βαρέλι, με ανοιχτή την μια του βάση. Έσπρωχνε, λοιπόν, ο Τάκης το βαρέλι μέχρι την άκρη του δρόμου, έμπαινε μέσα στο βαρέλι και κατρακυλούσε μέχρι την άλλη πλευρά, όπου υπήρχε και το αυλάκι που μάζευε τα νερά και τα ΄ριχνε στον λάκκο.
Έτυχε την ώρα που ο Τάκης έπαιζε το πρωτότυπο αυτό παιγνίδι να περνάω από κει καλπάζοντας με την φοράδα. Βλέπω από μακριά το βαρέλι στην άκρη του δρόμου και καθώς βρέθηκα λίγο μέτρα μακριά του, το βαρέλι άρχισε να κατρακυλάει κάθετα στον δρόμο.
Η φοράδα μ’ ένα σάλτο πηδάει το βαρέλι, που ΄χε στο μεταξύ φτάσει στα πόδια της, κι εγώ, με κομμένη την ανάσα, βρέθηκα καβάλα στο βαρέλι.
Ακόμη και σήμερα γελάω καθώς θυμάμαι να ξεπροβάλλει μέσα απ’ το βαρέλι ένα κεφάλι. Ήταν ο Τάκη-Καλλιόπης.
Ι.Μότσης