Ἡ ἔννοια τῆς«Βυζαντινῆς Εἰκόνας»

Δημητρίου Μίχα

Ἡ λεγόμενη μὲ τὸν γενικὸ ὅρο «Βυζαντινὴ Εἰκόνα», κατέχει κεντρικὴ θέσι στὴν Τέχνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς μέσω αὐτῆς ὁ Θεὸς καθίσταται ὁρατὸς στὸν ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ κατὰ τὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη ἡ ἐπὶ γῆς ἐκκλησία πρέπει νὰ θεωρεῖται τύπος καὶ εἰκόνα τῆς ἐπουρανίου ἐκκλησίας τὰ πάντα καὶ στὴν ἁγιογραφία πρέπει ν’ ἀνακαλοῦν τὸν οὐράνιο κόσμο. 

Αὐτὸ εἰκονίζει καὶ ἡ ὀρθόδοξος ζωγραφική. Δὲν πρέπει νὰ ἀναπαριστᾶ μορφὲς τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὴν ὑπαρκτὴ φυσικότητὰ τους ἀλλὰ νὰ ἐκφράζει τὸν οὐράνιο καὶ ὑπεραισθητὸ κόσμο.  Γι’ αὐτὸ ἡ «Βυζαντινὴ Εἰκόνα»  δὲν εἶναι μία θρησκευτικὴ ζωγραφιὰ ἤ ἕνα ἔργο τέχνης γιὰ νὰ παρουσιάσει τὸ φυσικὸ κάλλος ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἀλλὰ «ἱερὴ τέχνη», μία ἄλλη γλώσσα τοῦ θείου λόγου, συμβολική-ὑποστατική  γιὰ νὰ συλλάβουμε παραστατικὰ τὴν θέα τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τὴν «αἰσθητοποίησι τῆς θείας ἀποκαλύψεως1».

Ὅταν δηλαδὴ «σταθείς ἀπέναντι σὲ μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως ἀντιλαμβάνεσαι πώς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἔργο τέχνης ἤ ἕνας θρησκευτικὸς πίνακας, δὲν ἀντικρύζεις κάποιο πρόσωπο ζωγραφισμένο μὲ νατουραλισμό, δηλαδὴ μὲ φυσικότητα, ἀλλὰ κάτι τελείως διαφορετικὸ2»· ἀντανακλᾶ τὸν μυστικὸ καὶ ἀναπότρεπτο τρόπο ὑπάρξεὼς του καὶ φανερώσεως τῶν θείων ἐνεργειῶν του. «Ἡ αἰσθητικὴ ἀπόλαυσι βέβαια ὑπάρχει ἀλλὰ δὲν προκύπτει ἄμεσα ἀπὸ τὸ ἔργο τέχνης ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γνωσιολογικὴ πρόσληψι τοῦ προτύπου. Οἱ μορφές, τὰ χρώματα καὶ τὸ φῶς, καὶ γενικότερα τὰ προϊόντα τῆς μιμητικῆς τέχνης, εἶναι ἁπλῶς σύμβολα καὶ ὡς τέτοια πρέπει νὰ προσληφθοῦν»3.

Ἡ Εἰκόνα ἀποτελεῖ  ἑπομένως λατρευτικὸ μέσο ὄχι ὅμως καὶ ἀντικείμενο  λατρείας, ἀλλὰ σεβασμοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Βασίλειο «ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Ἡ τιμὴ δηλαδὴ μεταβαίνει στὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο καὶ ὄχι, φυσικά, στὸ ξύλο. «Κατὰ τὸν εἰκονισμὸ ἑνὸς ἱεροῦ προσώπου ἀναπαρίσταται ἡ ὑπόστασί του καὶ ὄχι ἡ φύση του, ποὺ εἶναι μοναδική. Μὲ περισσότερο λυρισμὸ θὰ λέγαμε ὅτι ὁ πιστὸς τιμᾶ καὶ σέβεται τὸ Εἰκόνισμα, ὅπως ἡ μάννα φιλᾶ καὶ χαϊδεύει τὴ φωτογραφία τοῦ ξενητεμένου της παιδιοῦ - σὰν νὰ μποροῦσε νὰ τὸ σφίξει στὴν ἀγκαλιὰ της - καὶ τὴν κρύβει στὸν κόρφο της μὲ τὴ γλυκιὰ προσμονὴ τοῦ ἀνταμώματος4».

Σκοπὸς λοιπὸν τῆς Εἰκόνας, εἶναι ἡ πρόσκλησι γιὰ ἐπικοινωνία - καὶ μὲ τὴν δικὴ της καλλιτεχνικὴ ἔκφρασι καὶ μὲ τὸν πνευματικὸ- παιδαγωγικὸ τῆς τρόπο -, μὲ τὸ  Ἀρχέτυπὸ της Χριστὸ5  καὶ μὲ ὅλο τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως του, τὴν διδασκαλία καὶ τὸ Πάθος του, πού ἔχει ὡς κορύφωσι τὴν Σταύρωσι καὶ ὕστερα τὴν ἐκ νεκρῶν  Ἀνάστασὶ του. Ἐπίσης ἀναπαριστᾶ καὶ τὰ ἀναγνωρίζοντα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἅγια πρόσωπα – τοὺς ἁγίους «ἐν ἀφθαρσία»-  ὥστε νὰ γίνει ἡ εἰκόνα καὶ ἡ διάκονος ὀπτικὴ λειτουργία πού σὲ ὁδηγεῖ σὲ οὐσιαστικὴ μετοχὴ μὲ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.