1
|
Ναι
|
19/01/2012 18:48:42
|
αβέρτα (επίρρ.)
|
συνεχώς, φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα
|
εκ του λατινικού apertus = ανοιχτό
|
Λατινική
|
2
|
Ναι
|
19/01/2012 18:55:08
|
αγκούσα (η)
|
δυσφορία απροσδιόριστης αιτίας
|
εκ του ογκούμαι = συσσωρεύομαι, εξογκούμαι
|
Αρχαία Ελληνική
|
3
|
Ναι
|
|
γίνομαι
|
(για ζύμη) ΄ξεκουράζεται΄, είναι έτοιμο, έχει φουσκώσει, \r\nγια τήρα στο σκαφίδι΄μη γίγκε το ψωμί (μήπως είναι έτοιμο το ζυμάρι για να το βάλουμε στο ταψί και στη συνέχεια στη γάστρα)
|
από το γίνομαι
|
Καθομιλουμένη
|
5
|
Ναι
|
19/01/2012 23:01:48
|
αντάρα (η)
|
η ομίχλη, μτφ. σύγχυση, χαμός, μπάχαλο
|
ανά + ταράσσω
|
Αρχαία Ελληνική
|
6
|
Ναι
|
19/01/2012 23:02:49
|
αρέντα
|
τροχάδην
|
λατ.: rheda =άμαξα
|
Λατινική
|
7
|
Ναι
|
19/01/2012 23:04:05
|
αρμάθα /αρμαθιά (η)
|
πολλά πράγμτα μαζεμένα το ένα πάνω στο άλλο
|
εκ του "ορμάθιον" = σειρά, αλυσίδα
|
Αρχαία Ελληνική
|
8
|
Ναι
|
19/01/2012 23:04:42
|
αυτού
|
εκεί, τοπικό επίρρημα. Αυτού ψηλά που περπατείς κλπ.....
|
εκ του αρχαιοελληνικού "αυτ-ός,-ή,-ό"
|
Αρχαία Ελληνική
|
9
|
Ναι
|
19/01/2012 23:06:00
|
βίτσα (η)
|
η βέργα, λεπτό ίσιο ευλύγιστο κλαδί, συνήθως από κρανιά- \nδασκαλικό εργαλείο τιμωρίας ραβδισμού της απαλάμης\nέφαγα σήμερα πέντε βιτσιές απ΄τη δασκάλα, και μού ΄χει γενεί το χέρι τούμπανο
|
λατ.: vitis= βέργα κλίματος> vitea
|
Λατινική
|
10
|
Ναι
|
05/02/2012 03:01:17
|
άχνα (η)
|
ανάσα, σιωπή, τσιμουδιά, ατμός, άχνη
|
εκ του "αχνα", δωρικός τύπος της άχνης = αθέρας, πάχνη, χνούδι
|
Αρχαία Ελληνική
|
11
|
Ναι
|
|
άγανο (το)
|
τα μουστάκια του σιταριού που ανεμοσκορπίζονται κατά το λίχνισμα, μετά το αλώνισμα, μαζί με τα άχυρα και τους θύλακες του σπόρου. Η βουτιά μέσα σ αυτόν τον σωρό ήταν επώδυνη διασκέδαση για τους πιτσιρικάδες, μιας και τα άγανα τρυπούσαν το τομάρι τους σαν αγκάθια.
|
από το λατ. acidus = οξύς
|
Λατινική
|
12
|
Ναι
|
19/01/2012 23:11:22
|
γκουμώνω
|
γεμίζω το στόμα με κάτι υγρό, π.χ. με νερό
|
εκ του γομόω (= γεμίζω) -> γομώνω -> γκουμώνω
|
Αρχαία Ελληνική
|
13
|
Ναι
|
19/01/2012 23:12:30
|
γούμασμα (το)
|
συκωτάκια με λαχανικά στο τηγάνι
|
|
0
|
14
|
Ναι
|
19/01/2012 23:13:35
|
διαλεούρι (το)
|
συνήθως στον πληθυντικό, διαλεούργια, ό,τι απόμεινε από μια διαλογή
|
εκ του "διαλέγω" και το υποκοριστικό
|
Αρχαία Ελληνική
|
15
|
Ναι
|
19/01/2012 23:14:17
|
θελί (το)
|
κομμάτι, π.χ. ένα θελί (=κομμάτι) πίττας
|
|
0
|
16
|
Ναι
|
19/01/2012 23:15:20
|
Λάκκα
|
π.χ. Λάκκα Σούλι, λακκιά, κοίλωμα, βαθούλωμα, γούβα, λάκκος, λακκούβα, δεξαμενή στέρνα, υπόγειο, αποθήκη λίμνη
|
Εκ του αρχαιοελληνικού λάκκος (ous.) ριζα = λακ-, λατινικά: lacus: κοίλωμα, βαθούλωμα, γούβα, λάκκος, λακκούβα, δεξαμενή στέρνα, υπόγειο, αποθήκη λίμνη
|
Αρχαία Ελληνική
|
17
|
Ναι
|
19/01/2012 23:15:59
|
λατζοκόβω/ λατζοδέρνω
|
αγωνιώ, τριγυρνώ, αναζητώ (αγωνιωδώς)
|
πιθ. από βενετ. lanza κατά μεταφ. από την αγωνία των λογχιζομένων
|
0
|
18
|
Ναι
|
19/01/2012 23:25:10
|
λώβα (η)
|
η βρώμα, η βρωμιάρα
|
η λώβη, (ουσιαστικό), [ρίζα σλωβ-, από σληβ-, πιέζω, βασανίζω], κακομεταχεείριση, ατίμωση, προσβολή, χλευασμός, ύβρις ||ακρωτηριασμός ||όνειδος, καταισχλυνη, ατιμία || (στο Βυζάντιο) λέπρα || παραγ.: λωβάομαι, λωβώμαι
|
Αρχαία Ελληνική
|
19
|
Ναι
|
19/01/2012 23:32:15
|
νογάω
|
αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
|
εκ του νοέω, συνώνυμο του εννοώ, (εν-νοώ), αόρ. ενενόησα, μτχ. εννώσας, πρκ. ενενόηκα\r\nΕχω στον νου, σκέφτομαι, διανοούμαι || καταλαβαίνω, κατανοώ
|
Αρχαία Ελληνική
|
20
|
Ναι
|
19/01/2012 23:52:33
|
οργιό ή το οριό (το)
|
σύγκρυο, π.χ. μ έπιασε το οργιό
|
από το ρίγος /ριγώ
|
Καθομιλουμένη
|
21
|
Ναι
|
19/01/2012 23:53:12
|
φάουλο (το)
|
η τροφή για τα άλογα και τα μουλάρια
|
|
|