Συνάρθρωση τεχνολογίας και νοήματος
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
«Συνάρθρωση τεχνολογίας και νοήματος»
της Ιωάννα Τσιβάκου
καθηγήτριας Οργάνωσης & Διοίκησης του ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Θα επιχειρήσω με την αποψινή ομιλία να εκφράσω έναν στοχασμό πάνω στις πολιτισμικές ρίζες της κρίσης από την οπτική της τεχνολογίας. Προτού ωστόσο προχωρήσω θα ήθελα να διευκρινίσω πώς ερμηνεύω εν προκειμένω τον όρο «πολιτισμικό». Υπάρχουν πάμπολλες ερμηνείες, αλλά εδώ, για την οικονομία της παρούσας συζήτησης, θα σταθώ σε αυτήν που κατά το μάλλον ή ήττον κυριαρχεί στον χώρο της ανθρωπολογίας. Συγκεκριμένα, ο Raymond Williams, αναφέρεται στην κουλτούρα ως τη συμβολική δομή δια της οποίας μια κοινωνική τάξη (order) μεταδίδεται, αναπαράγεται, βιώνεται και εξερευνάται. Σε κάτι παρόμοιο καταλήγει ο Clifford Geertz, καθώς υποστηρίζει πως τα πολιτισμικά συμβάντα είναι προϊόντα μιας σημασιοδότησης, ενός ιστού σημασιών, η ύπαρξη και τα αποτελέσματα του οποίου εξαρτώνται από την προϋπάρχουσα συμβολική δομή. Η συμβολική δομή αποτελείται από πολιτισμικές μορφές, όπως αξίες, πεποιθήσεις, τελετουργίες, γλώσσα, πρότυπα συμπεριφοράς, έργα τέχνης και τεχνήματα, όλα ικανά να επιδρούν και να διαμορφώνουν το σημασιοδοτικό σύστημα ή τον ιστό σημασιών ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα θα προσεγγίσουμε την τεχνολογία, δηλαδή ως συστατικό μέρος μιας συμβολικής τάξης, ικανό να επιδρά πάνω στον ιστό σημασιών που συγκροτεί μια κοινωνική ομάδα. Συνεπώς, άλλα ζητήματα συνδεδεμένα μαζί της, όπως για παράδειγμα η σχέση της με την απασχόληση και την ανεργία, θα μείνουν έξω από την αποψινή παρουσίαση.
Η τεχνολογία ορίζεται από τους περισσότερους ως ένας τρόπος για την επεξεργασία συγκεκριμένων μέσων προς επίτευξη δεδομένων σκοπών. Πρόκειται για έναν «τρόπο ύπαρξης» της κοινωνίας που της εξασφαλίζει τα αναγκαία για την διαβίωσή της αντικείμενα. Άλλοι τρόποι είναι η ηθική και η πολιτική. Η διαίρεση σε τρεις των τρόπων ύπαρξης ακολουθείται από πολλούς ψυχολόγους, που βασισμένοι στα γραπτά του Ε. From, διακρίνουν το είναι, το έχειν και το δραν ή κατασκευάζειν. Το είναι αναφέρεται στην ταυτότητα του υποκειμένου ή μιας κοινωνικής ομάδας, ήτοι στις αξίες με τις οποίες στέκεται απέναντι στους άλλους∙ άρα στην ηθική του διάσταση. Το έχειν, υπονοεί την κοινωνική θέση, το είδος των κοινωνικών σχέσεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η κατοχή και ο έλεγχος της παραγωγής πλούτου με ταυτόχρονη επίτευξη κοινωνικής συνοχής, κατά συνέπεια, την πολιτική. Τέλος, το δραν εκφράζει την κοινωνική δράση, τους τρόπους με τους οποίους ένα υποκείμενο ή μια κοινωνική ομάδα κατασκευάζει τα αναγκαία προς το ζην αντικείμενά της. Αυτό το τελευταίο είναι που εννοείται εν προκειμένω ως τεχνολογία.
Κατόπιν αυτού, είναι προφανές πως η τεχνολογία δεν περιέχει μόνο το τέχνημα, το εργαλείο, αλλά περιλαμβάνει επίσης τις επιστημονικές μεθόδους παραγωγής και ελέγχου, την διάταξη των υλικών δυνάμεων, προδιαγραφές εργασιακών καθηκόντων και τρόπους συμπεριφοράς.
Κάθε τρόπος ύπαρξης δεν λειτουργεί απομονωμένος από τους άλλους. Ο ένας διεισδύει μέσα στον άλλον, ούτως ώστε μέσα από τις αλληλεπιδράσεις τους, να διαμορφώνεται κάθε ένας από αυτούς, αναδεικνύοντας έτσι τον πολιτισμό μιας κοινωνίας κατά μια δεδομένη ιστορική περίοδο.
Δεν έχουν όλοι οι τρόποι ύπαρξης την ίδια δυναμική μέσα σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο. Άλλοτε κυριαρχεί ο ένας και άλλοτε ο άλλος, υποχρεώνοντας τους άλλους δύο να του συμπαρασταθούν και να ευθυγραμμιστούν μαζί του. Παραδείγματος χάριν, στην κλασική ελληνική αρχαιότητα υπερτερούσε η πολιτική, ενώ στον μεσαίωνα, και τον δυτικό και τον βυζαντινό, η ηθική. Στις μέρες μας επικρατεί η τεχνολογία, γι’ αυτό, και οι αξίες που δεσπόζουν, όπως για παράδειγμα, αποδοτικότητα-αποτελεσματικότητα, ταχύτητα, δημιουργικότητα, έχουν σχέση με αυτήν. Το ίδιο και όταν γίνεται αναφορά στην πολιτική. Παρατηρούμε πως κι αυτή αναφέρεται στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, πράγμα που σημαίνει πως επηρεάζεται από τα τεχνολογικά δεδομένα. Με τη σειρά της, η έκπτωση της δημόσιας ηθικής, όπως θα δούμε πιο κάτω, επέτρεψε την κυριαρχία της τεχνολογίας, ενώ η ενίσχυση της οικονομίας, συνέβαλε στην προώθησή της.
Η διασύνδεση των τριών τρόπων ύπαρξης καθίσταται προφανής αν απευθύνομε κάποια ερωτήματα στον προαναφερθέντα ορισμό της τεχνολογίας, δηλαδή, στην κινητοποίηση συγκεκριμένων μέσων προς επίτευξη επιλεγμένων σκοπών. Για παράδειγμα, ο διαχωρισμός μέσων – σκοπών υπαινίσσεται και διαχωρισμό υποκειμένου – αντικειμένου; Πρόκειται για σχέση ντετερμινιστική, ή υπάρχει δυνατότητα μέσα από τη δεδομένη σχέση να προκύψουν άλλα, μη προβλεπόμενα αποτελέσματα; Ποιους σκοπούς θέτει μια κοινωνία προς υλοποίηση και για ποιους λόγους τους θέτει; Τα τεχνικά μέσα και οι μέθοδοι που επιστρατεύει η κοινωνία για να τους πραγματώσει, είναι απόρροια των επιστημονικών της δυνατοτήτων ή υποκρύπτουν και σχέσεις εξουσίας;
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτηματικά μας οδηγεί σε αυτά που ήδη είπαμε. Πως οι τρόποι ύπαρξης διασυνδέονται ακατάλυτα μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, το πώς μια κοινωνία ερμηνεύει και αξιολογεί τα πράγματα του κόσμου, αποφασίζει για το τι είναι καλό και τι είναι κακό (ηθική διάσταση) και πώς βάσει αυτών της των αξιολογήσεων θέτει τις προτεραιότητες και τους στόχους της (πολιτική), δεν μπορεί να διαχωριστεί από την τεχνική και την επιστημονική γνώση που επιστρατεύει και εφαρμόζει. Δεν μπορεί με λίγα λόγια, ο νους να ξεφύγει από το χέρι• δεν μπορεί ο τρόπος που σκέπτεται, που αξιολογεί, επιλέγει και αποφασίζει, να αγνοεί την τεχνολογία, ούτε η τεχνολογία δύναται να είναι ανεξάρτητη απέναντι στις κοσμοθεωρήσεις που έχει μια κοινωνία για τη ζωή και τον κόσμο.
Αυτή τη σύζευξη του νου με το τέχνημα την υποστήριξαν πολλοί θεωρητικοί της τεχνολογίας, όπως ο Leroi-Gourhan, ο Καστοριάδης και οι Geleuze-Guattari. Άλλοι, ωστόσο, π.χ. ο Χάιντεγκερ, αναφέρθηκαν στην τεχνολογία σαν μια αυτόνομη δύναμη, ικανή να υποδουλώνει τον άνθρωπο. Άλλοι πάλι, οι ανήκοντες σε αυτό που αποκαλούμε κονστρουκτιβιστική προσέγγιση, υποστηρίζουν την πλήρη καθυπόταξη της τεχνολογίας στο ισχύον κοινωνικό νόημα. Εμείς υποστηρίζουμε την πρώτη άποψη, της σύζευξης, και υπ’ αυτή την οπτική θα προχωρήσουμε τη σκέψη μας (1).
Ο πολιτισμός μας, κι εννοώ εδώ τον δυτικό πολιτισμό, αποτελεί εξέλιξη αυτού που καλούμε νεωτερικότητα. Από κει λοιπόν θα πρέπει να ξεκινήσουμε για να εστιάσουμε στη σημερινή κρίση.
Στη νεωτερική εποχή άλλαξε η συνάρθρωση τεχνολογίας-νοήματος, διότι άλλαξε το περιεχόμενο και η ερμηνεία αμφοτέρων. Από τις επαναστατικές αλλαγές που συνέβησαν εκείνη την περίοδο στη Δυτική Ευρώπη και επηρέασαν και το νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος, θα επιλέξουμε τρεις που σχετίζονται με τη συνάρθρωση τεχνολογίας – κοινωνικού νοήματος και στις οποίες θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς μερικά από τα κύρια αίτια της κρίσης. Οι αλλαγές αυτές είναι οι εξής: (α) η σκέψη της αναπαράστασης• (β) οι νέες αντιλήψεις για τον χρόνο•και (γ) η εργαλειακότητα. Και οι τρεις συνδέονται με την τεχνολογία και με την εμπέδωση του καπιταλισμού, με την διαμόρφωση δηλαδή κοινωνικών σχέσεων όπου η ανθρώπινη εργασία μεταβάλλεται σε εμπόρευμα.
(α) Η σκέψη της αναπαράστασης
Μια από τις πιο καθοριστικές αλλαγές ήταν αυτή που επήλθε στον τρόπο που οι άνθρωποι σκέπτονταν και συλλαμβάνανε την πραγματικότητα. Αυτός ο τρόπος άλλαξε, καθώς ο δυτικός άνθρωπος δεν περιοριζόταν πια όπως στο Μεσαίωνα, να απεικονίζει, δηλαδή να παρουσιάζει τον κόσμο όπως είναι, και μέσα από αυτή την απεικόνιση να τον κατανοεί και να τον απολαμβάνει ευχαριστώντας τον Θεό. Αντίθετα, θέτοντας τον εαυτό του στη θέση του δημιουργού, προσπάθησε να αναλύσει τη φύση και τον εαυτό του, έτσι ώστε να δυνηθεί να επενεργήσει επάνω τους. Για τον λόγο αυτό, διέσπασε τα πράγματα του κόσμου στα συστατικά τους στοιχεία, επιλέγοντας από κάθε αντικείμενο τα στοιχεία που τον ενδιέφεραν. Διέλυσε δηλαδή το υπαρκτό στα στοιχειακά του δεδομένα, αυτό που θα λέγαμε, σε πληροφορίες, και στη συνέχεια τις συνέλεξε, τις κωδικοποίησε και τις ταξινόμησε, κατά τρόπο που να μπορεί να προβαίνει σε γενικεύσεις και να τις χειρίζεται. Με αυτές τις χειραγωγημένες πλέον πληροφορίες, αναπαρέστησε τον κόσμο, προχώρησε εν ολίγοις σε ανασύνθεση της πραγματικότητας σύμφωνα με την βούλησή μου.
Η σκέψη της αναπαράστασης βασιλεύει και σήμερα. Οι προκύπτουσες από αυτήν πραγματικότητες μπορεί να είναι όντως πραγματικές, όπως ένα νέο αντικείμενο, ή να ανήκουν στον κόσμο της εικονικότητας, όπως για παράδειγμα ένας μακρινός γαλαξίας ή μια μαύρη τρύπα. Το εικονικό είναι μορφή που έχει αναπαρασταθεί με τις πληροφορίες που μου δίνει ένα τεχνολογικό μέσον. Δεν τη βλέπω, αλλά την αναπαριστώ μέσω των τεχνημάτων μου. Δεν πρόκειται για πλαστή πραγματικότητα, αλλά για πραγματικότητα ή οποία όντως υπάρχει, δεν μπορεί όμως ακόμη να λάβει συγκεκριμένη μορφή, διότι κινείται στον χώρο του πιθανού.
Κατόπιν αυτού, ο θεϊκός Λόγος για τη δημιουργία του κόσμου αντικαταστάθηκε με την αναπαραστατική λογική, ενώ η γνώση ασχολήθηκε με τη συγκρότηση επιστημονικών πεδίων εξειδικευμένων στην επιλογή, την κωδικοποίηση, τη γενίκευση και την ταξινόμηση, όπως για παράδειγμα η στατιστική η λογιστική, η μηχανική, η γλωσσολογία.
Παράδειγμα συγκροτήσεως νέου αντικειμένου: ο εργάτης. Ο εργάτης δεν είναι πια ο συγκεκριμένος εργαζόμενος στο προνεωτερικό εργαστήρι, ο φορέας ενός ονόματος και μιας ιστορίας, αλλά το ανώνυμο άτομο με τις ειδικές δεξιότητες που επιζητεί η βιομηχανική παραγωγή και η γραφειοκρατική οργάνωση. Αυτός ο εργάτης μπορεί να γίνεται αντικείμενο στατιστικού υπολογισμού και συνεπώς διαχειρίσεώς του από τον εργοδότη ή τα διάφορα όργανα του κράτους βάσει του πληθυσμού του (γεννήσεις, θάνατοι, προσλήψεις), βάσει των ιδιοτήτων του (μορφωμένοι, νέοι, μεσήλικες, άνδρες, γυναίκες, κοκ), των δεξιοτήτων του (υφαντουργοί, οικοδόμοι, λογιστές, προϊστάμενοι, κλπ.) ή της καταστάσεώς του (ενεργοί, άνεργοι, υποαπασχολούμενοι, κλπ).
Εκείνο ωστόσο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν είναι μόνο η ανασυγκρότηση του πραγματικού, αλλά και η σύνθεση του εικονικού-πραγματικού (2) μέσω της τεχνολογίας. Η σκέψη της αναπαράστασης συνδύασε δύο πράγματα: το αναπαρασταθέν απτό-πραγματικό με το εικονικό-πραγματικό. Αυτό καθόρισε την βιομηχανική τεχνολογία. Τα τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα είναι συνθέσεις πληροφοριών οι οποίες συνελήφθηκαν διανοητικά και εν συνεχεία σχεδιάστηκαν, αντικαθιστώντας φυσικές δυνάμεις και φυσικές ανθρώπινες σωματικές δεξιότητες. Από το ένα μέρος δέσμευσαν τις φυσικές δυνάμεις – όπως τον ατμό, ή τον ηλεκτρισμό – οι οποίες κινούνταν στον χώρο της εικονικότητας, και τις ανασχεδίασαν έτσι ώστε να λειτουργούν σύμφωνα με τις ανθρώπινες επιδιώξεις, ενώ παράλληλα, αντικατέστησαν το ανθρώπινο χέρι, μάτι ή αυτί, με ειδικά τεχνήματα τα οποία κινητοποιούσαν αυτές τις φυσικές δυνάμεις. Με την βοήθεια της βιομηχανικής τεχνολογίας, οι ανθρώπινες προσδοκίες συλλαμβάνονται ως πληροφορίες από το σύμπαν του δυνητικού μέλλοντος (δηλαδή της εικονικότητας) και ικανοποιούνται στο παρόν, άρα έχουμε μια νέα αναπαρασταθείσα πραγματικότητα. Η τεχνολογική αυτή ικανότητα συνέβαλε στη συνεχή αύξηση των προσδοκιών, καθώς το μέλλον έγινε αντικείμενο των ανθρωπίνων επιδιώξεων∙ καθώς δηλαδή μετατράπηκε σε ένα συνεχώς διογκούμενο εικονικό σύμπαν.
Π.χ., όσο δεν υπήρχε το μικροσκόπιο, υπήρχε η υπόθεση πως κάποιες ασθένειες θα έπρεπε να οφείλονται σε μικροοργανισμούς, αποκαλούμενους ιούς. Η προσδοκία ήταν να κατασκευάσουμε ένα τέχνημα που θα επιβεβαίωνε την πρόβλεψη. Επίσης, πως με την ανακάλυψη ενός παρόμοιου τεχνήματος, θα άνοιγε ο δρόμος για την καταπολέμηση των εν λόγω ασθενειών. Πράγματι, το μικροσκόπιο εφευρέθηκε έτσι ώστε οι ιοί επιβεβαιώθηκαν και οι προσδοκίες για την κατανίκησή τους επαληθεύτηκαν..
Ειπώθηκε ήδη πως η βιομηχανική οργάνωση κατέστη δυνατή χάρη στη σκέψη της αναπαράστασης. Το είδαμε αυτό στο παράδειγμα του εργάτη. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις πρώτες ύλες. Η γενίκευση και κωδικοποίηση των πόρων, σε συνδυασμό με την νέα τεχνολογία συνέβαλαν αποφασιστικά στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας. Ο χρόνος, όπως θα πούμε σε λίγο, καθώς άνοιξε προς το μέλλον, διαπλάτυνε τον ορίζοντα των προσδοκιών και συνεπώς της ανθρώπινης πλεονεξίας. Η συσσώρευση των κερδών έγινε ο κύριος σκοπός της βιομηχανικής κοινωνίας και, μαζί με αυτήν, η εκμετάλλευση της εργασίας ανήχθη σε κεντρική επιδίωξη. Ταυτόχρονα όμως διευρύνθηκε και ο ορίζοντας της ανθρώπινης γνώσης συμβάλλοντας στον κίνημα του διαφωτισμού και των επιστημών του ανθρώπου. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται πως η τεχνολογία είναι στενά συνδεδεμένη με το ισχύον κοινωνικό νόημα και συμβάλλει στην εγκαθίδρυσή του, ενώ το προεκτείνει μέχρι τις ακραίες του συνέπειες.
Όσο η σκέψη της αναπαράστασης επεκτείνεται, όσο η πληροφορία γίνεται το υλικό για την κατασκευή νέων πραγματικοτήτων, αλλάζει και η φύση της ίδιας της τεχνολογίας, σηματοδοτώντας αυτή η αλλαγή το πέρασμα από την βιομηχανική εποχή στην μεταβιομηχανική ή, κατ’ άλλους, στη μετανεωτερική εποχή. Ενώ στην βιομηχανική εποχή η τεχνολογία είναι μέσον χειρισμού ανθρώπινων πληροφοριών, από τα μέσα του 20ού αιώνα γίνεται η ίδια παράγων γένεσης, επεξεργασίας και μετάδοσης πληροφοριών. Γεννιέται ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και η ψηφιακότητα εγκαθίσταται στην τεχνολογία. Τώρα η τεχνολογία όχι μόνο αντικαθιστά τα ανθρώπινα αισθητήρια όργανα, αλλά τον ίδιο τον νου, με αποτέλεσμα να είναι αυτή πλέον που γεννά τις πληροφορίες.
Στην ψηφιακή ωστόσο τεχνολογία συμβαίνει μια σημαντική αλλαγή που έχει διαφύγει από την προσοχή πολλών μελετητών της. Στο παρελθόν, η πληροφορία πήγαζε πάντα από τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα το σημαίνον της, δηλαδή το κέλυφός της να πληρούται πάντοτε από ένα νοηματικό περιεχόμενο. Σήμερα όμως, στην τεχνολογική πληροφορία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Καθώς το ψηφιακό τέχνημα λειτουργεί με τα αριθμητικά στοιχεία του 0 και του 1, σύντομα δε με κβαντικούς αλγορίθμους, όπου τη θέση του 0 – 1 λαμβάνει ένα κβαντικό μπιτ ικανό να επιτυγχάνει γραμμική υπέρθεση των δύο κλασικών καταστάσεων, υπάρχει άπειρη παραγωγή σημαινόντων, τα οποία δύνανται να αξιοποιηθούν από τον άνθρωπο για την πλήρωσή τους με ποικίλα νοηματικά περιεχόμενα.
Παραδείγματος χάριν, το RFID (radio-frequency identification device), ή με απλούστερα λόγια το μικρό ολοκληρωμένο κύκλωμα, αποτελούμενο από ένα τσιπάκι και μια κεραία, που φέρουν οι τραπεζικές κάρτες ή οι ετικέτες στα σύγχρονα supermarket, έχει επάνω του μια εν δυνάμει πληροφορία, ένα εικονικό σημαίνον, κατασκευασμένο με την πληροφορική γλώσσα του 0 και του 1 και τη μεσολαβούσα μετάφρασή της όπως είναι η C++. Το συγκεκριμένο σημαίνον είναι έτοιμο να δεχθεί στοιχεία για κάθε κάτοχο της κάρτας, προσδίδοντας έτσι στο σημαίνον ένα διαφορετικό κάθε φορά σημαινόμενο ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του τραπεζικού συστήματος ή το πολυκαταστήματος και τις τεχνολογικές διαδικασίες που το υποστηρίζουν.
Το ίδιο συμβαίνει και με πολυπλοκότερες ψηφιακές τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα την ψηφιακή τηλεόραση, όπου η διάδραση ανθρώπου-τεχνολογίας είναι περισσότερο άμεση και πολυδιάστατη. Όντας η τηλεόραση ένας υπολογιστής με κεραία λήψεως πληροφοριών, υποδέχεται πολυποίκιλα σήματα τα οποία, βάσει των θεμελιακών της γνωσιακών διαδικασιών, τα μετατρέπει σε εικόνες προσβάσιμες στον ανθρώπινο ψυχισμό και ως εκ τούτου με υψηλή αντήχηση στο κοινωνικο-γνωσιακό πλαίσιο αναφοράς της. Ο σχηματισμός του νοήματος αναδύεται μέσα από τις τεχνικές διαδικαστικές δυνατότητες του πλαισίου και τη συμμετοχή του ανθρώπου σε αυτές.( Εν Κινδύνω, σελ. 120).
Αυτή η τρομερή αύξηση της πληροφοριακής δυνατότητας συνέτεινε και στη σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική κρίση.
Τρανταχτό παράδειγμα τέτοιας κατισχύσεως είναι, όπως αναφέρθηκε ήδη, η διοχέτευση εικονικών τίτλων στην παγκόσμια αγορά και η εξ αυτών εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσεως του 2008. Τα δάνεια χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας (subprime loans) και τα χρηματοπιστωτικά πακέτα από ενυπόθηκα δάνεια, μετοχές, ομόλογα και διάφορα παράγωγα (derivatives) διοχετεύονταν παγκοσμίως από επενδυτικές εταιρείες ή τράπεζες δημιουργώντας έτσι μια τεράστια αγορά εικονικών τίτλων, μια φούσκα δηλαδή αποτελούμενη από χαρτιά κενά περιεχομένου. (Εν Κινδύνω, σελ. 273).
Το παράδειγμα δείχνει πως η εικονικότητα εμφανίζει όλο το κινδυνώδες της πρόσωπο όταν μεταφέρεται στον κόσμο της πραγματικότητας και κυκλοφορεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς οι μορφές της να προλαμβάνουν να πληρωθούν με πραγματικό περιεχόμενο. Αυτή η μετακίνηση και ραγδαία κυκλοφορία του εικονικού στον κόσμο του πραγματικού, ή, καλύτερα, η σύμμειξη εικονικού-πραγματικού, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχε η τεχνολογία πληροφοριών. Η εικονική διακίνηση σε τόσο μεγάλη έκταση και με αυτές τις ταχύτητες είναι έργο της ψηφιακής τεχνοεπιστήμης, τις ιδιότητες της οποίας εκμεταλλεύτηκε ένα φιλελεύθερο ιδεώδες υπέρμαχο της ατομικής αυτορρύθμισης στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας.
Εν ολίγοις, η ακατάπαυστη ροή των πληροφοριών που διακινούσε η εικονικότητα, αντί να συγκρατηθεί και να αναπροσανατολιστεί με τη δημιουργία αντικειμένων σχεδιασμένων έτσι ώστε να εξυπηρετούν το γενικό καλό, ενισχύθηκε έτι περαιτέρω, ασχεδίαστα και χωρίς ορατό τέλος, με εικονικά αντικείμενα άδεια από αξιακό περιεχόμενο, κατάλληλα μόνο να γκρεμίζουν όλα τα αναχώματα που οι θεσμοί είχαν επί χρόνια ορθώσει.
(β) Ο Χρόνος
Μια άλλη σημαντική αλλαγή που άλλαξε τον τρόπο του σκέπτεσθαι και τις συμπεριφορές μας κατά τους Νέους Χρόνους σχετίζεται με τον χρόνο. Ήδη ο χριστιανισμός είχε απομακρύνει τον άνθρωπο από τον κυκλικό χρόνο των εποχών, και τον είχε ωθήσει να ενστερνιστεί τον ευθύ χρόνο που τον μετέφερε από την παρούσα, γήινη ζωή, στη μελλοντική επουράνια. Στη νεωτερική εποχή ωστόσο, ιδίως με την εφεύρεση του ρολογιού, ο χρόνος έγινε από το ένα μέρος αντικείμενο της επιστήμης και από το άλλο, λόγω των πολλαπλών ταχυτήτων του, κοινωνικό αντικείμενο, εξ ου και αναφερόμαστε ιδιαιτέρως στον «κοινωνικό χρόνο». Στην κοινωνική δράση και επικοινωνία, ο χρόνος, άλλοτε τρέχει για να συλλάβει και να μεταφέρει από το μέλλον στο παρόν ανθρώπινες προσδοκίες, ή να μετακινήσει πληροφορίες από το σύμπαν της εικονικότητας στο σύμπαν της αναπαρασταθείσας πραγματικότητας∙ άλλοτε πάλι, ευθυγραμμιζόμενος με τον χρόνο των μηχανών και της μαζικής παραγωγής, δίνει υπόσταση σ’ ένα βασανιστικό παρόν, και άλλοτε διανύει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τεράστιες αποστάσεις στον ρυθμό των νέων μέσων επικοινωνίας, ακυρώνοντας στην ουσία τα χωροχρονικά σύνορα και εγκαθιστώντας έτσι το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση, με το να είναι ζήτημα της ακατάπαυστης διακίνησης των πληροφοριών, δεν είναι τελικά παρά ζήτημα χρόνου.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε πως οι θεσμοί και οι οργανώσεις τους, από την οικονομία και τις επιχειρήσεις μέχρι τη δημόσια διοίκηση και τους οργανισμούς της, κατά την βιομηχανική περίοδο εγκατέστησαν δύο είδη χρόνου: πρώτον, τον ρυθμιστικό χρόνο της βιομηχανικής διαδικασίας, όπου η μηχανή έπρεπε να δουλεύει συνεχώς απορροφώντας ανθρώπινη εργασία, και δεύτερον, τον χρόνο των ηθικών κανόνων που επέβαλε κυρίως το αστικό κράτος δικαίου. Ο χρόνος της ψηφιακής τεχνολογίας, διευκολύνοντας την διάδοση της πληροφορίας και κυρίως του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, απαιτούσε την κατάργηση των εθνικών ορίων και συνεπώς των κρατικών θεσμών. Η ηθική του κράτους δικαίου έθετε όρια στην ταχύτητα των πληροφοριών κατά τους Νέους Χρόνους. Έθετε δηλαδή ηθικά όρια και στο πλαίσιο της εργασίας, ήτοι στις κοινωνικές σχέσεις, όπου το συμβόλαιο εργασίας έπρεπε να γίνεται σεβαστό, αλλά και στην κρατική γραφειοκρατία, και στην ίδια την οικονομία θέτοντάς την υπό τον έλεγχο της πολιτικής.
Η ψηφιακή εποχή και οι ταχύτητες που εμπεδώνει υπερπηδούν τους ηθικούς φραγμούς της ηθικής. Ο νέος χρόνος δεν μπορεί να προσκόπτει στον αργό χρόνο της ηθικής, με αποτέλεσμα το κράτος να περιορίζεται και το κεφάλαιο αχαλιναγώγητο να διατρέχει τα όρια της οικουμένης. Να μια από τις κύριες πηγές της κρίσης.
(γ) Η εργαλειακότητα
Επιλέξαμε ως τρίτο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, την εργαλειακότητα, όχι γιατί είναι από τις πολιτισμικές αιτίες προκλήσεως της κρίσης, αλλά διότι θωρείται από μερικούς ως ένα ζήτημα υποσκελίσεως της κρίσης.
Ο όρος «εργαλειακότητα» δεν παραπέμπει στην τεχνολογία ως εργαλείο, αλλά σ’ έναν τρόπο του σκέπτεσθαι που προωθεί ο γενικά παραδεκτός ορισμός της τεχνολογίας και ο οποίος συνίσταται στην επιλογή των πιο αποδοτικών μέσων για την υλοποίηση συγκεκριμένων σκοπών – στόχων. Στη συγκρότηση της έννοιας «εργαλειακότητα» συνέβαλαν κατά πολύ οι θεωρητικοί της περίφημης σχολής της Φρανκφούρτης, οι οποίοι ανέλυσαν στο πώς το σύγχρονο τεχνολογικό καθεστώς (εγκλείοντας σε αυτό όχι μόνο τεχνήματα αλλά επίσης θεσμούς και οργανώσεις) επηρεάζει και διαμορφώνει την ανθρώπινη ορθολογικότητα και συμπεριφορά. Επέμειναν ιδιαίτερα στην έννοια της αλλοτρίωσης που είχε επεξεργαστεί ο Μαρξ, τονίζοντας την αποξένωση κατά την εργαλειακή διαδικασία του εργαζομένου από το προϊόν της εργασίας του, άρα, τελικά, την απομάκρυνση του σκοπού από τα μέσα.
Αυτή η κατάσταση ωστόσο συναντάται στην βιομηχανική εποχή, όχι στην ψηφιακή. Σήμερα, καθώς η τεχνολογία της πληροφορίας μικραίνει ή καταργεί τον χρόνο, το ανθρώπινο υποκείμενο επικοινωνεί αμέσως με το τελικό αντικείμενο• ενώνονται τα μέσα με τον σκοπό, με επακόλουθο, να μην αποξενώνεται ο εργαζόμενος από το προϊόν της πνευματικής του ενέργειας.
Ιδιαίτερα σε τόπους δουλειάς όπου η ψηφιακή τεχνολογία δεσπόζει, τους αποκαλούμενους τόπους πρακτικών γνώσης, αίρεται η βιομηχανική εργαλειακότητα. Το φαινόμενο αυτό οδήγησε άλλωστε τους λεγόμενους αυτονομιστές-μαρξιστές (όπως ο Antonio Negri, Maurizzio Lazzarato, κ.ά.), στο να αναφέρονται σ’ ένα νέο είδος εργασίας, στην πληροφοριοποιημένη, ή άυλη εργασία, η οποία προσφέρει δυνατότητες για την έκρηξη ενός νέου αντικαπιταλιστικού, παγκόσμιου κινήματος.
Διαφεύγει ωστόσο από την προσοχή των αυτόνομων μαρξιστών, πως ενώ υποχωρεί η εργαλειακότητα και η αποξένωση, η σύνδεση του εργαζομένου με το προϊόν γίνεται τόσο έντονη, ώστε να μιλάμε σχεδόν για ταύτιση. Με το να αφιερώνει ο εργαζόμενος στο αντικείμενο της εργασίας του όχι μόνο τον σωματικό του κάματο, αλλά όλη την πνευματική του ικμάδα, υποδουλώνεται τόσο σε αυτό, ώστε να το θεωρεί δικό του, αδιαφορώντας για το κέρδος που αποσπά ο κάτοχος αυτού του προϊόντος.
Πώς θα μπορούσε η μερική έστω άρση της εργαλειακής λογικής να συντείνει στην υπέρβαση της κρίσης; Αφού η τεχνολογία μόνη της έχει ακυρώσει την εργαλειακότητα, αυτήν που χαρακτήρισε όλη τη νεωτερική εποχή, γιατί λοιπόν εισερχόμαστε όλο και πιο βαθιά σε κρίση πολιτισμού;
Η δική μας απάντηση είναι πως αφ’ ης στιγμής η τεχνολογία δεν είναι ανεξάρτητη μεταβλητή, όπως υποστήριζε ο Χάιντεγκερ, αλλά είναι πάντοτε στενά συναρτημένη με το νόημα, εκείνος που ευθύνεται για την υπάρχουσα κατάσταση είναι ο δεύτερος παράγων, δηλαδή το κοινωνικό νόημα. Έχουμε στην προκειμένη περίπτωση εξέλιξη της τεχνολογίας, χωρίς να υπάρχει παράλληλη εξέλιξη των άλλων τρόπων ύπαρξης, της ηθικής και της πολιτικής.
Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, μήπως στον δυτικό πολιτισμό η τεχνολογία απέκτησε τόση ισχύ, ώστε επεβλήθη επί των άλλων δύο τρόπων; Η απάντηση είναι αρνητική, διότι ενώ η τεχνολογία εμφανίζει όψεις θετικές, όπως ο περιορισμός της εργαλειακότητας και η οικουμενική διάνοιξη της επικοινωνίας μέσω του Διαδικτύου και των κοινωνικών δικτυώσεων, εν τούτοις, ο κυρίαρχος σχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων, ήτοι η πολιτική, επιτρέπουν την ανάδειξη δομών εξουσίας που αξιοποιούν τις αρνητικές όψεις της τεχνολογίας προκειμένου να καθυποτάξουν τις θετικές της όψεις στις δικές τους σκοπιμότητες. Ενδεικτικά, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας να διευρύνει τις εικονικές πληροφορίες και να εκμηδενίζει τις χωροχρονικές αποστάσεις, ενώ άτομα αμβλυμμένης ηθικής του πρόσφεραν το κατάλληλο έδαφος για να εφαρμόσει την πολιτική του. Το πρόβλημα συνεπώς δεν έγκειται στην τεχνολογία, αλλά στους διαμορφωτές του κοινωνικού νοήματος με τους οποίους αυτή είναι συναρθρωμένη.
Ούτε όμως θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η κονστρουκτιβιστική θέση, σύμφωνα με την οποία η τεχνολογία δεν είναι παρά υποχείριο των κοινωνικών δομών και λειτουργιών. Η δυναμική της την ωθεί σε αναζήτηση διεξόδων προωθητικών ενός νέου κοινωνικού νοήματος, και συνεπώς νέων ευκαιριών για ανάπλαση των κοινωνικών σχέσεων. Το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα είναι μορφές τεχνολογίας που κατόρθωσαν μέσα στο υπάρχον καθεστώς κυριαρχίας να διανοίξουν απρόβλεπτες ατραπούς για την προώθηση ενός νέου πνεύματος αλληλεγγύης, υπονομεύοντας έτσι την ισχύ των ιδίων των μηχανισμών που πρωτοστατούν στην παραγωγή των τεχνολογικών καινοτομιών.
Για να κατανοήσουμε συνεπώς τον θετικό ή αρνητικό ρόλο της τεχνολογίας στις πολιτισμικές εξελίξεις, είναι αναγκαίο να στρέψουμε το ερευνητικό μας βλέμμα στους δύο άλλους τρόπους ύπαρξης, στην ηθική και στην πολιτική, που συναρθρώνονται μαζί της και οι οποίοι συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ισχύοντος ιστού σημασιών, δηλαδή στο κοινωνικό νόημα. Με λίγα λόγια, θα πρέπει να εξεταστεί το είδος της καλλιεργούμενης ηθικής και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές, καθώς και η μεταξύ τους σύζευξη, ώστε να κατανοηθεί και ο ρόλος που δύναται να παίξει η τεχνολογία.
Η ισχύουσα ηθική και πολιτική βρίσκονται υπό την σκέπη του νεοφιλελεύθερου προτάγματος. Ο νεοφιλελευθερισμός έλκει την καταγωγή του στον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα, και στη ρήση του Τζων Στιούαρτ Μιλ, πως «ο μόνος λόγος για τον οποίο η εξουσία δύναται ορθώς να επιβάλλεται πάνω στα μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας, εναντίον της θέλησής τους, είναι όταν τα εμποδίζει να βλάπτουν τους άλλους». Μέσα από την πολιτική καλλιέργεια της ωφελιμιστικής θεωρίας άλλαξε το μέτρο της ηθικής ευθύνης, και εκεί όπου μέχρι τότε η ηθική πράξη αξιολογείτο με τα κριτήρια του σωστού ή δικαίου, έκτοτε κρίνεται βάσει του βλαβερού κι επικίνδυνου.
Προέκταση αυτής της ηθικής στάσεως είναι η σύγχρονη αντίληψη πως όλα επιτρέπονται εφ’ όσον δεν βλάπτουν τους άλλους. Είμαστε μακριά από μιαν ηθοπλαστική στάση όπου το άνοιγμα στον άλλον είχε τα ηθικά του ριζώματα σε μακρόχρονες κοινοτικές παραδόσεις. Μακριά από τη εποχή όπου η εγγύτητα συνδεόταν συναισθηματικά με τον χώρο και το άτομο εξακολουθούσε να φέρει εντός του τη γνώμη του άλλου προκειμένου να απολαμβάνει την αναγνώριση και τον έπαινο ή να υφίσταται τη μομφή και την καταισχύνη.
Ο άνθρωπος, ζώντας ως άτομο πλέον, αναγκάστηκε να κολυμπήσει στη θάλασσα των πληροφοριών, γεγονός που τον οδήγησε αντί στη γνώση, στην πεποίθηση πως ο ίδιος δεν είναι παρά ένας κόμπος μέσα σε ένα απέραντο δίκτυο δυνάμεων, τις οποίες, ακόμη κι αν γνωρίσει, δεν θα καταφέρει να τις αλλάξει. Τον έκαναν επίσης να δει πως ο φυσικός μικρόκοσμος και μακρόκοσμος αποτελούνται από συνθέσεις απείρων στοιχείων οι απαρχές και αιτίες των οποίων αποκαλύπτουν άλλες απαρχές και αιτίες, με αποτέλεσμα ο ανθρώπινος ναρκισσισμός για συνεχή πρόοδο και παντοδυναμία να τραυματιστεί ανεπανόρθωτα.
Τη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης αδυναμίας εμπρός στη γνώση ακολούθησε ο σκεπτικισμός, ο οποίος, ως πνευματική στάση, κατέλαβε τα εδάφη που καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα κατείχε η αισιοδοξία για την ανθρώπινη υπεροχή. Πρόκειται για εκτεταμένο σκεπτικισμό με συνακόλουθο την έκλειψη κάθε ενοποιητικού νοήματος ικανού να επιτυγχάνει την κοινωνική συνοχή. Τώρα μάλιστα που οι πληροφορίες αποσπάστηκαν από κάθε αξιακό περιεχόμενο και πλέουν χωρίς αξιακή πυξίδα στη θάλασσα της εικονικότητας, τώρα, που έγιναν υποδοχείς των εκπεμπομένων από τα σύγχρονα πολυμέσα, όπως το διαδίκτυο και τα ΜΜΕ, αβαθών ανοησιών, κάθε ηθικό έρεισμα παραμερίστηκε και η συνείδηση μετατράπηκε σε πολυπρισματικό καθρέφτη για να αντανακλά στην αβαθή του επιφάνεια πρόσκαιρες εικόνες που γρήγορα παραμερίζονται από άλλες.
Το κενό που δημιούργησε ο σκεπτικισμός ήρθε να καλύψει η προσφυγή στις αξίες του ιδιωτικού βίου, η εγκύστωση του ατόμου στα προσωπικά του ενδιαιτήματα, προκειμένου να ξαναβρεί τη θέρμη της ανθρώπινης εγγύτητας, με αποτέλεσμα την παντελή διάβρωση της δημόσιας σφαίρας από τις συμπεριφορές και το ήθος της ιδιωτικής.
Εκμεταλλευόμενες αυτή την κατάσταση, από το τέλος της δεκαετίας του 1970 ήδη, οι δυτικές ηγεσίες, κυρίως των αγγλοσαξονικών χωρών, προέβησαν σε πολιτικές απορρύθμισης του κράτους, ενώ αντίθετα συνέστησαν και παρότρυναν την ατομική αυτορρύθμιση και αυτο-κυβέρνηση. Τα ανθρώπινα όντα έπρεπε μόνα τους να αντιμετωπίζουν τους σκοπέλους της ύπαρξης, καθώς πολιτικές ελέγχου συνειδήσεων και σωμάτων αναπτύσσονταν συνεχώς, δίνοντας ζωή στον προφητικό όρο «βιοεξουσία» που εφηύρε ο Φουκώ(3).
Η βιοεξουσία οδήγησε τα άτομα στο να απομακρυνθούν από τους κρατικούς θεσμούς, στην έκπτωση της πολιτικής, έτσι ώστε να μετεωρίζονται πάνω σε μια θάλασσα που τη ραπίζουν οι άνεμοι των κινδύνων. Καθώς οι κίνδυνοι έπαψαν να περιορίζονται στον κύκλο των εκάστοτε μικροαποφάσεων και απέκτησαν ισχύ παγκόσμια και ατιθάσευτη, αδιαχείριστη από άτομα ή ολιγομελείς ομάδες, ο φόβος και η αγωνία για το μέλλον εισήλθαν στις ατομικές ψυχοσυνθέσεις οδηγώντας τις στην αναζήτηση καλύψεων από οποιαδήποτε μελλοντική απειλή. Το ανθρώπινο υποκείμενο αγκιστρώθηκε από σανίδες σωτηρίας τις οποίες έθεσε στη διάθεσή του η μεταβιομηχανική εποχή, σε αντικατάσταση των παρηκμασμένων κρατικών θεσμών. Τέτοιες σανίδες σωτηρίας είναι τα κάθε είδους αφηρημένα, έμπειρα (expert) συστήματα και τεχνολογικά- εικονικά αντικείμενα, όπως, για παράδειγμα, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, οι διάφοροι τύποι δανείων και τα ποικίλα χρηματοπιστωτικά υβρίδια, όλα προϊόντα προσφερόμενα αφειδώς από ασφαλιστικές εταιρείες ή τράπεζες.
Η κατάληξη ήταν να ληφθούν μέτρα για την προστασία των προστατών, όπως για παράδειγμα να ενισχυθούν τα τεχνολογικά συστήματα για την ασφάλεια των εμπείρων συστημάτων, ή να ιδρυθούν ιδιωτικοί οργανισμοί εκτιμήσεως κινδύνων, παροχής εγγυήσεων, πιστοληπτικής ικανότητας, και εν γένει πραγματικής ή πλασματικής προστασίας, γεγονός που με τη σειρά του συνέτεινε σπειροειδώς στην αύξηση των πληροφοριών και συνεπώς των κινδύνων.
Σε κοινωνίες όπως η ελληνική, χαρακτηριζόμενες από περιορισμένη λειτουργική διαφοροποίηση, γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες των δημοσίων οργανισμών, διατήρηση πελατειακών σχέσεων και ελλιπή εξατομίκευση του ανθρώπινου υποκειμένου, δεν ήταν δυνατόν η μοντέρνα εκδοχή του φιλελευθερισμού να εφαρμοστεί στην ακεραία του μορφή παρά μόνο διαστρεβλωμένα, αφού δεν είχε προηγηθεί η καλλιέργεια της φιλελεύθερης ηθικής πρότασης. Η διαστρεβλωμένη εφαρμογή οδήγησε στην τρόικα, για την προσαρμογή της ελληνικής πολιτικής στη λογική της βιοεξουσίας, με αποτέλεσμα όχι μόνο την οικονομική κατάρρευση της εθνικής και ατομικής οικονομίας, αλλά την μετατροπή του σκεπτικισμού σε μηδενισμό. Η αντίσταση απέναντι σε αυτό το ηθικό κατρακύλισμα επιτάσσει την αναθεώρηση της ισχύουσας ηθικής και πολιτικής, σε πνεύμα εναρμονισμένο με τις θετικές όψεις της σύγχρονης τεχνολογίας∙ με αυτές δηλαδή που προσφέρονται στο διάλογο και τη συμμετοχή.
[1] Πολλές από τις ιδέες αυτής της ομιλίας εκτίθενται αναλυτικά στο βιβλίο της Ι. Τσιβάκου, Εν Κινδύνω, Αθήνα: Σιδέρης, 2010, όπου και ο ενδιαφερόμενος θα βρει λεπτομερείς βιβλιογραφικές παραπομπές. Ειδικά για την τεχνολογία, βλ. σελ. 107-124.
[2] Όπως αναφέρεται στο Ι. Τσιβάκου, Εν Κινδύνω, ό.π., σελ. 61-62, «το εικονικό-πραγματικό διαφέρει από το συγκεκριμένο ή απτό πραγματικό. Δεν δηλώνει κάτι ανύπαρκτο, καθ’ ολοκληρίαν επινόημα φαντασίας, δηλαδή αμιγώς φανταστικό, το οποίο μπορεί κάποια στιγμή να μεταφερθεί στον πραγματικό κόσμο και να καταστεί πραγματικότητα, παρά κάτι πραγματικό που δεν έχει εισέτι ενεργοποιηθεί ώστε να λάβει συγκεκριμένη υπόσταση». Επίσης, στο ίδιο βιβλίο, στην υποσημ. 5 της σελ. 61, αναφέρεται ότι η έννοια έχει ληφθεί από τον G. Deleuze, DifferenceandRepetition,NewYork: ColumbiaUniversityPress, 1994, σελ. 179), όπου ο συγγραφέας «αξιοποίησε την έννοια του εικονικού ως δυνάμει πραγματικού (virtualreal) έναντι του ενεργού πραγματικού (actualreal), αντί του παραδοσιακού possiblereal. Tovirtualεν προκειμένω υποδηλώνει την ουσία μιας πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από την ικανότητά της να παίρνει πολλαπλές μορφές και μέσω αυτών των μορφών να αναγνωρίζεται χωρίς ωστόσο η ουσία της να είναι δυνατόν να συλληφθεί».
[3] Επειδή ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο ένα είδος διακυβέρνησης αλλά και μια «τεχνολογία διαπλάσεως του εαυτού», χαρακτηρίζεται από τον Φουκώ και ως βιοπολιτική, ήτοι ως στρατηγική «βιοεξουσίας». Πρόκειται για το είδος της εξουσίας που ασκείται απ’ ευθείας πάνω στη ζωή (και κατά συνέπεια στον θάνατο).