Στο χωράφι
Το χρυσαφένιο χωράφι δείχνει με περηφάνια την θωρειά του. Το ελαφρύ αεράκι σχηματίζει στην κώμη του μικρούς κυματισμούς καθώς τα στάχυα λικνίζονται στο πέρασμά του. Πέρα, κατά την Ανατολή, η πρωινή δροσιά κάνει τον τελευταίο της περίπατο πάνω απ’ τον κάμπο, καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεδιπλώνουν τα χρώματά τους.
Η κυρά-Ρίνα τραβά ένα στάχυ, το τρίβει με τα δυο της χέρια κι ο σπόρος, λεύτερος απ΄ τα τυλίγματα και τ΄ άγανά του, απλώνεται στην μια της την παλάμη. Η μάννα γης είναι χρυσός. Την οργώνεις, την σπέρνεις, την ποτίζεις με τον ιδρώτα και τις αγωνίες σου, κι αν ο Μεγαλοδύναμος θελήσει, πλούσια στο ανταποδίδει.
Γυρνά στον πρόχειρο καταυλισμό και σκύβει πάνω απ΄ τα δυο της τα παιδιά, τα μικρότερα που ΄χε στο σπίτι, σχολιαρόπαιδα ακόμη, μα βοηθοί της σ’ όλες τις δουλειές.
- Ξυπνήστε, βλαστάρια μου, μην μας πάρει η μέρα, ώρα για θέρισμα.