Ματαιότητα
του Χρήστου Ν. Θεμελή
Κατά διαστήματα, άλλοτε πυκνότερα, άλλοτε πιο αραιά, μου δημιουργείται μια ανυπόφορη αίσθηση ματαιότητας. Γενική και απροσδιόριστη. Τις προάλλες, όμως, απέκτησε και πρόσωπο. Ανακάλυψα ότι υπάρχει και με περιμένει κάτω από το σπίτι.
Είναι μια γριά στη στάση, που τη βλέπω κάθε φορά στο ίδιο ακριβώς σημείο να κάθεται περιμένοντας το λεωφορείο.
Είναι τόσο καμπουριασμένη, που πριν 70 χρόνια σ' αυτή τη θέση θα προσπαθούσε να δέσει τα κορδόνια της, που λέει ο λόγος, γιατί τότε που παπούτσια και που κορδόνια.
Αλλά κοιμάται.
Φαντάζομαι κάθε φορά πως αυτή ακριβώς η ματαιότητα του να περιμένεις το λεωφορείο, έχοντας αποκοιμηθεί στη στάση, θα μπορούσε να χαρακτηρίζει αυτή την αίσθηση.
Το πρόβλημα αρχίζει, όταν συνειδητοποιώ ότι εγώ είμαι ο τύπος απέναντι, που έχοντας ξυπνήσει στραβά και μεσημέρι από το χθεσινό -χωρίς λόγο και αιτία-μεθύσι μου, ψάχνω να βρω τσιγάρα, καφέ και εφημερίδα και ακριβώς εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω πως ψάχνω σε αδειανές τσέπες για ψιλά.
Αντιθέτως, η γριά μπορεί διαρκώς να χάνει το λεωφορείο, επειδή έχει αποκοιμηθεί, ωστόσο στα χέρια της έχει τις σακκούλες του σουπερμάρκετ και ότι τελικά χρειάζεται, δηλαδή βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη κατάσταση με εμένα.
Και καθώς περπατάω και χαζεύω τη γιαγιά, πέφτω κατά λάθος πάνω σ' ένα σταθμευμένο μηχανάκι, παραπατάω, από πίσω μου έρχεται μια κοπέλα με ακουστικά, δεν προσέχει καλά, πέφτει πάνω μου, αρχίζουμε τις συγνώμες, ο καθένας θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό του για την κατάσταση που δημιουργήθηκε, η συνεννόηση μάλλον δύσκολη καθώς, όπως είπαμε, φοράει ακουστικά με ταυτόχρονα εκκωφαντικό το βουητό του δρόμου και ειδικά τώρα που περνάει το λεωφορείο.
Εν τέλει στρίβω το κεφάλι να παρατηρήσω τη ματαιότητα, ωστόσο αυτή έχει επιβιβαστεί στο λεωφορείο που μόλις πέρασε, ενώ η κοπέλα που μόλις με τράκαρε έχει εξαφανιστεί..
*αφιερωμένο στον παιδικό μου φίλο, τον Κωστάκη τον Καραμέτση, μεσ' τη ντάλλα το μεσοκαλόκαιρο